...............................................................
Γιάννης Βαρβέρης (1955-25.5.2011)
Είμαι ανεβασμένος σε μια σκάλα
και κοιτώ τον κόσμο
πίσω από το φράχτη.
Σκοπεύω για τους συνανθρώπους μου
τούτης της όχθης
της άλλης να φωτογραφίσω τα μεράκια
ό,τι κινείται δηλαδή με σχετική ζωηράδα:
καΐκια φευγαλέα φώτα γιορτών πλοίων
σεκλέτια αφραγκίες και μεζεκλίκια
ανθρώπους αξεδιάλυτους των μπαρ
τους ίδιους καθώς τρέχουν να κρυφτούν
σε υπόστεγα θυέλλης κηδειών γάμων
πολιτικής αντάρας
κι άλλα της οπτασίας
της Ιστορίας
τρεχάτα γεγονότα.
Αλλά πάνω στη σκάλα
σαν να βλέπω τώρα επί ματαίω
τρέμουν τα γόνατα
και πρέπει να κατέβω
μ’ ένα μονάχα δίλημμα:
ήταν η σκάλα μου ασταθής
ή οι εικόνες άστατες
και δεν φωτογραφίζονται.
*Από την ποιητική του συλλογή "Ο άνθρωπος μόνος" (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2009).
&
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Όμως εντός του λυπόταν
ο κύριος Φογκ
για το γύρο του κόσμου
που απαρνήθηκε.
Βαθιά μέσα στην πολυθρόνα του
με μπροστά του τη θάλασσα
κάθε πρωί
αυτή τη λύπη όλο έγραφε
σε χαρτί που κυλιόταν αργά
ως τα κύματα.
Και όταν ο κύριος Φογκ
κουραζότανε να γράφει
αυτή τη λύπη
το χαρτί του κοβότανε μόνο του
διπλωνότανε μόνο του
σε βαρκούλα
και έφευγε
στην απέραντη θάλασσα.
*Από την ποιητική του συλλογή "Ο κύριος Φογκ" (εκδ. Ύψιλον Αθήνα 1993).
&
ΠΛΟΙΑΡΙΑ
Αναπαλαιώνεται ποτέ
ένα παλαιό ξενοδοχείο;
Πάντως, μετά σαράντα χρόνια
εμείς πάλι εκεί.
Από την άδεια αριστοκρατική βεράντα
εγώ βλέπω τα πλοιάρια να φεύγουν και να φεύγουν
ενώ εσύ ρωτάς απλώς
που πάνε.
*Από την ποιητική του συλλογή "Βαθέος γήρατος" (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2011)
&
Η ΖΩΗ
Κάτω απ΄ το χώμα εδώ η ζωή
μακραίνει
κι όλο χτενίζουμε
του διπλανού μας τα μαλλιά
κι ο ένας του άλλου
κόβουμε τα νύχια.
Και κάθε νύχτα οι πιο παλιοί
νιώθουν του φρέσκου διπλανού ν΄ ανασηκώνονται
τα δάχτυλα βαριά
να ψηλαφούνε για ένα χάδι τρυφερό
τη σάρκα που έμεινε.
*Από την ποιητική του συλλογή "Ο θάνατος το στρώνει" (εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2000)
&
ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ
Σφουγγαράκια συρμάτινα
τεχνολογία πλυντηρίων
κι εσύ φιλοτιμία των απορρυπαντικών
ποτέ δε θα μπορέσετε να σβήσετε
τα χείλη που ακουμπήσαν σε τυχαία ποτήρια.
Γι΄ αυτό κι εμείς ελπίζουμε στα χείλη
όσων μας αρνήθηκαν φιλί
όπως τα διψασμένα χείλη των νεκρών
προσμένουν πάντα στα ποτήρια το φιλί μας.
*Από την ποιητική συλλογή του "Πιάνο Βυθού" (εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1991)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου