Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

"ΛΙΟΝΤΑΡΑΚΙ ΣΕ ΚΛΟΥΒΙ" μια ιστορία του Ζακ Πρεβέρ (1900 - 1977) μεταφρασμένη από τον φίλο στο fb Athanase Athanassiou (29.5.2018)

 .............................................................



                Ζακ Πρεβέρ (1900 -1977)




ΛΙΟΝΤΑΡΑΚΙ ΣΕ ΚΛΟΥΒΙ


Ένα μικρό λιοντάρι μεγάλωνε, ζώντας σε αιχμαλωσία. Και όσο αυτό μεγάλωνε τόσο τα κάγκελα του κλουβιού του χόντραιναν, τουλάχιστον έτσι νόμιζε το λιονταράκι... στην πραγματικότητα, του αλλάζανε κλουβί κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Μερικές φορές, έρχονταν άνθρωποι που του πέταγαν χώματα στα μάτια, άλλοι του έδιναν μπαστουνιές στο κεφάλι κι αυτό σκεφτόταν: "Είναι κακοί και άμυαλοι αλλά θα μπορούσαν να είναι ακόμα χειρότεροι, σκότωσαν τον πατέρα μου, σκότωσαν τη μητέρα μου, σκότωσαν τα αδέλφια μου, μια μέρα σίγουρα θα με σκοτώσουν, τι περιμένουν; " Και περίμενε κι αυτό.
Και τίποτα δε συνέβαινε.
Ώσπου ένα ωραίο πρωί, είχαμε νέα... Οι υπάλληλοι του θηριοτροφείου τοποθετούν πάγκους μπροστά από το κλουβί, μπαίνουν επισκέπτες και αρχίζουν να κάθονται.
Γεμάτο περιέργεια, το λιοντάρι τους κοιτάζει...
Οι επισκέπτες είναι καθισμένοι... φαίνεται να περιμένουν κάτι... ένας ελεγκτής έρχεται να ελέγξει αν έχουν εισιτήριο, γίνεται ένας καβγάς, κάποιος ανθρωπάκος που κάθεται και στην πρώτη σειρά δεν έχει κόψει εισιτήριο... το λοιπόν ο υπεύθυνος τον πετάει έξω κλοτσηδόν και όλοι οι άλλοι χειροκροτούν.
Το λιοντάρι πιστεύει πως το πράγμα είναι πολύ διασκεδαστικό και σκέφτεται ότι οι άνθρωποι έχουν γίνει καλύτεροι και μπήκαν απλώς να δούνε επειδή το έφερε ο δρόμος τους :
"Έχουν περάσει δέκα λεπτά που είναι εδώ, συλλογίζεται, και κανείς δε μου έχει κάνει κακό. Αυτό δεν ξανάγινε ποτέ, με επισκέπτονται έτσι ήσυχα κι απλά, θα ήθελα να κάνω κι εγώ κάτι γι 'αυτούς…"
Μα η πόρτα του κλουβιού ανοίγει με πάταγο κι εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ουρλιάζει :
"Έλα, Σουλτάνε, πήδα, Σουλτάνε!" και το λιοντάρι καταλαμβάνεται από νόμιμη ταραχή επειδή δεν έχει ποτέ ακόμα δει θηριοδαμαστή.
Ο θηριοδαμαστής κρατά μια καρέκλα στο χέρι που τη χτυπάει στα κάγκελα του κλουβιού, στο κεφάλι του λιονταριού, λίγο πολύ παντού, ένα πόδι της καρέκλας σπάζει, ο άνθρωπος πετάει την καρέκλα, βγάζει από την τσέπη του ένα μεγάλο περίστροφο και αρχίζει να ρίχνει στον αέρα.
"Τι; λέει το λιοντάρι, τι πράματα είναι αυτά; Μια φορά που έχω κι εγώ κόσμο, να σου ένας τρελός, ένας μαλάκας, που μπαίνει χωρίς να χτυπήσει, που σπάζει τα έπιπλα και που πυροβολεί τους επισκέπτες μου, δεν είναι κομιλφό" και πηδώντας πάνω στο θηριοδαμαστή πάει να τον καταβροχθίσει μάλλον γιατί επιθυμεί να βάλει λίγο τάξη παρά από καθαρή λαιμαργία...
Μερικοί από τους θεατές λιποθυμούν, οι περισσότεροι το σκάνε, οι υπόλοιποι πέφτουν πάνω στο κλουβί και τραβάνε τον εκπαιδευτή από τα πόδια δεν είναι σαφές γιατί, αλλά ο πανικός είναι πανικός έτσι δεν είναι;
Το λιοντάρι δεν καταλαβαίνει τίποτε απ’ όλα αυτά, οι καλεσμένοι του το χτυπούν με τις ομπρέλες τους, γίνεται ένα φρικτό πανδαιμόνιο.
Μόνο ένας Άγγλος κάθεται στη γωνιά του και επαναλαμβάνει : "Το είχα προβλέψει, ήταν να συμβεί, πάνε δέκα χρόνια που το είχα προβλέψει..."
Τότε όλοι οι άλλοι γυρίζουν προς το μέρος του φωνάζοντας :
"Τι είπατε;… Ώστε εξαιτίας σας συμβαίνουν όλα αυτά, βρομιάρη ξένε, θα είσαι σίγουρα και τζαμπατζής."
Κλπ. κλπ.
Και να σου ο Άγγλος που τον κοπανάν κι αυτόν με τις ομπρέλες...
"Ατύχησε κι αυτός ο φουκαράς!" σκέφτεται το λιοντάρι.

[από τη συλλογή Ιστορίες, 1951]

Δεν υπάρχουν σχόλια: