...Ήτο την Πέμπτην των Βαΐων. 7 Απριλίου του έτους 1894. Μετά τόσων ετών ξενιτευμόν θα επήγαινα να εορτάσω το Πάσχα πλησίον των πτωχών, γηραιών γονέων μου. Η αύρα της θαλάσσης και η αναψυχή και η βραχεία σχολή, και ο αήρ της μικράς και αφανούς γενεθλίας νήσου, ήλπιζα εις το έλεος του Θεού, ότι θα μου απέδιδον την υγείαν. Και δεν εψεύσθην της ελπίδος.
Απηλλαγμένος δεν ήμην και εγώ από τον φόβον του κρυολογήματος, αν εκοιμώμην με την θυρίδα ανοικτήν. Αλλά θα έμενα άϋπνος όλην την νύκτα. Ύπνον δεν είχα, και αν είχα θα τον έχανα, εις το θαλάμι, εις το χαμάμι, εις το πνικτήριον, εις το σφλομωτήριον εκείνο. Η ενδεχομένη νυξ βασάνου κατέστη νυξ παραμυθίας και απολαύσεως δι' εμέ.
Το μικρόν στρογγυλόν παραθυράκι υπήρξεν η παρηγορία μου. Ήτο μια θυρίς προς το αχανές, προς το άπειρον. Ήτο εν των πολλών ομμάτων του γίγαντος του ολισθαίνοντος ευρύθμως, του πλέοντος καμαρωτά, μετά κανονικού θορύβου και βοής, του ελαυνομένου από λευκήν άχνην και εξερευγομένου μαύρους καπνούς, επί των νώτων του οποίου, ως κώνωψ επί κέρατος βοός, ως ασθενής νεοσσός επί των πτερύγων πελαργού, ή, καλλίτερον, ως κογχύλιον κολλημένον εις το δέρμα της φαλαίνης, ήλπιζα και εγώ να φθάσω εις το τέρμα του ταξιδίου μου.
Έβλεπα γωνίαν ουρανού, έβλεπα λωρίδα θαλάσσης και υψηλήν οφρύν ακτής και κορυφήν βράχου φεύγουσαν και εκλείπουσαν. Είδα την σελήνην δυομένην. Την είδα, πριν κρύψη, όπισθεν των ορέων τον ημίφωτο δίσκον της, να σταθή και να ρίψη τας τελευταίας ωχράς, μελαγχολικάς ακίνας της επί της κορυφής του Σουνίου. Είδα τον ναόν της Αθηνάς, είδα τα ερείπια της Σουνιάδος, είδα τους κίονας της Παρθένου, να δέχωνται την μελιχράν σκιαύγειαν των βελών και των φίλτρων της Εκάτης, επί των γυμνών και ηγιασμένων και χρισμένων από τας θυέλλας και από τους αιώνας μαρμάρων των.
Παρ' ολίγον θα έστελλα φίλημα δια της χειρός... Αλλ' είχα λησμονήσει προ πολλού πώς στέλλονται τα φιλήματα. Ακουσίως έκαμα το σταυρόν μου. Ο χριστιανός της σήμερον έστελλε δια μέσου ογδοήκοντα γενεών θρησκευτικόν χαιρετισμόν εις τον ειδωλολάτρην, τον προ είκοσι και πέντε αιώνων.
Τα άστρα εις τον ουρανόν έτρεμον, έτρεμον, και έσβυναν, και έμεναν αναμμένα. Τα κύματα έφρισσον κάτω περί την τρόπιν του πλοίου, σ τ ε ί ρ η π ο ρ φ ύ ε ρ α μ ε γ ά λ' ί α χ ο ν. Η αύρα η απόγειος εφύσα δροσερωτέρα και ψυχροτέρα ολονέν. Πόρρω εν απόπτω, υπεφάνη εν φως, το οποίον έσβυνε και ήναπτε κι εστριφογύριζεν. Ήτο φάρος. Είτα άλλο και άλλο φως και φως, κόκκινον, πράσινον, ανερχόμενον, κατερχόμενον, υποβρύχιον, εναέριον. Ήτο ατμόπλοιον φεύγον...
................................................................................
*: άρθρο του Παπαδιαμάντη, όταν ο συγγραφέας έφυγε άρρωστος στο νησί του απ' τις κακουχίες της εργένικης ζωής και την πολλή δουλειά. (σχόλιο του Γ.Βαλέτα στα Άπαντα του 1954, τόμος Ε')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου