Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

Θεόδωρος Τερζόπουλος: "Η ζωή είναι μια παρένθεση μέσα στη μεγάλη επικράτεια του θανάτου" συνέντευξη (αποσπάσματα) στην "Athinorama team" ("Αθηνόραμα" τ.1215, 9-15.5.2024)

 ...............................................................


Θεόδωρος Τερζόπουλος: "Η ζωή είναι μια παρένθεση μέσα στη μεγάλη επικράτεια του θανάτου"

Το θέατρο Άττις του Θεόδωρου Τερζόπουλου συμπληρώνει 40 χρόνια λειτουργίας και ανοίγεται σε νέους στοχασμούς. Διαβάστε όσα μας είπε ο κορυφαίος δημιουργός με αφορμή τις πολυαναμενόμενες παραστάσεις «Περιμένοντας τον Γκοντό» στη Στέγη (15-19/5) και «Ορέστεια» στην Επίδαυρο (12-13/7).




συνέντευξη στην "Athinorama team" ("Αθηνόραμα" τ.1215,  9-15.5.2024)


"...Ο χρόνος δεν αφήνει τίποτα αναλλοίωτο, αλλάζει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα όνειρα, τη μνήμη. Σ’ εσάς τι έχει αλλάξει;

Είδα ξανά τα πράγματα αλλιώς. Είδα ότι είμαστε φθαρτοί. Λέμε πρώτα να έχεις την υγειά σου, αλλά δεν το εννοούμε. Μόνο όταν έρθεις αντιμέτωπος με το θάνατο καταλαβαίνεις τι γίνεται και τότε αποκτά μια σημασία το να έχουμε την υγεία μας. Έχω αντιληφθεί πλήρως το βαθύ νόημα αυτού που λέει ο Ηράκλειτος: "νέος εφ’ ημέρη", δηλαδή να είσαι "κάθε μέρα νέος". Πρέπει να φτιάχνουμε μνήμη μεγάλης αντοχής και διάρκειας κι αυτό μπορούμε να το κάνουμε με την τέχνη. Η μνήμη μπορεί κι αυτή να φθείρεται και να γεννά. Ο καλλιτέχνης πρέπει να γυρίζει, να βλέπει, να μυρίζει, να ακούει, να αισθάνεται, να αντιλαμβάνεται ό,τι όλα αλλάζουν είτε προς τον Ουρανό, είτε προς τον Άδη.


Αναφερθήκατε στη μνήμη. Ποια είναι η σχέση της με την ανάμνηση;

Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η ανάμνηση είναι μια εικόνα που έχει τη μορφή που μας συμφέρει. Συνήθως έχουμε καλές αναμνήσεις. Ποτέ δεν μιλάμε για τα τραύματά μας ή το θάνατο και δεν γράφουμε για την τρίτη ηλικία. Λίγα έργα τέχνης γίνονται για τις αρρώστιες και τα φάρμακα, για την γκρίζα ζώνη της ανθρώπινης ύπαρξης. Με κάποιον τρόπο θέλουμε να φτιάξουμε τον δικό μας κόσμο-σωσίβιο γιατί όλος ο δυτικός πολιτισμός είναι εδραιωμένος πάνω στην ιδέα της αποφυγής του θανάτου. Η ζωή είναι μια παρένθεση μέσα στη μεγάλη επικράτεια του θανάτου.

Περισσότερο από τις άλλες τέχνες η ποίηση, ίσως, είναι αυτή που δεν φοβάται να μιλήσει για το φθαρτό και την έννοια του θανάτου.

Νομίζω πως έτσι είναι. Οι παραστατικές τέχνες την αποφεύγουν. Το θέατρο την προσέγγισε μέσα από την "τρέλα" του Αρτό. Ο Αρτό, ο Γκροτόφσκι, ο Μέγερχολντ, ο Κάντορ, αυτός ο άξονας των μεγάλων δημιουργών άγγιξε την ιδέα αυτή απενοχοποιημένα μέσα από κείμενα και χαρακτήρες.



Το "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Μπέκετ και η "Ορέστεια" του Αισχύλου, που επιλέξατε να σκηνοθετήσετε, βάζουν το θάνατο δίπλα στη ζωή;

Ο Σάμιουελ Μπέκετ είναι μεγάλος συγγραφέας. "Παίζει" με τη ζωή μέσα σε αυτή την γκρίζα ζώνη με σαρκασμό. Στο "Περιμένοντας τον Γκοντό" που σκηνοθέτησα με Ιταλούς ηθοποιούς, αυτό το "περιμένοντας" είναι πολύ απαισιόδοξο, αλλά και αισιόδοξο επειδή έχει να κάνει με την έννοια του χρόνου. Αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει Θεός, για τον Μπέκετ είναι ο χρόνος, η στασιμότητα, η αναμονή. Όταν είναι καθηλωμένος σε ένα σημείο, ο Φύλακας στην "Ορέστεια" του Αισχύλου είναι μπεκετικός. Είναι σαν όλος ο Μπέκετ να πηγάζει από τον Φύλακα. Στην παράσταση της "Ορέστειας" που θα παρουσιάσουμε στην Επίδαυρο σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, στις 12 και 13 Ιουλίου, ο χρόνος ανοίγει τόσο που βρίσκεσαι μέσα στα μεσοδιαστήματά του. Ο χώρος γίνεται ο χρόνος· γίνεται το γέννημά του και ο χρόνος, πια, δεν είναι απλώς το τέμπο, αλλά ένα συγκλονιστικό σύνολο πραγμάτων.

Έτσι, αντιλαμβανόσασταν πάντα τη σχέση χώρου-χρόνου, αλλά και την έννοια της υπέρβασης;

Έτσι τον αντιλαμβανόμουν: ο χρόνος δημιουργεί το χώρο και η ενέργεια δημιουργεί σκηνικό χώρο. Γι’ αυτό δεν έβαζα τραπέζια, καρέκλες και κουζίνες μέσα στα σκηνικά των παραστάσεων μου και γι’ αυτό είμαι αντιρεαλιστής. Η υπέρβαση είναι κάτι μεγάλο και δυστυχώς είναι παρεξηγημένη η έννοια της. Είναι η μεγέθυνση του χρόνου. Δηλαδή, μπορεί να κοιτιόμαστε ώρες ολόκληρες και να προσπαθεί ο ένας να ανιχνεύσει το λαβύρινθο που έχει ο άλλος, να διαισθανθούμε τι γίνεται μέσα στον άλλον. Υπάρχει πάντα η αγωνία για την υπέρβαση.



Στο "Περιμένοντας το Γκοντό", που έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Στόρτσι της Μοντέα και τώρα θα δούμε στη Στέγη, τοποθετήσατε στον σκηνικό χώρο ένα μαύρο τετράγωνο που παραπέμπει στο εικαστικό έργο του Καζιμίρ Μάλεβιτς. Ποιος είναι ο συμβολισμός αυτού του σκηνικού ορίζοντα που δημιουργήσατε;

Ο Μάλεβιτς και οι άλλοι Ρώσοι σουμπρεματιστές με έχουν επηρεάσει βαθύτατα. Στην παράσταση έχω δημιουργήσει μια εγκατάσταση που χωρίζεται σε τέσσερα τεταρτημόρια, τα οποία δημιουργούν ένα σταυρό. Οι ηθοποιοί παίζουν στη μέση του σταυρού κι από το βάθος βγαίνει ο Λάκι. Από πάνω, σκίζει την επιφάνεια με ένα μαχαίρι ο Πόντζο και παίζουν σταυροειδώς. Μετά, μέσα από μια τρύπα στο κέντρο του σταυρού, έρχεται ο νεαρός. Γιατί επέλεξα το σταυρό; Κάθε λαός βλέπει την ερημιά του μπεκετικού no land με διαφορετικό τρόπο. Όταν συζητήσαμε γι’ αυτό το θέμα, το τοπίο με τον ανοιχτό γκρίζο ορίζοντα, οι ηθοποιοί μου είπαν διάφορα πράγματα για τη μοναξιά που αισθάνονται με τον καθολικισμό και πόσο τους έχει επηρεάσει αρνητικά. Μπορώ να καταλάβω την ερημιά που δημιουργεί το σύστημα, τον τρόπο με τον οποίο απομονώνει τους ανθρώπους. Τη μοναξιά την αισθάνεται και τη βιώνει ο καθένας με διαφορετικό τρόπο.

Γιατί επιλέξατε τους συγκεκριμένους ηθοποιούς;

Οι Σισιλιάνοι βετεράνοι ηθοποιοί Έντσο Βελτράνο και Στέφανο Ράντισι είναι λαϊκοί ηθοποιοί, είναι σαν να λέμε ο Τοτό και ο Φερναντέλ ή οι δικοί μας Λογοθετίδης και Αυλωνίτης. Φαντάζεσαι ένα Γκοντό με αυτούς τους δυο Έλληνες ηθοποιούς; Θα ήταν το χιτ του 20ού αιώνα. Ο Μπέκετ στο στόμα λαϊκών ηθοποιών ηχεί αλλιώς κι εγώ δεν τον ιδεολογικοποιώ. Δεν μεθερμηνεύω το έργο δήθεν ιντελεκτουέλ και πνευματικοποιώντας το. Το ερμηνεύω εντελώς λαϊκά και εκεί ο Μπέκετ κάθεται καλύτερα. Ο κόσμος γελάει στην παράσταση και στο τέλος κλαίει. Το φορτίο που έχει, μέσα στην απλότητά του, το έργο είναι απίστευτο και δεν πρέπει να το χάσεις. Στην παράσταση παίζουν ακόμα ο Πάολο Μουζίο, με τον οποίο έκανα παλιότερα την "Έρημο", ο Ρόκο Ανακρόλα και ο Τζούλιο Σέρμπιο, δισέγγονος του μεγάλου ηθοποιού του Φελίνι και του Παζολίνι. Αυτό το έργο θέλει μεγάλους ηθοποιούς και απενοχοποιημένους, χρειάζεται την ανθρωπινότητα. Το έργο γράφτηκε αμέσως μετά το Άουσβιτς. Τι μπορεί να περιμένει κανείς μετά το Άουσβιτς; Τίποτα.

Μάλλον, ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από τα λάθη του.

Σήμερα βρισκόμαστε στα πρόθυρα του τρίτου παγκοσμίου πολέμου και το Άουσβιτς υπάρχει παντού, ζούμε το Άουσβιτς της τεχνολογίας. Υπάρχει ήδη η κατάλυση της ανθρώπινης φύσης, του ανθρωπισμού. Ο άνθρωπος αρχίζει και αποευαισθητοποιείται. Δεν λειτουργούν οι βασικές αισθήσεις, δεν κοιταζόμαστε, δεν γελάμε, δεν τραγουδάμε, δεν κλαίμε. Ακόμα και τα δάκρυα είναι επαναστατική πράξη. Η καθημερινότητα κάνει τον άνθρωπο μίζερο και κλειστοφοβικό. Ο καθένας είναι κλειστός στα μικρά του ζητήματα με ένα κινητό στο χέρι, εκμηδενισμένος. Πάντα είχαμε πολέμους, αλλά ο άνθρωπος ήταν εκεί!

Πιστεύετε πως έχουμε μπει οικειοθελώς σ’ αυτήν την κατάσταση που περιγράφετε;

Οικειοθελώς δεν μπαίνεις αν έχεις αντιστάσεις κι εμείς δεν έχουμε. Η καθημερινότητα και η ίδια η ζωή σε κάνει να μην αντέχεις. Είναι λίγες οι εξαιρέσεις που αντέχουν και που έχουν κριτική σκέψη και κρίση. Όπου πάνε όλοι πάμε και εμείς. Έχει καταρρεύσει η παιδεία, ο άνθρωπος είναι ασώματος, ακέφαλος, ένα μόρφωμα.

Με αυτά τα δεδομένα ποια σχέση μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα στο θεατή και τον καλλιτέχνη στο μέλλον;

Με έχει προβληματίσει πάρα πολύ η συμπεριφορά του κοινού, το τι σκέφτεται ο θεατής όταν χειροκροτεί. Βλέποντας αυτό που συμβαίνει στην σκηνή τι σκέφτεται, άραγε θυμάται κάτι άλλο δικό του; Αυτό είναι ένα πεδίο ανεξιχνίαστο. Οι ηθοποιοί την ώρα της παράστασης εκτίθενται, θέτουν προβλήματα, ερωτήματα. Ο θεατής είναι μουγκός στην πλατεία, είναι η σφίγγα του θεάτρου. Σ’ αυτό το λαβύρινθο δεν μπορούμε να μπούμε εμείς, οι καλλιτέχνες, μόνο οι ψυχαναλυτές θα μπορούσαν να ασχοληθούν με αυτό το φαινόμενο. Μέσα στα χρόνια βλέπω τον θεατή να μην συγκινείται με τον ίδιο τρόπο που συγκινούνταν πριν από τριάντα χρόνια. Τότε, συνδεόταν οντολογικά με κάποια πράγματα της κοινωνίας της ύπαρξης. Τώρα πια βλέπω σιγά σιγά κάποιους θεατές να παγώνουν, να χειροκροτούν αυτοχειροκροτούμενοι. Έχουν αντιστραφεί οι όροι, έχει αποπροσανατολιστεί η βαθιά "σωματική" σχέση, γιατί δεν βλέπουν ανθρώπους, αλλά περιγράμματα των εξωτερικών κινήσεων. Έχει τελειώσει η βαθιά σχέση με την τέχνη. Δεν υπάρχει πλέον η arte povera, οι συμβολισμοί, ο Μπόις, ο Κουνέλης, ο Καντόρ και άλλοι καλλιτέχνες που έψαχναν. Τώρα είναι όλα σχηματικά, εξωτερικά και επηρεασμένα από τη διαφήμιση. Παλιότερα ήταν προέκταση της τηλεόρασης, τώρα είναι προέκταση του διαφημιστικού σποτ. Βλέπεις παραστάσεις σαν διαφημιστικά σποτ τη στιγμή που η εικονική πραγματικότητα έχει υπερισχύσει και στην τέχνη. Το ζωντανό θέατρο αρχίζει να γίνεται εικονική πραγματικότητα για να αρέσει και για να δουλεύει το box office...


...Τι είναι για εσάς η "Ορέστεια";

Η "Ορέστεια" του Αισχύλου είναι ο πιο βαθύς μύθος· αντίστοιχος υπάρχει στο Θιβέτ την ίδια εποχή. Στην παράσταση που θα δείτε στην Επίδαυρο το κλειδί είναι η ματιά του Φύλακα, τον οποίο ερμηνεύει ο Τάσος Δήμας. Καμένος από το λιοπύρι, από την υγρασία, άλλα βλέπει και άλλα σκέφτεται. Βλέπει την κατάρρευση των Μυκηνών και μαζί την κατάρρευση της μητριαρχίας και τη γέννηση της υποτιθέμενης δημοκρατίας. Ανατρέχω στα αρχέτυπα. Ο μύθος της "Ορέστειας" χειραφετείται και φτιάχνει μία από τις κολόνες της Αθήνας, τη Δημοκρατία, τον Άρειο Πάγο, τη Δικαιοσύνη. Με τη δημοκρατία γεννιέται και το ταξικό ζήτημα. Κάνω μια ανατροπή με τις Ερινύες. Οι χθόνιες θεές εξευμενίζονται, δέχονται τις συμβουλές, τις προσταγές της θεάς Αθηνάς και φεύγουν. Είναι σαν να πηγαίνουν στο Άουσβιτς. Ο κόσμος της δημοκρατίας έφτιαξε πολλά Άουσβιτς κι αυτό επειδή η δημοκρατία χρησιμοποιείται πολλές φορές ως άλλοθι. Εγώ, λοιπόν, δεν τις βάζω να χαίρονται, αλλά να φεύγουν με κατεβασμένο το κεφάλι, ηττημένες. Οι "Ευμενίδες" είναι το πιο δύσκολο κείμενο από τα τρία και μοιάζουν εξαφανισμένες, συνήθως δεν τους δίνουν τόση σημασία.

Πού οφείλεται αυτό;

Ίσως επειδή δεν καταλαβαίνουμε την υπόσταση αυτών των θεοτήτων. Είναι πρόθεοι, έρχονται από τον κάτω κόσμο, από τον Άδη, κουβαλάνε τη βαθιά μνήμη, την παράδοση, τα αρχέτυπα. Η Αθηνά για να τις ξεφορτωθεί τους λέει: "Θα σας δώσω λαμπρά σπίτια, θα πάτε κάτω", εννοώντας την κάτω τάξη των μετοίκων. Από τον κάτω κόσμο στον πάνω κόσμο, δηλαδή από τον πόλεμο της Μέσης Ανατολής στο Αιγαίο Πέλαγος και… στην Ευρώπη συναντούν τη Μέρκελ. Η δημοκρατία γεννήθηκε στην Ελλάδα και η δικαιοσύνη ως ο πυρήνας της δημοκρατίας έχει προδοθεί, είναι άλλοθι για να μακροημερεύσει ένα σύστημα εξουσιαστικό, πολλές φορές δικτατορικό. Όλα τα κόμματα αναφέρονται στους δημοκρατικούς θεσμούς κι όμως δεν τηρείται κανένας από αυτούς. Από τη στιγμή που υπάρχει το ταξικό, δεν υπάρχει δημοκρατία. Υπάρχει η δημοκρατία των αρίστων, η δημοκρατία των ιππέων, η δημοκρατία των μετοίκων, δημοκρατία των πολιτών, δημοκρατία των δούλων… Κατάλαβες πόσες δημοκρατίας υπάρχουν; Δίνεις στις κατώτερες τάξεις ένα ψευτοδικαίωμα συνύπαρξης και συμμετοχής. Οι Ερινύες είναι σαν τους μέτοικους που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Η δημοκρατία ποτέ δεν έχει υπάρξει, ίσως βάζει φρένο σε κάποιες αυθαιρεσίες. Σίγουρα είναι πιο καλό να έχεις αρχές της δημοκρατίας από το να προσκυνάς το δικτάτορα.

Αντιλαμβάνομαι πως εστιάζετε στην πολιτική διάσταση της τραγωδίας, αλλά τι γίνεται με τα θέματα που αφορούν την οικογένεια και την γυναικοκτονία στην τραγωδία του Αισχύλου;

Η "Ορέστεια" είναι πολιτικό έργο, αλλά και βαθιά οντολογικό. Κάποια στιγμή βγαίνει μία καθολική συγκίνηση, ανατριχιάζεις βλέποντας κάποια πράγματα και συνειδητοποιώντας πόσο επίκαιρα είναι. Η επικαιρότητα είναι αυτή που σε κάνει να ανατριχιάζεις. Συνειδητοποιείς ότι ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά. Τα έχει πει όλα ο Αισχύλος και σίγουρα διαβάζεται με χιλιάδες τρόπους. Το οικογενειακό κομμάτι το παρωδώ λίγο. Πάω στα άκρα τον Αγαμέμνονα και την Κλυταιμνήστρα με τις γκάφες τους και τη συμπεριφορά τους. Τους βλέπω ώρες ώρες με ένα γκροτέσκο τρόπο.

Και την Ηλέκτρα με τον Ορέστη που είναι πληγωμένοι, πώς τους βλέπετε;

Έχουν μέσα τους πολύ φθόνο, τους κατατρώει το μίσος. Το μίσος γίνεται άλλος ένας σκοπός και κυριαρχεί. Τους κάνει να σαπίζουν μπροστά στα μάτια μας, να μην μπορούν να συγκρατηθούν. Βρίσκονται σε ένα τραγικό βραχυκύκλωμα όπως όλες οι Μυκήνες, το οποίο προσπαθώ να καταλάβω. Ένα βραχυκύκλωμα υπάρχει και την δική μας κοινωνία σήμερα. Όταν κυριαρχεί το μίσος χάνεις στον προσανατολισμό σου. Χάνεται αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από το ζώο.


Στις "Χοηφόρες" υπάρχει ένα τελετουργικό κομμάτι. Αυτό πως το αντιμετωπίσατε;

Το τελετουργικό κομμάτι δρα στα σώματα. Είναι σαν να σκάει η γη και να βγαίνουν σώματα. Τοποθετούν οι ηθοποιοί τα σώματά τους στο θυσιαστήριο και είναι όλοι με μία σφαίρα στην καρδιά, σαν να συμβαίνει η επιστροφή των νεκρών. Σε όλη τη διαδρομή κυνηγάω και το παράδοξο, δεν το κρύβω. Την παράσταση την διατρέχει ένας άξονας και το σκηνικό φτιάχνεται από τα σώματα.

Τι επιζητείτε από την Επίδαυρο αυτήν τη φορά;

Επιζητώ να εκτεθώ απόλυτα. Δηλαδή να εκθέσω το ανθρώπινο σώμα γυμνό ως πρόκληση. Να βάλω τον ηθοποιό στο κέντρο της σκηνής και να πω: "Κύριοι, ούτε τεχνολογία, ούτε μικρόφωνα, ούτε ψείρες, ούτε τίποτα. Ο ηθοποιός μπορεί να κατακτήσει και να επαναφέρει τις χαμένες βαθιές συγκινήσεις". Όλα κεφαλαιοποιήθηκαν. Θέλω μια global ερμηνεία και μια global πρόσληψη από το θεατή. Δηλαδή να το αισθανθεί σωματικά και να θεοποιηθεί ο ηθοποιός, ο άνθρωπος. Θέλω να βάλω στο επίκεντρο τον ουμανισμό. Όλοι για έναν νέο ουμανισμό πρέπει να παλεύουμε· έναν νέο εξανθρωπισμό μάλλον, γιατί ο άνθρωπος πια δεν υπάρχει, τον αντικατάστησε η τεχνολογία με τον πιο χυδαίο τρόπο..."

Δεν υπάρχουν σχόλια: