«Ωρα ευθύνης!» Αλλη μια φορά...
Tου Παντελη Μπουκαλα
«Αυτή η ώρα είναι ώρα ευθύνης!...». Ανοιχτή στο βάθος η τηλεόραση, σαν ένα αδιάφορο ηχητικό φόντο, ένα βούισμα που αποκτά κάποια σημασία όταν υψώνονται οι τόνοι, έστειλε την κορόνα καταπάνω μου: «Ωρα ευθύνης!»... Βέβαιος ότι κάποιος ναυαγισμένος κυβερνητικός την είχε εκτοξεύσει, δεν στράφηκα να δω ποιος ήταν. Αντίθετα, πληκτρολόγησα ενστικτωδώς στο διαδικτυακό ψαχτήρι τις λέξεις «Ωρες ευθύνης», να δω πόσες φορές έχουν παιχτεί κι αν δικαιούνται τα πρωτεία της κενολογίας. Το αποτέλεσμα, όσο κι αν καθαριστεί, παραμένει εντυπωσιακό: 2.520.000 ευρήματα σε 0,05 δευτερόλεπτα. Για να ’χω κάποιο μέτρο σύγκρισης, πληκτρολόγησα και τη φράση «οι καιροί ου μενετοί», επίσης μέχρις εξαντλήσεως κοινόχρηστη. Και να που από τα δυόμισι εκατομμύρια κατεβήκαμε πολύ πολύ χαμηλά: τα ευρήματα αυτή τη φορά ήταν μόλις 24.300, στατιστικώς ασήμαντα εν συγκρίσει με τα ευθυνολογικά.
Μια αρμαθιά από κοινούς τόπους έχει καταντήσει ο πολιτικός λόγος, κι από κοντά ο δημοσιογραφικός, όταν μιμείται ή υπηρετεί την κομματική ρητορική, το νόημα της οποίας εντοπίζεται περισσότερο στο τι δεν λέει και όχι στο τι λέει, περισσότερο στο τι αποσιωπά παρά στο τι ομολογεί ή ισχυρίζεται. Οταν οι κομματικοί άρχοντες αναγγέλλουν στομφωδώς άλλη μία «ώρα ευθύνης», με την επαγγελματική τους αμνησία να αποτελεί το κύριο έρεισμα των λεγομένων τους, είναι σαν να τεμαχίζουν τον πολιτικό χρόνο σε σποραδικές «ώρες ευθύνης» (όταν ζορίζουν πολύ τα πράγματα), υπονοώντας ότι ανάμεσά τους εκτείνονται μεγάλες περίοδοι επιτρεπόμενης ανευθυνότητας, θεμιτής χαλαρότητας και κατανοητού βολέματος. Πως έτσι βλέπουν τα πράγματα κι έτσι τα ζουν, το ξέρουμε, αλλά αυτό δεν φαίνεται να τους ενοχλεί, μια και ποντάρουν και στη δική μας αμνησία.
Αν λοιπόν μπορούσαν να κατέβουν σε διαδήλωση οι λέξεις, να διαμαρτυρηθούν για το άδειασμά τους, για τη νοηματική εξουθένωσή τους, πιστεύω ότι πρώτη θα πορευόταν η καταρρακωμένη «ευθύνη». Και θα κρατούσε πιθανόν ένα πανό με το σύνθημα «αντισταθείτε» γραμμένο πάνω του, έστω κι αν χρεοκόπησε κι αυτή η προτροπή, υποβαθμιζόμενη σε τσιχλοειδή κοινοτοπία, ερήμην του Μιχάλη Κατσαρού.
Μια αρμαθιά από κοινούς τόπους έχει καταντήσει ο πολιτικός λόγος, κι από κοντά ο δημοσιογραφικός, όταν μιμείται ή υπηρετεί την κομματική ρητορική, το νόημα της οποίας εντοπίζεται περισσότερο στο τι δεν λέει και όχι στο τι λέει, περισσότερο στο τι αποσιωπά παρά στο τι ομολογεί ή ισχυρίζεται. Οταν οι κομματικοί άρχοντες αναγγέλλουν στομφωδώς άλλη μία «ώρα ευθύνης», με την επαγγελματική τους αμνησία να αποτελεί το κύριο έρεισμα των λεγομένων τους, είναι σαν να τεμαχίζουν τον πολιτικό χρόνο σε σποραδικές «ώρες ευθύνης» (όταν ζορίζουν πολύ τα πράγματα), υπονοώντας ότι ανάμεσά τους εκτείνονται μεγάλες περίοδοι επιτρεπόμενης ανευθυνότητας, θεμιτής χαλαρότητας και κατανοητού βολέματος. Πως έτσι βλέπουν τα πράγματα κι έτσι τα ζουν, το ξέρουμε, αλλά αυτό δεν φαίνεται να τους ενοχλεί, μια και ποντάρουν και στη δική μας αμνησία.
Αν λοιπόν μπορούσαν να κατέβουν σε διαδήλωση οι λέξεις, να διαμαρτυρηθούν για το άδειασμά τους, για τη νοηματική εξουθένωσή τους, πιστεύω ότι πρώτη θα πορευόταν η καταρρακωμένη «ευθύνη». Και θα κρατούσε πιθανόν ένα πανό με το σύνθημα «αντισταθείτε» γραμμένο πάνω του, έστω κι αν χρεοκόπησε κι αυτή η προτροπή, υποβαθμιζόμενη σε τσιχλοειδή κοινοτοπία, ερήμην του Μιχάλη Κατσαρού.
...................................................................................
Το παραµυθάκι της πολιτικής
TOY ΘΑΝΑΣΗ Θ. ΝΙΑΡΧΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: στα "ΝΕΑ" 20 Μαΐου 2011
Οσο και αν θα ’θελε κανείς αντί για το «µια φωτογραφία αξίζει χίλιες λέξεις» να ισχύει το «µια λέξη αξίζει χίλιες φωτογραφίες», είναι συχνά υποχρεωµένος να αναγνωρίσει την αξία της πρώτης εκδοχής. Είναι περίπου ενάµιση µήνας που δηµοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» µια φωτογραφία του Αντώνη Σαµαρά να κρατά προστατευτικά τον ώµο µιας γυναίκας στην αγορά της Νέας Ιωνίας. Το ύφος του προέδρου της Νέας ∆ηµοκρατίας και το βλέµµα που του απευθύνει η ίδια η γυναίκα δεν χωράει αµφιβολία ότι συναντιούνται στο σηµείο που θέλει τον Αντώνη Σαµαρά υποψήφιο σωτήρα. Τώρα, για τις τιµές των προϊόντων πρόκειται που, αν συµβεί να εκλεγεί πρωθυπουργός ο νυν πρόεδρος, αυτόµατα θα χαµηλώσουν, για µια γενικότερη ανάκαµψη της χώρας που θα κάνει και τη Νέα Ιωνία ν’ ανθήσει ενώ σήµερα µαραζώνει, αυτό δεν το διευκρινίζει ούτε το ύφος του Αντώνη Σαµαρά ούτε η προσδοκία του βλέµµατος της ηλικιωµένης µάλλον µαγαζατόρισσας. ∆εν αποκλείει να πρόκειται και για τα δύο µαζί.
Εφερε στην επιφάνεια τη µνήµη της φωτογραφίας αυτής η δηµοσίευση, πρόσφατα, επίσης στα «ΝΕΑ», το περασµένο Σαββατοκύριακο, µιας φωτογραφίας του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας Κάρολου Παπούλια στο Αγαθονήσι την ηµέρα των Θεοφανίων του 2009. Στη φωτογραφία µια ηλικιωµένη (κάτοικος του νησιού οπωσδήποτε) κοιτάζει τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας µε τόση λατρεία, που είναι σαν να του λέει ότι οι πληροφορίες που διαρρέουν ήδη από το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας και αναφέρουν πως το νοµικό στάτους του νησιού βρίσκεται υπό συζήτηση στις διερευνητικές επαφές της Αγκυρας µε την Αθήνα, φτάνει να το θελήσει ο ίδιος ο Πρόεδρος για να αποδειχθούν αβάσιµες και πλαστές.
Οσο και αν προσπαθεί, αδυνατεί να καταλάβει κανείς γιατί οι άνθρωποι θέλουν να αισθάνονται τους πολιτικούς – ή τα θεσµικά πρόσωπα της Πολιτείας – απέναντί τους τρυφερούς, παρήγορους, προστατευτικούς. Οτι, για να είναι αποτελεσµατικά τα πρόσωπα αυτά στη διαχείριση των προβληµάτων που αφορούν τους οπαδούς, ψηφοφόρους ή απλώς θιασώτες τους, οφείλουν να τους συµπαθούν, διαφορετικά, αν δεν τους συµπαθούν, θα επιδεινώσουν τα προβλήµατα και τις συνθήκες της ζωής τους. Οποία πλάνη! Πλάνη ωστόσο για την οποία ευθύνονται και τα δύο συµβαλλόµενα µέλη.
Οι πολιτικοί µε το να υποδύονται ένα ύφος προστατευτικό, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι παντελώς ανίσχυροι. Ακριβώς επειδή γνωρίζουν πολύ καλά πως για τη λύση οποιουδήποτε προβλήµατος δεν είναι το ύφος τους που θα αποφασίσει, αλλά ένα γραφειοκρατικό τέρας που µεσολαβεί ανάµεσα στους ίδιους και στα προβλήµατα των οπαδών τους.
Αν γινόταν, αντί για συµπάθεια και ανθρωπιά, το βλέµµα των πολιτικών να αντικατόπτριζε τον τρόµο της γραφειοκρατίας, που µ’ αυτή τελικά θα έρθει αντιµέτωπος οιοσδήποτε πολίτης, ίσως τότε να δηµιουργούνταν ένα είδος χειραφέτησης απ’ όπου, και αν ακόµη τα θαλάσσωνε ο υποψήφιος ως σωτήρας πολιτικός, να προέκυπτε κάποιο κέρδος. Ποια είναι όµως η έλξη της πολιτικής και κατά συνέπεια της εξουσίας – γεγονός που µόνο σε πρωτόγονες φυλές θα µπορούσε να δικαιολογηθεί – ώστε για να την αισθάνεται κανείς αποτελεσµατική να θέλει να τη νιώθει απέναντί του εγκάρδια και προστατευτική. Γιατί θα πρέπει η εξουσία να παίρνει µια αποτρόπαιη µορφή για να γίνεται µισητή και να µην προκαλεί µια στοιχειώδη έστω επιφύλαξη όταν καµώνεται πως είναι µια υπόθεση καθηµερινή, άµεση και παρηγορητική.
Πώς είναι δυνατόν να αναρωτιόµαστε για τη συµπάθεια ή το ενδιαφέρον απέναντί µας ανθρώπων που ζούµε µαζί τους µέσα στο ίδιο σπίτι και, αντίθετα, να τα θεωρούµε ως δεδοµένα για ανθρώπους στην ουσία άγνωστούς µας, που αν τους αφαιρέσεις ένα σχήµα το οποίο έχουν ενδυθεί, χωρίς καν να µας έχουν πείσει ότι το αξίζουν, θα µας ήταν εντελώς αδιάφοροι.
Αν ανατρέξει κανείς σε ένα παρελθόν τριάντα µόλις χρόνων, θα αναγνωρίσει πως ισότιµη µε την ανανέωση της ελπίδας είναι και η διάψευσή της – στον χώρο της πολιτικής τουλάχιστον. Οσες οι ελπίδες που δόθηκαν άλλες τόσες οι διαψεύσεις που τους επιφυλάχτηκαν. Είµαστε άξιοι της τύχης µας όσο πιστεύουµε ότι οι πολιτικοί είναι δυνατόν να ενδιαφερθούν για µας και να µας αγαπήσουν.
Εφερε στην επιφάνεια τη µνήµη της φωτογραφίας αυτής η δηµοσίευση, πρόσφατα, επίσης στα «ΝΕΑ», το περασµένο Σαββατοκύριακο, µιας φωτογραφίας του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας Κάρολου Παπούλια στο Αγαθονήσι την ηµέρα των Θεοφανίων του 2009. Στη φωτογραφία µια ηλικιωµένη (κάτοικος του νησιού οπωσδήποτε) κοιτάζει τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας µε τόση λατρεία, που είναι σαν να του λέει ότι οι πληροφορίες που διαρρέουν ήδη από το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας και αναφέρουν πως το νοµικό στάτους του νησιού βρίσκεται υπό συζήτηση στις διερευνητικές επαφές της Αγκυρας µε την Αθήνα, φτάνει να το θελήσει ο ίδιος ο Πρόεδρος για να αποδειχθούν αβάσιµες και πλαστές.
Οσο και αν προσπαθεί, αδυνατεί να καταλάβει κανείς γιατί οι άνθρωποι θέλουν να αισθάνονται τους πολιτικούς – ή τα θεσµικά πρόσωπα της Πολιτείας – απέναντί τους τρυφερούς, παρήγορους, προστατευτικούς. Οτι, για να είναι αποτελεσµατικά τα πρόσωπα αυτά στη διαχείριση των προβληµάτων που αφορούν τους οπαδούς, ψηφοφόρους ή απλώς θιασώτες τους, οφείλουν να τους συµπαθούν, διαφορετικά, αν δεν τους συµπαθούν, θα επιδεινώσουν τα προβλήµατα και τις συνθήκες της ζωής τους. Οποία πλάνη! Πλάνη ωστόσο για την οποία ευθύνονται και τα δύο συµβαλλόµενα µέλη.
Οι πολιτικοί µε το να υποδύονται ένα ύφος προστατευτικό, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι παντελώς ανίσχυροι. Ακριβώς επειδή γνωρίζουν πολύ καλά πως για τη λύση οποιουδήποτε προβλήµατος δεν είναι το ύφος τους που θα αποφασίσει, αλλά ένα γραφειοκρατικό τέρας που µεσολαβεί ανάµεσα στους ίδιους και στα προβλήµατα των οπαδών τους.
Αν γινόταν, αντί για συµπάθεια και ανθρωπιά, το βλέµµα των πολιτικών να αντικατόπτριζε τον τρόµο της γραφειοκρατίας, που µ’ αυτή τελικά θα έρθει αντιµέτωπος οιοσδήποτε πολίτης, ίσως τότε να δηµιουργούνταν ένα είδος χειραφέτησης απ’ όπου, και αν ακόµη τα θαλάσσωνε ο υποψήφιος ως σωτήρας πολιτικός, να προέκυπτε κάποιο κέρδος. Ποια είναι όµως η έλξη της πολιτικής και κατά συνέπεια της εξουσίας – γεγονός που µόνο σε πρωτόγονες φυλές θα µπορούσε να δικαιολογηθεί – ώστε για να την αισθάνεται κανείς αποτελεσµατική να θέλει να τη νιώθει απέναντί του εγκάρδια και προστατευτική. Γιατί θα πρέπει η εξουσία να παίρνει µια αποτρόπαιη µορφή για να γίνεται µισητή και να µην προκαλεί µια στοιχειώδη έστω επιφύλαξη όταν καµώνεται πως είναι µια υπόθεση καθηµερινή, άµεση και παρηγορητική.
Πώς είναι δυνατόν να αναρωτιόµαστε για τη συµπάθεια ή το ενδιαφέρον απέναντί µας ανθρώπων που ζούµε µαζί τους µέσα στο ίδιο σπίτι και, αντίθετα, να τα θεωρούµε ως δεδοµένα για ανθρώπους στην ουσία άγνωστούς µας, που αν τους αφαιρέσεις ένα σχήµα το οποίο έχουν ενδυθεί, χωρίς καν να µας έχουν πείσει ότι το αξίζουν, θα µας ήταν εντελώς αδιάφοροι.
Αν ανατρέξει κανείς σε ένα παρελθόν τριάντα µόλις χρόνων, θα αναγνωρίσει πως ισότιµη µε την ανανέωση της ελπίδας είναι και η διάψευσή της – στον χώρο της πολιτικής τουλάχιστον. Οσες οι ελπίδες που δόθηκαν άλλες τόσες οι διαψεύσεις που τους επιφυλάχτηκαν. Είµαστε άξιοι της τύχης µας όσο πιστεύουµε ότι οι πολιτικοί είναι δυνατόν να ενδιαφερθούν για µας και να µας αγαπήσουν.
Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου