..............................................................
Στ’ ἀχνάρια τοῦ Παπαδιαμάντη
*
τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
Ἐπιλογὴ ‒Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση
~.~
«Ἡ ψυχή μου εὑρίσκεται εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα»
Ὅποιος ἀγάπησε τὸν Σκιαθίτη συγγραφέα νιώθει ἐπίμονη, ἀνησύχαστη μέσα του τὴν ἐπιθυμία: ν’ ἀξιωθεῖ νὰ πατήσει τὰ χώματα τοῦ νησιοῦ του. Εἶν’ ἕνα χρέος, κάτι σὰν τάμα ἱερό, πού, ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς δίχως νὰ ἐκπληρώνεται, τόσο βαραίνει καὶ πιὸ πολὺ τὴν ψυχή. Μὰ εἶναι καὶ μιὰ νοσταλγία, μιὰ δύναμη ποὺ σὲ καλεῖ στοὺς γνώριμους τόπους, κοντὰ στοὺς ταπεινοὺς φίλους, ποὺ μαζί τους ἔζησες μιὰν ἀξέχαστη, γεμάτη ὀμορφιὰ καὶ νόημα ζωή.
Ποῦ ἀλλοῦ θά ’χες τὴν ἐλπίδα νὰ συναντήσεις τ’ ἀγαπημένα ἀχνάρια τοῦ κυρ-Ἀλέξαντρου, παρὰ μόνο στὴ Σκιάθο; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ μποροῦσες νὰ περιμένεις τὸ θαῦμα νὰ δεῖς μπροστά σου ζωντανὸ καὶ χειροπιαστὸ τὸν ἐξαίσιο κι ἀνεπανάληπτο κόσμο τῶν διηγημάτων του; Τό ’χει γράψει κι ὁ ἴδιος: Ἡ ψυχή μου εὑρίσκεται εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα... [1]
Ξεκίνησα ἕνα πρωὶ ἀπὸ τὸ Βόλο, καλοκαίρι τοῦ 1964, μὲ τὸ βαποράκι τῆς γραμμῆς, γιὰ τὴ Σκιάθο. Τὸ καράβι μας ἔσκιζε ὀκνὰ τὰ γλαυκὰ νερὰ τοῦ Παγασητικοῦ. Περάσαμε τὸ Τρίκερι μὲ τὰ σπιτάκια του ποὺ κατηφορίζουν ἀπὸ τὴν πλαγιὰ πρὸς τὴ θάλασσα, μὲ τὸ λιμανάκι καὶ τὸ φάρο του κι ἐπήραμε νὰ καβατζάρομε τ’ ἀκρωτήρι ποὺ φρουρεῖ τὸ ἔμπα τοῦ κλειστοῦ κόλπου. Εἴχαμε βγεῖ στὸ κανάλι τῆς Σκιάθος, τ’ ἀνοιχτὸ στὸ πέλαγος, ποὺ τὸ δέρνουνε πάντα τὰ μελτέμια. Τὰ δυὸ μίλια του τὰ περάσαμε χορεύοντας στὰ βαθύμπλαβα νερά. Ὅμως ἀντικρίζαμε πιὰ τὴν ὡραίαν καταπράσινην νῆσον, ὅπου ἦτον ὡς παράδεισος φυτευμένος ἀνάμεσα εἰς τὰ τέσσαρα πέλαγα τὰ ὁποῖα τὴν ἔβρεχον ὡς οἱ τέσσαρες ποταμοὶ τὸ πάλαι τὸν κῆπον τῆς Ἐδέμ. [2]
Κάπου τρία τέταρτα πλέαμε ἔχοντας ἀριστερά μας τὶς σκιαθίτικες ἀκρογιαλιές, ὥσπου νὰ ρίξομε ἄγκυρα στὸ φυσικὸ λιμάνι τῆς πολίχνης, τριγυρισμένο ἀπὸ πράσινα νησιά, ἥσυχους κοιμισμένους κόρφους, κάβους κατάφυτους ἀπὸ πεῦκα. Μπροστά μας, μὲ τὰ σπίτια της ἀραδιασμένα στὸ γύρο τῆς θάλασσας κι ἀνεβασμένα στοὺς χαμηλοὺς λόφους της, μᾶς καλωσορίζει ἡ μικρὴ πολιτεία τῆς Σκιάθος. Χρώματα φωτεινά, πεντακάθαρα, ξαφνιάζουν εὐχάριστα τὸ μάτι: τὸ κάτασπρο τῶν τοίχων, τὸ κόκκινο τῶν κεραμιδιῶν, τὸ πράσινο τῶν δέντρων, κάποιων παραθυριῶν καὶ τῶν ἁπλωμένων τεντῶν τῆς παραλίας.
Μιὰ μεγάλη μπενζίνα μᾶς βγάζει στὴ στεριά. Στέκει ἐκεῖ ἕνα πλῆθος ἀπὸ παραθεριστὲς καὶ ντόπιους, ποὺ χαζεύουνε τὸν ἐρχομὸ τοῦ βαποριοῦ. Ἀνάμεσά τους γυναῖκες καὶ παιδιά, ποὺ χυμοῦν ἀπάνω μας, πρὶν ἀκόμη πατήσομε τὸ πόδι μας στὸ μουράγιο, πρόθυμοι νὰ μᾶς βροῦνε δωμάτιο ἢ καὶ σπίτι γιὰ τὶς μέρες ποὺ θὰ μείνομε στὸ νησί.
Σαστισμένοι λιγάκι ἀπὸ τούτη τὴν ἀπροσδόκητη ἐπίθεση, ἀκολουθοῦμε τὴν κυρα-Λένη στοὺς στενοὺς ἀνηφορικοὺς δρόμους τῆς κωμόπολης. Εἶναι μιὰ γυναίκα ἀνάμεσα στὰ πενήντα καὶ στὰ ἑξήντα, μὲ πληθωρικὲς σάρκες, κόκκινο ἱδρωμένο πρόσωπο πλαισιωμένο ἀπὸ ἄσπρο μαντήλι καὶ μὲ τὸ χαμόγελο πού ’χει καταντήσει ἀπὸ τὴν πολλὴ χρήση τυπικὰ ἐπαγγελματικό. Προχωρεῖ μπροστὰ μ’ ἀνοιχτὰ βήματα, καὶ μόλις φτάσει σὲ κάποια γωνιὰ σταματᾶ, κοιτάζει νὰ δεῖ ἂν ἐρχόμαστε πίσω της κι ὅταν βεβαιωθεῖ, σηκώνει τὸ χέρι καί, δείχνοντας τὸ ἑπόμενο στενό, σὰ στρατηγὸς τὸν ἐχθρό, ὁρμᾶ πάλι μπροστὰ ξεφυσώντας. Μόλις μᾶς ταχτοποιήσει, θὰ πάρει τὸ φιλοδώρημα καὶ θὰ χυθεῖ ξανὰ πρὸς τὴν παραλία, μπὰς καὶ προκάμει καὶ κανέναν ἄλλο ἀπὸ τὴν τελευταία καραβιά.
Ἡ ὥρα κοντεύει ἕντεκα. Λέμε νὰ πᾶμε γιὰ μπάνιο στὶς Κουκουναριὲς καὶ τ’ ἀπόγευμα περιδιαβάζομε τὴ χώρα τῆς Σκιάθος. Λασιόστηθος,[3] γυμνόπους, μὲ τὸ πανταλόνι ἀνασηκωμένον μικρὸν κάτω τοῦ γόνατος, ὁλόιδιος ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης τοῦ Ἀμερικάνου,[4] ἕνας ψαρὰς ποὺ γίνηκε τώρα τὸ καλοκαίρι κράχτης τουριστῶν, καλεῖ στὸ μουράγιο τοὺς ξένους, ποὺ θέλουν νὰ πᾶνε στὶς Κουκουναριές, νὰ βιαστοῦνε γιατὶ φεύγει τὸ καΐκι. Ἕνα μικρὸ πετρελαιοκίνητο ἔχει κιόλας ξεκινήσει, μὰ ἀργοπορεῖ μήπως καταφέρει νὰ πάρει κανέναν ἀκόμη ἐπιβάτη. Γιὰ νὰ τὸ φτάσομε μπαίνομε σὲ μιὰν ὑπόσαθρον λέμβον,[5]μὲ τὸ νερὸ μιὰ παλάμη στὸν πάτο της κι ὁ ἀπόγονος τοῦ Παχούμη, τραβώντας βιαστικὰ κουπί, μᾶς φέρνει στὸ πλευρὸ τοῦ ψαροκάικου. Μοιάζομε μὲ γελοιογραφίες κουρσάρων, καθὼς σκαρφαλώνομε στὸ μικρὸ πλεούμενο ποὺ τραντάζεται ὁλόκληρο ἀπὸ τὴ μηχανή του.
Βγαίνομε ἀπὸ τὸ λιμάνι. Τὸ καΐκι πλέει σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ στεριά. Εἶναι σὰ ν’ ἀγγίζομε καὶ νὰ ψαχουλεύομε τὸν κάθε βράχο καὶ τὸ κάθε κοίλωμα τῆς ἀκρογιαλιᾶς. Ἡ Σκιάθο φαίνεται ἥμερο, καταπράσινο νησί. Οἱ λόφοι της εἶναι σκεπασμένοι μ’ ἐλιὲς καὶ τὰ πεῦκα κατεβαίνουν ὣς τὸ γυρογιάλι. Ἀποκρεμιοῦνται ἀπὸ τοὺς βράχους, σκιάζουνε μὲ τὰ κλαδιά τους τὰ νερά. Ἄσπρες βίλες προβαίνουν ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Μιὰ μηχανοκίνητη βάρκα περνᾶ ἀπὸ δίπλα μας, τραβώντας γιὰ τὴν πολίχνην. Στὸ τιμόνι κάθεται ἕνας γέρος, μαυρισμένος ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὴν ἅρμη, ναύτης ὁ αὐτὸς καὶ κυβερνήτης καὶ πρωρεύς. Νά ’ναι ὁ μπαρμπα-Διόμας, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ βάλει μηχανὴ στὴν Ὑπηρέτρα του;
Καὶ τὸ λυρικὸ νησὶ ξεδιπλώνει ὁλοένα δεξιά μας τὶς ἀκρογιαλιές του. Κόρφοι ἀμμουδεροὶ καὶ κάβοι διαδέχονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ πάντα τὸ πράσινο, ν’ ἁπαλαίνει τὶς λιγοστὲς σκληρὲς γραμμές, νὰ ντύνει τὸ νησί μὲ μιὰ πλούσια φορεσιὰ ὀδαλίσκης.[6]
Παραπλέοντας τὴ νότια ἐσχατιὰν τῆς Σκιάθος, βλέπομε νὰ μαυρίζει ἀνάμεσα στὸν κάβο Μύτικα καὶ στὸ γυμνὸ Πρασόνησο ἡ κεφαλὴ τῆς Μαυρομαντηλοῦς.
Ὁμοιάζει μὲ ναυάγιον προσηλωμένον ἐκεῖ ἀπὸ μακρῶν χρόνων, πληττόμενον ἀπὸ τοῦ ἀφρίζοντος κύματος, κραδαινόμενον καὶ σεῖον τὴν κεφαλήν, κεφαλὴν φώκης ἐλλοχευούσης ἐκεῖ ἀπὸ αἰώνων.[7]
Πέτρωσε σ’ ἐκείνη τὴ θέση ἀπ’ ὅταν ἔχασε τοὺς ἑφτὰ γιούς της στὰ πέλαγα κι ἐρίζωσε στὸν πάτο τῆς θάλασσας μόλις ὀρθοῦσα τὴν κεραυνόπληκτον κεφαλήν της τὴν οἱονεὶ μελάμπεπλον κι ἔμεινε νὰ βλέπει τὰ ναυάγια καὶ νὰ χαίρεται γιὰ τοὺς πνιγμοὺς τῶν ναυτικῶν. Τὰ παιδιά της, ποὺ τὰ κόκκαλά τους σέρνονται ἀκόμη στὰ σκοτεινὰ βάθη, θά ’χουνε συντροφιά.
Σκίζοντας ὀκνὰ τὸ λουλακὶ νερὸ τὸ πλεούμενό μας καβατζάρει τὸ Καλαμάκι, περνᾶ ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς Πλατανιᾶς, ἀφήνει πίσω του τὰ δυὸ μικρονήσια Μαρίνο καὶ Γουρλονήσι. Λίγο ἀκόμη κι ἀνοίγεται μπροστά μας ἡ πλατιὰ ἀγκαλιὰ τῶν Κουκουναριῶν. Ἡ θάλασσα μπαίνοντας μέσα της χάνει καὶ τὸ παραμικρὸ κυματάκι. Γίνεται μιὰ ἥσυχη ἐπιφάνεια στὴν ἀρχὴ ἀνοιχτογάλανη, ὕστερα πρασινωπή, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ στὸ τέλος, ἐκεῖ ποὺ πλησιάζει τὸ γυρογιάλι, σ’ ἕνα διάφανο γυάλινο νερό, ποὺ σ’ ἀφήνει νὰ δεῖς καὶ τὸ ἐλάχιστο χαλικάκι τοῦ βυθοῦ. Μιὰ φαρδιὰ ἀμμουδιὰ ἔρχεται νὰ συναντήσει τούτη τὴ γαλήνια θάλασσα, ἀκολουθώντας τὴν ἁπαλὴ καμπύλη τοῦ κόλπου. Ὁ ἥλιος πέφτει πάνω της κι ἀντανακλᾶ σὰ σὲ καθρέφτη. Μισοκλείνεις τὰ μάτια.
Τὰ πρῶτα πεῦκα ἔχουν τὶς ρίζες τους στὴν ἄμμο. Εἶναι ἡ μπροστοφυλακὴ τοῦ δάσους μὲ τὶς τετράψηλες κουκουναριές. Ἕνα στεφάνι ἀπὸ χαμηλοὺς λόφους ἀγκαλιάζει ὅλο τὸ τοπίο. Στὸ ψήλωμα, ἀριστερά, φιγουράρει τσιμεντένιο τὸ μεγάλο, ἀτέλειωτο ἀκόμη, τουριστικὸ ξενοδοχεῖο. Πέντ’-ἕξι ἐργάτες ξεφορτώνουνε στὴν πρόχειρη ξύλινη προβλήτα, μὲ τεμπέλικες κινήσεις, σακκιὰ γεμάτα τσιμέντο.
Τὰ πόδια βουλιάζουνε στὴν ἄμμο. Εἶν’ ἀπίστευτα ψιλὴ κι ἀνάμεσα στοὺς κόκκους της γυαλίζουνε κάτι σὰ μικρότατα ψήγματα χρυσοῦ. Σκύβω καὶ γεμίζω τὴ χούφτα μου. Στὴν παλάμη μου ἀστράφτουνε χρυσαφιὲς σπιθίτσες κι ἀναρωτιέμαι μήπως ἔπεσα θύμα καμιᾶς παραίσθησης, ἀπὸ κεῖνες ποὺ πιάνανε τοὺς παλιοὺς χρυσοθῆρες. Στὴν οὔγια τῆς θάλασσας τὸ θέαμα εἶναι ἐντυπωσιακό. Μιὰ λεπτὴ χρυσόσκονη, ποὺ τὴ λικνίζει σιγανὰ ἡ ἀνάσα τοῦ κόλπου, σέρνεται στὸν ἀμμουδερὸ βυθό. Ὅταν ἡ ἐκπνοὴ εἶναι λίγο πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸ συνηθισμένο, τὸ μικρὸ κυματάκι σκορπίζει τὸ πλοῦτος του πάνω στὴν ὑγρὴ ἄμμο μὲ μιὰ κίνηση ἀρχοντικῆς ἁπλοχεριᾶς. Μιὰ στιγμὴ ἀργότερα γυρίζοντας πίσω τὸ ξαναπαίρνει, σὰ νὰ μετάνιωσε γιὰ τὴ χουβαρντοσύνη του.
Πάει πιὰ μεσημέρι κι εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ συνεχίζουνε τὸ μπάνιο τους. Στὸν ἴσκιο τῶν πεύκων ἕνα πλῆθος κουβεντιάζει, γελᾶ, καταχτυπᾶ τὰ πιρουνομάχαιρά του καὶ γεύεται τὸ φρέσκο ψάρι ποὺ σερβίρουνε γκαρσόνια ξυπόλητα μὲ ποδιὲς καὶ κοντὰ παντελόνια. Τὸ ἑστιατόριο εἶναι μιὰ ἁπλὴ καλύβα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Χρυσὴ Ἀμμουδιά».
Ἡ παραλία τῆς Χώρας εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ νησιοῦ. Ἐδῶ βρίσκονται τὰ καφενεῖα κι οἱ ταβέρνες της, τὰ κάθε λογῆς καταστήματα, τὸ ταχυδρομεῖο, τὸ φαρμακεῖο, τὸ ξενοδοχεῖο «Ἀκτή». Ὁ κόσμος πηγαινοέρχεται ἀδιάκοπα ἢ γεμίζει τὰ καθίσματα κάτω ἀπὸ τὶς πράσινες τέντες, ὣς ἀργὰ τὸ βράδυ. Εἶν’ οἱ παραθεριστὲς κι οἱ βιαστικοὶ ἐπισκέπτες τοῦ Σαββατοκύριακου ―Ἕλληνες οἱ πιὸ πολλοί. Μισόγυμνοι ἢ μὲ τὰ σόρτς, φωνακλάδες, νάρκισσοι ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, δὲ χάνουνε τὴν εὐκαιρία νὰ δείξουν τὴν «ἀνωτερότητά» τους ἀπέναντι στὸν τόπο καὶ στοὺς κατοίκους του. Παράλληλα μ’ αὐτοὺς κυκλοφοροῦν οἱ ντόπιοι, δίχως κανένα αἴσθημα μειονεκτικότητας. Κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, φωνάζουν, ἀστειεύονται. Τὰ παιδιά, «οἱ μάγκες τῆς πόλεως»,[8] οἱ «ἁλύπαιδες»[9]τοῦ Παπαδιαμάντη, πειράζουν καὶ κυνηγοῦν τὸ ἕνα τ’ ἄλλο. Οἱ ψαράδες μαυριδεροί, ξυπόλητοι, μὲ τὸ μπλάβο κασκέτο τους, πλύνουνε τὰ καΐκια ἢ μπαλώνουν τὰ δίχτυα τους καθισμένοι κατάχαμα στὸ μουράγιο.
Οἱ ἀγωγιάτες φορτώνουνε στὰ μουλάρια τους τὰ ξύλα ἢ τὰ κεραμίδια ποὺ ξεφορτώνει τὸ τρεχαντήρι στὴ μικρὴ προβλήτα καὶ χάνονται σὲ κάποιο σοκάκι, ἀφήνοντας πίσω τους τοὺς κρότους ἀπὸ τὰ πέταλα πάνω στὸ καλντιρίμι.
Ἔχεις τὴ ἐντύπωση πὼς ἡ σκιαθίτικη ζωὴ μένει κλειστὴ κι ἀδιάφορη γιὰ τὴν ἄλλη, τὴ φανταχτερή, ποὺ ξετυλίγεται πλάι της. Ἅμα κοιτάξεις ὅμως λίγο βαθύτερα, βλέπεις πὼς ὁ «πολιτισμὸς» κι ὁ τουρισμὸς κατατρῶνε λίγο-λίγο τὰ θεμέλια τοῦ παλιοῦ, συντηρητικοῦ τρόπου ζωῆς . Σὲ μερικὰ χρόνια μόνο τὰ τοπωνύμια θὰ θυμίζουνε πὼς ἐδῶ ἤτανε κάποτε τὸ νησὶ τοῦ Παπαδιαμάντη.
Κι ἡ φύση, βέβαια, ποὺ θὰ μείνει τὸ ἴδιο πεντάμορφη σὰν καὶ τώρα. Ὅλη ἡ προκυμαία τῆς Σκιάθος εἶναι ἕνα θεωρεῖο στραμμένο πρὸς τὴ θάλασσα. Κι ἡ θάλασσα δὲν εἶν’ ἐδῶ ἡ ἀτέρμονη γαλανὴ ἔκταση ποὺ σβήνει στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα. Εἶν’ ἕνας ἥσυχος κόλπος ‒ ἢ καλύτερα μιὰ σειρὰ ἀπὸ κόλπους ‒ μὲ νερὰ μόλις ἀνατριχιασμένα ἀπὸ τὸ σιγανὸ ἀεράκι. Δεξιὰ κι ἀριστερὰ τόνε κλείνει ἡ στεριὰ μὲ τὶς μαλακὲς καμπύλες τῶν πράσινων λόφων της. Καΐκια καὶ βάρκες σκίζουν ἀργὰ τὰ νερά, σὰν νὰ μὴ θέλουνε νὰ τελειώσει ποτέ τὸ μαγικὸ ταξίδι τους. Νησιὰ πλένε παραδομένα σὲ μιὰν εὐτυχισμένη ἀκινησία, πράσινα μέσα στὴν πλησμονὴ τοῦ γαλάζιου. Εἶναι τὸ μικρὸν βραχῶδες Δασκαλειό, ὅπου κάθε βράχος διηγεῖται μίαν ἱστορίαν τῶν μαθητικῶν μας χρόνων. Εἶναι τὸ ὑψηλὸν νησίδιον Μαραγκὸ κι ἡ Ἄρκος πρασινοβολοῦσα καὶ στολισμένη μὲ λευκὴν τραχηλιὰν καὶ ἡ Τρυπητὴ μικρά, δειλή, κρύπτουσα τὸ πρόσωπον εἰς μίαν πτυχὴν ὄπισθεν τῆς ἐσθῆτος τῆς μητρός της.[10] Καὶ στὸ βάθος, πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ μακρινὸ ἀπὸ τ’ ἄλλα ἡ τερπνὴ νῆσος Τσουγκριᾶς, τὸ παλιὸ λοιμοκαθαρτήριο. Κι ἐδῶ μπροστά μας σ’ ἐλάχιστη ἀπόσταση τὸ Μπούρτζι, μὲ τ’ ἀπομεινάρια τοῦ κάστρου του καὶ τὸ σκουριασμένο κανόνι στραμμένο πρὸς τ’ ἀνοιχτὸ πέλαγος.
Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ πεῦκα μισοφαίνεται τὸ νεοκλασσικό, ἄσπρο καὶ κεραμιδί, χτήριο τοῦ σκολειοῦ. Ἕνας πέτρινος δρόμος, προέκταση τοῦ μώλου, ἑνώνει τὸ νησάκι μὲ τὸ μουράγιο. Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο τῶν πεύκων, εἶναι ἡ μαρμαρένια στήλη μὲ τὴν ἀνάγλυφη προτομὴ τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἕνα πρόσωπο ρυτιδωμένο, κουρασμένο, μὲ μάτια δίχως λάμψη κι ὁλόπικρο στόμα, βγαίνει μέσ’ ἀπὸ τὸ μάρμαρο. Τὸ πρόσωπο ἑνὸς γέρου, νικημένου ἀπὸ τὴ ζωή. Εἶν’ ὁ μεγάλος Σκιαθίτης στὰ τελευταῖα του χρόνια, τσακισμένος ἀπὸ τὴ φτώχια, τὴν ἀρρώστια, τὸ πιοτό ― κι ἴσως τὴν ἐπίμονη σκέψη μιᾶς ζωῆς ποὺ χαραμίστηκε. Τὸ ἴδιο πικρὸ εἶναι καὶ τὸ σκαλισμένο ἐπίγραμμα, ἡ τελευταία φράση τοῦ «Μοιρολογιοῦ τῆς φώκιας»:
Σὰν νά ’χαν ποτὲ τελειωμὸ
τὰ πάθια κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.
Ἀντίκρυ του, σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς παραλίας, στέκεται ἡ προτομὴ τοῦ ἄλλου Ἀλέξανδρου, τοῦ Μωραϊτίδη. Μιὰ μορφὴ γαλήνια, γερμένη στοχαστικὰ πάνω στὴν πατριαρχικὴ γενειάδα της. Γύρω, σχεδὸν ἀγγίζοντάς τον, εἶν’ ἀραδιασμένες οἱ καρέκλες καὶ τὰ τραπέζια ἑνὸς κέντρου. Μοιάζει σὰ νὰ καταδικάστηκε σὲ μιὰ μεταθανάτια τιμωρία, αὐτὸς ποὺ στὰ στερνά του ἀποτραβήχτηκε σὲ μοναστήρι, νὰ βρίσκεται καταμεσὶς στὴν τύρβη τῆς τουριστικῆς ζωῆς.
Περιδιαβάζω τὴ Χώρα τῆς Σκιάθος. Δρόμοι ἀνηφορικοί, ἄλλοι ἐλαφρὰ κι ἄλλοι τόσο ποὺ κάθε δυὸ βήματα νὰ σποῦνε σὲ σκαλοπάτια, στρωμένοι μὲ φαρδιὲς ἀκανόνιστες πλάκες. Στὴ μέση κάθε δρόμου ἕνα ψαροκόκκαλο ἀπὸ ὄρθιες πέτρες καρφωμένες στὸ χῶμα, σχηματίζει ἕνα ἀνάβαθο αὐλάκι γιὰ τὸ νερὸ τοῦ χειμώνα.
Τὰ σπίτια εἶναι μικρά, δίπατα, ἀσβεστωμένα. Μιὰ πόρτα στὸ δρόμο βαμμένη σκούρα καφετιὰ ἀνοίγει σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ αὐλὴ μὲ γλάστρες καὶ τενεκέδες μὲ λουλούδια. Μιὰ ξύλινη σκάλα ἀνεβάζει στὸ ὅμοια ξύλινο χαγιάτι τοῦ ἀνωγιοῦ.
Τὸ καλντιρίμι, ἡ αὐλή, ἡ σκάλα ― χίλιες φορὲς ἀπαντημένα στὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη. Γεμάτα ἀπὸ τὶς φωνὲς καὶ τὰ κάλαντα τῶν παιδιῶν του, ἀπὸ τὰ μερακλίδικα τραγούδια καὶ τὰ πειράγματα τῶν ξενύχτηδων ναυτικῶν του, ἀπὸ τὰ κουτσομπολιὰ καὶ τὰ πήγαιν’-ἔλα τῶν γριάδων του. Ὅμως τώρα ὅλα εἶναι βυθισμένα στὴν ἡσυχία τοῦ ἀπομεσήμερου. Μόνο σ’ ἕνα παλιὸ μπαλκόνι, καθισμένη στὰ σανίδια του, μιὰ γριὰ σταφιδιασμένη, μὲ ξεβαμμένα μαῦρα ροῦχα, πλέκει ἀφοσιωμένη τὸ ἐργόχειρό της. Τὰ γυμνὰ χοντρόπετσα πόδια της εἶναι στραμμένα πρὸς τὸ δρόμο, σὰν νὰ μουτζώνουνε. Ἀπὸ ποιά σελίδα τοῦ Κοσμοκαλόγερου[11] νὰ γλίστρησε τὸ φάντασμα τῶν περασμένων; Νά ’ναι ἡ θεια-Κυρατσώ,[12] ἡ γρια-Ραγιάδαινα,[13] ἡ Μορισὼ τὸ Γιαλινάκι[14] ἢ ἡ θεια-Ἀχτίτσα, ἡ σταχομαζώχτρα;[15] Ἢ μὴν εἶναι ἡ δαιμονικὴ Φραγκογιαννοῦ; Τὰ χέρια της δουλεύουν ἀσταμάτητα καὶ τὰ μάτια της μένουν ἀγγιστρωμένα στὸ πλεχτό.
Μιὰ ἐπιγραφὴ πάνω σὲ μαρμαρένια πλάκα: «Ἐδῶ ἐγεννήθη καὶ ἀπέθανε τὸ 1911 ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης». Ἡ καρδιά μου ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ δυνατότερα. Εἶναι τὸ σπίτι του. Μικρό, ἀνωγοκάτωγο, στριμωγμένο ἀνάμεσα στὴ μεγάλη πόρτα τῆς αὐλῆς τοῦ τοπικοῦ ἐργοστάσιου τῆς Δ.Ε.Η. καὶ στὰ τριγυρνὰ ψηλότερα σπίτια. Ἡ ἐξώπορτα εἶναι κλειστή. Ἕνα γέρικο κεφάλι, κρεμασμένο ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ἀνωγιοῦ, μοῦ λέει πὼς ἡ εἴσοδος εἶναι ἀπὸ τὴν πίσω μεριά. Ἀνεβαίνω μιὰ σανιδένια σκάλα. «Ἡ παλιὰ ἔχει σαπίσει», μοῦ ἐξηγεῖ τὸ γεροντάκι, «κι ἔχουνε κάμει προσωρινὰ τούτη δῶ ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέρος.»
Εἶν’ ἕνας μικρόσωμος, φρεσκοξυρισμένος, χαμογελαστὸς ἀνθρωπάκος, ὁ φύλακας καὶ ξεναγός τοῦ «Μουσείου Παπαδιαμάντη». Λέει, λέει ἀδιάκοπα, καθὼς γυρίζομε τὰ τρία μικρὰ δωμάτια μὲ τὸ καινούργιο σανιδένιο πάτωμα καὶ τὸν ἀκόμη μικρότερο διάδρομο. Μ’ ὅλο ποὺ τὸ σπίτι εἶναι σχεδόν ἄδειο, νιώθεις τὴ στενότητα τοῦ χώρου ποὺ μέσα του ζοῦσε ἡ πολυπρόσωπη φαμίλια τοῦ Παπᾶ-Διαμαντῆ ― ὁ ἴδιος, ἡ γυναίκα του ἡ Γκιουλιὼ[16] καὶ τὰ ἕξι παιδιά τους ποὺ ἐπιβίωσαν. Τὸ εἰσόδημα τοῦ παπᾶ δὲν ἔφτανε γιὰ ἀνετότερη ζωή.
Πολὺ λίγα ἀντικείμενα τοῦ συγγραφέα ὑπάρχουνε στὸ Μουσεῖο του. Δυὸ πορτρέτα μέτριας τέχνης. Ἕνα παλιὸ εἰκόνισμα στὴ γωνιά. Ὁ κοντυλοφόρος καὶ τὸ δοχεῖο γιὰ τὴν ἄμμο ποὺ στέγνωνε τὸ μελάνι. Ἕνα ξύλινο σεντούκι στὸ προσωπικό του δωμάτιο ― τὸ πιὸ μικρὸ ἀπ’ ὅλα. Ἕνα καντηλέρι. Τὸ τζάκι ὅπου ζεσταινόταν τὰ χειμωνιάτικα βράδια κι ὅπου σύρθηκε νὰ πεθάνει δίχως νὰ δεχτεῖ γιατρό.
— Γιατρέ μου, νὰ μὲ συμπαθᾶς. Ἐσὺ αὔριο θά ’ρθεις. Πρῶτα θὰ κάμω τὰ χριστιανικά, τοῦ ’πε.
Καὶ στὶς ἀδερφές του ποὺ τὸν εἴχανε φέρει:
— Τὸν παπὰ νὰ μοῦ φωνάξετε.
Κοινώνησε κι ἄκουσε τὴ μεγάλη εὐχή. Ἔξω φυσοῦσε βοριὰς κι ἡ βροχὴ ἔδερνε τὰ κεραμίδια καὶ τὰ παράθυρα, ὅπου εἶχαν ἁπλώσει μιὰ πατανία γιὰ νὰ ἐμποδίζει τὸν ἀέρα. Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει. Ἔστειλε τὴν Κυρατσούλα καὶ τὴν Οὐρανία νὰ κοιμηθοῦνε, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τους.
Ἔμεινε μόνος, μ’ ἕνα κερὶ νὰ φωτίζει ἁμυδρὰ τὸ δωμάτιο. Ἡ φωτιὰ στὸ τζάκι εἶχε χωνέψει. Ἄρχισε νὰ ψάλλει σιγανὰ τὸ τροπάριο τῶν ὡρῶν τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων:
Τὴν χεῖρά Σου τὴν ἁψαμένην
τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου…
Σταύρωσε τὰ χέρια κι ἔκλεισε τὰ βλέφαρα. Ἔτσι τόνε βρῆκαν οἱ ἀδερφές του τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, 3 τοῦ Γενάρη τοῦ 1911.
Στὸ πάτωμα, δίπλα στὸ τζάκι, εἶν’ ἁπλωμένο ἕνα στρῶμα. Νά ’ναι αὐτὸ ποὺ πάνω του ξεψύχησε; Πιὸ πέρα, στὸ ράφι τοῦ τοίχου, ἡ σειρὰ τῶν Ἁπάντων του, ποὺ δὲν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τυπωμένο οὔτε ἕνα τόμο τους ὅσο ζοῦσε. Εἶν’ ὅλα τόσο φτωχικά, τόσο βασανισμένα! Λὲς καὶ βγαίνει ἀπὸ μέσα τους ἕνας βαθύς πόνος, ἕνα βουβὸ μοιρολόι γιὰ τὴ μοίρα τῶν διαλεχτῶν. Ἴσως νά ’χανε δίκιο αὐτοὶ ποὺ διαλέξανε τὸ πικρὸ ἐπίγραμμα τοῦ μνημείου στὸ Μπούρτζι.
Κι ἔρχεται ἡ νύχτα. Ἡ νύχτα ποὺ δὲν εἶναι πιὰ τοῦ Παπαδιαμάντη. Τὰ φῶτα ἀνάβουνε στὴν παραλία. Ὁ κόσμος γίνεται πυκνός, χαρούμενος. Οἱ ξυπόλητοι ψαράδες ξυριστήκανε, βάλανε τὰ παπούτσια τους, καθαρά, σιδερωμένα πουκάμισα, καὶ κάνουνε κι αὐτοὶ τὴ βόλτα τους πλάι στοὺς ξένους. Τὰ γκαρσόνια, φερμένα ἀπὸ τὸ Βόλο γιὰ τούτη τὴ δουλειά, ἄψογα ντυμένα, περνοῦνε βιαστικὰ ἀνάμεσα ἀπὸ τ’ ἀραδιασμένα στὴν προκυμαία τραπέζια, σὰν ἰσορροπιστὲς ποὺ κάνουν ἐπίδειξη. Τὰ καΐκια, παραταγμένα στὸ μῶλο, μοιάζουνε, κάτω ἀπὸ τ’ ἄσπρο φῶς τῶν φαναριῶν, μὲ πελώρια θαλασσοπούλια κουρνιασμένα τὸ ἕνα δίπλα στ’ ἄλλο.
Τὸ Μπούρτζι παίρνει ἕνα ἀλλόκοτο κόκκινο χρῶμα ἀπὸ τὰ φῶτα ποὺ εἶναι κρεμασμένα στὰ πεῦκα του. Πίσω ἀπὸ τὴ Σχολή, ἀγνάντια στὴν Πούντα, εἶναι τὸ νάιτ κλάμπ: ἕνα ἀσήμαντο τσιμεντένιο χτήριο, δυὸ παλιὰ δίχτυα κρεμασμένα μπρὸς στὴν πόρτα του, κορμοὶ δέντρων γιὰ τραπέζια κι ἡ πελατεία τῶν νεαρῶν. Τὸ φῶς εἶναι πάντα βαθυκόκκινο, ἡ μουσικὴ ἀπὸ τὰ τζοὺκ μπὸξ ἀμερικάνικη καὶ τὰ ζευγάρια μόλις ποὺ σέρνουνε τὰ πόδια τους, σφιχταγκαλιασμένα, στὴν κυκλικὴ πίστα.
Ἕνα ψαροκάικο περνᾶ ἀνοιχτὰ κι οἱ λάμπες ποὺ τραβᾶ πίσω του ἁπλώνουνε χρυσὲς κορδέλες στὰ μαῦρα νερά. Μὰ κανεὶς δὲν τὸ προσέχει.
Οἱ Σκιαθίτες ἔχουνε πάρει στὰ ζεστὰ τὴ βιομηχανία τοῦ τουρισμοῦ. Στὴν παραλία ταμπέλες καὶ μικροὶ μαυροπίνακες πληροφοροῦνε τὸν ξένο γιὰ τὰ δρομολόγια τῶν καϊκιῶν τῆς «Κοινοπραξίας» στὶς μακρινὲς ἀμμουδιὲς τῆς Σκιάθος καὶ στ’ ἄλλα τὰ γειτονικὰ νησιά. Καὶ σὲ κάθε σταυροδρόμι τῆς μικρῆς πολιτείας συναντᾶς ἐπιγραφὲς καὶ βέλη ποὺ σοῦ δείχνουν τὸ δρόμο γιὰ ὅλα τ’ ἀξιοθέατα.
Ἀκολουθώντας μιὰ σειρὰ ἀπὸ τέτοιες ταμπέλες ἀφήνω πίσω μου τὴ Χώρα καὶ προχωρῶ ἀνατολικά. Ἡ ἀμμουδερὴ ἀκρογιαλιὰ σέρνεται στὸ γύρο μιᾶς νωθρῆς θάλασσας. Στὰ νερά της καθρεφτίζονται τ’ ἄσπρα σπίτια τῆς Σκιάθος. Μιὰ βάρκα εἶναι τραβηγμένη στὴ στεριά, γερμένη στὸ δεξὶ πλευρό της. Ὁ νοῦς μου πάει στὴ Λιαλιώ τὴ νοσταλγό:
― Νὰ ἔμβαινα σὲ μιὰ βαρκούλα, τώρα-δά… ἔτσι μοῦ φαίνεται … νά φτάναμε πέρα![17]
Πέρα, στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ θαμποφαίνεται στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα…
Ὁ δρόμος στρίβει ἀριστερά. Ἡ θάλασσα κρύβεται πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα. Προχωρῶ στὴ μέση μιᾶς μικρῆς κοιλάδας. Ἐλιές, ἀμπέλια, συκιές, κῆποι, φράχτες ἀπὸ βάτους στοὺς γύρους, σκόρπια ἀγροτικὰ σπίτια. Κοινή, γνώριμη εἰκόνα καὶ γι’ αὐτὸ τόσο ἀγαπητή. Ποῦ καὶ ποῦ συναντῶ κάποιον ἀγροδίαιτον[18] Σκιαθίτη, καβάλα στὸ μουλάρι ἢ στὸ γαϊδουράκι του. Περνᾶ πλάι μου χαρίζοντάς μου ἁπλὰ κι ἐγκάρδια, σὰ σὲ παλιὸ φίλο, τὸ χαιρετισμό του.
Τὰ βέλη μὲ τὶς ἐπιγραφές, καρφωμένα στοὺς κορμοὺς τῶν ἐλιῶν, ἐξακολουθοῦνε νὰ δείχνουν τὸ δρόμο. Τὸ δρόμο γιὰ τὴ λίμνη. Νά τηνε! Γαληνιῶσα, ἀντανακλῶσα εἰς τὰ νερά της τὸ αἴθριον κυανοῦν, ἁπλώνεται ὣς τὰ πόδια τῶν ἀπέναντι λόφων. Στὶς ὄχθες της μυτερὰ βοῦρλα καὶ λυγαριὲς κι ἀσφόδελοι κλίνουν τὰς χθαμαλὰς κορυφάς των πρὸς τὸ ὕδωρ, ὡς ν’ἀπέδιδον εἰς τὴν λίμνην τὴν ὀφειλομένην εὐγνώμονα ὑπόκλισιν.[19] Πυκνὲς συστάδες ἀπὸ καλάμια προχωροῦν ὣς μέσα στ’ ἀσάλευτα νερά. Τὰ δέντρα τῆς ἀντικρινῆς ὄχθης κοιτάζουνε τὴν εἰκόνα τους στὸν πελώριο καθρέφτη της. Εἶναι ἡ λίμνη τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ λίμνη τῆς Πολύμνιας. Ἔλεγε ἐκείνη:
―Ξέρεις ποῦ εἶναι ἴτσια;[20] Μπορεῖς νὰ μοῦ κόψεις τίποτα ἴτσια;
Κι αὐτός, δεκατετραετὴς μόλις, ἔτρεχε πρόθυμος, χωνόταν ὣς τοὺς ἀστραγάλους στὸ βάλτο, νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία της. Μὰ πάντα ὁ δυνατὸς καὶ βάναυσος Χριστοδουλής, ὁ γιὸς τοῦ ψαρᾶ, πρόφτανε νὰ γεμίσει τὴν ἀγκαλιά του ἀπὸ τὰ πτωχά ὡραῖα ἄνθη, ἀνακατωμένα μὲ κάθε λογῆς χόρτα, πρὶν ἐκεῖνος μαζέψει μικράν, ὅσην ἠδύνατο νὰ συνθλιβεῖ μεταξὺ ἀντίχειρος καὶ λιχανοῦ[21] δεσμίδα.
Ὅλα εἶναι ἐδῶ γνώριμα, παραδομένα στὴν ἀθανασία ἀπὸ τὴ μαγικὴ πένα τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη. Νά ὁ λευκὸς οἰκίσκος τοῦ μπαρμπα-Κωνσταντῆ τοῦ Μιτζέλου. Νά τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἅη Γιώργη, ὅπου κατάφευγε ὁ ἐρωτευμένος ἔφηβος γυρεύοντας παρηγοριὰ διὰ τοὺς πρωίμους πόνους τῆς καρδίας του. Ἡ στενὴ λουρίδα γῆς ἡ ἀμμώδης καὶ κισσηρώδης ποὺ χωρίζει τὴ λίμνη ἀπὸ τὴ θάλασσα. Καβούρια χώνουνται στὴ λάσπη της στὸ πλησίασμά μου καὶ ψάρια ἀναπηδοῦν ἀναταράζοντας τ’ ἀκίνητα νερά. Νά ἀκόμη πέρα στὴ ἀμμουδερὴ γλώσσα, στὸ γύρο τῆς θάλασσας, ὁ ἀνεμόμυλος τοῦ Ἀργύρη τοῦ Μπαρμπαπαναγιώτη, ἄσπρος, στρογγυλός, μὲ κομμένα τὰ φτερά του.
Στὸ ἴδιο τὸ παλιὸ καρνάγιο χτίζεται τώρα μιὰ καινούργια σκούνα. Κι ἀντίκρυ τοῦ κόλπου συνεχίζονται τὰ «ρόδιν’ ἀκρογιάλια»[22] ὣς τὰ Λαζαρέττα[23] καὶ τὴν πευκοσκέπαστη Πούντα. Ἔχει τόση γαλήνη ὁ τόπος ἐδῶ, μακριὰ ἀπὸ τὴ χλαλοὴ τῆς παραλίας τῆς Χώρας, κι εἶναι ὅλα τόσο ἀληθινὰ κι ἀφτιασίδωτα, ποὺ λὲς πὼς τίποτα δὲν ἄλλαξε ὁλόγυρα στὴ λίμνη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ κυρ-Ἀλέξαντρου.
Ἐπερπατοῦσα τὴν ἄμμον-ἄμμον, θερινὴν πρωίαν, πρὸς τὰς δυσμάς, ἐκεῖ ὅπου εἶναι σκιαὶ ἀκόμη…[24]
Ἀκολουθῶ τὰ βήματα τοῦ κυρ-Ἀλέξαντρου, θερινὴν πρωίαν κι ἐγώ, στὴ Μεγάλη Ἀμμουδιά,[25] τὸν κόρφο ποὺ ἀνοίγεται δυτικὰ τῆς πολίχνης. Ἡ ἄμμος ἐδῶ εἶναι χοντρή, σὰν τσαχίλι.[26] Κάμποσοι ἀνυπόμονοι παραθεριστὲς ἔχουνε κιόλας βουτήξει στὴ θάλασσα. Μερικοὶ ἄλλοι κάθονται στὰ δυὸ κεντράκια. Ἡ ἐρημιὰ κι ἡ γαλήνη ποὺ ἀπολάμβανε ὁ μονήρης περιπατητής-συγγραφέας ἔχουν διωχτεῖ ἀπὸ δῶ. Ὅμως ὁ τόπος ἀποπνέει πάντα μιὰν ἱερότητα.
Ἄλλοτε, εἰς τὸ ἔαρ τοῦ βίου μου, ἠρχόμην πολλάκις τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν Μεγάλην Ἀμμουδιάν. Κι ἐδῶ ρεύματα καὶ χείμαρροι καὶ φλέβες νεροῦ καὶ ρυάκια διέσχιζον τὴν ἄμμον. Τώρα, μετὰ τόσων παλαιῶν ἐνιαυτῶν μακρὰν ξενητείαν, εἰς τὸ φθινόπωρον αὐτὸ τῆς ζωῆς, ἔρχομαι ἐδῶ τὴν πρωίαν. Τί ἔγιναν τὰ ρεύματα, τὰ ρυάκια, τὰ νάματα τὰ δροσερά, ὅσα κατήρχοντο ἀπὸ τοὺς λόφους καὶ διέσχιζον τὴν ἄμμον; Τί ἔγιναν αἱ πηγαὶ καὶ τὰ νάματα τῆς νεότητος, τὰ ὁποῖα ἀνέβλυζόν ποτε καὶ ἐδρόσιζον τὴν ψυχήν μου; [27]
Ἡ ἀμμουδιὰ τελειώνει. Ἡ ἀκτὴ γίνεται ἀπότομη, προχωρεῖ μέσα στὴ θάλασσα, βράχινο ἀκρωτήρι.
Ὅμως ἡ τραχύτητα δὲν πάει στὴν ἤρεμη Σκιάθο. Πίσω ἀπὸ τ’ ἀκρωτήρι καρτερεῖ μιὰ καινούργια ἀγκαλιὰ τῆς γῆς. Δυὸ μικρὰ καΐκια στὴ στεριά, τὸ ἕνα ἕτοιμο, τ’ ἄλλο σκελετὸς ἀκόμη, μὲ τὸν ἥλιο νὰ περνᾶ ἀνάμεσ’ ἀπὸ τὰ πλευρά του. Μιὰ καλύβα. Ξύλα καὶ μαδέρια σκόρπια ἐδῶ κι ἐκεῖ. Πέντ’-ἕξι ἄνθρωποι. Κι ὁ κρότος τοῦ σφυριοῦ, ποὺ χτυπᾶ στὸν ἀπέναντι κάβο καὶ γυρίζει πίσω. Εἶναι ὁ μικρὸς ἀρσανᾶς, ὁ πέραν τῆς δυτικῆς ἐσχατιᾶς τοῦ παραθαλασσίου χωρίου.[28]
Στὴν ἀνατολικὴ μεριά του στέκει φρουρὸς ἕνας ἀκόμη κάβος… Ἕνα μικρὸ δάσος ἀπὸ κυπαρίσσια στεφανώνει τὴν κορφή του. Ἀνάμεσα στὰ δέντρα ξεχωρίζουν ἄσπροι σταυροί. Ἠρέμα καὶ βραδέως ἀνέρχομαι.[29]
Ὁ θαλασσινὸς ἀέρας φτερουγίζει πάνω ἀπὸ τὰ μνήματα τῶν ναυτικῶν τῆς Σκιάθος. Στὸ πέρασμά του τὰ λυπημένα κυπαρίσσια ἀρχίζουν ἕνα σιγανὸ θρῆνο, ἕνα μοιρολόι ποὺ κάνει τὰ μικρὰ πουλιὰ νὰ φεύγουνε μακριὰ τρομαγμένα.
Ὦ κοιμητήριον! Ἀπό ὅλας τὰς τόσας σκοπιὰς καὶ περιωπὰς τὰς ὑπερκειμένας τῆς θαλάσσης, σὺ μόνον βλέπεις μὲ ἀπτόητον διαυγὲς ὄμμα τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα ― καὶ δὲν τὰ λέγεις.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ νεκροταφείου εἶναι μικρὴ καὶ ταπεινή, σὰν ξωκκλήσι. Εἰκόνες ἁπλοϊκές, λαϊκῆς τέχνης εἶναι ἀραδιασμένες στὸ τέμπλο της. Ὅμως ἐκεῖ, στὴν ποδιὰ ἑνὸς παράθυρου, βρίσκεται ἕνα πανέρι, σκεπασμένο μ’ ἄσπρο πανί. Ἂν σηκώσεις τὸ πανί, θὰ δεῖς, ἀνάμεσα σὲ ξερὰ λουλούδια, ἕνα κρανίο. Τὸ κρανίο τοῦ Παπαδιαμάντη.
Τὸ ταξίδι ἔχει τελειώσει. Ἔπλευσα κι ἀπέκαμα καὶ ἐνυκτώθην.[30]
~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ
Τὸ παραπάνω κείμενο ἀποτελεῖ τὴ συνένωση τεσσάρων συνεχόμενων ἐπιφυλλίδων τοῦ Γιώργη Μανουσάκη, ποὺ δημοσιεύτηκαν γιὰ πρώτη φορά, πρὶν ἀπὸ ἑξήντα ἀκριβῶς χρόνια, στὴν ἐφημερίδα Κῆρυξ τῶν Χανίων (14, 15, 22 καὶ 29 .11.1964), μὲ τὸν γενικὸ τίτλο «Σκιάθος» καὶ τοὺς ἑξὴς ὑπότιτλους: Α΄ Πρῶτες εἰκόνες. Β΄ Ἀκρογιάλια κι ἀμμουδιές. Γ΄ Οἱ ἄνθρωποι κι ὁ ποιητής της. Δ΄ Στ’ ἀχνάρια τοῦ Παπαδιαμάντη.
Τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὶς ἐπιφυλλίδες τοῦ εἶχε δώσει ἕνα ταξίδι-προσκύνημα στὸ νησὶ τοῦ Παπαδιαμάντη «τὸ καλοκαίρι τοῦ 1964», ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ στὴν ἀρχή. Ἐκεῖνες οἱ ταξιδιωτικὲς ἐντυπώσεις του, συνδυασμένες μὲ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, καὶ δή, κυρίως, μὲ δεκαπέντε διηγήματα (ἀναφέρονται στὶς Σημειώσεις) μετουσιώθηκαν σὲ τέσσερεις ἐπιφυλλίδες.
Λάτρης τοῦ ἔργου τοῦ Παπαδιαμάντη, μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ξανακοίταξε καὶ βελτίωσε ἐκεῖνες τὶς παλιὲς ἐπιφυλλίδες, μὲ σκοπό, ἑνοποιημένες, νὰ τὶς ἀναδημοσιεύσει. Ἀφαίρεσε δηλαδὴ μικρὰ ἢ μεγάλα τμήματα ‒1 ἕως 162 λέξεις‒ ὡς περιττά· πρόσθεσε ἄλλα ‒ 1 ἕως 135 λέξεις· ἄλλαξε λέξεις ἢ τύπους λέξεων. Δημιουργήθηκε ἔτσι ἕνα νέο, ἑνιαῖο, ταξιδιωτικὸ κείμενο πιὸ σφιχτοδεμένο, μὲ τίτλο τὸν ὑπότιτλο τῆς ἐπιφυλλίδας Δ΄: «Στ’ ἀχνάρια τοῦ Παπαδιαμάντη» καὶ νέο ὑπότιτλο σὲ παρένθεση (ἕνα προσκύνημα πρὶν ἀπὸ 37 χρόνια).
Γιὰ τυχὸν λάθη ἀντιγραφῆς, ἔχει γίνει ἀντιπαραβολὴ μὲ τὰ διηγήματα στὰ Ἅπαντα τοῦ Παπαδιαμάντη, στὴν κριτικὴ ἔκδοση: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, 1981‒ 1988. Φράσεις καὶ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη παρατίθενται μὲ πλάγια γράμματα. Πρώτη δημοσίευση μὲ αὐτὴ τὴ μορφὴστὴ Νέα Ἑστία, τχ. 1737, Σεπτέμβριος 2001.
[1] Φράση ἀπὸ τὸ διήγημα «Ἁμαρτίας φάντασμα» (1900), ποὺ ὁ Μανουσάκης γράφει ἀπὸ μνήμης· ἡ ἀκριβὴς διατύπωση εἶναι: Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα.
[2] Τὸ ἀπόσπασμα ἀνήκει στὸ διήγημα «Τὰ Λιμανάκια» (1907).
[3] Λασιόστηθος: μὲ πυκνὲς τρίχες (λάσιος) στὸ στῆθος.
[4] Ἀναφορὰ στὸ διήγημα «Ὁ Ἀμερικάνος» (1891), ἀπὸ ὄπου καὶ οἱ προηγούμενες φράσεις τῆς παραγράφου.
[5] Ἡ φράση αὐτὴ καὶ τῶν δύο ἑπόμενων παραγράφων ἀπὸ τὸ διήγημα «Ὑπηρέτρα». Διήγημα ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων (1888).
[6] Ὀδαλίσκη: γυναίκα στὸ χαρέμι τοῦ σουλτάνου κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
[7] Ἀπὸ τὸ διήγημα «Ἡ Μαυρομαντηλοῦ» (1891), ἀπὸ ὅπου καὶ οἱ φράσεις τῆς ἑπόμενης παραγράφου.
[8] «Οἱ μάγκες τῆς πόλεως» ἀπό τὸ διήγημα «Τ’ Ἀερικὸ στὸ δέντρο» (1907). Ὁ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος διορθώνει «μάγκαι», ἀναφέροντας ὅτι ἡ λέξη «μάγκες» ἦταν τῆς α΄ έκδ (Βαλέτας 1954· αὐτὴν εἶχε ὑπόψη του ὁ Μανουσάκης το 1964 ποὺ ἔγραφε τὶς ἐπιφυλλίδες γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη).
[9] Ἁλύπαιδες: δὲν κατάφερα νὰ βρῶ οὔτε τὴ λέξη οὔτε τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅπου αὐτὴ ἀναφέρεται. Δὲν βρῆκα τὴ λέξη οὔτε στὰ λεξικά. Δὲν ὑπάρχει τὸ χειρόγραφο τοῦ Γ. Μανουσάκη νὰ έλέγξω μήπως ἔγραφε (τὸ πιὸ πιθανό) «ἀγυιόπαιδες», παιδιὰ τοῦ δρόμου δηλαδή· στὸ παραπάνω διήγημα (σημ. 9) διαβάζουμε μετὰ τὴν τρὶς ἀναφερόμενη λέξη: «μάγκας», «μάγκαι», «μάγκαν», τὴν περίπου συνώνυμή της στὴ φράση: Ὅλη ἡ μικρὰ συμμορία τῶν ἀγυιπαίδων…
[10] Ἀπὸ τὸ διήγημα «Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον» (1925).
[11] Κοσμοκαλόγερος: φανερὴ ἀναφορὰ στὴν ὁμότιτλη μυθιστορηματικὴ βιογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸν Μιχ. Περάνθη (1η ἔκδοση, Τυπογραφεῖο Π. Διαλησμά, Ἀθήνα 1948).
[12] Θεια-Κυρατσώ: πρόσωπο στὸ διήγημα «Ὁ Ἀμερικάνος» (1891).
[13] Γριὰ Ραγιάδαινα: πρόσωπο στὸ διήγημα «Τὸ Σπιτάκι στὸ Λιβάδι» (1896).
[14] Ἡ Μορισὼ τὸ Γιαλινάκι: πρόσωπο στὸ διήγημα «Ἡ Ἀποσώστρα» (1905).
[15] Θεια-Ἀχτίτσα, σταχομαζώχτρα: πρόσωπο στὸ διήγημα «Ἠ Σταχομαζώχτρα» (Χριστουγεννιάτικον διήγημα) (1889).
[16] Γκιουλιώ: ὑποκοριστικὸ τοῦ ὀνόματος Ἀγγελική, τῆς μητέρας τοῦ Παπαδιαμάντη.
[17] Ἀπὸ τὸ διήγημα «Ἡ Νοσταλγός» (1894)· ἡ ἀναφερόμενη φράση βρίσκεται στὴν ἀρχὴ τοῦ διηγήματος.
[18] Ἀγροδίαιτον: ἀπὸ τὴ φράση «ἡ καλὴ γραῖα ἦτο πάντοτε ἀγροδίαιτος» στὸ διήγημα «Θέρος ‒Ἔρος». Εἰδύλλιον Πρωτομαγιᾶς (1891).
[19] Ἀπὸ τὸ διήγημα «Ὁλόγυρα στὴ λίμνη». Ἀναμνήσεις πρὸς φίλον (1892)· ἀπὸ τὸ ἴδιο καὶ ὅλα τὰ ἀποσπάσματα μέχρι τὸ τέλος τῆς ἑπόμενης παραγράφου.
[20] Ἴτσια: εἶναι τὰ ἄνθη νάρκισσοι, ἴα, μενεξέδες ἤ μανουσάκια.
[21] Λιχανός: ὁ δείκτης, τὸ δάχτυλο δίπλα στὸν ἀντίχειρα.
[22] Παραπέμπει στὸν τίτλο τοῦ ἔργου «Τὰ Ρόδιν’ ἀκρογιάλια». Κοινωνικὸν μυθιστόρημα (1908).
[23] Λαζαρέττα: ἀπομακρυσμένα νησάκια, ὅπου ὑποχρεώνονταν πλοῖα καὶ ἐπιβάτες νὰ περάσουν τὶς μέρες τῆς καραντίνας λόγῳ ἐπιδημιῶν, τῆς χολέρας ἢ τῆς πανούκλας. Γενικά: λαζαρέτο σήμαινε λοιμοκαρθατήριο.
[24] Ἀπὸ τὸ διήγημα «Φλώρα ἢ Λάβρα» (1925).
[25] Μεγάλη Άμμουδιά: παραλία στὴ Σκιάθο· ἀναφορὰ στὸ διήγημα «Φλώρα ἢ Λάβρα» (1925).
[26] Τσαχίλι (λέξη τουρκικῆς προέλευσης, ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν Κρήτη): χαλίκι λεῖο ἀπὸ τὰ κύματα.
[27] Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ διήγημα «Φλώρα ἢ Λάβρα».
[28] Ἡ φράση ἐλαφρῶς παραλλαγμένη απὸ τὸ διήγημα «Τὰ Ρόδιν’ ἀκρογιάλια».
[29] Ἀπὸ τὸ διήγημα «Φλώρα ἢ Λάβρα», ὅπως καὶ τὸ ἑπόμενο ἀπόσπασμα.
[30] Φράση ἀπὸ «Τὰ Ρόδιν’ ἀκρογιάλια»: στὴν τελευταία παράγραφο τοῦ Προλόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου