Η ανάκτηση της ιδιότητας του πολιτικού ζώου Tου Παντελη Μπουκαλα
Ούτε εξιδανικεύσεις ταιριάζουν ούτε μυθολογήσεις. Τέτοια πράγματα, βιαστικά και πρόχειρα, μόνο να νοθεύσουν μπορούν αυτό που όντως συμβαίνει μέρες τώρα στις πλατείες της Ελλάδας, καινοφανές, δυναμικό, πολυφωνικό, με εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις, σε διαρκή ρευστότητα ανάλογα με τον κόσμο που προσέρχεται κάθε μέρα ανανοηματοδοτώντας το. Η ανάγνωση χρειάζεται τον χρόνο της πριν κατασταλάξει σε συμπεράσματα. Υπάρχουν βέβαια και οι «αναγνώστες» που έχουν τα πορίσματά τους έτοιμα εκ των προτέρων και δεν δέχονται ότι οφείλουν να ρωτήσουν τα γεγονότα αν συμφωνούν με τα προκάτ πορίσματά τους. Κόμμα δεν ίδρυσε ποτέ ο Προκρούστης, μοναχικός τύπος ήταν, τη μυθική μορφή του πάντως ή την κλίνη του θα μπορούσαν άνετα να την υιοθετήσουν σαν σύμβολό τους πολλοί κομματικοί σχηματισμοί, κι ακόμα περισσότεροι «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» που βλέπουν αίφνης την αυθεντία τους να αμφισβητείται· κι αν όχι από ειλικρίνεια, που σπάνια περισσεύει, έστω από αυτοσαρκασμό. Θα ήταν κοντόφθαλμο να χρησιμοποιηθεί σαν ερμηνευτικός άξονας το παραδοσιακό «πες μου τους φίλους σου για να σου πω ποιος είσαι». Προφανώς μια κίνηση μαζών, που έδειξε γρήγορα ότι αποτελεί κάτι ουσιωδέστερο από πολιτικώς ακίνδυνο και ανέξοδα αφομοιώσιμο χάπενινγκ, όπως ενδεχομένως θα ήθελαν ορισμένοι, δεν θα αφεθεί να βρει μόνη της τον δρόμο της, μέσα από συνελεύσεις και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους «κάτω» και τους «πάνω», τους «διαλεκτικούς» και τους «θυμικούς», τους σφόδρα αντικοινοβουλευτικούς με τα κατεδαφιστικά τους συνθήματα και όσους παραμένουν ενδοσυστημικοί, με την έννοια ότι μάχονται για μια δημοκρατία που δεν θα τη συμπιέζουν εξωτερικές επιτηρήσεις, δεν θα τη φαλκιδεύουν εσωτερικά κέντρα ισχύος και δεν θα την προσβάλλουν με τη δράση τους όσοι επαγγελματίες πολιτικοί ακολουθούν την παράδοση της φαυλοκρατίας. Γεμάτη είναι ανέκαθεν η αγορά μας από σοφούς καθοδηγητές, κομματικούς, συνδικαλιστικούς και μιντιακούς, ακόμα και εκκλησιαστικούς, που ονειρεύονται αναιτίως τον εαυτό τους σε ρόλο εθνάρχη ή φλογερού δημεγέρτη. Ολοι αυτοί είναι βέβαιοι πως έχουν στην αποκλειστική διάθεσή τους την «ωριμίνη», η κατάποση της οποίας θα επιτρέψει στις αδέσποτες και «ανώριμες» μάζες να προχωρήσουν από τον αυθορμητισμό στη συνειδητοποίηση. Παράλληλα και ταυτόχρονα με αυτούς δρουν οι κόλακες, οι ελυτικώς γνωστοί «ντυμένοι φίλοι», όσοι φοβούνται, μάλλον με το δίκιο τους, ότι το ρεύμα ενδέχεται να τους συμπαρασύρει, ιδιαίτερα αν ογκωθεί· γι’ αυτό και επιδίδονται σε πατερναλιστικά καλοπιάσματα, μήπως και καταφέρουν να το στριμώξουν ανάμεσα σε όχθες που τις έχουν επιλέξει οι δικές τους ιδέες και, κυρίως, τα δικά τους συμφέροντα. Για όσους εχθρεύονται το κίνημα των πλατειών και δεν το κρύβουν (όπως ο κ. Πάγκαλος, που παραδόξως αυτή τη φορά δεν ενοχοποίησε τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά αρκέστηκε να μιλήσει για «μόδες των τεχνολογιών» και για «κινήματα χωρίς ιδεολογία» που ενδέχεται «να ανοίξουν τον δρόμο για την κατάληψη της εξουσίας με αντιδημοκρατικές μεθόδους»), αλλά και για όσους, από πελατειακούς λόγους ποικίλης μορφής ορμώμενοι, καμώνονται τους φίλους και συμμάχους, τα πράγματα θα ήταν απλούστερα αν όλα όσα συμβαίνουν ήταν αποκλειστικό γέννημα του Ιντερνετ. Αλλά κανένα μέσον κοινωνικής δικτύωσης δεν θα επαρκούσε, σαν γεννήτορας ή σαν εμβρυουλκός, αν δεν υπήρχε μεγάλη κοινωνική διαθεσιμότητα. Η ριζική ανατροπή της καθημερινότητας εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών δεν θα μπορούσε παρά να τους οδηγήσει να ξανασκεφτούν τα του βίου τους. Ενας χρόνος εφαρμογής του Μνημονίου δεν έχει αφήσει το παραμικρό περιθώριο για ψευδαισθήσεις ούτε για τις βλέψεις των δανειστών μας ούτε για τη διαχειριστική ικανότητα και την πολιτική μονομέρεια των κυβερνητών μας κι όσων ονειρεύονται ότι θα τους αντικαταστήσουν αύριο - μεθαύριο, αλλά ούτε για τα αγνά αισθήματα όσων ευπατριδών κηρύσσουν τον «νέο πατριωτισμό» ενόσω εξασφαλίζουν τα πλούτη τους εξάγοντάς τα στην Ελβετία. Οι θυσίες δεν απέδωσαν, κι όχι μόνο επειδή «ήταν λάθος το μείγμα των μέτρων». Το αποτέλεσμα το βλέπουμε, τ’ ακούμε και το υφιστάμεθα: Οσοι ορκίζονταν στον λατρευτό τους θεό της τηλεόρασης ότι θα υπέβαλαν πάραυτα την παραίτησή τους αν έπρεπε να ληφθούν νέα, δεινότερα μέτρα (όπως ο αξιότιμος κ. Γ. Παπακωνσταντίνου των Οικονομικών και των ανοικονόμητων, δακρύβρεκτων δηλώσεων), διαβεβαιώνουν και πάλι ότι είναι μεν ανάγκη να ληφθούν νέα, βαρύτερα μέτρα, αυτή η φορά όμως θα είναι η τελευταία – ώς την επόμενη. Να μείνεις αδρανής μπροστά σε τέτοια επίθεση είναι σαν να παρακολουθείς την πολτοποίησή σου, την υποβάθμισή σου σε κάτι πολύ λιγότερο και από άτομο: σε αμοιβάδα. Να αναμένεις, καθηλωμένος και πάλι σε κατοικίδια αδράνεια, ότι θα αναλάβουν την υπεράσπισή σου κάποιοι άλλοι, κόμματα, μίντια, συνδικάτα ή «ο βουλευτής σου», αν μέχρι τώρα βολευόσουν με το πελατειακό σύστημα, δεν είναι απλώς μια επιλογή που την έχεις ξανακάνει αλλά ένας πόρος που έχει πια στερέψει. Να μηρυκάζεις την αγανάκτησή σου μόνος στο σπίτι ή το πολύ με τους φίλους σου, το ξέρεις, τίποτα δεν σου προσφέρει πια πέρα από τη φαρμακωμένη αίσθηση του αδικημένου, μια τρύπια αυτοεπιβεβαίωση. Να ποντάρεις πως η σωτηρία θα έρθει από τη συστηματικά προπαγανδιζόμενη «κυβέρνηση προσωπικοτήτων», «τεχνοκρατών» ή «ειδικών», είναι σαν να αποδέχεσαι πως η ψήφος σου, ο λόγος σου, το Σύνταγμά σου δεν έχουν σπουδαία αξία. Και, διάβολε, επειδή στην Ελλάδα ζεις κι από λοχίες και συνταγματάρχες έχεις πικρότατη πείρα, δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου (εκτός κι αν είσαι λάτρης των μελανοχιτώνων ή ένας πλατωνιστής σε βαθιά σύγχυση) να περιμένει τον μεσσία, την «προσδοκία» του οποίου άρχισαν να κατασκευάζουν ορισμένες δημοσκοπήσεις, με σφόδρα αντικοινοβουλευτικά ερωτήματα του τύπου «συμφωνείτε ή όχι να αναλάβει τη διακυβέρνηση ένας ηγέτης με κύρος και εξουσίες που θα μπορούσε να λάβει γρήγορα αποφάσεις χωρίς να εμποδίζεται από το Κοινοβούλιο και τις εκλογές»... Και βγαίνεις έξω. Προς τον κόσμο. Προς τους άλλους, που σου μοιάζουν αλλά παραμένουν διαφορετικοί, γιατί διαφορετική είναι η φύτρα του θυμού στον καθέναν, διαφορετικές και οι ιδέες που γεννάει μέσα του η υλική συνθήκη του βίου του. Ακολουθείς χονδρικά το δρομολόγιο του μετρό όπως αναβαπτισμένο εμφανίζεται σε πανό της πλατείας Συντάγματος («Απάθεια» - «Συνενοχή» - «Φόβος» - «Αναζήτηση» - «Αγανάκτηση» - «Συλλογικότητα» - «Αλληλεγγύη» - «Αγώνας» - «Σύνταγμα»), είτε συμμερίζεσαι είτε όχι την επαγγελία του τελευταίου, μετασυνταγματικού σταθμού («Ανατροπή»). Βγαίνεις με την αγανάκτησή σου για να ανακτήσεις το δικαίωμα να λες πως εκείνος ο Αριστοτέλης δεν ελαφρολογούσε όταν επέμενε στα «Πολιτικά» του πως «φανερόν ότι των φύσει η πόλις εστί, και ότι ο άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον». Χρειάζεται να καταθέσεις κι άλλη, αμεσότερη «πολιτική πρόταση», όπως απαιτούν οι ανησυχούντες επαγγελματίες; |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου