...............................................................
«Επιστροφή
απ’ την Τροία»
Матеја
Матевски (Ματέγια Ματέβσκι)
(b.
1929)
Μετάφραση
από τα Σλαβομακεδονικά
Angelina
Ajanovska – Ζ. Δ. Αϊναλής
Ι
Έτσι είναι που
αφήσαμε πίσω μας την Τροία ειρηνική και γαλήνια
ταγμένη ολόκληρη στην
τρυφερότητα των ανέμων
οι πύλες ορθάνοιχτες
και γινωμένα τα φρούτα
η Τροία λουσμένη τους
ηλιοβόλους παιάνες
την αφήσαμε ψηλά πάνω
από τους ανθισμένους βράχους
όπου το κρασί
αναβλύζει και να σβολιάζει ο άρτος
Την αφήσαμε θλιμμένοι
και τρυφεροί σύντροφοι από χρόνους
που από χωριστά
μονοπάτια κινήσαμε από μακριά
γυρεύοντας την
αμφίβολη φιλοξενία των καρπισμένων ελιών
Όταν όμως στεκόμασταν
πια μονάχοι στην ανοιχτή θάλασσα
μην ατενίζοντας
μπροστά μας παρά τ’ απροσπέλαστα κύματα
και τους βράχους που
τρυπούσανε τα πλευρά των πλοίων
κι όταν σώθηκε πια το
κρασί και καταναλώθηκε το λαρδί
δεν είχαμε να
στηριχτούμε παρά σ’ εκείνα τα άσματα που κυλούσαν απ’ το λαιμό
ανακαλύπτοντας αργά
την πείνα μαύρη και την απροσμέτρητη κούραση
ότι μακρύς ήταν ο
δρόμος μέσα από άγνωστα ρεύματα και γνωστά
όπου αναμειγνύονταν
οι πορείες αστέρων εφιαλτικών
μέχρις ότου η πείνα
και η αγρύπνια κι η περιπλάνηση και το δικό μας τραγούδι
γίνονταν ένα με τις
βαθιές δίνες της θάλασσας
Πολύ καιρό που δεν
είχαμε καταλάβει πως από κείνο το έρκος οδόντων
η λέξη ύπουλη
κηλίδωνε τον αλαλάζοντα αφρό του χρόνου
θυμίζοντας μας τα
γεγονότα εκείνα που νυχτωμένη η μνήμη αγνοούσε
έπεα πτερόεντα
επινοήσεις της αργόσχολης θάλασσας.
ΙΙ
Έτσι επινοήσαμε την
κραταιή στρατιά και τις ανδραγαθίες
το ξύλινο άλογο του
ανέμελου γιου του Λαέρτη
όλες τις περιπέτειες
τα δάκρυα των βίαιων αντεγκλήσεων
τις βροντές των οπλών
και τις αστραπές των δοράτων
και τις σταγόνες του
αίματος ν’ ανθίζουν κατά τις επιθυμίες κακόβουλων θεών
που έτσι κοντά μας
δίπλα μας να φθονούν τους στεναγμούς και τους γάμους μας
Έτσι επινοήσαμε τους
πανύψηλους πύργους να καίγονται
τα δάκρυα τους
θρήνους το χείμαρρο του θανάτου
ανάμεσα στα ερείπια
του ήλιου και του ανέμου και του ονείρου
Ότι Τροία ποτέ δεν
υπήρξε
ούτε και η πολύχρονη
πολιορκία κάτω από τα τείχη της
ούτε η ασπίδα του
Αχιλλέα ούτε τα δάκρυα του Πριάμου
όλα μια φαντασίωση
εκστατική κάποιου κακόμοιρου τυφλού
που όλους μας
ξεγέλασε έτσι κατάκοπους πάνω στα μαύρα πλοία
ίσαμε να κοπάσει η
καταιγίδα και να πέσει ο άνεμος
όλα μια μελωδία
μακρόσυρτη των ακατάβλητων υδάτων
ότι να πλέκεται με το
όραμα η φωνή του ανδρός
Δεν ήμασταν παρά
ταξιδευτές σε αναζήτηση ανήκουστων πραγμάτων
που περιφρονώντας το
άροτρο για την περιέργεια των κουπιών
αγκαλιάσαμε τη
θάλασσα σφιχτά τυλιγμένοι μιαν απειλητική σκοτεινιά
εγκαταλείποντας στο
απομακρυσμένο πούσι τα τρυφερά τζιτζίκια της Ιθάκης
Παρά ονειρευτές του
κοιμισμένου βάθους
που ανασκάβοντας την
καρδιά κάθε που οι πρόγονοι κι οι πρόγονοι των προγόνων
ιστορούσανε με
τρυφερά παραμύθια και πολύβουες πλάνες
κι όλο αυτό το
τραγούδι για την περιπλάνηση και τις απίθανες περιπέτειες
δεν είχε παρά ν’
αποδείξει μόνη την ομορφιά της λέξης
όταν ο γιος του
Λαέρτη ξανάνιωνε ξαπλωμένος στην όχτη
ΙΙΙ
Ο βόμβος της θάλασσας
μας φέρνει στα χνάρια των πανύψηλων πύργων
από τα μούσκλα των
κάστρων
και τη σκόνη των
κατασκότεινων πυλών
όσο ακάματα κυλούν
στον οφθαλμό ακόμα ζωντανό
οι ανθισμένες ομίχλες
του φθινόπωρου
κι η παγωνιά της
μοναξιάς
Βρήκαμε τα χνάρια της
μες σε παμπάλαια χρονικά
πάνω σε φαγωμένες
ξέρες
ανάμεσα στα στίγματα
της τέφρας
η όψη της χανότανε
στα βάθη λησμονημένων αφηγήσεων
στις λικνιστικές
νηνεμίες σε γεωλογικά μυστικά
η φωνή της έσβηνε
αργά μες τις τεκτονικές αναστατώσεις
μέσα στο γοργό βρόντο
των υγρών στοιχείων
Η πόλη ορθωνόταν
μπροστά στα ζαρωμένα μάτια
πάνω σε ψηλούς
βράχους πάνω από τους λόφους κάτω από τη σκέπη των σύννεφων
η πόλη κρυβόταν κάτω
απ’ τα μούσκλα την πέτρα το κύμα
ένα όνειρο τρελό
εφιάλτης παραλήρημα το τραύλισμα του ανέμου
παρούσα να πληγώνει ή
μακρινή σαν άσμα
η πόλη των συνεχών
συναγερμών των θαλάσσιων μεγαλείων
Και ιδού η θάλασσα
μας φέρνει στα χνάρια της πόλης
που πρέπει συνέχεια
να βρίσκουμε και να ξαναβρίσκουμε και να υποδεχόμαστε
μια φούχτα φρούτα
καλλιεργημένα κορώνα των ανθέων
άγριο φρούριο μες σε
κατάφορτα κλαριά
για τ’ όνειρο του
ταξιδιού και τον εφιάλτη της περιπλάνησης
γαλήνια ανάπαυση μπροστά
στον κυνισμό του χρόνου βάνδαλου
που έθραυε τον ύπνο
μας πάνω σε τρομερές διαδρομές δίχως τέλος
Πουθενά δεν είναι δεν
ήτανε δεν πρόκειται να είναι αυτή η πόλη
στους λειμώνες των
αφηγήσεων μήτε στις θάλασσες των ασμάτων
ούτε και χνάρια ούτε
και χρονικά δεν μαρτυρούν αυτή την πόλη
κι όλα δεν θα ‘ταν
παρά μια θλιμμένη κι όμορφη περιπλάνηση του Οδυσσέα
για την αγάπη των
κυμάτων για την πλαισίωση μιας κώμης φαντασιακής
αν δεν κυλούσε από
τούτο τον λαιμό μια θορυβώδης θαλασσινή μυθολογία
λέγοντας ξανά και
ξανά
την επίμονη διάρκεια
του ονείρου
μες τα ερείπια της
καρδιάς
***
Αναδημοσίευση
από την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης – "Ποιείν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου