...............................................................
Τρούμαν Καπότε (1924 – 1984)
·
Απόσπασμα από τη νουβέλα «Πρόγευμα στο “Tiffany’s”»
του Τρούμαν Καπότε (1924 – 1984) (μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Πατάκης-Μικρά Κλασικά, 1997)
«….Ήταν
ένα τηλεγράφημα από το Τούλιπ του Τέξας: «Λάβαμε μήνυμα νεαρός Φρεντ σκοτώθηκε
στο μέτωπο στοπ ο άντρας και τα παιδιά σου συμμετέχουν στο πένθος της κοινής
απώλειας στοπ ακολουθεί γράμμα αγάπη Ντοκ».
Η Χόλλυ δεν ανέφερε ποτέ ξανά τον αδελφό
της· εκτός από μια φορά. Επιπλέον, έπαψε να με φωνάζει Φρεντ. Όλο τον Ιούνιο
και τον Ιούλιο, τους ζεστούς μήνες, έπεσε σε χειμερία νάρκη, σαν ζώο που δεν
ξέρει ότι η άνοιξη έχει έρθει κι έχει φύγει. Τα μαλλιά της
σκούρυναν, έβαλε κιλά. Άρχισε να αδιαφορεί για τα ρούχα της· έτρεχε στον
μπακάλη μ’ ένα αδιάβροχο και τίποτα από μέσα. Ο Χοσέ μετακόμισε στο διαμέρισμα
και τ’ όνομά του πήρε τη θέση της Μαγκ Ουάιλντγουντ στο γραμματοκιβώτιο. Κι
όμως, η Χόλλυ πάλι έμεινε πολύ καιρό μόνη της, γιατί ο Χοσέ κοιμόταν στην
Ουάσιγκτον τρεις φορές τη βδομάδα. Στην απουσία του δε δεχόταν κανέναν και
σπάνια έβγαινε έξω – εκτός από τις Πέμπτες, για το βδομαδιάτικο ταξίδι της στο
Σιγκ Σιγκ.
Δε σημαίνει ότι είχε χάσει το ενδιαφέρον της
για τη ζωή· αντίθετα, φαινόταν πιο ικανοποιημένη και συνολικά περισσότερο
ευτυχισμένη από κάθε άλλη φορά. Την έπιασε ένας ξαφνικός ενθουσιασμός για το
φτιάξιμο του σπιτιού, που την οδήγησε σε μια σειρά αγορές, όλες εντελώς έξω από
το χαρακτήρα της· σε μια δημοπρασία στο Παρκ-Μπερνέ απόκτησε ένα χαλί τοίχου με
σκηνή κυνηγιού και από τα απομεινάρια του Ουίλλιαμ Ράντολφ Χιρστ δυο
καταθλιπτικές γοτθικές πολυθρόνες· αγόρασε όλη τη σειρά της Μοντέρνας
Βιβλιοθήκης, ράφια με δίσκους κλασικής μουσικής, αμέτρητα αντίγραφα από το
Μητροπολιτικό Μουσείο (ανάμεσά τους κι ένα μπιμπελό, μια κινέζικη γάτα, που ο
δικός της γάτος μισούσε και τελικά έσπασε), ένα μίξερ, μια χύτρα ταχύτητας και
μια βιβλιοθήκη με βιβλία μαγειρικής. Περνούσε ολόκληρα απογεύματα κάνοντας τη
νοικοκυρά στο καμίνι που ήταν η μικρή κουζίνα της. «Ο Χοσέ λέει είμαι καλύτερη
από το «Κολόνι». Αλήθεια, ποιος θα το φανταζόταν ότι διέθετα τέτοιο ταλέντο; Πριν
από ένα μήνα δεν ήξερα να κάνω ομελέτα». Κι ούτε τώρα ήξερε. Τα απλά φαγητά, η
μπριζόλα, μια σαλάτα της προκοπής, ήταν πέρα από τις δυνάμεις της. Αντίθετα,
τάιζε το Χοσέ, και καμιά φορά κι εμένα, εξωφρενικές σούπες (μαύρη χελώνα με
μπράντι μέσα σε αβοκάντο), καινοτομίες που θύμιζαν Νέρωνα (ψητό φασιανό γεμιστό
με ρόδια και λωτούς) και άλλες αμφίβολες εφευρέσεις (κοτόπουλο με ρύζι με
καρυκεύματα, σερβιρισμένα με σάλτσα σοκολάτας: «Κλασικό πιάτο των Ανατολικών
Ινδιών, αγαπητέ μου»). Η έλλειψη σε ζάχαρη και κρέμα, λόγω πολέμου, περιόριζε
τη φαντασία της όσον αφορούσε τα γλυκά – παρ’ όλ’ αυτά, κάποτε κατάφερε να
φτιάξει κάτι που το ονόμασε ταμπάκο ταπιόκα: καλύτερα να μην το περιγράψω.
Ούτε επίσης τις προσπάθειές της να μάθει
πορτογαλικά, ένα μαρτύριο που πλήρωνα κι εγώ, διότι, όποτε την επισκεπτόμουν,
οι δίσκοι του άλμπουμ της Λιγκουαφόν δε σταματούσαν ποτέ στο γραμμόφωνό της.
Επίσης, σπάνια ξεκινούσε μια πρόταση που δεν άρχιζε με το «Αφού παντρευτούμε…»
ή «Όταν μετακομίσουμε στο Ρίο…». Κι όμως ο Χοσέ δεν της είχε κάνει ακόμα
πρόταση γάμου. Το παραδέχτηκε. «Μα ξέρει
ότι είμαι έγκυος. Ναι, είμαι, καλέ μου. Έξι εβδομάδων. Γιατί σε ξαφνιάζει;
Εμένα δε με ξάφνιασε. Ούτε un peu. Είμαι ενθουσιασμένη. Θέλω να
κάνω το λιγότερο εννιά παιδιά. Είμαι βέβαιη ότι τουλάχιστον μερικά απ’ αυτά θα
είναι σκούρα – ο Χοσέ έχει μια δόση le ne’gre, το ‘χεις προσέξει, φαντάζομαι.
Το βρίσκω καλό αυτό: τι πιο όμορφο από ένα ήσυχο μαυράκι με φωτεινά πράσινα
μάτια; Θα ευχόμουν, και σε παρακαλώ να μη γελάσεις, θα ευχόμουν να πήγαινα παρθένα
στο Χοσέ. Γιατί δεν έχω πάει πια και με τα πλήθη, όπως λένε οι κακές οι
γλώσσες· δεν κατηγορώ τα καθάρματα που
το διαδίδουν, γιατί κι εγώ η ίδια άφηνα τέτοια υπονοούμενα. Αλήθεια, έβαλα τα
πράγματα κάτω τις προάλλες και έβγαλα έντεκα μόνο εραστές – χωρίς να υπολογίσω
τι συνέβη πριν τα δεκατρία μου, γιατί στο κάτω κάτω τα πιο πριν δεν μετράνε.
Έντεκα. Αυτό με κάνει πουτάνα; Πάρε τη Μαγκ Ουάιλντγουντ, τη Χάνεϋ Τάκερ, τη
Ρόουζ Έλεν Γουόρντ. Αν μετρήσεις τους εραστές τους με παλαμάκια, θα βαρεθείς να
χειροκροτάς. Φυσικά, ως προς τις πόρνες, δεν έχω τίποτα εναντίον. Εκτός από το
εξής: ενώ μιλάνε έντιμα, έχουν άτιμη καρδιά. Εννοώ ότι δεν μπορείς να πηδιέσαι
με κάποιον, να δέχεσαι τα λεφτά του και να μην προσπαθείς τουλάχιστον να φανταστείς ότι τον αγαπάς. Εγώ δε
λειτούργησα ποτέ έτσι. Ούτε ακόμα και με τον Μπέννυ Σάκλετ και τ’ άλλα
καθάρματα. Υπνώτιζα κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό μου για να πιστέψει ότι πίσω
από τη σιχαμάρα τους υπήρχε κάποια ελκυστικότητα. Στην πραγματικότητα, εκτός
από τον Ντοκ, αν θες να μετρήσουμε κι αυτόν, ο Χοσέ είναι η πρώτη μου καθαρή
σχέση. Ω, δεν είναι φυσικά η ενσάρκωση του τέλειου. Λέει μικρά ψεματάκια,
ανησυχεί για το τι λέει ο κόσμος και κάνει πενήντα φορές μπάνιο τη μέρα· οι
άντρες πρέπει να μυρίζουν κάπως. Προσέχει υπερβολικά την εμφάνιση και τη
συμπεριφορά του, για να είναι ο ιδανικός μου άντρας· σου γυρίζει πάντα την
πλάτη για να γδυθεί, κάνει θόρυβο στο φαγητό και, όταν τρέχει, έχει κάτι αστείο
πάνω του και δε θέλω καν να τον βλέπω.
Αν είχα να διαλέξω εντελώς ελεύθερα κάποιον από τους ζωντανούς και να του πω
έλα εδώ αμέσως, δε θα διάλεγα το Χοσέ. Ο Νεχρού είναι πιο κοντά στο γούστο μου.
Κι ο Ουέντελ Ουίλκι. Όσο για την Γκάρμπο, είμαι έτοιμη ανά πάσα στιγμή. Γιατί
όχι; Πρέπει οι άνθρωποι να μπορούν να παντρεύονται άντρες ή γυναίκες ή… Άκου,
αν ερχόσουν και μου ‘λεγες ότι θες να το κάνεις μ’ ένα αποβατικό, θα σεβόμουν
τα αισθήματά σου. Σοβαρολογώ. Ο έρωτας πρέπει να επιτρέπεται. Το πιστεύω. Τώρα
που πήρα μια καλή γεύση του. Γιατί πράγματι
αγαπάω το Χοσέ – θα μπορούσα να κόψω το κάπνισμα, αν μου το ζητούσε. Είναι
τόσο φιλικός, που μου φτιάχνει το κέφι και με βγάζει από τις κόκκινές μου (σημ.: «στις κόκκινές μου» συνήθισε
να λέει αντί «στις μαύρες μου»), που όμως δεν τις
έχω συχνά, μερικές φορές μόνο, αλλά πάλι, χωρίς να είναι ιδιαίτερα φρικτές και
να πρέπει να πίνω Σεκονάλ ή να τρέχω στο «Τίφανυς»: πάω το κοστούμι του στο
καθαριστήριο ή φτιάχνω γεμιστά μανιτάρια κι αισθάνομαι μια χαρά. Κάτι ακόμα,
πέταξα όλα μου τα ωροσκόπια. Πρέπει να έχω ξοδέψει από ένα δολάριο για κάθε
αναθεματισμένο άστρο του πλανητάριου. Είναι πληκτικό αυτό που θα σου πω, αλλά η
απάντηση είναι ότι τα καλά πράγματα σου συμβαίνουν μόνο αν είσαι καλός εσύ.
Σύμφωνοι; Τίμιος είναι η πιο σωστή λέξη. Όχι με την έννοια του νομοταγούς
ατόμου – θα άνοιγα τάφο και θα βούταγα νομίσματα μέσα από τα μάτια του νεκρού,
αν πίστευα ότι αυτό θα συνέβαλε στη διασκέδαση της μέρας -, τίμιος με την
έννοια της προσωπικής τιμιότητας. Όλα τα δέχομαι, όχι όμως τη δειλία, την
προσποίηση, την αισθηματική απατεωνιά, την πορνεία: προτιμώ να έχω καρκίνο παρά
άτιμη καρδιά. Δεν πρόκειται για ευσέβεια. Είναι πρακτικό το θέμα. Ο καρκίνος σε
στέλνει στον άλλο κόσμο, αλλά μήπως και το άλλο, πού σε στέλνει; Ω, ας το
κόψουμε, γλυκέ μου.. Δώσ’ μου την κιθάρα και θα σου τραγουδήσω μια φάντα σε
τέλεια πορτογαλέζικα».
Αυτές οι τελικές βδομάδες, το πέρασμα του
καλοκαιριού σ’ ένα ακόμα φθινόπωρο, είναι θολές στη μνήμη μου, ίσως διότι η
κατανόηση μεταξύ μας είχε φτάσει στο γλυκό εκείνο σημείο όπου δύο άνθρωποι
επικοινωνούν πιο συχνά με τη σιωπή παρά με τις λέξεις· μια τρυφερή σιωπή
έπαιρνε τη θέση της έντασης, της γρήγορης ομιλίας και του απότομου διαλόγου,
που χαρακτηρίζουν επιφανειακά τις πιο εκδηλωτικές και δραματικές στιγμές μιας
φιλίας. Συχνά, όταν εκείνος έλειπε από την πόλη (είχα αναπτύξει μια εχθρική
στάση απέναντί του και δεν τον ανέφερα ποτέ με τ’ όνομά του), περνάγαμε
ολόκληρα βράδια μαζί, στη διάρκεια των οποίων ζήτημα ήταν αν ανταλλάσσαμε εκατό
λέξεις· μια φορά περπατήσαμε μέχρι την Τσαϊνατάουν, φάγαμε κινέζικο φαγητό,
αγοράσαμε χάρτινα φαναράκια και βουτήξαμε ένα κουτί βεγγαλικά, κι ύστερα
ανεβήκαμε στη γέφυρα του Μπρούκλιν· καθώς παρακολουθούσαμε τα πλοία που
κατευθύνονταν προς τη θάλασσα ανάμεσα στους ουρανοξύστες, είπε: «Πολλά πολλά
χρόνια αργότερα ένα από αυτά τα πλοία θα με φέρει πίσω, εμένα και τα εννιά
Βραζιλιανάκια μου. Γιατί, ναι, πρέπει να δούνε αυτά τα φώτα και το ποτάμι·
λατρεύω τη Νέα Υόρκη, παρ’ ότι δεν είναι δική μου, με την έννοια που μπορεί να
‘ναι ένα δέντρο, ένας δρόμος, ένα σπίτι, κάτι που σου ανήκει και του ανήκεις κι
εσύ». Κι εγώ είπα «Κόφ’ το επιτέλους», γιατί ένιωθα εξοργιστικά παραμελημένος –
ένα παροπλισμένο ρυμουλκό, ενώ αυτή, αστραφτερό υπερωκεάνιο με σίγουρο
προορισμό, έβγαινε από το λιμάνι με τις σειρήνες να σφυρίζουν και κομφετί να
πετάγεται στον αέρα.
Έτσι οι μέρες, οι τελευταίες μέρες,
σκορπίζουν στη μνήμη μου, ομιχλώδεις, φθινοπωριάτικες, ίδιες με φύλλα· μέχρι μια
μέρα που όμοιά της δεν είχα ζήσει…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου