Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

"Ναυαγοί για σεμινάριο" του Γρηγόρη Ιωαννίδη ("Ελευθεροτυπία", 18/6/2011) για τους "Ναυαγούς της τρελής ελπίδας" από το Θέατρο του Ήλιου και την Αριάν Μνουσκίν.


Ναυαγοί για σεμινάριο

«Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας (Αυγές)» Θέατρο του Ηλιου - Φεστιβάλ Αθηνών

Πρόκειται για το πιο πολιτικό πρόσφατο έργο της, δήλωσε κάπου η Αριάν Μνουσκίν για τους «Ναυαγούς της τρελής ελπίδας», και αληθινά ίσως είναι από τα πιο πολιτικά πράγματα, όχι μόνο ως προς τη θέση, αλλά ως προς τη φόρμα και την τεχνική που έχουμε δει ποτέ στο Φεστιβάλ. 

 
 Ο θίασος της Αριάν Μνουσκίν σε απαρτία Για τους φοιτητές της θεατρολογίας και των δραματικών σχολών τουλάχιστον αποτελεί σεμινάριο. Και αυτό για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος, μάλλον προφανής, αφορά την εφαρμογή ενός θεάτρου που θέλει να κρατά τον θεατή σε στάση κριτικής εγρήγορσης και συνεχούς συγκατάθεσης. Είναι το δεύτερο ωστόσο μάθημα που μου φαίνεται το πιο σημαντικό. Αφορά το πώς μπορείς να συνδυάσεις τα όποια μηνύματα, τις θέσεις ή τη διαλεκτική και να παραμείνεις ώς το τέλος αφάνταστα διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός και γοητευτικός. Η απάντηση της Μνουσκίν -απάντηση σφυρηλατημένη στη θεατρική πράξη- είναι πως όλα αυτά ζητούν όχι λιγότερο αλλά περισσότερο θέατρο, και μάλιστα την ανάκληση εκείνου του θεάτρου που γίνεται υπό κοινή θέα και στα φανερά, υπό το φως του ηλίου.
Η Μνουσκίν ανακάλυψε το έργο του Βερν, από τα λιγότερο γνωστά, καθώς δεν εμπίπτει στους όρους της ψυχωφελούς νεανικής φυγής, που θεωρητικώς χαρίζουν τα άλλα βιβλία του Βερν, και σε συνεργασία με τη σταθερή συνεργάτρια του θιάσου συγγραφέα Ελέν Σιξού στήριξε σε αυτό μια συναρπαστική παραβολή. Στο πανδοχείο του Φέλιξ -φανατικού θαυμαστή της τεχνολογίας και του κινηματογράφου, το έτος 1914-, η παρέα του σοσιαλιστή και ιδεολόγου πρωτοπόρου της έβδομης τέχνης Ζαν έχει βαλθεί να γυρίσει με όποια μέσα και ανθρώπινο δυναμικό διαθέτει την υπόθεση του βιβλίου του Βερν, «Οι ναυαγοί του Ιωνάθαν». Με αυτόν τον τρόπο μια υπόθεση εργασίας για τη μελλοντική ανθρωπότητα, του 1890, εγκιβωτίζεται σε μια άλλη αντίστοιχη, του 1914. Και αυτή η τελευταία εμπεριέχεται στην παράσταση της Μνουσκίν.
Το έργο του Βερν τελειώνει με τη διάψευση της νέας ουτοπίας κάτω από το βάρος της απληστίας και του υλισμού. Οπως και αντίστοιχα η ταινία του ιδεαλιστή Ζαν μένει ημιτελής, όταν τα γυρίσματα διακόπτονται από την έναρξη του Πολέμου. Γίνεται, φαντάζομαι, προφανής η αυτοαναφορά στη δράση, στα όνειρα και στις διαψεύσεις της Μνουσκίν.
Από πολλές απόψεις αυτό που είδαμε στο εκθεσιακό κέντρο Metropolitan είναι μια ομάζ στην αθωότητα. Αρχικά στον Βερν, στον συγγραφέα των παιδικών μας χρόνων - έστω και αν οι νεότερες αναλύσεις αποκαλύπτουν πίσω από τον μελλοντολόγο έναν οραματιστή του νέου αιώνα και της ελπίδας του για έναν κόσμο δικαιοσύνης και ισοπολιτείας.
Επειτα, στην τέχνη του βωβού κινηματογράφου, και από εκεί στο βλέμμα του καλλιτέχνη που κοιτά τον κόσμο μέσα από τη διόπτρα ενός απάτητου ακόμα μέσου έκφρασης. Κι ακόμα, στις μνήμες της ίδιας της Μνουσκίν, που ασφαλώς ανακαλεί κάτι από το θάμβος των παιδικών της χρόνων δίπλα στον πρωτοπόρο της έβδομης τέχνης πατέρα της.
Τέλος, και πάντα, πίσω στις ακτές της πολιτικής ουτοπίας, που πέρα από την περιχαράκωσή της στους όποιους σχηματισμούς (αναρχισμός, σοσιαλισμός, σενσιμονισμός, κομμουνισμός), φαίνεται ότι δρα στο κέντρο της ελπίδας που γεννούν η τέχνη και η συμφιλίωση με τα ανθρώπινα.
Ακολουθώντας κινηματογραφική ορολογία θα λέγαμε πως η παράσταση αποτελεί ένα συνεχές σκηνικό τρέιλερ, μια συρραφή μονοπλάνων που δημιουργούνται -κατά το ύφος του θιάσου του Ηλιου- με την κίνηση της σκηνής και των ανθρώπων της. Στο κέντρο βρίσκεται η ευρηματική -διασκεδαστική αλλά και επική- ερμηνευτική του βωβού κινηματογράφου: μια ιδεαλιστική προσέγγιση, που στην παράσταση δίνει το έναυσμα για την προσέγγιση του περίφημου γκέστους, και μάλιστα με εκείνο όλο το εξπρεσιονιστικό βάρος του εγχειρήματος. Στο ίδιο ύφος ακολουθούν η ζωντανή αφήγηση, τυπική στο πολιτικό θέατρο πλαισίωση της δράσης, καθώς και η μουσική, άλλοτε νοσταλγική, άλλοτε σχολιαστική και άλλοτε κινηματογραφικά μελοδραματική, του Ζαν Ζακ Λεμέτρ.
Θέατρο χειροποίητο που παρασκευάζεται μπροστά μας. Εκλύει τη χαρά μιας δημιουργίας που δεν κρύβει το πρακτικό, «βρώμικο» μέρος της, τον μόχθο, τον ιδρώτα, το άγχος και τη βάσανο των μελών του. Στο τέλος αυτό που απομένει δεν είναι άλλο παρά η απίστευτη ενέργεια, ο συντονισμός και το δόσιμο των ηθοποιών, που μπορούν να αποδώσουν στη σκηνή την πιο συγκλονιστική καταιγίδα και την πιο πιστευτή χιονοθύελλα. Είπα «πιστευτή». Εννοώ πιστευτή εντός μιας σύμβασης που δεν λύνει τα μάγια, αλλά ορίζει τη θέση του θεάτρου σαν χώρου υπέρβασης και κάθαρσης από το ψέμα.
Πέσαμε και εμείς θύματα της ίδιας γοητείας. Είμαστε απολύτως έτοιμοι να συγχωρέσουμε τη διάρκεια της παράστασης, τον φετιχισμό της, ίσως και αυτόν ακόμα τον υπερ-πληθωρισμό της. Συγχωρούμε ακόμα το στοιχείο της αγκιτάτσια ή εκείνη τη μια δόση πολιτικής αφέλειας που υπάρχει στη σύλληψη του ανθρωπισμού της. Τα συγχωρούμε και τα παραβλέπουμε όχι μόνο γιατί καλύπτονται από τη γοητεία της ειλικρίνειας, αλλά γιατί γνωρίζουμε ότι εκκινούν και φωλιάζουν στην κόχη μιας τέχνης αληθινά αθώας και μιας ελπίδας αληθινά τρελής. Ισως και γιατί βλέπουμε από τώρα τον προορισμό των θαυμάσιων αυτών ναυαγών, καθώς τον βλέπει πιθανόν και η ίδια η Μνουσκίν. * 

Δεν υπάρχουν σχόλια: