...............................................................
«Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου
γράφει ο Δημήτρης Τσατσούλης (https://www.athensvoice.gr, 19.5.2024)
Σε μια παραγωγή του Emilia Romagna Teatro, που στο πλαίσιο παγκόσμιας περιοδείας της φιλοξενήθηκε και στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος παρουσίασε στο ελληνικό κοινό ένα «καθολικό έργο τέχνης» με αφορμή τη σκηνοθεσία του στο μπεκετικό Περιμένοντας τον Γκοντό (1948).
Για τον Τερζόπουλο, το μπεκετικό σταυροδρόμι παίρνει τη μορφή ενός φωτεινού σταυρού που χωρίζει σε τεταρτημόρια ένα μαύρο τετράγωνο, που παραπέμπει στον Μαλέβιτς και, μέσω αυτού, στη Σχολή του Μπαουχάους και στην προσφιλή, στον Έλληνα σκηνοθέτη, γεωμετρία της σκηνής. Όταν η οριζόντια γραμμή του σταυρού ανοίγει, δημιουργείται μια σχισμή μέσα στην οποία, οριζοντιωμένοι, ως σε ξεχασμένη σήραγγα ή υπόγειο τούνελ, βρίσκονται οι δύο παρίες του έργου, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, με τα αιματοβαμμένα κουρέλια τους. Προηγουμένως, ηχητικά εφέ από βομβαρδισμούς μας έχουν προϊδεάσει ότι μια ολική καταστροφή από πυρηνικό πόλεμο έχει προηγηθεί.
Δύο έξοχοι λαϊκοί Σιτσιλιάνοι ηθοποιοί, οι Stefano Randisi και Enzo Vetrano, συνεργάτες χρόνων, ερμηνεύουν με λαϊκή αφέλεια και τεχνική μεγάλων ομιλούντων μίμων τους δύο κλοσάρ, απομεινάρια του γενικού ολέθρου, κρυμμένοι σαν τα ποντίκια στη σχισμή τους, αναμένοντας μάταια τον από μηχανής θεό τους, τον Γκοντό. Αναμένουν, ανάσκελα ή μισοκαθισμένοι στον ελάχιστον χώρο τους, εκφέροντας δίχως νόημα και κατάληξη τους γνωστούς διαλόγους τους, άλλοτε παιχνιδίζοντας τρυφερά μεταξύ τους και, άλλοτε, παλιμπαιδίζοντες, προσποιούμενοι ότι δολοφονούν ο ένας τον άλλο ή αυτοκτονούν, γεμίζοντας το κενό της ατέρμονης αναμονής. Καθώς ο χρόνος έχει σταματήσει γι’ αυτούς, η αναμονή ισούται με την ακινησία. Όταν εξετάζουν την υπόθεση να κρεμαστούν από το μοναδικό δέντρο που υπάρχει στον χώρο, η ειρωνεία που περικλείει ο λόγος τους γίνεται σαρκασμός, καθώς στη σκηνική ερμηνεία του Τερζόπουλου, το δέντρο δεν είναι παρά ένα μικρούτσικο μπονζάι στην άκρη της σκηνής.
Για τον Μαλέβιτς, άλλωστε, το τετράγωνο είναι το «αποτύπωμα της τέλειας επίγειας ζωής». Το οποίο σημαίνει, σύμφωνα με τη μεταφυσική σκέψη, ότι παραπέμπει στη γήινη υπόσταση του υποκειμένου, στη μη υπέρβαση του εαυτού, στην αδυναμία ανάτασης στο «αεί ον» και, τέλος, στον εγκλεισμό του μοναχικού, άνευ μνήμης προσώπου. Ο Ντίντι και ο Γκόγκο ανταποκρίνονται πλήρως στα παραπάνω χαρακτηριστικά, τα οποία αντανακλώνται στη γεωμετρία της σκηνής που κατασκευάζει ο Τερζόπουλος.
Η έλευση του Πότζο θα σπάσει τη μονοτονία. Ο κάθετος άξονας του σταυρού που τέμνει το μαύρο τετράγωνο ανοίγει δημιουργώντας μια σκισμένη κορνίζα (που παραπέμπει σε πίνακα του Μαγκρίτ), και εκεί, ψηλά, εμφανίζεται ο πολεμοχαρής και καταπιεστικός Πότζο. Αν στις παραπάνω μεταφυσικές κοσμοθεωρίες ο κάθετος άξονας του σταυρού παραπέμπει στις ιεραρχικές βαθμίδες των ανώτερων καταστάσεων που τείνει να φθάσει το ον για να πετύχει την ολοκλήρωσή του, τότε, εδώ, τα πάντα έχουν αντιστραφεί: στον σύγχρονο κόσμο την ανώτερη αυτή βαθμίδα κατέχουν οι πολεμοκάπηλοι και καταστροφείς του. Ο Paolo Musio, συνεργάτης του Τερζόπουλου σε προηγούμενες παραστάσεις του (Έρημος, Αντιγόνη) αποδίδει τον αβυσσαλέο λόγο του Πότζο με τις οικείες τεχνικές του Έλληνα σκηνοθέτη, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με τα ανάλαφρα τραγικωμικά τιτιβίσματα των Βλαντιμίρ και Εστραγκόν.
Αποκαλυπτικός στον ρόλο του Λάκυ, με τη μέθοδο του Τερζόπουλου πλήρως αφομοιωμένη, ο νεαρός ηθοποιός Giulio Germano Cervi δίνει το δικό του ρεσιτάλ στον «παράλογο» μονόλογό του, εμφανιζόμενος αρχικά μέσα από μια «τρύπα» που σχηματίζουν τα πόδια του Πότζο και των δύο κλοσάρ. Εδώ, το κείμενο αποκτά όλη τη σημασία της γλωσσικής διαταραχής που το διέπει, και μάλιστα στον συνταγματικό του άξονα, όπου «οι συντακτικοί κανόνες εκλείπουν οδηγώντας στον αγραμματισμό, ήτοι σε μια χαοτική τάξη των λέξεων» και, ενδιάμεσα, στην πλήρη γλωσσολαλία, ήτοι «στην υπαναχώρηση του λόγου στις νηπιακές καταγωγές της γλώσσας, συγγενούς του άναρθρου ζωώδους» (βλ. Δ. Τ., Θεόδωρος Τερζόπουλος. Ο σκηνοθέτης στο μεταίχμιο, 24γράμματα, 2024). Ο «κατακρεουργημένος» από την εξουσία, αιματοβαμμένος από την υποχρεωτική συμμετοχή στον πόλεμο Λάκυ έχει πλέον απωλέσει, λόγω τραυματικής εμπειρίας, τον λόγο, τη λογική, έχοντας βιώσει το παράλογο του σύγχρονου κόσμου.
Ένας σταυρός θα κατέβει ανάμεσα στα άνω τεταρτημόρια του τετραγώνου και, μέσα από μια στρογγυλή τρύπα, θα εμφανιστεί το πρόσωπο του Παιδιού, του Αγγελιαφόρου του Γκοντό. Ο Rocco Ancarola αναλαμβάνει με φωνητική ακρίβεια και υφέρπουσα ειρωνεία τον ρόλο, καθώς ο μικρός κύκλος παραπέμπει σύμφωνα με τις μεταφυσικές κοσμοθεωρίες στον ουρανό: μόνο που αυτός αποδεικνύεται ελάχιστος, μια ουράνια μικρογραφία μπροστά στο τεράστιο γήινο τετράγωνο, μια ειρωνική πινελιά που ακυρώνει και τον ίδιο τον σταυρό, υποδεικνύοντας τελικά την απουσία της όποιας βοήθειας ακόμη και από τη θρησκεία ή την όποια παραφθορά ενός God. Έτσι, ακόμα και το θρησκευτικό μουσικό άκουσμα μένει γράμμα κενό. Το άτομο μένει εφιαλτικά μόνο στον ολοκληρωτικά αφιλόξενο κόσμο του. Στο πλήρες και αμετάκλητο αδιέξοδο.
Ακόμη και η γνωστή ιστορία έχει τελειώσει. Το Παιδί σκίζει τις σελίδες της Ιστορίας ενώ στο τέλος μια σειρά από αιματοβαμμένα βιβλία κατεβαίνουν στη σκηνή. Ο λόγος, η γραφή, ο πολιτισμός έχουν πλέον λερωθεί από ανεξίτηλο αίμα.
Το καταπληκτικό σκηνικό της παράστασης, ένα εικαστικό έργο τέχνης μέγιστης αισθητικής, το πολυμορφικό μαύρο τετράγωνο που όταν κλείνει η παράσταση αποτυπώνεται πάνω σε άσπρο φόντο, παραπέμποντας και πάλι σε έργο του Μαλέβιτς, οφείλεται στον ίδιο τον Τερζόπουλο. Στον ίδιο άλλωστε οφείλονται και οι καταπληκτικοί φωτισμοί όπως και τα απόλυτα θεατρικά κοστούμια. Η μουσική και τα ηχητικά εφέ είναι του Παναγιώτη Βελιανίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου