Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

"Η τοιχογραφία" διήγημα του Μάριου Χάκκα (1931-1972) από τη συλλογή διηγημάτων του "Ο μπιντές και άλλα διηγήματα" (εκδ. Κέδρος 2008)

.............................................................








Μάριος Χάκκας (1931 - 1972)








Η τοιχογραφία






ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ, στο μοναστήρι, υπάρχει μια τοιχογραφία σε τρεις φάσεις, «ο εμπεσών εις ληστάς», που δεν ξεφεύγει καθόλου από τη γνωστή περιγραφή της Γραφής: Ένας ταξιδιώτης πιάνεται από ληστές, πέφτει η σχετική «ξυλοκοπία», Φεύγουν οι λεβέντες στοιχισμένοι και με τα ματσούκια επ’ ώμου σα να ‘ναι στρατός, κάποιος περαστικός μαζεύει τον δαρμένο.

Εκείνο που βλέπει κανένας με την πρώτη ματιά είναι η κακοτεχνία αυτής της τοιχογραφίας που ίσως δημιουργεί μια καινούρια αισθητική όπως όλα τα εκ πρώτης όψεως κακόγουστα πράγματα και που φυσικά δε μ’ ενδιαφέρει απ’ αυτή την πλευρά. Εκείνο που με κόβει είναι ότι εξαιτίας αυτής της δήθεν κακοτεχνίας προκύπτει ένα διαφορετικό νόημα πέραν του αρχικού της παραβολής και που ταιριάζει με μερικά περιστατικά που συνέβησαν στη συνοικία της Καισαριανής.

Είναι αυτό το ομοιόμορφο των προσώπων, ταξιδιώτης-ληστές-περαστικός, τις ίδιες φάτσες. Δε μιλάω για τα ακάλυπτα μέρη του σώματος, άλλωστε ελάχιστα, και τα ενδύματα με τις πτυχώ­σεις, πανομοιότυπα, όλα, λες και ο αγιογράφος είχε μπροστά του ένα και μόνο μοντέλο. Τα πρόσωπα, τα πρόσωπα, «εμπεσών» και μη «εμπεσών» όλα τα ίδια. έτσι κι έβαζε μια σύσπαση στα πρόσωπα των ληστών όπως σηκώνουν τα ματσούκια και χτυπάνε τον πεσμένο ταξιδιώτη ή αν ζωγράφιζε μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο του τελευταίου, η αντιστοιχία τοιχογραφίας και σύγχρονης Καισαριανής θα ‘χε χαλάσει.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο ίδιος ο άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει.

Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Χωνής ή αλλιώς ο Μαμά το Κουλούρι Μου, φωνάζει το χωνί, αργό­τερα γίνεται χίτης και δέρνει με τη σειρά του αυτούς που φωνάζουν το χωνί με τη σειρά τους και που έδερναν πρωτύτερα τον Μαμά το Κουλούρι Μου, γιατί φώναζε το χωνί. Οι ίδιοι άνθρωποι, τα ίδια πρόσωπα, ένα και μόνο μοντέλο.

Έτσι εξηγείται και ο Ρούχου Μούχου, μπουγαδοκλέφτης και πληροφοριοδότης της αστυνομίας, βγαίνοντας από το σπίτι του Δαβίλα όπου είχε κάνει τις καταδόσεις του, βουτάει τη μπουγάδα, μετά τον τσιμπάει η λαβίδα, τρώει το μπερντάχι του, συνεχίζει, όμως να πηγαίνει πληροφορίες στον Δα­βίλα, αλλά βγαίνοντας από το σπίτι του δε βρίσκει πια μπουγάδα ν’ αρπάξει γιατί η Δαβίλαινα προνοώντας την έχει κρύψει.

«Σ’ ένα καζάνι βράζουμε όλοι», λέει ένας γερο-Καισαριανιώτης και δεν έχω μεγάλη αντίρρηση πα­ρατηρώντας την τοιχογραφία, αν φυσικά εξαιρέσουμε τους νεκρούς. Αυτοί πια είναι έξω από το κόλπο, από κάθε κόλπο. Μόνο που δεν ξέρω πόσο θα βράζει αυτό το καζάνι και τι ζουμί θα δώσει στο τέλος. Φοβάμαι μήπως ό,τι ζουμί ήταν να δώσει το έδωσε, είτε γιατί τρύπησε, είτε γιατί πια δε βράζει. Ξεθυμαίνουν οι άνθρωποι, καινούριες καταστάσεις έρχονται και καβατζάρουν τις παλιές, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο λογαριασμός του ρεύματος και του τηλεφώνου. Τα παρατσούκλια σιγά σιγά λείπουν. Πολυκατοικίες φυτρώνουν στη λεωφόρο κι άσφαλτοι ζώνουν τα σοκάκια.

Έχω την υποψία πώς τέλειωσε πια αυτό το νόημα της τοιχογραφίας και τείνει να εκφραστεί κάποιο άλλο ακόμα πιο σύγχρονο, αυτό το πλαδαρό και ομοιόμορφο της καταναλωτικής κοινωνίας, κάτι το γενικό που απλώνεται —τέρας— σ’ όλη την Αθήνα.

Καισαριανή του βερεσέ στον μπακάλη και του παπαζωτό για τα μαλλιά, πέθανες πια. Καισαριανή του κοπροφάγου Μουκούτσου (τον είδα να τρώει τα περιττώματα του σε στοίχημα αντί κατοχικού κατοστάρικου ακουμπώντας στο πεζούλι του γηπέδου), αυτός ο μετέπειτα ρουφιάνος και τρομοκράτης και για τις δυο παρατάξεις. Πρωτό­γονη Καισαριανή, δεν υπάρχεις πια.

Όμως εμένα ο νους μου κι η αγάπη μου για την Καισαριανή της «ξυλοκοπίας» κι είναι ευτύχημα που έζησα και μεγάλωσα εκεί. Όλα ήταν άγρια και παρθενικά, στην πρώτη γέννησή τους ωσάν τα περιστατικά αρχαίας τραγωδίας: 0 Ιάσονας το πρώτο δέντρο που περπάτησε, έπεσε στη θάλασσα και σήκωσε πανιά για την Κολχίδα. Ο Οιδίποδας στο μεταίχμιο μπερδεμένος τυφλώνεται στο πρώτο φως θερμικής λάμψης. Κι ο Κρέοντας να εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία με μια αρμαθιά κλειδιά. Όλα στην πηγή, στο αρχικό φανέρωμα τους, γι’ αυτό δε λεν να σβήσουν από μέσα μου άνθρωποι, γειτονιές και γεγονότα.

Ένας χώρος που κατοικήθηκε για πρώτη φορά. μια στενόμακρη, λουρίδα με φτωχές κουνούκλες. Αριστερά το ρέμα κι ένα δάσος, ισχνά καχεκτικά πευκάκια. Δεξιά η μάντρα του Σκοπευτηρίου. Ψηλά το μοναστήρι. Αντίσκηνο, παράγκα, πληθόκτιστο και κουρελού της προσφυγιάς και να η Καισαριανή χαμόγελο στον πρώτο ήλιο.

Καισαριανή των κοινοχρήστων αποχωρητη­ρίων, του γαλατά που προπαγάνδιζε για τη Ρουσία και τον περιλάβαιναν οι Βουρλιώτες με τις νταγιάκες. Καισαριανή των κατοχικών γαϊδουροκεφαλών, ματσετών, σφερδουκλοκεφτέδων, σ’ ευχαριστώ που ανατράφηκα μες στα στενά σου. Τι να πει και τι να μολογήσει κάποιος που θα ‘ζησε στο Μεσολόγγι; Βαραίνει πάνω του το παρελθόν κι ο μύθος. Γι’ αυτόν όλα είναι τελειωμένα όταν τα πλησίαζε, ακόμα κι η φθορά του χώρου συντελέστηκε πριν απ’ αυτόν.

Καισαριανή, σ’ ευχαριστώ που αξιώθηκα να δω και ν’ αγγίξω μερικούς που έφυγαν έγκαιρα, πριν προλάβουν να ενταχθούν στο οποιοδήποτε νόημα της τοιχογραφίας, είτε ξυλοκοπικής, είτε καταναλωτικής. Για το Λευτέρη, τον αδερφό της κυρα-Βδοκιάς —«Ασλάν Λευτέρη, καπλάν Λευτέρη»— και που αργότερα εκτελέστηκε στην Κέρκυρα. Για τον Πουτσούρη που έπαιξα μαζί του με ξύλινα σπαθιά και χάρτινα καπέλα, έπειτα κρατούσε στα χέρια του μιαν αραβίδα, δεκαπέντε χρονών παιδί όταν τον βρήκε στο μέτωπο μια σφαίρα κοντά στον Ποσειδώνα. Ευχαριστώ που ευδόκησα να δω το μπλε σακάκι του Απόλλωνα, το πιο μπλε της ζωής μου, από ανόθευτο ουρανό και Θάλασσα. Και τον Άρη που σκοτώθηκε γωνία Δαμάρεως και Φορμίονος και που στη θέση εκείνη είδα τα πτώματα μερικών δοσίλογων, που κρύβανε την ταυτότητά τους στην κάλτσα. Δίκαιη και γρήγορη πληρωμή, μια κάθαρση αυτόματη του χώρου.

Ποιόν να σου πρωτοθυμηθώ, Καισαριανή; Τον Ιγνάτιο που πήγε θράσος; Ήταν ο χαζός της συνοικίας κι είχε παρασυρθεί από το γενικό κλίμα. Έβαζε στην κωλότσεπή του ένα τσόκαρο τάχα περίστροφο και γύριζε τις γειτονιές όλο προφύλαξη. Κάπου τον πέτυχαν σ’ αυτήν την ύποπτη στάση, του ρίξανε, πάει κι αυτός.

Κάποτε, Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος της Ιστορίας.

Τώρα, γριά τσατσά, τρως σάμαλι και τουλούμπα, μασάς μπατιρόσπορους στο θερινό σινεμά και φτύνεις τα τσόφλια στο σβέρκο ευυπόληπτων καταστηματαρχών, εμπορομανάβηδων, χασάπηδων, εργολάβων, που θέλουν ν’ απαλλαγούν από τη ντροπή σου. Από μια πλευρά συμφωνώ με τον Δήμαρχο που θέλει ν’ αλλάξει την ονομασία σου. Τι δουλειά έχεις πια εσύ μ’ αυτά τα ανθρωπάκια, το πνεύμα της ιδιοχτησίας και τις αντιπαροχές; Θα σε πούνε Νέα Βρύουλα η Νέον Συβρισάριον. Καλύτερα. Τι μένει από την συνοικία του Σέντ-Αντουάν του Παρισιού πάρα μόνο το όνομα. Οι τραγουδιστικά παράλληλές του στέπες αρδεύτηκαν, η Καντώνα οικοδομείται, η Κοκκινιά έγινε Νίκαια, τα πιο άξια απ’ τα παιδιά σου κλαδεύτηκαν. Έτσι γίνεται πάντα μετά από μια άγρια υλοτόμηση και τα λίγα δέντρα που απομένουν όλα σαπάκια. Να μην κάνω τώρα προσκλητήριο «ζώντων και νεκρών... ων ουκ έστι τέλος». Τέλος της εποχής κι οι εκπτώσεις επόμενες.

Καισαριανή, Ιδρώνω. Καισαριανή, ασφυκτιώ, Καισαριανή, αναγουλιάζω. Κάθεσαι με το σούρουπο και δροσίζεσαι στα πεζοδρόμια, ενώ τα κορίτσια σου κατεβαίνουν με τα τσαντάκια στο χέρι για την πιάτσα. Πίνεις τη σουμάδα σου με τα λεφτά της μεσιτείας και ρεύεσαι. Πιάνω στο βλέμμα σου μια μεταμέλεια σα να λυπάσαι που δεν ήσουνα από γεννησιμιού σου μεσίτρα, ρουφιάνα και δοσίλογη.

Πού η λεβεντιά σου και πού η λευτεριά σου, γαζέλα, ζαρκάδα και έλαφος; Πού τα κάλλη σου και πού τα στολίδια σου, φρεγάδα, γολέτα και κορβέτα;

Τίποτε δε μένει. Τώρα σοβατίζεις τα τελευταία ίχνη πολυβολισμών στο μέτωπο σου, σα γέρικο σκυλί που γλείφει τις πληγές του στην επούλωση. Τώρα τσαλαπατημένη, τσακισμένη, εξουθενωμένη, στην τελευταία φάση της τοιχογραφίας, περίθαλψη και λησμονιά των άγριων περιστατικών του ταξιδιού σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: