............................................................
Ηλίας Κεφάλας (γ. 1951)
ΔΙΑΦΥΓΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Σουρούπωνε
και ήμουν μοναχός
Σε
κορυφή ανεμοδαρμένου λόφου.
Κάτω
ο πλημμυρισμένος κάμπος
Κοίλος
καθρέφτης τύφλωνε τον ουρανό
Και
στην πεπλατυσμένη λίμνη του το αργό φεγγάρι
Κατέβαζε
τον πατέρα – ανόθευτον απ’ τον καιρό –
Και
τον απέθετε στιλπνή μαρμαρυγή
Στα
φωτισμένα σπάρτα.
Ω
πόση πίκρα στη θέα του πατέρα μου
Που
έσερνε σιωπηλός τη λύπη του
Μες
στο δικό μου τέλμα.
Στις
τσέπες μου τότε κοίταξα μ’ αδημονία
Να
βρω τα σύνεργα της ποθητής γραφής
Κι
απ’ του μυαλού μου τις πτυχές ανέσυρα
Σωρό
τις λέξεις με τα μακρινά μηνύματα
Καθώς
της μνήμης μου αστείρευτα
Καταύγαζαν
οι λαμπερές εικόνες.
Κι
όμως το ποίημα έτρεμε ανάερο
Και
το σκοτάδι έπεφτε σαν χαλαρή βροχή.
Έπεφτε
το σκοτάδι πύκνωνε
Και
το αναθρώσκον ποίημα χανόταν λίγο – λίγο
Για
μια στιγμή αστραπής μέσα μου γύριζε
Κι
ύστερα πάλι έσβηνε λιωμένο
Σαν
μέταλλο ακατανόητης εξόρυξης
Σαν
μάταιο μείγμα ανάνηψης και θλίψης.
Ώσπου
για πάντα χάθηκε το ποίημα
Στην
ηφαιστειακή μελαγχολία της νύχτας
Κι
έμεινε η μνήμη μου ανώριμος καρπός
Με
τον πατέρα στάχτη στις πλαγιές των θυμαριών
Κι
ήλιος που βύζαινε το μαύρο – ως πέρα – έλος.
Από
τη συλλογή «Το δέντρο που έγνεθε τη βροχή
και τραγουδούσε» (εκδ. ΡΟΕΣ/ΠΟΙΗΣΗ, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου