...............................................................
Μισός αιώνας από κάλπη σε κάλπη
έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 14.05.2023)
Όσοι παλιώσαμε πια δημοσιογραφώντας, διανύοντας την αστρονομική στ’ αλήθεια απόσταση από το χειρόγραφο (έναν σεφερικά «σκληρό καθρέφτη») και το μάρμαρο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και στο γυαλί, με ενδιάμεσο σταθμό τη γραφομηχανή και το δακτυλόγραφο, έχουμε ζήσει πολλές εκλογικές αναμετρήσεις από τη διπλή σκοπιά του πολίτη και του σχολιαστή. Συμμετείχαμε, με τις ιδέες του ο καθένας, σε εθνικές εκλογές, αυτοδιοικητικές, ευρωεκλογές, και σ’ ένα δημοψήφισμα που προκηρύχθηκε με όρους ριζοσπαστικής αυταπάτης και ακυρώθηκε με τους όρους ενός πραγματισμού αργοπορημένου και περίφοβου.
Σε μισόν αιώνα, λοιπόν, έχουμε ακούσει δεκάδες φορές την ίδια ορολογία, μισό δελεαστική – μισό εκφοβιστική ή εκβιαστική: «Οι πιο κρίσιμες εκλογές στην πρόσφατη ιστορία του τόπου», «δεν υπάρχουν περιθώρια για χαλαρή ψήφο», «ψηφίστε χρήσιμα, οι ιδεολογίες και οι ιδεαλισμοί γι’ αργότερα» κ.ο.κ. Και βέβαια, ζήσαμε κάμποσες διαψεύσεις, ό,τι κι αν ψήφισε ο καθένας. Εδώ έχω στον νου μου αποκλειστικά τους όντως δημοσιογράφους, όχι τους πάντα επιτυχημένους κομματόφρονες προπαγανδιστές και τους γλοιώδεις αναρριχητές.
Εχουμε δει συνθήματα να παλιώνουν μαζί μας και μολαταύτα να μοιάζουν άθικτα από τον χρόνο, κι άλλα να σβήνουν και να ξεχνιούνται με την πρώτη χρήση. Σε κάποιους ορεινούς δρόμους, που σπάνια χρησιμοποιούνται, αφού και πολλοί άνθρωποι δεν ζούνε πια σ’ αυτά τα μέρη και νέοι δρόμοι έχουν κατασκευαστεί, είναι πιθανό να συναντήσεις και σήμερα ακόμα τα αχνά ίχνη ενός παρελθόντος που φαντάζει προϊστορικό. Να διασταυρωθείς, λ.χ., με την αφισοκολλημένη μορφή πολιτικών που εμφανίστηκαν με τη μεσσιανική πεποίθηση του Εκλεκτού, η οποία όμως δεν επικυρώθηκε από τη λαϊκή ψήφο.
Ενδέχεται επίσης να δεις το ξεθωριασμένο πράσινο του συνθήματος «Στις 18 σοσιαλισμός», και δίπλα τον πασοκικό μισό ήλιο που κάποτε μεσουράνησε, έπειτα έδυσε, ανέτειλε και πάλι, χλωμότερος, κι ύστερα καθηλώθηκε σ’ ένα διστακτικό ηλιοβασίλεμα, που ανάγκασε τους πιστούς του να του αλλάζουν ονόματα (και ΑΦΜ), μήπως ξαναφανεί ζωηρός. Μπορεί επίσης να πέσεις πάνω στο ξεβαμμένο κόκκινο του συνθήματος «ΚΚΕ – Αλλαγή – Δεύτερη κατανομή», μ’ έναν δυσερμήνευτο αριθμό δίπλα: 17%. Απίθανο φαίνεται όμως να διασταυρωθείς πια, στους δρόμους της Νάξου, μ’ ένα γαλάζιο σύνθημα που όποιος το έγραψε μια φορά κι έναν καιρό πρέπει να ήταν σίγουρος ότι στα ελληνικά γράφουμε ό,τι προφέρουμε: «Ν.Δ. – Σιγουργιά». Τόσα χρόνια, κάποιος θα το ‘σβησε.
Σε κάποιους ορεινούς δρόμους, που σπάνια χρησιμοποιούνται πια, μπορείς να δεις ξεθωριασμένα συνθήματα άλλων εποχών: «Στις 18 σοσιαλισμός», «ΚΚΕ – Αλλαγή – Δεύτερη κατανομή» κ.ά
Ένα διακομματικό γνώρισμα των επιτοίχιων αφισών και συνθημάτων είναι η άρνηση του νι, που θα θύμωνε οπωσδήποτε τον Κ. Π. Καβάφη, ο οποίος το 1904 έκρινε αυστηρά τις υπερβολές ορισμένων δημοτικιστών για το «ακρολεκτικό ν», όπως τις είχε εντοπίσει στη «Γραμματική της ρωμαίικης γλώσσας» του Μένου Φιλήντα. Το γραμματάκι αυτό απουσιάζει συστηματικά από την αιτιατική του άρθρου ο/η (τον/την), κι ας αρχίζει το επόμενο ουσιαστικό από κ-π-τ (ενθυμού το «κάποτε»), ξ-ψ ή γκ-μπ-ντ. «Ολοι στη κάλπη», λόγου χάρη. Και επειδή «γράφουμε ό,τι λέμε», ίσως κάποτε θα προσκαλούμαστε «Ολοι στη γκάλπη» ή «στη μπλατεία». Οι γλωσσολόγοι του μέλλοντος μάλλον δεν θα εκπλαγούν ιδιαίτερα. Η γλώσσα έχει το χούι να μη μας πολυρωτάει. Χούι αγιάτρευτο, που το μοιράζεται με τους πολιτικούς, οι οποίοι, μετά την απομάκρυνσή μας από την κάλπη, ουδέν ρήμα τους αναγνωρίζουν και ουδεμία φλογερή επαγγελία τους θυμούνται λεπτομερώς, καίτοι δόθηκε «δεσμευτικότατα».
Οι ποιητές της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, δάσκαλοί μας σε πολλά, έγραψαν, με πόνο ψυχής και αίμα μυαλού, σπουδαία ποιήματα για το φαρμάκι της ιδεολογικής διάψευσης. Και πολλά όμορφα τραγούδια έχουν συντεθεί για την ερωτική απογοήτευση, σαν ανήμπορα ξόρκια. Οι στίχοι πάντως που συνοψίζουν τα αισθήματα των αναρίθμητων πολιτικά διαψευσμένων, απαντούν σ’ ένα τραγούδι συνομήλικο της Μεταπολίτευσης ή της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Τους έγραψε ο Ερρίκος Θαλασσινός, τους μελοποίησε ο Γιώργος Χατζηνάσιος και τους τραγούδησε ο Αντώνης Καλογιάννης, το 1974: «Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε, γι’ αλλού, κι αλλού η ζωή μάς πάει».
Οπου «ζωή» πότε η υπερατλαντική επιτήρηση και τιμωρία (ή η απειλή τιμωρίας), πότε η τρόικα ή οι «θεσμοί», πότε οι δουλείες όσων κομμάτων αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση στα εξωθεσμικά κέντρα που τους προσφέρουν (ουδέποτε δωρεάν) ποικίλη υποστήριξη, και πότε οι περιβόητοι «αρμοί της εξουσίας», πολύ πιο ισχυροί από κάθε φιλόδοξο κυβερνητικό πρόγραμμα. Και πάντα, μα πάντα, η «ανωριμότητα των συνθηκών» και η δυναστική «αρχή της πραγματικότητας», που αδιαφορεί για την περίφημη «πολιτική βούληση» και τη συχνά αυταπατώμενη αισιοδοξία της.
Εκλογικό βιβλιάριο δεν έχουμε πια, ώστε φυλλομετρώντας το και βλέποντας τις ημερομηνίες-σταθμούς να ανασυνθέσουμε τόσο την προσωπική μας μικροϊστορία όσο και τη μεγάλη, εκλογική-πολιτική ιστορία. Τη μνήμη μας την επικουρεί, και στο πεδίο αυτό, το Διαδίκτυο, ταχύτατο, ευρύτατο, συχνά όμως και χαοτικό. Δεν χρειαζόμαστε εντούτοις την ιντερνετική βοήθεια για να πούμε ότι πολλά έχουν αλλάξει στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, από τη μια κάλπη στην άλλη, και πολλά έχουν πάει προς το καλύτερο. Πολλά είναι, όμως, και όσα παραμένουν βαλτωμένα ή επισφαλή, αφού κανένα «κεκτημένο» δεν είναι άτρωτο και εσαεί δεδομένο. Ανάμεσά τους το ίδιο το Κράτος Δικαίου (το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν υποβιβάζεται σε παρανυχίδα επειδή το υποβαθμίζουν τα φιλοκυβερνητικά μίντια, αν δεν το αφανίζουν). Αλλά και το κράτος-αρωγός των πολιτών στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας. Αυτά όμως δεν κερδίζονται από πολίτες-άπαξ την τετραετία.
Και σε τούτες τις εκλογές, η μαγική λέξη είναι η «αλλαγή». Η διένεξη για την πατρότητά της δεν έχει νόημα, είναι σαν να ερίζουμε για την πατρότητα κάποιου δημοτικού τραγουδιού. Νόημα, πικρό νόημα, έχει το γεγονός ότι αλλάξαμε τόσες φορές σελίδα και είμαστε ακόμα εγκλωβισμένοι στο ίδιο μελαγχολικό βιβλίο. Ο τίτλος του; «Κληρονομική δημοκρατία», ευνόητο γιατί, «έμμεση δημοκρατία», λόγω της ισχύος των Μέσων, ή, για να μην ξεχνάμε τους αρχαίους μας, «Λόγω μεν δημοκρατία». Την «Ανατομία της μελαγχολίας» πρόλαβε και την καπάρωσε ο Αγγλος λόγιος Ρόμπερτ Μπάρτον, το 1621.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου