Κυριακή 5 Μαΐου 2024

"Γελούσε άραγε ο Χριστός;" Από το μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο «Το Όνομα του Ρόδου» (μτφ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. «Γνώση», 1985)

 ...............................................................



           Ουμπέρτο Έκο (1932 - 2016)


·        Από το μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο «Το Όνομα του

 Ρόδου» (μτφ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. «Γνώση», 1985)

 

 

           Δεύτερη ημέρα – ΩΡΑ ΤΡΙΤΗ

«…Έπειτα, ο Γουλιέλμος και ο Άντσο επιστρέφουν στο συγγραφείο, ο Γουλιέλμος βλέπει κάτι ενδιαφέρον, κάνει μια Τρίτη συζήτηση για το θεμιτό του γέλιου, αλλά τελικά δεν καταφέρνει να κοιτάξει εκεί που θέλει.»

 

«…Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί προχώρησε ο Γουλιέλμος σ’ αυτή την τη λόγια συζήτηση, και μάλιστα μ’ έναν άνθρωπο που δεν φαινόταν ν’ αγαπά τέτοια θέματα, η απάντηση, όμως, του Χόρχε μού έδειξε πόσο ευφυής στάθηκε ο δάσκαλός μου.

   «Την ημέρα εκείνη δεν συζητούσαμε για την κωμωδία, αλλά για το θεμιτό του γέλωτος», είπε σκυθρωπός ο Χόρχε. Κι εγώ θυμήθηκα ολοκάθαρα ότι ακριβώς την προηγούμενη μέρα, όταν ο Βενάνσιος αναφέρθηκε σ’ εκείνη τη συζήτηση, ο Χόρχε ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν.

    «Α!», είπε ανέμελα ο Γουλιέλμος, «νόμιζα ότι μιλούσατε για τα ψέματα των ποιητών και για τα πονηρά αινίγματα…»

   «Μιλούσαμε για το γέλιο», είπε στυφά ο Χόρχε. «Οι κωμωδίες γράφτηκαν από τους ειδωλολάτρες για να ωθήσουν τους θεατές στο γέλιο, και πράξανε κακώς. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν διηγήθηκε ποτέ ούτε κωμωδίες, ούτε μύθους, μα διαυγείς παραβολές που μας διδάσκουν αλληγορικά πώς να κερδίσουμε τον Παράδεισο, και έτσι πρέπει να είναι».

   «Αναρωτιέμαι», είπε ο Γουλιέλμος, «γιατί αντιτίθεστε τόσο στην σκέψη ότι ίσως ο Ιησούς γελούσε. Εγώ πιστεύω ότι το γέλιο είναι ένα καλό φάρμακο, όπως τα λουτρά· θεραπεύει τους χυμούς και τις άλλες νόσους του σώματος, και ιδιαίτερα τη μελαγχολία».

   «Τα λουτρά είναι καλό πράγμα», είπε ο Χόρχε, «και τα συμβουλεύει και ο ίδιος ο Ακινάτης για την καταπολέμηση της θλίψης, που μπορεί να γίνει άσχημο πάθος όταν δεν αντιμάχεται το Κακό, που μόνο η τόλμη μπορεί να αποδιώξει. Τα λουτρά αποκαθιστούν την ισορροπία των χυμών. Το γέλιο δονεί το σώμα, παραμορφώνει τις γραμμές του προσώπου, κάνει τον άνθρωπο να μοιάζει πίθηκος».

   «Οι πίθηκοι δεν γελούν, το γέλιο είναι ίδιον του ανθρώπου, είναι σημείο του ορθολογισμού του», είπε ο Γουλιέλμος.

   «Σημείο του ορθολογισμού του ανθρώπου είναι και ο λόγος, και με τον λόγο μπορούμε να βλασφημήσουμε τον Θεό. Το ίδιον του ανθρώπου δεν είναι πάντα κατανάγκην ορθό. Το γέλιο είναι σημείον ηλιθιότητος. Αυτός που γελά δεν πιστεύει σ’ αυτό που γελά, αλλά ούτε και το μισεί. Γιαυτό ο Κανόνας λέγει: «decimus humilitatis gradus est si non sit facilis ac promptus in risu, quia scriptum est: stultus in risu exalat vocem suam». (Σ.τ.μ: «Ο δέκατος βαθμός ταπείνωσης είναι, να μην είναι κανείς εύκολος κι έτοιμος να γελάσει· γιατί υπάρχει στις γραφές: ο μωρός ανυψώνει τη φωνή του μέσα στα γέλια»).

   «Ο Κυϊντιλιανός», διέκοψε ο δάσκαλός μου, «λέγει ότι το γέλιο θα πρέπει να καταπνίγεται στους πανηγυρικούς, για λόγους αξιοπρέπειας, θα πρέπει όμως να ενθαρρύνεται σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Ο Τάκιτος επαινεί την ειρωνεία του Καλπούρνιου Πείσωνος, και ο Πλίνιος ο Νεότερος γράφει: «aliquando praeterea rideo, jocor, ludo, homo sum» (Σ.τ.μ.: «Κάποτε επίσης γελώ, αστειεύομαι, παίζω, είμαι άνθρωπος»)

   «Ήταν ειδωλολάτρες», απάντησε ο Χόρχε. «Ο Κανόνας λέει: «scurrilitates vero vel verba otiose et risum moventia aeterna clausura in omnibus locis damnamus, et ad talia eloquia discipulum aperire os non permittimus». (Σ.τ.μ.: «Τα αδιάντροπα και μάταια λόγια κι αυτά που προκαλούν το γέλιο αποκλείουμε από παντού και δεν επιτρέπουμε στον κατηχούμενο ν’ ανοίγει το στόμα του για τέτοιες κουβέντες»).

   «Αφού, όμως, ο λόγος του Χριστού θριάμβευσε επί γης, ο Συνέσιος της Κυρήνης είπε ότι η θεία δύναμη μπόρεσε να συνενώσει αρμονικά το κωμικό με το τραγικό, και ο Ήλιος Σπαρτιανός, μιλώντας για τον αυτοκράτορα Αδριανό, άνθρωπο υψηλού ήθους και ψυχής naturaliter χριστιανικής, είπε ότι ήξερε να συνδυάζει τις στιγμές της ευθυμίας με τις στιγμές της σοβαρότητας. Και τέλος, ο Αυσόνιος συνιστά να χρησιμοποιούμε με σύνεση τη σοβαρότητα και την ευθυμία».

   «Ο Παυλίνος, όμως, της Νώλας και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μας επέστησαν την προσοχή σ’ αυτές τις ανοησίες, και ο Σουλπίκιος Σεβήρος λέει ότι ποτέ κανείς δεν είδε τον Άγιο Μαρτίνιο υπό το κράτος οργής ή ευθυμίας».

   «Αναφέρει όμως κάποιες spiritualiter salsa (Σ.τ.μ.: «με πνεύμα αλατισμένες») απαντήσεις του αγίου», είπε ο Γουλιέλμος.

   «Ήταν σωστές και σοφές, όχι γελοίες. Ο Άγιος Εφραίμ έγραψε μία παραίνεση κατά του γέλωτος των μοναχών, και στο «De habitu et conversatione monachorum» (Σ.τ.μ.: «Περί του σχήματος και του τρόπου συνδιαλέγεσθαι των μοναχών») συνιστά να αποφεύγονται οι αισχρότητες και οι φαιδρότητες σαν το δηλητήριο της οχιάς!»

   «Ο Ιλδεβέρτος όμως λέει: «admittenda tibi joca sunt post seria quaedam, sed tamen et dignis ipsa gerenda modis». (Σ.τ.μ.: «Σου επιτρέπονται κάποια αστεία μετά τα σοβαρά, αλλά κι αυτά να γίνουν με αξιοπρεπή τρόπο»). Και ο Ιωάννης του Σαλίσμπουρυ επικυρώνει τη διακριτική ιλαρότητα. Και τέλος, ο Εκκλησιαστής, απ’ όπου παραθέσατε το χωρίο που αναφέρεται στον Κανόνα σας, λέει ότι το γέλιο είναι ίδιον του ηλιθίου, μα παραδέχεται τουλάχιστον τον σιωπηλό γέλωτα της γαλήνιας ψυχής».

   «Η ψυχή είναι γαλήνια μόνον όταν ατενίζει την αλήθεια και αγάλλεται από τις αγαθές πράξεις που έκανε· και κανείς δεν γελά για την αλήθεια και το αγαθό. Το γέλιο είναι υποκινητής της αμφιβολίας».

   «Κι όμως, η αμφιβολία είναι κάποτε σωστή».

   «Δεν βλέπω τον λόγο. Όταν αμφιβάλλεις θα πρέπει να προστρέχεις στις αυθεντίες, στις ρήσεις των πατέρων ή των σοφών, και τότε παύει κάθε πηγή αμφιβολίας. Μου φαίνεστε βυθισμένος σε αμφισβητήσιμα δόγματα, σαν τα δόγματα των Λογικών των Παρισίων. Ο Άγιος Βερνάρδος, όμως, ήξερε να αντιπαρατεθεί στον ευνούχο Αβελάρδο, που θέλησε να υποβάλει όλα τα προβλήματα στην ψυχρή και άψυχη εξέτασή τους από μια λογική, μακριά από το φως των Γραφών, και θέλησε ν’ αποφανθεί τα «ούτως έχει» και «αλλέως έχει». Βεβαίως, αυτός που αποδέχεται αυτές τις επικίνδυνες ιδέες, φτάνει να εκτιμήσει το παιχνίδι των αδαών, οι οποίοι γελούν για όσα θα ‘πρεπε να γνωρίζουν ως μόνη αλήθεια, πως έχει πια δηλωθεί μια για πάντα. Γελώντας έτσι, ο αδαής απλώς δηλώνει σιωπηρά ότι «Deus non est». (Σ.τ.μ.: «ο Θεός δεν υπάρχει»).

   «Σεβάσμιε Χόρχε, μου φαίνεστε άδικος όταν ονομάζετε τον Αβελάρδο ευνούχο, γιατί ξέρετε ότι η κακία των άλλων τον έφερε σ’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση…»

   «Για τις αμαρτίες του. Για την υπεροψία του που πίστεψε στη λογική του ανθρώπου. Χλεύασε έτσι την πίστη των απλών ανθρώπων, ακρωτηρίασε τα μυστήρια του Κυρίου (ή μάλλον, προσπάθησε· άφρονες όσοι το προσπαθούν), χειρίστηκε με υπεροψία θέματα που αφορούσαν τα υπέρτατα πράγματα, χλεύασε τους πατέρες που υποστήριξαν ότι τέτοια θέματα θα ‘πρεπε ν’ αποσιωπώνται παρά να διευκρινίζονται».

   «Δεν συμφωνώ, σεβάσμιε Χόρχε. Ο Θεός θέλησε από μας ν’ ασκήσουμε τη λογική μας σε πολλά σκοτεινά σημεία όπου οι Γραφές μας αφήνουν ελεύθερους ν’ αποφασίσουμε. Και όταν κάποιος σας προτείνει να πιστέψετε σε μια πρόταση, εσείς θα πρέπει καταρχήν να εξετάσετε αν είναι αποδεκτή, γιατί η λογική μας είναι δημιούργημα του Θεού, και ό,τι ευχαριστεί τη λογική μας δεν μπορεί παρά να ευχαριστεί τον Θείο Λόγο, τον οποίο γνωρίζουμε μόνον από τα συμπεράσματα της λογικής μας, από αναλογίες και αναιρέσεις. Επομένως, βλέπετε ότι κάποτε, για να υπονομευθεί η ψευδής αυθεντία μιας παράλογης πρότασης, που προσβάλλει τη λογική, ακόμα και το γέλιο μπορεί να είναι ένα ορθό μέσον. Συχνά το γέλιο χρησιμεύει για τη σύγχυση των πονηρών και για την κατάδειξη της ανοησίας τους. Διηγούνται για τον Άγιο Μαύρο ότι, όταν οι ειδωλολάτρες τον έβαλαν μέσα στο βραστό νερό, παραπονέθηκε ότι το λουτρό του ήταν πολύ κρύο· ο άρχοντας των ειδωλολατρών έβαλε τότε ανόητα το χέρι του μέσα στο νερό για να το δοκιμάσει, και κάηκε. Ήταν μια ωραία πράξη αυτού του άγιου μάρτυρα, που γελοιοποίησε τους εχθρούς της πίστης».

   Ο Χόρχε σάρκασε: «Ακόμα και στα επεισόδια που διηγούνται οι ιεροκήρυκες υπάρχουν πολλές φλυαρίες. Ένας άγιος μέσα σε καυτό νερό υποφέρει για τον Χριστό και συγκρατεί τις κραυγές του, δεν κάνει παιδιάστικα αστεία στους ειδωλολάτρες!»

   «Βλέπετε;» είπε ο Γουλιέλμος, «η ιστορία αυτή σας φαίνεται να προσβάλλει τη λογική και την κατηγορείτε για γελοία! Έστω και σιωπηρά, έστω και συγκρατώντας τα χείλη σας, γελάτε για κάτι και μου ζητάτε να μην το πάρω στα σοβαρά. Διακωμωδείτε το γέλιο, μα γελάτε».

   Ο Χόρχε χειρονόμησε ενοχλημένος: «Με τους αστεϊσμούς για το γέλιο, με παρασύρετε σε άσκοπες συζητήσεις. Ξέρετε, όμως, ότι ο Χριστός δεν γελούσε».

   «Δεν είμαι βέβαιος. Όταν καλεί τους Φαρισαίους να ρίξουν τον πρώτο λίθο, όταν ζητά να μάθει ποιος απεικονίζεται στο νόμισμα που θα δοθεί ως φόρος, όταν παίζει με τις λέξεις και λέει « Tue s Petrus» (Σ.τ.μ.: «Συ ει Πέτρος»), πιστεύω ότι έλεγε πράγματα ευφυή, που σπέρναν τη σύγχυση στους αμαρτωλούς και εμψύχωναν τους πιστούς του. Ακόμα, μιλάει με ευφυΐα όταν λέει στον Καϊάφα: «Συ είπας». Και ο Ιερόλαμος, στα σχόλια επί του Ιερεμία, εκεί που ο Θεός λέει στην Ιερουσαλήμ «nudavi femora contra faciem tuam» (Σ.τ.μ.: «γύμνωσα τους μηρούς στο πρόσωπό σου»)  εξηγεί: «sive nudabo et relevabo femora et posteriora tua» (Σ.τ.μ.: «ήτοι θα γυμνώσω και θα καθαρίσω τους μηρούς και τα οπίσθιά σου»). Ως κι ο Θεός, λοιπόν, εκφράζεται με αστεϊσμούς για να σπείρει τη σύγχυση σ’ αυτούς που θέλει να τιμωρήσει. Και ξέρετε πολύ καλά ότι στο αποκορύφωμα της διαμάχης των Κλουνιακών και των Κιστερσιανών, οι πρώτοι, για να γελοιοποιήσουν τους δεύτερους, τους κατηγόρησαν ότι δεν φορούσαν περισκελίδες. Και στο Speculum Stuiltorum (Σ.τ.μ.: «Κάτοπτρον Μωρών») αναφέρεται ο όνος Μελάνιος που αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν ο αέρας σήκωνε τη νύχτα τα σκεπάσματα κι ο μοναχός έβλεπε τ’ απόκρυφά του…»

   Τριγύρω οι μοναχοί γέλασαν, και ο Χόρχε εξοργίστηκε: «Μου παρασύρετε τους αδελφούς σε γιορτή τρελών. Ξέρω ότι οι Φραγκισκανοί συνηθίζουν να επιδιώκουν την εύνοια του πλήθους με τέτοιες ανοησίες· για τα παιχνίδια αυτά, όμως, θα σας πω έναν στίχο από έναν δικό σας ιεροκήρυκα: «tum podex Carmen extulit horridulum». (Σ.τ.μ.: «τότε ο κώλος του τραγούδησε ένα άγριο τραγούδι»).

   Η επίπληξη ήταν μάλλον σκληρή, ο Γουλιέλμος ήταν αναιδής, όμως ο Χόρχε τον κατηγόρησε ότι έβγαζε πορδές από το στόμα. Αναρωτήθηκα μήπως η αυστηρή αυτή απάντηση του γέροντα μοναχού σήμαινε ότι μας καλούσε να βγούμε από το συγγραφείο. Είδα όμως τον Γουλιέλμο, που ήταν τόσο επιθετικός πριν από λίγο, να γίνεται πραότατος:

   «Συγχωρήστε με, σεβάσμιε Χόρχε», είπε. «Το στόμα μου πρόδωσε τις σκέψεις μου, δεν ήθελα να φανώ ασεβής. Ίσως αυτό που λέτε να είναι σωστό, κι εγώ να έκανα λάθος».

   Μπροστά σ’ αυτήν την πράξη της εξαιρετικής ταπείνωσης, ο Χόρχε έβγαλε έναν βρυχηθμό που ίσως εξέφραζε ικανοποίηση, ίσως συγγνώμη, ενώ οι μοναχοί, που είχαν σιγά σιγά συγκεντρωθεί όσο γινόταν η συζήτηση, σκορπίστηκαν στα τραπέζια εργασίας τους. Ο Γουλιέλμος γονάτισε και πάλι μπροστά στο γραφείο του Βενάνσιου και ξανάρχισε να ψάχνει τα χαρτιά. Με την ταπεινή του απάντηση, είχε κερδίσει μερικά δευτερόλεπτα ηρεμίας. Και αυτό που είδε μέσα στα λίγα αυτά δευτερόλεπτα, του έδωσε την έμπνευση για τις έρευνες της επόμενης νύχτας…»

 

 

           Εβδόμη ημέρα – ΝΥΧΤΑ

Όπου, για να συνοψιστούν οι θαυμαστές αποκαλύψεις που αναφέρονται εδώ, ο τίτλος θα ‘πρεπε να είναι το ίδιο μακρύς με το κεφάλαιο, πράγμα αντίθετο με όσα συνηθίζονται.

 

 «…Το γέλιο είναι η αδυναμία, η εξαχρείωση, η αηδία της σάρκας μας. Είναι η διασκέδαση του χωρικού, η ακολασία του μεθυσμένου, ακόμη και η Εκκλησία με τη σοφία της επέτρεψε τη στιγμή της γιορτής, του καρναβαλιού, του πανηγυριού, την εφήμερη αυτή διαφθορά που απελευθερώνει τις διαθέσεις και συγκρατεί από άλλους πόθους κι άλλες επιδιώξεις… Ακόμα κι έτσι, όμως, το γέλιο παραμένει κάτι ποταπό, άμυνα των απλών, ιερόσυλο μυστήριο του όχλου. Το έλεγε και ο Απόστολος, αντί να φλέγεστε, νυμφευθείτε. Αντί να επαναστατείτε εναντίον της τάξεως που όρισε ο Θεός, γελάστε και ευφρανθείτε με τις ρυπαρές σας παρωδίες αυτής της τάξεως, όταν το γεύμα θα έχει πια τελειώσει και θα ‘χετε αδειάσει τα κανάτια και τις φιάλες. Εκλέξτε τον βασιλιά των τρελών (Σ.τ.μ: Κάθε Πρωτοχρονιά γιορταζόταν η γιορτή των τρελών, όπου εκλεγόταν ο βασιλιάς τους και παρωδούνταν τα ιερατικά άμφια και οι εκκλησιαστικές τελετές), απολεσθείτε στη λειτουργία της όνου (Σ.τ.μ: Στη γιορτή της όνου τιμούσαν τις τρεις αγιογραφικές όνους, τα Χριστούγεννα την όνο του Βαρλαάμ, στις 14 Ιανουαρίου την όνο της Παρθένου, και την Κυριακή των Βαΐων τον πώλο που έφερε τον Ιησού στα Ιεροσόλυμα. Τότε βάζανε μέσα στους ναούς γαϊδούρια ντυμένα με άμφια, και τραγουδούσαν σκωπτικά άσματα) και του χοίρου, παίξτε με τις αναπαραστάσεις των σατουρναλίων σας με το κεφάλι ανάποδα… Μα εδώ, εδώ…», τώρα ο Χόρχε χτυπούσε με το δάχτυλο στο τραπέζι, κοντά στο βιβλίο που είχε ο Γουλιέλμος μπροστά του, «εδώ ανατρέπεται η λειτουργία του γέλιου, εξυψώνεται σε τέχνη, του ανοίγονται οι πόρτες του κόσμου των λογίων, γίνεται αντικείμενο φιλοσοφίας και δόλιας θεολογίας… Είδες εχθές ότι οι απλοί μπορούν να συλλάβουν και να βάλουν σ’ εφαρμογή τις πιο τρομερές αιρέσεις, καταπατώντας τόσο τους νόμους του Θεού όσο και τους νόμους της Φύσης. Μα η Εκκλησία μπορεί να ανεχθεί την αίρεση των απλών, που καταδικάζονται από μόνοι τους και καταστρέφονται από την άγνοιά τους. Η ακαλλιέργητη παραφροσύνη του Ντολτσίνο και των ομοίων του δεν θα μπορέσει ποτέ να επιφέρει κρίση στη θεία τάξη. Θα κηρύξει τη βία και θα πεθάνει από τη βία, δεν θ’ αφήσει ίχνη, θα φθαρεί όπως φθείρεται το καρναβάλι, και δεν έχει σημασία αν στη διάρκεια της γιορτής εμφανιστούν, για λίγο στη γη τα Επιφάνια ενός ανεστραμμένου κόσμου. Αρκεί η κίνηση να μη μεταμορφωθεί σε σχέδιο, αρκεί η χυδαία αυτή γλώσσα να μη βρει τα λατινικά που θα τη μεταφράσουν. Το γέλιο ελευθερώνει τον αγροίκο από το φόβο του διαβόλου γιατί μες στη γιορτή των τρελών και ο διάβολος φαίνεται φτωχός και ηλίθιος, και επομένως ελέγξιμος… Όταν ο αγροίκος γελά, με το κρασί να κελαρύζει στο λαρύγγι του, νιώθει αφέντης, γιατί έχει αντιστρέψει τις σχέσεις εξουσίας… Τότε αυτό που στην ενστικτώδη κίνηση του αγροίκου παραμένει, ακόμα και ευτυχώς, λειτουργία της κοιλιάς θα μεταμορφωθεί σε λειτουργία της διανοίας. Το ότι το γέλιο είναι ίδιον του ανθρώπου είναι σημείο των ορίων μας ως αμαρτωλών… Το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από τον φόβο. Μα ο νόμος επιβάλλεται με το δέος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι «φόβος Θεού»… Ο αγροίκος που γελάει δεν νοιάζεται τη στιγμή εκείνη αν πεθάνει: αργότερα όμως, όταν πάψει η ελευθεριότητά του, η λειτουργία του επιβάλλει και πάλι, σύμφωνα με το θείο σχέδιο, τον φόβο του θανάτου. Και απ’ αυτό το βιβλίο (Σημ..: βιβλία του Αριστοτέλη, πρώτο βιβλίο της «Ποιητικής» και τη  «Ρητορική») θα μπορούσε να ξεκινήσει η σπίθα του Εωσφόρου που θα έβαζε μια νέα φωτιά σ’ ολόκληρο τον κόσμο: και το γέλιο θα διαγραφόταν σαν ένα νέο τέχνασμα, που κι ο Προμηθέας ακόμη αγνοούσε, για να κατανικηθεί ο φόβος. Ο αγροίκος που γελάει δεν νοιάζεται τη στιγμή εκείνη αν πεθάνει: αργότερα όμως, όταν πάψει η ελευθεριότητά του, η λειτουργία του επιβάλλει και πάλι, σύμφωνα με το θείο σχέδιο, τον φόβο του θανάτου… Και τι θα ‘μασταν, εμείς τα πλάσματα τα αμαρτωλά, χωρίς τον φόβο, το πιο συνετό και στοργικό ίσως από τα θεία δώρα; Για αιώνες οι διδάσκαλοι και οι πατέρες ανέδιδαν μυροβόλες ουσίες ιερής σοφίας για να φέρουν τη λύτρωση, με τη σκέψη των υψηλών πραγμάτων, από την αθλιότητα και τον πειρασμό των ποταπών πραγμάτων. Και το βιβλίο αυτό, δικαιώνοντας την κωμωδία, τη σάτιρα και τη μιμική ως θαυματουργά ιάματα, που φέρνουν την κάθαρση των παθών με την αναπαράσταση του ελαττώματος, της ατέλειας, της αδυναμίας, θα παρακινούσε τους ψευτοσοφούς σε μια προσπάθεια για την υποτίμηση του υψηλού (σε μια διαβολική αναστροφή) με την αποδοχή του ποταπού…

«…»

Η σωφροσύνη των πατέρων μας έχει κάνει την επιλογή της: αν το γέλιο είναι η τέρψη του όχλου αναχαιτίζεται, ταπεινώνεται και πειθαναγκάζεται με τη σοβαρότητα. Και ο όχλος δεν έχει τα εφόδια για να εξευγενίσει το γέλιο του, έτσι που να το κάνει όπλο κατά της σοβαρότητας των ποιμένων, που οφείλουν να τον οδηγήσουν στην αιώνια ζωή και να τον απομακρύνουν από τους πειρασμούς της κοιλιάς, των γεννητικών οργάνων, της τροφής, των πρόστυχών του επιθυμιών. Αν όμως μια μέρα κάποιος, ανακινώντας τα λόγια του Φιλοσόφου, και μιλώντας επομένως σαν φιλόσοφος, αναγάγει την τέχνη του γέλιου σε επιδέξιο όπλο, αν η ρητορική της πειθούς αντικατασταθεί από τη ρητορική του χλευασμού, αν η ρητορεία, που σκοπεύει σε υπομονετική και σωτήρια δημιουργία εικόνων λύτρωσης, αντικατασταθεί από τη ρητορεία της ανυπόμονης καταστροφής και της παραμόρφωσης των πιο ιερών και σεβαστών εικόνων – ω! την ημέρα εκείνη ακόμα κι εσύ και όλη σου η σοφία, Γουλιέλμο, θα έχετε ανατραπεί!»

   «Γιατί; Θα πολεμούσα, η ευφυΐα μου απέναντι στην ευφυΐα του άλλου. Θα ήταν ένας καλύτερος κόσμος απ’ αυτόν όπου η φωτιά και το πυρωμένο σίδερο του Βερνάρδου Γκυ ταπεινώνουν τη φωτιά και το πυρωμένο σίδερο του Ντολτσίνο»

   «Θα είχες πιαστεί κι εσύ ο ίδιος στην παγίδα του Δαίμονα. Θα πολεμούσες από την αντίθετη πλευρά της πεδιάδας του Αρμαγεδδώνος, όπου πρόκειται να γίνει η τελική σύγκρουση. Μα για την ημέρα εκείνη, η Εκκλησία πρέπει να μάθει να επιβάλλει για άλλη μια φορά τους όρους της στη μάχη. Δεν μας φοβίζει η βλασφημία, διότι στις κατάρες προς τον Θεό αναγνωρίζουμε την πλανημένη εικόνα της οργής του Ιεχωβά που καταριέται τους εξεγερθέντες αγγέλους. Δεν μας φοβίζει η βία αυτού που σκοτώνει τους ποιμένες στο όνομα κάποιας παραίσθησης για αναμόρφωση, γιατί είναι η ίδια με τη βία των αρχόντων που θέλησαν να καταστρέψουν το λαό του Ισραήλ…

«…»Δεν μας φοβίζουν και προπαντός ξέρουμε πώς να τους καταστρέψουμε, ή μάλλον, ή μάλλον, πώς να τους αφήσουμε να καταστραφούν μόνοι τους κομίζοντας αλαζονικά στο ζενίθ την επιθυμία του θανάτου που γεννιέται από τις ίδιες τις αβύσσους του ναδίρ τους. Θα ήθελα μάλιστα να πω ότι η παρουσία τους επίσης είναι πολύτιμη, εγγράφεται στο σχέδιο του Θεού, διότι το αμάρτημά τους αναδεικνύει την αρετή μας, η βλασφημία τους ενθαρρύνει τον ψαλμό των αίνων μας, η αχαλίνωτή τους μετάνοια ρυθμίζει την αίσθηση της θυσίας μας, η ανευλάβειά τους κάνει την ευλάβειά μας να λάμπει, έτσι όπως ο Πρίγκηπας του Σκότους ήταν απαραίτητος με την εξέγερση και την απόγνωσή του για να κάνει ν’ αστραποβολήσει η δόξα του Θεού, αρχή και τέλος κάθε ελπίδας. Αν όμως κάποια μέρα – και όχι πια σαν εξαίρεση του όχλου, αλλά σαν λόγια ανέλιξη, μεταδιδόμενη με την ακατάλυτη μαρτυρία της Γραφής – η τέχνη του χλευασμού γινόταν αποδεκτή και παρουσιαζόταν ευγενής και άφθονη, και όχι πια μηχανική, αν μια μέρα μπορούσε κάποιος να πει (και να εισακουστεί) : γελώ με την Ενανθρώπιση… Τότε δεν θα είχαμε όπλα για ν’ αναχαιτίσουμε αυτή τη βλασφημία, διότι θα συγκαλούσε τις σκοτεινές δυνάμεις της σωματικής ύλης, αυτές που υποδηλώνονται στην πορδή και το ρέψιμο· και το ρέψιμο και η πορδή θα σφετερίζονταν το δικαίωμα, που ανήκει μόνο στο πνεύμα, να εκπέμπονται οπουδήποτε!»

   «Ο Λυκούργος είχε εγείρει ανδριάντα στο γέλιο».

   «Το διάβασες στο σύγγραμμα του Χλωρίτιου, που προσπάθησε να απαλλάξει τους μίμους από την κατηγορία της ασέβειας, και λέει ότι ένας άρρωστος θεραπεύτηκε από κάποιον γιατρό που τον έκανε να γελάσει. Γιατί να υπήρχε ανάγκη να θεραπευτεί, αν ο Θεός είχε ορίσει ότι είχαν τελειώσει οι μέρες του στη γη;».

   «Δεν νομίζω ότι τον θεράπευσε από το κακό που υπέφερε. Τον δίδαξε να γελά μ’ αυτό».

   «Το κακό δεν εξορκίζεται. Καταστρέφεται».

   «Μαζί με το κορμί του αρρώστου».

   «Αν είναι ανάγκη».

   «Είσαι ο Διάβολος», είπε τότε ο Γουλιέλμος.

   Ο Χόρχε φάνηκε να μην καταλαβαίνει. Αν μπορούσε να δει, θα έλεγα ότι κοίταζε τον συνομιλητή του με έκπληκτο βλέμμα. «Εγώ;», είπε.

   «Ναι, σου είπαν ψέματα. Ο Διάβολος δεν είναι ο Πρίγκιπας του Σκότους, ο Διάβολος είναι η αλαζονεία του πνεύματος, η πίστη χωρίς χαμόγελο, η αλήθεια που δεν αμφισβητείται ποτέ. Ο Διάβολος είναι βλοσυρός γιατί ξέρει πού πάει, και προχωρώντας επιστρέφει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. Εσύ είσαι ο Διάβολος και, όπως αυτός ζει μες στο σκοτάδι. Αν θέλησες να με πείσεις, δεν το κατόρθωσες. Σε μισώ, Χόρχε, κι αν μπορούσα θα σε πήγαινα κάτω στο οροπέδιο, ξεβράκωτο, με φτερά πουλιών στην κωλοτρυπίδα, και με το πρόσωπο ζωγραφισμένο σαν ταχυδακτυλουργό και γελωτοποιό, για να γελάσει όλο το μοναστήρι μαζί σου και να πάψει να σε φοβάται. Θα ‘θελα να σε πασαλείψω  μέλι και να σε κυλήσω στα πούπουλα, και να σε σέρνω με λουρί στα πανηγύρια για να λέω σε όλους: αυτός είναι που σας ανήγγελλε την αλήθεια και σας έλεγε ότι η αλήθεια έχει τη γεύση του θανάτου, κι εσείς δεν πιστεύατε τα λόγια του αλλά τη βλοσυρότητά του. Και τώρα σας λέω ότι, μες στην αέναη δίνη των πιθανών, ο Θεός σας επιτρέπει ακόμα και να φανταστείτε έναν κόσμο όπου ο  υποτιθέμενος ερμηνευτής της αλήθειας δεν θα είναι παρά ένας άχαρος κότσυφας που επαναλαμβάνει τα λόγια που έμαθε πριν από καιρό»…»


Δεν υπάρχουν σχόλια: