..............................................................
Τσέζαρε Παβέζε (1908 – 1950)
·
«Καθημερινή
πισίνα» μικρό διήγημα του Τσέζαρε
Παβέζε (1908 – 1950) από τη συλλογή
μικρών διηγημάτων «Νύχτα γιορτής» (εκδ.
«ΠΑΤΑΚΗΣ-Μικρά κλασικά»)
Είναι ωραία η θαλασσοπράσινη πισίνα μας κάτω
από τον ήλιο – γύρω γύρω υπάρχουν θάμνοι που κρύβουν τα σπίτια και το δρόμο και
πιο μακριά οι χαμηλοί λόφοι - , τόσο ωραία, που κάποιος από μας σηκώνεται κάθε
τόσο, ρίχνει μια ματιά κατανόησης, κάνει ένα βήμα, έπειτα ανασαίνει βαθιά μ’
έναν αναστεναγμό, κλείνει τα μάτια και γυρίζει να ξαπλώσει σιωπώντας. Αν το κάνει
αυτό μια γυναίκα, την κοιτάμε όλοι. Έπειτα ρίχνουμε μια ματιά στη μικρή
καγκελόπορτα της εισόδου απ’ όπου δεν μπαίνει κανείς. Ξέρουμε
ότι ο ήλιος και το πράσινο νερό αρκούν για να γεμίσει το πρωινό – κάθε τόσο
κάποιος από μας σηκώνεται και βουτάει στο νερό - , αλλά η υποψία του καθενός
αφορά το τι θα έκανε αν η πισίνα ήταν έρημη και μπορούσε να απολαύσει μόνος του
τόσο φως και τόση γαλήνη.
Στην πραγματικότητα όλοι περιμένουμε. Το λέμε
μεταξύ μας με φράσεις αστείες ή ανώδυνες, γυρίζοντας μόλις το κεφάλι, κουνώντας
τα χείλη που έχουν γεύση ιδρώτα. Οι δυο συντρόφισσες που είναι μαζί μας κάθονται
ή ξαπλώνουν, ανάλογα με τον ήλιο ή την ευμετάβλητη διάθεση. Η παρέα που κάνουμε
χρησιμεύει για να μας αποσπά την προσοχή από την αναμονή, από το ασταθές κενό
που δημιουργεί μέσα μας ο πειρασμός να σωπάσουμε.
Η πισίνα είναι πολύ μεγάλη, αλλά δε
σκεφτόμαστε να τη διασχίσουμε περνώντας πάνω από τα ξαπλωμένα σώματα και
παρατηρώντας. Δε σου έρχεται περιέργεια στην πισίνα. Όσο κι αν περιτριγυρίζεσαι
από πρόσωπα και σώματα φίλων, προτιμάς να αφήνεσαι σε μια ξαφνική μοναξιά.
Υπάρχουν ορισμένοι που γελούν και τσιρίζουν: Θα έλεγε κανείς ότι γι’ αυτούς η
αναμονή τελείωσε. Κοιτάς και βλέπεις αφρούς, γυμνά σώματα, πιτσιλίσματα· είναι
παιδιά, παιχνίδια. Όχι, δεν είναι ακόμα αυτό, όχι για μας τουλάχιστον.
Η γυμνότητα του ουρανού προσκαλεί τη δική μας.
Είναι δύσκολο να κρύψει κανείς σκέψεις σ’ αυτή την ασυνήθιστη γύμνια. Κινείσαι
ελάχιστα και αισθάνεσαι ορατός σαν τα βότσαλα στο βάθος του νερού. Η μοναξιά μας
είναι ένα κενό, μια ακινησία σκέψεων. Μόνο έτσι μένει κάτι δικό μας στην καρδιά
μας. Καμιά φορά ξεχνιόμαστε και μιλάμε μεγαλόφωνα για πράγματα που αμέσως
φαίνονται περιττά, ήδη γνωστά στους άλλους.
Όποιος από μας αφήνει την παρέα για να
βουτήξει δίνει την εντύπωση ότι ζητά συγγνώμη και καλεί τους άλλους να τον
ακολουθήσουν, να του κρατήσουν συντροφιά. Οι συντρόφισσές μας τον κοιτούν και
χαμογελάνε. Καμιά φορά σηκώνονται κι αυτές, άλλοτε σηκωνόμαστε όλοι και
μπαίνουμε στο νερό.
Δεν ξεφεύγεις ούτε στο νερό από τη μοναξιά
και την αναμονή. Κάποιος από μας κατεβαίνει στο βυθό για να αγγίξει το τσιμέντο·
είναι κάτι ασυνήθιστο και όση ώρα μένει κάτω από το πράσινο νερό, είναι για να
κρυφτεί, για να μείνει μόνος. Όταν γυρίζει σ’ εμάς, σιωπηλός, είναι ο μόνος που
δεν περιμένει κάτι.
Τι πρέπει λοιπόν να συμβεί; Μιλάμε πότε πότε
όταν η παρέα μαζεύεται ξανά. Είναι ένα ζήτημα που μας παθιάζει· κάποιος δεν
καταλαβαίνει αμέσως, όταν ο πιο ζωηρός της παρέας αρχίζει τη συζήτηση, αλλά έπειτα
του εξηγούν κι έτσι φουντώνει η περιέργειά του.
-Είμαστε εδώ για μπάνιο και ηλιοθεραπεία,
αυτό λέμε. Βρισκόμαστε εδώ για να είμαστε.
Ο καθένας μας σκέφτεται ότι αν η πισίνα ήταν
έρημη, δε θα άντεχε να μένει μόνος του κάτω από τον ουρανό.
Μια συντρόφισσά μας χαμογελά και, μισόγυμνη όπως
είναι, γίνεται αντιληπτό πως σκέφτεται ότι βρισκόμαστε εδώ για να τη
θαυμάσουμε.
-Κι αυτό είναι αλήθεια, λέει κάποιος.
- Ναι, ναι.
Αλλά είμαστε όλοι ανήσυχοι – άλλοι ξαπλωμένοι,
άλλοι καθιστοί – και μέσα μας υπάρχει ένα κενό, μια αναμονή, που μας προκαλεί
ανατριχίλες στο γυμνό μας δέρμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου