..............................................................
Φραντς Κάφκα (1883-1924)
·
«Η
Δοκιμασία» διήγημα του Φραντς Κάφκα
(1883-1924) από τη συλλογή διηγημάτων
«Ο ξαφνικός περίπατος-Εκλεκτές ιστορίες» (μτφ.
Σταμάτης Τσερτσής, εκδ. Πατάκης/Τα Μικρά
Κλασικά, 1997)
Είμαι
ένας υπηρέτης, μα δεν υπάρχει δουλειά για μένα. Είμαι
δειλός και δε σπρώχνομαι μήτε για να μπω στη σειρά με τους άλλους, όμως αυτό
είναι μόνο η μία αιτία της ανεργίας μου· μπορεί και να μην έχει αυτό καμία
σχέση με την ανεργία μου, το βασικό είναι πάντως ότι δε με κάλεσαν για
υπηρεσία, άλλους τους κάλεσαν χωρίς να το επιδιώξουν περισσότερο από μένα,
μάλιστα δεν είχαν καν την επιθυμία να τους καλέσουν, ενώ εγώ, τουλάχιστον
μερικές φορές, το επιθυμώ πολύ έντονα.
Έτσι, ξαπλώνω λοιπόν πάνω στο ξυλοκρέβατο,
μέσα στην κάμαρη του υπηρέτη, κοιτώ προς τα πάνω τα δοκάρια στο ταβάνι,
αποκοιμιέμαι, ξυπνώ και αποκοιμιέμαι
κιόλας πάλι. Μερικές φορές πηγαίνω πέρα στην ταβέρνα, όπου κερνούν ξινή
μπύρα· καμιά φορά χύνω από αποστροφή ένα ποτήρι, όμως μετά ξαναπίνω. Κάθομαι μ’
ευχαρίστηση εκεί, επειδή πίσω από ένα μικρό κλειστό παράθυρο μπορώ να βλέπω
πέρα, στα παράθυρα του σπιτιού μας, χωρίς να μπορεί να με ανακαλύψει κανείς.
Όμως από κει δε βλέπει κανείς πολλά, όταν κάθεται δώθε, προς το δρόμο, πιστεύω,
μόνο τα παράθυρα των διαδρόμων που οδηγούν στα διαμερίσματα των κυρίων. Μπορεί
όμως και να κάνω λάθος, κάποιος το ισχυρίστηκε κάποτε χωρίς να τον ρωτήσω, μα
και η γενική εντύπωση τούτης της πρόσοψης το επιβεβαιώνει. Σπανίως μόνο
ανοίγουν τα παράθυρα, κι όταν συμβαίνει αυτό, το κάνει ένας υπηρέτης, που
στηρίζεται καμιά φορά και στο παραπέτο, για να κοιτάξει μια στιγμή κάτω. Είναι
λοιπόν διάδρομοι, όπου δεν μπορούν να τον αιφνιδιάσουν. Άλλωστε, δεν τους
γνωρίζω αυτούς τους υπηρέτες, οι απασχολημένοι μονίμως πάνω υπηρέτες κοιμούνται
αλλού, όχι στη δική μου κάμαρη.
Μια φορά, όταν μπήκα στην ταβέρνα καθόταν
ήδη στο παρατηρητήριό μου ένας πελάτης. Δεν τόλμησα να καλοκοιτάξω προς τα κει
και θέλησα να γυρίσω αμέσως προς την πόρτα και να φύγω. Μα ο πελάτης με φώναξε
κοντά του. Έμοιαζε κι αυτός μ’ έναν υπηρέτη που είχα δει μια φορά κάπου, όμως
δεν είχα μιλήσει ίσαμε τώρα μαζί του. «Γιατί θέλεις να φύγεις; Κάθισε δω και
πιες! Πληρώνω εγώ!». Έτσι, λοιπόν, κάθισα. Μου υπέβαλε μερικές ερωτήσεις, μα
δεν μπόρεσα να τις απαντήσω, μάλιστα μήτε που τις κατάλαβα. Γι’ αυτό του είπα:
«Ίσως το μετανιώνεις τώρα που με κάλεσες, καλύτερα να πηγαίνω» και θέλησα
κιόλας να σηκωθώ. Μα αυτός άπλωσε το χέρι του πάνω απ’ το τραπέζι προς εμένα
και μ’ έσπρωξε κάτω: «Μείνε» είπε «αυτό ήταν δα μόνο μια δοκιμασία. Όποιος δεν
απαντά στις ερωτήσεις την περνά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου