Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

«Βιολιτζής» διήγημα του Τόμας Χάρντι (1840 – 1928) από τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες από το Ουέσσεξ» (μτφ. Έφη Φρυδά, εκδ. «Ροές - Ξένη Λογοτεχνία», 2023)

 ..............................................................




                 Τόμας Χάρντι (1840 – 1928)



·        «Βιολιτζής» διήγημα του Τόμας Χάρντι (1840 – 1928) από τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες από το Ουέσσεξ» (μτφ. Έφη Φρυδά, εκδ. «Ροές - Ξένη Λογοτεχνία», 2023)

 

«Μια που μιλάμε για Πανηγύρια, Διεθνείς εκθέσεις και τα σχετικά» είπε ο γηραιός κύριος, «στις μέρες μας δεν θα πήγαινα ούτε ως τη γωνιά για να τις δω. Μια μόνο εκδήλωση μου έκανε εντύπωση και πάντα θα τρέφει τη φαντασία μου – η πρώτη μιας σειράς, η μητέρα όλων, που τώρα ανήκει στο παρελθόν: το Μεγάλο Πανηγύρι του 1851, στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου. Κανείς απ’ τη νέα γενιά δεν μπορεί να καταλάβει τι καινούργιο μας έφερε τότε, σε μας που ‘μασταν νέοι. Μια λέξη έγινε σήμα κατατεθέν λόγω της περίστασης. Υπήρχαν καπέλα «έκθεσης», λουρί για ξυράφι «έκθεσης», ρολόγια «έκθεσης». Μάλιστα· ακόμα και καιρός «έκθεσης», οινοπνευματώδη «έκθεσης», αγαπημένοι, μωρά, σύζυγοι – πήραν όλα απ’ αυτό τ’ όνομά τους.

   »Για το Νότιο Ουέσσεξ το έτος εκείνο έθεσε ένα εκπληκτικό χρονολογικό όριο, μια μεταβατική γραμμή, όπου συνέβη κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί Ρήγμα στο Χρόνο. Όπως στο γεωλογικό «σφάλμα», μας παρουσιάστηκε ένας αιφνίδιος συγκερασμός αρχαίου και σύγχρονου, κάτι που μάλλον η περιοχή δεν είχε ξαναδεί από την εποχή των Κατακτητών».

   Χάρη στις παρατηρήσεις αυτές ανοίξαμε μια συζήτηση γύρω από διάφορα πρόσωπα, ευγενή κι απλά, που ζούσαν και κινούνταν μες στο στενό ειρηνικό μας ορίζοντα την εποχή εκείνη – ειδικότερα για τρεις ανθρώπους. Η μικρή ιστορία τους συνδεόταν παράξενα με την Έκθεση, και τους αφορούσε περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον κατοικούσε στα απόμερα εκείνα σκιερά μέρη, στο Στίκλφορντ, στο Μέλλστοκ και στο Έγκτον. Πρώτος και καλύτερος ανάμεσα στους τρεις ο Ουάτ Ολλαμούρ – αν υποθέσουμε πως αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα -, τον οποίο οι παλιότεροι της συντροφιάς γνώριζαν καλά.

   Έλεγαν πως ήταν από τους άντρες που αρέσουν – και πολύ μάλιστα – στις γυναίκες – εξωτερικά τουλάχιστον. Στους άντρες δεν άρεσε· ίσως μάλιστα  να τον αντιπαθούσαν. Μουσικός, δανδής – με δυο λόγια: άνθρωπος της παρέας. Κτηνίατρος υποτίθεται, εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στο χωριό Μέλλστοκ, ερχόμενος θεός ξέρει από πού. Αν και κάποιοι λένε ότι πρωτοεμφανίστηκε σε τούτη τη γειτονιά ως βιολιτζής σε μια παράσταση στο πανηγύρι του Γκρηνχιλλ.

   Πολλοί, πάρα πολλοί κάτοικοι του χωριού ζήλευαν την επιρροή του στις άμαθες παρθένες· μάλιστα κάποιες φορές τους ασκούσε μια δύναμη αλλόκοτη, μαγική. Η εμφάνισή του δεν ήταν άσχημη, αν και δεν έμοιαζε ιδιαίτερα με Άγγλο: το δέρμα του είχε ένα βαθύ σκούρο χρώμα, και τα ατημέλητα, κάπως λιπαρά μαλλιά του λιπαίνονταν ακόμα περισσότερο με τις μυστικές πομάδες που τα πασπάλιζε· χάρη σ’ αυτές ανέδυε αρώματα ερωτικά, σκορπώντας τα μόλις έμπαινε κάπου – αψιθιά λες, μουλιασμένη σε λάδι λυχνίας. Κάποιες φορές έκανε τα μαλλιά του μπούκλες – δυο σειρές – που απλώνονταν γύρω από το κεφάλι του. Επειδή όμως κάποιες άλλες φορές έλειπαν εμφανώς, συμπεραίναμε πως δεν επρόκειτο για δημιουργία της Φύσης. Κορίτσια που ο έρωτας για εκείνον είχε μετατραπεί σε μίσος του απένειμαν το παρατσούκλι «Τούφας», λόγω της πυκνής ως κάτω στους ώμους χαίτης του. Με τον καιρό το παρατσούκλι καθιερώθηκε.

   Η βιολιστική του είχε περισσότερο να κάνει με τη σαγήνη που ασκούσε ο ίδιος, διότι είχε πράγματι μια ποιότητα αλλόκοτη και προσωπική, σαν αυτή ενός πλανόδιου ιεροκήρυκα. Οι τόνοι του βιολιού του έπειθαν ότι μόνο η οκνηρία και η αποστροφή του προς κάθε συστηματική προσπάθεια χώριζαν τον «Τούφα» από την καριέρα ενός δεύτερο Παγκανίνι.  

   Όταν έπαιζε, έκλεινε τα μάτια. Χωρίς να ξέρει νότες άφηνε απλώς το βιολί να κινείται σαν με δική του βούληση στα πιο παραπονιάρικα κομμάτια που είχε ποτέ παίξει άνθρωπος της υπαίθρου. Λες κι είχαν μιλιά δικιά τους οι μελαγχολικές μουσικές φράσεις του – και μια παγοκολόνα θα συγκινούσαν. Αν ένα παιδί της ενορίας είχε κάποια ευαισθησία στη μουσική, μες σε λίγα λεπτά εκείνος μπορούσε να το κάνει να αναλυθεί σε λυγμούς, παίζοντας απλώς με το βιολί του κάποιο παλιό χορευτικό κομμάτι που είχε διασκευάσει. Γρήγοροι δημοτικοί χοροί, λαϊκά τραγούδια και «τοπικοί χοροί με γρήγορα βήματα» του περασμένου αιώνα· απομεινάρια, αποσπάσματα, εμφανίζονταν σαν ανώνυμες οπτασίες, σε νέες καντρίλιες και ζωηρούς, πηδηχτούς χορούς που θα αναγνώριζαν μόνο οι παράξενοι, οι παλιομοδίτες και κάποιες σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που έτυχαν να βρεθούν με κάποιον σαν τον Ουάτ Ολλαμούρ στα παιδικά τους χρόνια.

   Ο Ουλλαμούρ έβγαινε λίγο μετά τη χορωδία του Μέλλστοκ που την αποτελούσαν οι Ντιούι, ο Μέιλ και οι υπόλοιποι· δεν εμφανιζόταν παρά όταν οι πασίγνωστοι αυτοί μουσικοί – εκκλησιαστικοί λειτουργοί – διαλύονταν. Η βαθιά τους αγάπη για τη λεπτομέρεια τους έκανε να απεχθάνονται το στυλ του καινούργιου. Ο Θεόφιλος Ντιούι (ο μικρότερος αδελφός του πλανόδιου Ρούμπεν) συνήθιζε να λέει ότι δεν είχε ουσία, το δοξάρι ούτε λυγούσε ούτε ήταν στέρεο· όλα ήταν ψεύτικα. Μπορεί και να ‘χε δίκιο. Πάντως ο Τούφας δεν είχε ποτέ στη ζωή του τραβήξει ούτε μια δοξαριά εκκλησιαστικής μουσικής. Ούτε μια φορά δεν κάθισε στην εκκλησία του Μέλλστοκ εκεί που οι άλλοι συντόνιζαν ξανά και ξανά, εκατοντάδες φορές, γεμάτοι ευσέβεια, τις ψαλμωδίες τους. Το ρεπερτόριό του περιλάμβανε αποκλειστικά μουσικές του διαβόλου. «Δεν μπορούσε να παίξει το Wold Hundreath (o συγγραφέας πρέπει να εννοεί το Old 100th Hundreath, παλαιό χριστιανικό ύμνο των Ψαλμών των Ουγενότων, που αποδίδεται στον Γάλλο συνθέτη Louis Bourgeois (1510-1560)) στο σωστό ρυθμό, κι ήταν ανίκανος να παίξει «το μπρούτζινο φίδι» έλεγε ο πλανόδιος. (Στο Μέλλστοκ θεωρούσαν πως το «φίδι» ήταν πνευστό μουσικό όργανο μεγάλης δυσκολίας).

   Φορές φορές ο Τούφας κατάφερνε να προκαλέσει, όπως είπαμε, μια ισχυρή συγκίνηση στις ψυχές των ενηλίκων, ειδικά νεαρών γυναικών με εύθραυστο και ευεπηρέαστο ψυχισμό. Σαν την Καρλάιν Άσπεντ. Αν και, πριν τον γνωρίσει, ήταν λογοδοσμένη και ετοιμαζόταν να παντρευτεί, οι σπαραξικάρδιες μελωδίες του Τούφα Ολλαμούρ την επηρέασαν περισσότερο απ’ όλες, προς μεγάλη της ταλαιπωρία – για την ακρίβεια προς μεγάλη οδύνη και ζημία της. Όμορφο κορίτσι η Καρλάιν, με μικρό στόμα κι έκφραση παρακλητική· βασικό της μειονέκτημα (ακολουθώντας το φύλο της): η τάση της να γίνεται εύθικτη και νευρική. Την εποχή εκείνη δεν κατοικούσε στην ενορία του Μέλλστοκ όπου έμενε ο Τούφας, αλλά μερικά χιλιόμετρα έξω από το Στίκλφορντ, πέρα στο ποτάμι.

   Πώς και πού ακριβώς πρωτογνώρισε αυτόν και τι βιολί του κανείς δεν ξέρει, η ιστορία όμως λέει ότι η γνωριμία τους ξεκίνησε ή εκτυλίχθηκε ένα ανοιξιάτικο απόβραδο, όταν η Καρλάιν, περνώντας μέσα από το Λόουερ Μέλλστοκ, σταμάτησε τυχαία για να ξαποστάσει στο γεφύρι κοντά στο σπίτι του, στο ακουμπώντας νωχελικά στο παραπέτο. Ο Τούφας στεκόταν στο κατώφλι του, όπως συνήθιζε, παίζοντας στο βιολί του ένα πλάνο θέμα με δέκατα έκτα και τριακοστά δεύτερα, σε Μι, προς χάριν των περαστικών, γελώντας με το δάκρυ που κυλούσε κορόμηλο από τα μάτια των μικρών παιδιών γύρω του. Απορροφημένη δήθεν από τον κυματισμό του νερού κάτω απ’ τις καμάρες, η Καρλάιν άκουγε· κι εκείνος το ήξερε. Σε λίγο η καρδιά της σπάραζε, και συνάμα φλεγόταν από μια τρελή λαχτάρα να γλιστρήσει σαν αεράκι στους λαβύρινθους ενός αέναου χορού. Για να ξεφύγει από τη σαγήνη αποφάσισε να προχωρήσει – όμως θα περνούσε από μπροστά του ενόσω εκείνος έπαιζε. Κρυφοκοιτώντας τον καλλιτέχνη διαπίστωσε ανακουφισμένη πως ήταν δοσμένος στη μουσική του κι είχε τα μάτια κλειστά. Ξεκίνησε λοιπόν με μεγάλο αποφασιστικό διασκελισμό. Αλλά, καθώς πλησίαζε, το βήμα της γινόταν πιο διστακτικό, το πάτημά της ολοένα δονούμενο στη μελωδία, σαν να χόρευε με τον ρυθμό. Ξεκλέβοντας μια ακόμα ματιά, όταν βρέθηκε ακριβώς απέναντί του, είδε πως το ένα του μάτι ήταν ανοιχτό κι εκείνος χαμογελούσε παρατηρώντας την. Το βήμα της δεν κατάφερνε να απελευθερωθεί από τα παιχνιδίσματα που εκείνος επέβαλλε, παρά μόνο αφότου προσπέρασε και απομακρύνθηκε πολύ από το σπίτι. Όσο για το αλλόκοτο ξεμυάλισμα, πήρε ώρες να ξεθυμάνει.

   Μετά από εκείνη την ημέρα όποτε είχε χορό στην περιοχή όπου ίσως να ήταν καλεσμένος και ο μουσικός Τούφας Ολλαμούρ, η Καρλάιν έβρισκε τρόπο να παρευρίσκεται, αν και κάποιες φορές έπρεπε να διανύσει μίλια και μίλια. Γιατί εκείνος δεν έπαιζε συχνά στο Στίκλφορντ, προτιμούσε άλλες περιοχές.

   Οι επόμενες μαρτυρίες της επιρροής του πάνω της ήταν πολύ αλλόκοτες, και για εξήγηση θα έπρεπε να απευθυνθούμε σε ειδικό νευρολόγο. Εκεί που η Καρλάιν καθόταν ήσυχα ήσυχα μες στο ημίφως του σούρουπου στο σπίτι του πατέρα της, υπαλλήλου της ενορίας – ένα σπίτι καταμεσής του κεντρικού δρόμου του Στίκλφορντ, στη δημοσιά ανάμεσα στο Λόουερ Μέλλστοκ και στο Μόρφορντ, πέντε μίλια ανατολικά -, ξάφνου, χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, και στη μέση μιας συζήτησης γενικού ενδιαφέροντος μεταξύ του πατέρα της, της αδελφής και του νεαρού μνηστήρα της – που την κόρταρε αφοσιωμένα, αγνοώντας το ξεμυάλισμά της -, η Καρλάιν τιναζόταν απ’ τη θέση της στην κόχη του τζακιού, σαν να την χτύπαγε ηλεκτρικό ρεύμα, και πετιόταν σπασμωδικά, ψηλά, προς το ταβάνι. Έπειτα έμπηγε τα κλάματα, και χρειαζόταν κάπου μισή ώρα για να ηρεμήσει και να συνέλθει. Ο πατέρας της γνωρίζοντας ότι το μικρότερο παιδί του είχε κάποιες τάσεις υστερίας, ανησυχούσε πολύ, φοβόταν μήπως ήταν επιληπτικές κρίσεις. Ωστόσο, δεν συνέβαινε το ίδιο με την αδελφή της την Τζούλια. Γιατί εκείνη είχε μυριστεί την αιτία. Πριν τιναχτεί σαν ελατήριο, ένα ιδιαιτέρως ευαίσθητο αυτί – και μόνο αυτό – τοποθετημένο στην κόχη του τζακιού θα μπορούσε, από τον αεραγωγό της καμινάδας, να πιάσει τον ρυθμό του βήματος ενός άντρα που περνούσε από τη δημοσιά. Ήταν το βήμα που η Καρλάιν πρόσμενε – ο λόγος του αθέλητου τινάγματός της. Ο περαστικός ήταν ο Τούφας Ολλαμούρ, όπως πολύ καλά ήξερε η κοπέλλα. Όμως δεν ερχόταν για να επισκεφθεί εκείνη. Μιαν άλλη γυναίκα γύρευε, την οποία ονόμαζε «Αρραβωνιαστικιά» του· έμενε στο Μόρφορντ, κάπου δυο μίλια πιο κάτω. Μία και μόνο μία φορά η Καρλάιν δεν μπόρεσε να ελέγξει τον εαυτό της· κι έτυχε τότε να είναι παρούσα η αδελφή της μονάχα. «Ω – Ω – Ω!» ψέλλισε. «Σε κείνην πάει, όχι σε μένα

   Για να πούμε και του βιολιστή το δίκιο, εκείνος δεν είχε εντυπωσιαστεί καταρχάς, ούτε είχε κουβεντιάσει ιδιαίτερα με το ευεπηρέαστο τούτο κορίτσι. Αλλά δεν άργησε να ανακαλύψει το μυστικό της, και δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ ένα εύκολο παιχνίδι με την ευάλωτη φύση της· ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν ιντερλούδιο για τους σοβαρότερους έρωτες του Μόρφορντ. Οι δυο τους, η Καρλάιν και ο Ολλαμούρ, γνωρίστηκαν καλά, αν και μόνο στα κρυφά· ούτε ψυχή στο Στίκλφορντ, εκτός από την αδελφή της και τον αγαπημένο της Νεντ Χίπκροφτ, δεν αντιλήφθηκαν τη σχέση αυτή. Ο πατέρας της προβληματιζόταν με την ψυχρότητα της Καρλάιν προς τον Νεντ. Η αδελφή της από την άλλη ήλπιζε ότι, με τον καιρό, θα ξεπερνούσε το έντονο πάθος για έναν άντρα που δεν ήξερε καλά καλά. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ο αρρενωπός και ανεπιτήδευτος εραστής της, Έντουαρντ, να συμπεράνει πως μάταια την πολιορκούσε. Ήταν ένας αξιοπρεπής μηχανικός, σε μια πολύ πιο σταθερή θέση από τον Τούφα, τον αυτοαποκαλύμενο αλογογιατρό. Όταν όμως, πριν την αφήσει, την ρώτησε ευθέως, μια και καλή, αν δεχόταν να τον παντρευτεί εκείνη τη στιγμή, ή τότε ή ποτέ, δεν περίμενε κάτι περισσότερο από την αρνητική απάντηση που εισέπραξε. Μπορεί να είχε την υποστήριξη του πατέρα και της αδελφής της, εκείνος όμως βιολί δεν ήξερε για να της ρουφήξει την ψυχή μέσα απ’ το σώμα, σαν νήμα ιστού αράχνης, όπως έκανε ο Τούφας, ώσπου να νιώσει αδύναμη, περικοκλάδα μόνη χωρίς πουθενά να στηριχθεί. Για να πούμε την αλήθεια, ο Χίπκροφτ δεν είχε μουσικό αυτί. Ούτε δυο νότες δεν μπορούσε να τραγουδήσει, πόσο μάλλον να παίξει κιόλας.

   Το Όχι που περίμενε και έλαβε, παρά την κάποια αρχική ενθάρρυνση, έδωσε στη ζωή του Νεντ νέα ώθηση. Ειπώθηκε με τέτοιο τόνο, με μια σχεδόν θλιμμένη παράκληση, που εκείνος αποφάσισε να μην επιμείνει άλλο. Κατάλαβε ότι η Καρλάιν καθόλου δεν θα στενοχωριόταν βλέποντάς τον να ξεμακραίνει στο βάθος του δρόμου. Έτσι, έφυγε από εκείνο τον τόπο με προορισμό φυσικά το Λονδίνο.

   Ο σιδηρόδρομος για το Νότιο Ουέσσεξ ήταν υπό κατασκευή, αλλά δεν είχε ακόμα δοθεί στην κυκλοφορία. Έτσι ο Χίπκροφτ έφτασε στην πρωτεύουσα μετά από έξι μέρες πεζοπορία, όπως τόσοι και τόσοι, και μάλιστα καλύτεροί του, είχαν κάνει πριν από αυτόν. Ήταν ένας από τους τελευταίους της τάξης των μαστόρων που χρησιμοποιούσαν αυτό τον παρωχημένο πλέον τρόπο ταξιδιού προς τα σημαντικά κέντρα εργασίας, ο οποίος τότε, και από τους πανάρχαιους χρόνους ακόμα, ήταν τόσο συνηθισμένος.

   Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο κι έπιασε δουλειά ως τεχνίτης. Πιο τυχερός από πολλούς, με την αφιλοκερδή προθυμία του να τον καθιστά έναν από τους πρώτους του κλάδου. Τα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν δεν έμεινε ποτέ χωρίς δουλειά. Ούτε προχωρούσε ούτε υποχωρούσε με τη «σύγχρονη» έννοια· βελτιωνόταν ως τεχνίτης, χωρίς όμως να μετακινείται χιλιοστό από άποψη κοινωνικής θέσης. Όσο για την αγάπη του προς την Καρλάιν, ο Χίπκροφτ διατηρούσε μιαν απροσπέλαστη σιωπή. Αναμφίβολα τη σκεφτόταν συχνά. Καθώς όμως ήταν διαρκώς απασχολημένος και δεν είχε συγγενείς στο Στίκλφορντ, δεν επικοινωνούσε με τους εκεί ούτε επιθυμούσε να επιστρέψει. Γυρνούσε από την εργασία στην ήσυχη κατοικία του στο Λάμπεθ, που διατηρούσε σε τάξη με τη βοήθεια μιας γυναίκας· μαγείρευε μόνος του, μάνταρε ο ίδιος τις κάλτσες του και με τον καιρό προσαρμόστηκε στην εργένικη ζωή. Απ’ αυτή τη συμπεριφορά θα καταλάβαινε κανείς ότι στην καρδιά του δεν φύλαγε πια την εικόνα της μικρής Καρλάιν Άσπεντ – κάτι που εν μέρει ίσχυε. Ωστόσο, θα συμπεραίναμε μάλλον ότι ο Νεντ, για την άνεσή του, ελάχιστα εξαρτιόταν από τη φροντίδα του αντίθετου φύλου.

  Ο τέταρτος χρόνος της παραμονής του ως μηχανικού στο Λονδίνο ήταν ο χρόνος της Έκθεσης του Χάιντ Παρκ που ήδη αναφέραμε, όπου δούλευε καθημερινά για την κατασκευή μιας τεράστιας σέρας πρωτόφαντης στην παγκόσμια ιστορία. Ήταν μια εποχή γεμάτη ελπίδα, γεμάτη δραστηριότητα μεταξύ εθνών και βιομηχανιών. Μολονότι ο Χίπκροφτ βρισκόταν, λίγο πολύ, στο κέντρο αυτής της κίνησης, πορευόταν αργά, με της συνηθισμένη εξωτερική ηρεμία του. Όμως, και γι’ αυτόν ο χρόνος θα είχε τις εκπλήξεις του· διότι, σαν πέρασε η αναστάτωση της ημέρας των εγκαινίων του κτιρίου, και παρέστη στις τελετές όπου ο κόσμος συνέρρεε από τα πέρατα της γης, ο Νεντ Χίπκροφτ έλαβε ένα γράμμα από την Καρλάιν. Ως εκείνη την ημέρα η τετράχρονη σιωπή ανάμεσα στον νεαρό και στο Στίκλφορντ δεν είχε ούτε μια φορά σπάσει.    

   Με διστακτική καλλιγραφία, που υποδήλωνε χέρι τρεμάμενο, η Καρλάιν πληροφορούσε τον παλιό εραστή της πόσο είχε δυσκολευτεί να επιβεβαιώσει την διεύθυνσή του· στη συνέχεια μπήκε στο θέμα που την είχε ωθήσει να του γράψει. Πριν από τέσσερα χρόνια – έγραφε  όσο κομψότερα μπορούσε – έκανε την ανοησία να τον απορρίψει. Είχε πολύ υποφέρει, τελευταία ειδικά, από εκείνο το πείσμα και το σφάλμα της. Όσο για τον κύριο Ουλλαμούρ, απουσίαζε σχεδόν τόσον καιρό όσο και ο Νεντ – κι εκείνη ούτε ήξερε πού βρισκόταν. Ευχαρίστως θα παντρευόταν τον Νεντ, αν της το πρότεινε ξανά, και θα γινόταν η γλυκιά του γυναικούλα για όλη την υπόλοιπη ζωή της, του έγραφε.

   Λαμβάνοντας τα νέα τούτα, ένα θερμό κύμα συναισθημάτων σίγουρα – αν κρίνουμε από το θέμα – πλημμύρισε τον Νεντ Χίπκροφτ. Ίσως δεν θεωρούσε την ύπαρξή της στη ζωή του υπέρτατη ευτυχία, ωστόσο την αγαπούσε ακόμα. Ένα τέτοιο γράμμα από την Καρλάιν του, σαν νεκρή από χρόνια για εκείνον, την ξαναζωντάνευε – ήταν κάτι τόσο ευχάριστο, και τόσο μεγάλη τού έδινε χαρά. Είχε παραιτηθεί, ή ίσως πάλι, πού ξέρεις, ήταν ικανοποιημένος στη μοναξιά του, και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να τον καταφέρει να εκφράσει τον ενθουσιασμό του. Όμως μετά το πρώτο ξάφνιασμα, μια κάποια ένταση αποκάλυψε πόσο βαθιά τον είχε αναστατώσει η ομολογία της αφοσίωσής της. Μετρημένος και μεθοδικός καθώς ήταν, δεν απάντησε στο γράμμα την ίδια μέρα, ούτε την επομένη, ούτε την μεθεπόμενη. Το «σκεφτόταν καλά». Και όταν τελικά απάντησε, έβαλε πολλή λογική στην τρυφερή απόκρισή του. Η τρυφερότητα αυτή όμως αρκούσε για να αποκαλύψει πόσο τον ικανοποιούσε η απροκάλυπτη ειλικρίνειά της. Μπορούσε πάλι εκείνη να ρίξει άγκυρα στην καρδιά του – κι ίσως η άγκυρα να μην είχε φύγει και ποτέ.

   Της είπε – και καθώς έγραφε τα χείλη του συσπώνταν σε ένα κρυφό χαμόγελο πάντα από τα στοργικά, πειρακτικά λόγια ανάμεσα στις προτάσεις του – ότι μπορούσε να έρθει μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Γιατί να μη γίνει δικός της αφού στο κάτω κάτω κι αυτός την ήθελε; Ασφαλώς θα είχε μάθει ότι δεν ήταν παντρεμένος· θα μπορούσε, βέβαια, να είχε χαρίσει αλλού την καρδιά του. Όχι, έπρεπε να του ζητήσει συγγνώμη. Πάντως εκείνος δεν την είχε ξεχάσει, δεν ήταν απ’ αυτούς τους άντρες. Αλλά ύστερα από τον τρόπο  που του είχε φερθεί – τον είχε κάνει να υποφέρει -, δεν θα περίμενε δα να κατέβει στο Στίκλφορντ για να την πάρει. Αν όμως ερχόταν εκείνη και του ζητούσε συγγνώμη, ε, τότε εντάξει. Μα ναι, βέβαια, θα την παντρευόταν, αφού ήξερε ότι κατά βάθος ήταν καλή κοπέλα. Πρόσθεσε, επίσης, ότι της ζητούσε να έρθει γιατί δεν ήταν πια τόσο δύσκολο, ούτε όπως όταν εκείνος έφυγε για πρώτη φορά από το Στίκλφορντ ούτε όπως πριν από μερικούς μήνες η νέα σιδηροδρομική γραμμή του Νότιου Ουέσσεξ είχε πια ανοίξει, και θαυμάσια σχεδιασμένα τρένα διένυαν πλέον την ύπαιθρο – ειδικά τρένα που λόγω της Μεγάλης Έκθεσης, ονομάζονταν εκδρομικά. Εύκολα θα ερχόταν και μόνη της.

   Στην απάντησή της εκείνη είπε πόσο ευγενικό ήταν το φέρσιμό του, η γενναιοδωρία του έπειτα από τη δική της ασταθή στάση· μολονότι την τρόμαζε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, μην έχοντας ποτέ της μπει σε σιδηρόδρομο – μόνο από μακριά τον έβλεπε να περνάει -, δεχόταν με χαρά και με όλη της την καρδιά την πρότασή του· όφειλε πράγματι να του εκφράσει τη λύπη της, να του ζητήσει συγγνώμη, να προσπαθήσει να γίνει για πάντα μια καλή σύζυγος και να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο.

   Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες ως προς το πότε και το πού δεν άργησαν να ρυθμιστούν, και η Καρλάιν τον ενημέρωσε για το πώς θα την ξεχώριζε με ευκολία ανάμεσα στο πλήθος – θα φορούσε : «Το καινούργιο λιλά φόρεμά μου από εμπριμέ βαμβακερό ύφασμα», και ο Νεντ αποκρίθηκε χαρούμενα ότι, αφού θα παντρεύονταν το ίδιο πρωί της άφιξής της, θα επωφελούνταν της ημέρας για να πάνε στην Έκθεση. Έτσι, ένα απόγευμα στις αρχές του καλοκαιριού, γύρισε από τη δουλειά και κατευθύνθηκε βιαστικά στο σταθμό Ουότερλου για να την συναντήσει.  Ήταν μια μέρα υγρή και ψυχρή, όπως συμβαίνει συχνά τον Ιούνιο στην Αγγλία, εκείνος όμως είχε μια λάμψη μέσα του καθώς περίμενε μες στο ψιλόβροχο· είχε επιτέλους ξαναβρεί σκοπό στη ζωή του.

   Το «εκδρομικό τρένο» - κάτι ολοκαίνουργιο στην ιστορία των ταξιδιών – αποτελούσε καινοτομία στη γραμμή του  Ουέσσεξ (και παντού μάλλον). Πλήθη ανθρώπων συνέρρεαν σε όλους τους σταθμούς για να δουν το ασυνήθιστο θέαμα του μακρουλού τρένου που περνούσε, ακόμα κι αν δεν ήθελαν να ταξιδέψουν. Σε τούτο το πρώιμο πείραμα της ατμομηχανής, οι θέσεις για τους επιβάτες της κατώτερης τάξης ήταν κάτι ανοιχτά βαγόνια, χωρίς την παραμικρή προστασία από τον άνεμο και τη βροχή. Και, όταν πια το τρένο έφτανε στον τερματικό σταθμό του Λονδίνου, οι άτυχοι επιβάτες, έπειτα από τόσο μακρύ ταξίδι, ήταν σε οικτρή κατάσταση με την απογευματινή υγρασία. Με πρόσωπα μελανά, πιασμένους αυχένες, φτερνίζονταν δαρμένοι από το ανεμοβρόχι, ξεπαγιασμένοι ως το κόκαλο. Μόνο με εκδρομείς που ταξίδευαν για την ψυχαγωγία τους από την ενδοχώρα δεν έμοιαζαν – έμοιαζαν περισσότερο με ανθρώπους ξενυχτισμένους στο κατάστρωμα καραβιού που δέρνεται απ’ την ανταριασμένη θάλασσα. Οι γυναίκες είχαν καταφέρει να προστατευθούν όπως όπως γυρνώντας τη φούστα πάνω από το κεφάλι τους, αφήνοντας όμως τους γοφούς ακάλυπτους, οπότε κι αυτές ήταν σε άθλια κατάσταση.

   Μες στην αναταραχή και στους θορύβους αντρών και γυναικών που αποβιβάζονταν αφότου η τεράστια αμαξοστοιχία μπήκε στο σταθμό, ο Νεντ Χίπκροφτ δεν άργησε να εντοπίσει τη λεπτή, μικροκαμωμένη φιγούρα που έψαχνε με το βλέμμα· φορούσε το εμπριμέ λιλά φόρεμά της, όπως του είχε πει. Τον πλησίασε με ένα φοβισμένο χαμόγελο – όμορφη ακόμα, αν και μουσκεμένη, ανεμοδαρμένη, τρέμοντας έπειτα από τόσες ώρες ταξίδι με τέτοιον καιρό.

   «Ω, Νέντ!» ξέσπασε. «Είμαι… είμαι…» - εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε, κι εκείνη αμέσως λύθηκε σε δάκρυα.

   «Μούσκεμα είσαι, καημενούλα μου! Ελπίζω να μην κρυολόγησες. Και παρατηρώντας την ανάμεσα στα διάφορα πακέτα που την περιτριγύριζαν, είδε ότι στο χέρι της κρατούσε ένα παιδάκι – ένα μικρό κορίτσι τριών περίπου χρονών· η κουκούλα της έσταζε από τη βροχή και το τρυφερό της προσωπάκι ήταν μελανιασμένο όπως και των υπόλοιπων επιβατών.

   «Ποιο είναι το παιδάκι; Το ξέρεις;» ρώτησε τώρα.

   «Ναι, Νεντ. Είναι δικό μου».

   «Δικό σου;»

   «Ναι… δικό μου».

   «Δικό σου παιδί;»

   «Ναι!»

   «Μα… ποιος είναι ο πατέρας;»

   «Ο νεαρός που είχα μετά από σένα».

   «Ω… Θεέ και Κύριε…»

   «Νεντ, δε σου το έγραψα… μου ήταν πολύ δύσκολο να σου πω… καταλαβαίνεις! Σκέφτηκα ότι καλύτερα να συναντηθούμε πρώτα και μετά να σου εξηγήσω πώς γεννήθηκε! Ελπίζω να με συγχωρέσεις γι’ αυτό, Νεντ, να μη με μαλώσεις, τώρα που έκανα τόσο δρόμο, μίλια και μίλια για να σε βρω!»

   «Αυτό σημαίνει κύριος Τούφας Ολλαμούρ, φαντάζομαι!» είπε ο Χίπκροφτ, κοιτώντας άτονα, από απόσταση ενός δύο μέτρων όπου είχε οπισθοχωρήσει αιφνιδιασμένος.

   Η Καρλάιν πήρε μια πνιχτή ανάσα. «Όμως έχει φύγει εδώ και χρόνια!» είπε με ύφος ικετευτικό. «Κι ήταν ο πρώτος μου! Ήμουν τόσο άτυχη που έπιασα παιδί την πρώτη κιόλας φορά που εκείνος μ’ εκμεταλλεύτηκε· ένα σωρό κορίτσια εκεί κάτω κάνουν ό,τι τους κατέβει και δεν παθαίνουν τίποτα!»

   Ο Νεντ παρέμεινε σιωπηλός, συλλογισμένος.

   «Θα με συγχωρέσεις, καλέ μου Νεντ;» πρόσθεσε εκείνη, κλαίγοντας τώρα με λυγμούς. «Δε σου γίνομαι βάρος, γιατί… γιατί μπορείς να μας στείλεις πίσω αν το θες. Είναι όμως εκατοντάδες μίλια μακριά, και βρέχει, όλο βρέχει, κι έρχεται νύχτα, και δεν έχω δεκάρα…»

   «Τι διάολο να κάνω!» βόγκηξε ο Νεντ.

   Πιο αξιολύπητη εικόνα απ’ αυτών των δύο αβοήθητων πλασμάτων, τη βροχερή τούτη μέρα, στη μεγάλη σκοτεινή και λασπωμένη πλατφόρμα δεν είχε ξαναδεί. Ο άνεμος έπαιρνε το ψιλόβροχο και το έριχνε καταπάνω τους, τα όμορφα ρούχα που είχαν φορέσει ξεκινώντας νωρίς το πρωί το ταξίδι από το Στίκλφορντ, ήταν μουλιασμένα, έσταζαν, τα πρόσωπά τους κουρασμένα, τα μάτια τους φοβισμένα. Στο μεταξύ το παιδί είχε πάρει μια έκφραση λες και νόμιζε πως κάτι κακό είχε κάνει, λες και σε κάτι είχε φταίξει· έστεκε βουβό και δάκρυα κυλούσαν στα αφράτα μάγουλά του.

   «Τι συμβαίνει, μικρούλα μου;» ρώτησε αμήχανα ο Νεντ.

   «Θέλω να πάω σπίτι μου!» ξέσπασε εκείνη με φωνή που του σπάραζε την καρδιά. «Και κρυώνω, και ούτε ψωμί με βούτυρο δεν έχω!»

   «Δεν ξέρω τι να πω!» Ο Νεντ βουρκωμένος έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε μερικά βήματα σκυφτός. Έπειτα, στράφηκε και τις κοίταξε καταπρόσωπο. Αναστεναγμοί ξέφυγαν από το στόμα του παιδιού και βουβά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του.

   «Θέλεις ψωμί με βούτυρο, ε;» ρώτησε τώρα ο Νεντ, με ύφος δήθεν σκληρό.

   «Ν-ν-ναι-αι!»

   «Ε, θα σου δώσω λοιπόν! Φυσικά θέλεις. Κι εσύ βέβαια, Καρλάιν».

   «Η αλήθεια είναι ότι πεινάω λιγάκι. Αλλ’ αντέχω» μουρμούρισε εκείνη.

   «Πώς αντέχει κανείς κάτι τέτοιο;» είπε εκείνος βραχνά. «Ελάτε, πάμε!» Και, παίρνοντας το παιδί από το χέρι, πρόσθεσε: «Όπως και να ‘χει, πρέπει να μείνετε εδώ το βράδυ. Τι άλλο να κάνετε; Θα σας φέρω τσάι και κάτι να φάτε. Τι να πω… τι άλλο να κάνουμε σ’ αυτή την κατάσταση; Άλλη λύση δεν υπάρχει».

   Αμίλητοι προχώρησαν και οι τρεις προς το σπίτι του Νεντ – ήταν κοντά. Εκεί ο Νεντ τις βοήθησε να στεγνώσουν και να βολευτούν, κι ύστερα ετοίμασε κάτι να φάνε. Γεμάτες ευγνωμοσύνη μητέρα και κόρη κάθισαν στο τραπέζι. Ξάφνου το εργένικο στεγνό του δωμάτιο τού φάνηκε τελείως διαφορετικό, θερμό και οικείο, κι ο ίδιος ένιωσε κάτι σαν πατρικό συναίσθημα να φουντώνει μέσα του. Στράφηκε στο παιδί και φίλησε τα μάγουλά του, αναψοκοκκινισμένα τώρα. Έπειτα, κοιτώντας μελαγχολικά την Καρλάιν, τη φίλησε κι αυτήν.

   «Πώς να σας στείλω πίσω;» αναστέναξε βαριά, «κάνατε τόσο δρόμο για να με βρείτε. Όμως πρέπει να μ’ εμπιστευθείς, Καρλάιν, πρέπει να με πιστέψεις. Έλα, για πες μου, νιώθεις καλύτερα τώρα, μικρούλα μου;»

   Το κοριτσάκι έγνεψε, το πρόσωπό του άστραφτε· το στόμα του μπουκωμένο – μασουλούσε.

   «Σ’ εμπιστεύθηκα, Νεντ, αφού ήρθα ως εδώ. Και θα σ’ εμπιστεύομαι πάντα!»

   Έτσι, χωρίς να συμφωνήσουν ότι τη συγχώρεσε, ο Νεντ συναίνεσε σιωπηλά στη μοίρα που του επεφύλασσε ο Ύψιστος. Και την ημέρα του γάμου τους (που, επειδή έπρεπε να μεσολαβήσει κάποιο διάστημα για την αναγγελία, δεν ήταν τόσο σύντομα όσο θα το ήθελε), μόλις γύρισαν από την εκκλησία, την πήγε στην Έκθεση, όπως της είχε τάξει.

   Καθώς στέκονταν πλάι σε έναν μεγάλο καθρέφτη σε μια από τις αίθουσες με τα έπιπλα, η Καρλάιν αναπήδησε. Αίφνης εμφανίστηκε η αντανάκλαση μιας μορφής ολόιδιας με του Τούφα Ολλαμούρ· έμοιαζε τόσο – ναι, ήταν αυτός ο ίδιος, ο μουσικός. Όμως η Καρλάιν, περνώντας  κοντά από τα αντικείμενα που περιτριγύριζαν τους τρεις τους, δεν είδε ίχνος του. Να ήταν άραγε στο Λονδίνο; Κανείς δεν ήξερε. Και βέβαια η Καρλάιν αρνιόταν πεισματικά ότι έσπευσε στην πόλη να βρει τον Νεντ λόγω κάποιας φήμης ότι ήταν εκεί και ο Τούφας. Δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητήσει κανείς αυτή της την άρνηση.

   Ένας χρόνος κύλησε, η Έκθεση ολοκληρώθηκε, πέρασε, έγινε παρελθόν. Τα δέντρα του πάρκου, κλεισμένα μέσα της επί έξη μήνες, αφέθηκαν πάλι να εκτεθούν στους ανέμους και στις καταιγίδες, η γη ξαναπρασίνισε. Ο Νεντ διαπίστωνε ότι η Καρλάιν, αν και δεν του είχε δοθεί με την καρδιά της, αποδείχτηκε μια πολύ καλή σύζυγος και σύντροφος. Έμοιαζε με κάποια οικιακά αντικείμενα, με μια φτηνή τσαγιέρα λόγου χάριν, που συχνά κάνει πολύ καλύτερο τσάι από μια ακριβή. Ένα φθινόπωρο, ο Χίπκροφτ βρέθηκε με λιγότερη δουλειά και με την προοπτική ακόμα λιγότερης για τον χειμώνα. Αναθρεμμένοι κι οι δυο στην ύπαιθρο, σκέφτηκαν πως ωραία θα ‘ταν να εγκατασταθούν πάλι στο φυσικό τους περιβάλλον. Έτσι, αποφάσισαν να αφήσουν την κατοικία τους στο Λονδίνο για να προσπαθήσει ο Νεντ να βρει δουλειά στον τόπο τους. Στο μεταξύ, και μέχρι να βρει δουλειά και να πιάσουν δικό τους σπίτι, η γυναίκα του με την κόρη της θα έμεναν με τον πατέρα της Καρλάιν.

   Ριγούσε από περηφάνια η Καρλάιν, το αεικίνητο μικρό της σώμα ανατρίχιαζε, ταξιδεύοντας μαζί με τον Νεντ προς το Νότο, τον τόπο που, πριν από δύο τρία χρόνια, είχε αφήσει – με ένα σύννεφο να την σκεπάζει – βυθισμένη στη σιωπή. Η επιστροφή της, ως χαμογελαστής συζύγου από το Λονδίνο με ευδιάκριτη τη λονδρέζικη προφορά, σε ένα μέρος που κάποτε την απεχθάνονταν, ήταν ένας θρίαμβος σπάνιος στον κόσμο τούτο.

   Το τρένο δεν σταμάτησε στον μικρό σταθμό στο δρόμο κοντά στο Στίκλφορντ, και οι τρεις τους συνέχισαν στο Κάστερμπριτζ. Ο Νεντ σκέφτηκε ότι ήταν ευκαιρία να κάνει μια μικρή έρευνα για εργασία σε διάφορα γραφεία του δήμου όπου τον γνώριζαν. Το χώμα στεγνό, το φεγγάρι βρισκόταν στην ανατολή, το σούρουπο μόλις έπεφτε και η Καρλάιν, που κρύωνε κάπως μετά το ταξίδι, πήρε τη μικρή της κόρη και βάδισαν πεζή προς το Στίκλφορντ, αφήνοντας τον Νεντ να προηγηθεί με το γοργό του βήμα για να τις συναντήσει αργότερα σε ένα μαγαζί, γνωστό εκεί και ως «πανδοχείο».

   Η γυναίκα με το παιδί, μολονότι κι οι δυο κουρασμένες, ακολούθησαν τον δρόμο που η Καρλάιν θυμόταν πολύ καλά από παλιά. Στα τρία μίλια είχαν περάσει από τη λίμνη Χήντλες-Ουίλλιαμ, γνωστό αξιοθέατο του Μπλουμς Εντ, προχωρώντας προς το «χάνι της Σιωπηλής Γυναίκας» - έστεκε μόνο, στην κάτω πλαγιά του Έγκντον Χηθ, παρατημένο από χρόνια. Πλησιάζοντας η Καρλάιν άκουσε φωνές πολλές να έρχονται από το εσωτερικό, περισσότερες απ’ το συνηθισμένο για μια τέτοια ώρα, και πληροφορήθηκε ότι το απόγευμα είχε γίνει δημοπρασία ζώων κάπου εκεί κοντά. «Καλύτερα να ξεκουραστεί λίγο το παιδί, το ίδιο κι εγώ» σκέφτηκε και μπήκε στο χάνι.

   Ο διάδρομος πλημμύριζε από φιλοξενούμενους και πελάτες, και η Καρλάιν είχε μόλις διαβεί το κατώφλι, όταν ένας γνωστός εξ όψεως άντρας πλησίασε κρατώντας ένα ποτήρι και μια κούπα για κάποιον φίλο του που στηριζόταν στον τοίχο. Όμως, βλέποντάς την, της πρόσφερε ευγενικά ένα ποτό σερβίροντάς το από το κύπελλο· ήταν ζεστό τζιν με μπίρα. «Βρε βρε, η μικρή Καρλάιν Άσπεντ ήρθε στο Στίκλφορντ, σωστά δε λέω;» είπε μια στιγμή αργότερα.

   Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι και, μολονότι δεν ήθελε το ποτό, το ήπιε αφού της το προσέφερε. Ο γνωστός της την προσκάλεσε να μπει παραμέσα και να καθίσει μαζί του. Μόλις βρέθηκε σε εκείνο το δωμάτιο η Καρλάιν διαπίστωσε πως όλοι κάθονταν παραταγμένοι στους τοίχους. Βρήκε μια άδεια καρέκλα και κάθισε κι αυτή. Η εξήγηση δεν άργησε να δοθεί. Στην αντικρινή γωνιά, με όψη απαράλλαχτη όπως πριν κάποια χρόνια, στεκόταν ο Τούφας αλείφοντας με ρετσίνι το δοξάρι του. Η συντροφιά είχε αφήσει ελεύθερο το μέσον του δωματίου για τους χορευτές που ετοιμάζονταν για ακόμα έναν γύρο. Καθώς η Καρλάιν φορούσε βέλο για τον άνεμο, σκέφτηκε πως εκείνος δεν την είχε αναγνωρίσει, κι ούτε βέβαια μπορούσε να μαντέψει την ταυτότητα του παιδιού. Και, προς μεγάλη της έκπληξη κι ικανοποίηση, διαπίστωσε ότι μπορούσε να τον αντιμετωπίσει με απόλυτη αταραξία – κυρία του εαυτού της, με την αξιοπρέπεια που η Λονδρέζικη ζωή τής είχε χαρίσει. Πριν αδειάσει τελείως το ποτήρι της, οι χορευτές σχημάτισαν δύο σειρές, ο χορός ξεκίνησε κι οι φιγούρες ακολούθησαν τον ρυθμό της μουσικής.

   Τότε, τα πάντα άλλαξαν για την Καρλάιν. Ένας ηλεκτρισμός την έκαψε σύγκορμη, σαν αστραπή, το χέρι της έτρεμε, δεν μπορούσε να αφήσει κάτω το ποτήρι της. Δεν ήταν ο χορός, ούτε οι χορευτές – οι νότες εκείνου του παλιού βιολιού συνεπήραν τη Λονδρέζα σύζυγο, αυτές οι νότες που είχαν ακόμα την ίδια γητειά, την τόσο γνώριμή της από τότε, οι νότες που η μαγεία τους την είχαν κάνει έρμαιο. Πώς γύρισαν ξανά στα παλιά! Η φιγούρα του βιολιστή που ακουμπούσε στον τοίχο, το μεγάλο του κεφάλι με τη λαδωμένη φράντζα και το πρόσωπο με τα μάτια κλειστά.

   Μετά τα πρώτα λεπτά παράλυσης, καταληψίας, ο γνώριμος ήχος με τη γνώριμη ερμηνεία την έκανε να γελάει και να κλαίει μαζί. Στη συνέχεια, ένας άντρας στην άκρη του χορού, που η ντάμα του είχε καθίσει, τέντωσε το χέρι του και την κάλεσε να πάρει τη θέση της. Η Καρλάιν δεν ήθελε να χορέψει· με νοήματα τον παρακάλεσε να την αφήσει – τον ρυθμό και τον μουσικό στην ουσία ικέτευε να την αφήσουν, κι όχι τον χορευτή. Ο βιολιτζής και το μαργιόλικο μουσικό του όργανο κατάφεραν να την κυριεύσουν, να την κάνουν να χοροπηδάει σπασμωδικά, όπως παλιά, με τη βοήθεια ίσως του τζιν με τη ζεστή μπίρα. Αν και κουρασμένη, άρπαξε την κορούλα της από το χέρι και ορμώντας στην άκρη του χορού άρχισε να στροβιλίζεται με τους άλλους. Παρατήρησε ότι οι χορευτές έρχονταν από τα γειτονικά κυρίως χωριά και αγροκτήματα – από το Μπλουμ Έντ, το Μέλλστοκ, το Λιούγκεϊτ και διάφορα άλλα μέρη. Μα κι αυτοί την αναγνώριζαν σιγά σιγά, καθώς συνέχιζε να χορεύει ξέφρενα, ενώ μέσα της ευχόταν κάτι να συμβεί και να σταματήσει ο Τούφας, για να ελευθερωθεί η καρδιά της από τον πόνο, για να αναπαυθούν τα πόδια της.

   Ύστερα από λίγο – σαν μια αιωνιότητα να πέρασε – ο χορός τελείωσε, κι εκείνη χρειαζόταν λίγο ακόμα τζιν με ζεστή μπίρα για να πάρει τα πάνω της. Κατέβασε το ποτό νιώθοντας τεράστια αδυναμία και ένα συναίσθημα υστερίας να την κυριεύει. Για να μην την αναγνωρίσει ο Τούφας είχε αποφύγει να ανεβάσει το βέλο. Κάμποσοι καλεσμένοι είχανε φύγει τώρα. Η Καρλάιν σκούπισε βιαστικά τα χείλη της, γυρνώντας κι αυτή προς την έξοδο. Όμως, σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιων που είχαν παραμείνει, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα γοργό μουσικό κομμάτι ξεκίνησε, και δυο τρεις που σηκώθηκαν την προσκάλεσαν να χορέψει.

   Η Καρλάιν αρνήθηκε, προφασιζόμενη ότι ήταν κουρασμένη κι ότι έπρεπε να περπατήσει ως το Στίκλφορντ – το βιολί του Τούφα μπήκε τότε ορμητικά κι άρχισε να παίζει το My Fancy-Lad (Παραδοσιακό τραγούδι της περιοχής του Χάρντι το οποίο, μαζί με το Fairy Dance, συνήθιζε να τραγουδάει ο πατέρας του. Λέγεται ότι ο Χάρντι βούρκωνε συγκινημένος όποτε το άκουγε) , σε ρε μείζονα, στον κατάλληλο τόνο. Πρέπει να την είχε αναγνωρίσει – αν κι εκείνη δεν το καταλάβαινε – γιατί έπαιζε σαγηνευτικά, και της ήταν αδύνατο να αντισταθεί – όπως τη μέρα που είχε στηριχτεί στη γέφυρα όταν πρωτογνωρίστηκαν. Εξουθενωμένη, ανήμπορη, η Καρλάιν ήρθε τώρα στη μέση του δωματίου μαζί με τους άλλους τέσσερις.

   Την παλιά εποχή, σε εκείνους τους τόπους, οι χοροί αυτοί ήταν για πνεύματα ρωμαλέα, για σπατάλη ενέργειας που οι κανονικοί χοροί δεν καταφέρνουν να ξοδέψουν. Όπως ξέρουν όλοι – ή ίσως και όχι -, οι πέντε χορευτές στέκονταν σε σχήμα σταυρού και μια σειρά τριών ατόμων χόρευε εναλλάξ, ενώ καθένας που ερχόταν στο μέσον χόρευε και προς τις δύο κατευθύνσεις. Σε λίγο η Καρλάιν βρέθηκε στη θέση αυτή, στο επίκεντρο, ανήμπορη να ξεφύγει, καθώς ο ρυθμός, γυρνώντας ξανά προς το πρώτο μέρος, την κρατούσε δέσμια. Τώρα πια άρχισε να υποψιάζεται ότι ο Τούφας την είχε αναγνωρίσει και το έκανε σκόπιμα, ωστόσο κάθε που του έριχνε ένα κλεφτό βλέμμα έβλεπε τα κλειστά μάτια του χαμένα στις διαδρομές του δικού του νου. Η Καρλάιν συνέχισε να χορεύει, σχηματίζοντας οχτάρια, ανεβοκατεβαίνοντας με πάθος και προκαλώντας στην Καρλάιν εξουθενωτικούς νευρικούς σπασμούς, κάτι σαν μακάριο μαρτύριο. Το δωμάτιο κολυμπούσε γύρω της, ο σκοπός ήταν ατέλειωτος. Και μες σε ένα τέταρτο η μοναδική γυναίκα εκτός από την Καρλάιν εγκατέλειψε το χορό ξέπνοη, σωριασμένη βαριανασαίνοντας στον πάγκο.

    Στη στιγμή ο ρυθμός άλλαξε, ο χορός έγινε για τέσσερα άτομα. Η Καρλάιν θα έδινε τα πάντα να μπορούσε να εγκαταλείψει. Αλλά δεν είχε, ή πίστευε ότι δεν έχει, τη δύναμη ενόσω ο Τούφας έπαιζε. Έτσι κύλησαν δέκα ακόμα λεπτά, και η σκόνη θάμπωνε τις φλόγες των κεριών (το πάτωμα ήταν στρωμένο με ελαφρόπετρα). Έπειτα ακόμα ένας χορευτής – ένας από τους άντρες – εγκατέλειψε κι έτρεξε καταδιψασμένος στον διάδρομο γυρεύοντας κάτι να πιει. Μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ο Τούφας είχε γυρίσει τον χορό για τρία μόνο άτομα, παίζοντας το The Fairy Dance, που ταίριαζε καλύτερα στη σπασμωδική κίνηση, θρέφοντας με τις δοξαριές του τον έρωτα που πάντα τη μεθούσε.

   Στο χορό για τρεις ανάπαυση δεν χωράει· έτσι, τέσσερα πέντε λεπτά αργότερα οι καβαλιέροι που είχαν απομείνει εξαντλήθηκαν τελείως και, κάνοντας μερικά τελευταία βήματα, πήγαν παραπατώντας, όπως οι προηγούμενοι, στο διπλανό δωμάτιο για να πιουν. Η Καρλάιν, μετά βίας ανασαίνοντας πίσω από το βέλο της, έμεινε να χορεύει μόνη, ενώ η αίθουσα τώρα ήταν άδεια· μόνο εκείνη, ο Τούφας και η μικρή τους κόρη είχαν απομείνει.

   Ανέβασε το βέλο της και του έριξε μια ματιά, σαν να τον ικέτευε να σταματήσει, να πάψει να της ασκεί τον μουσικό του μαγνητισμό. Εκείνος σήκωσε το ένα ου βλέφαρο, για πρώτη φορά, λες και, καρφώνοντας πάνω της τη ματιά του, με ένα ονειροπόλο χαμόγελο, έχυσε στις χορδές του ό,τι φύλαγε μέσα του ίσαμε τότε, μη θέλοντας να το χαραμίσει σε χορούς θορυβώδεις. Στη στιγμή, από το παμπάλαιο βιολί βγήκαν αμέτρητες λεπτές αποχρώσεις, που θα έκαναν κι ένα άγαλμα να δακρύσει – θαρρείς και πέθαινε το βιολί από συναίσθημα στοιβαγμένο χρόνια στα κλειδιά του, απ’ όταν ίσως έφυγε από κάποια ιταλική ή γερμανική πόλη, όπου γεννήθηκε, πήρε σχήμα και ήχο. Στο μεταξύ, το σκοτεινό μάτι του Ολλαμούρ έλεγε: «Ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να φύγεις, καλή μου!»

   Απόγνωση φούντωσε στα σπλάχνα της Καρλάιν – η φρενιασμένη, ανέλπιδη ανάγκη να του αντισταθεί. Έτσι, εξακολούθησε να χορεύει, θαρρώντας πως αντιστέκεται, ενώ στην πραγματικότητα υποτασσόταν, ταπεινωμένη σε κάθε ρυθμικό κύμα, στον σαγηνευτή με το διαπεραστικό βλέμμα – εκείνος, όλη αυτή την ώρα χαμογελούσε σαρδόνια, σαν να έλεγε πως ή ηδονή η δικιά της την ωθούσε να συνεχίζει. Όσο για εκείνη, η φρικτή αμηχανία για το τι θα του έλεγε αν τα παρατούσε, την έκανε ασύνειδα να μη σταματάει τον χορό. Εντωμεταξύ, το κοριτσάκι, αναστατωμένο με την αλλόκοτη αυτή κατάσταση, την πλησίασε κλαψουρίζοντας: «Σταμάτα, μαμά, σταμάτα, πάμε σπίτι!» και την άρπαξε από το χέρι.

   Ξάφνου η Καρλάιν παραπάτησε και σωριάστηκε καταγής. Έπεσε μπρούμυτα με τα μούτρα κι έμεινε εκεί. Τότε, το βιολί του Τούφα έβγαλε μια τελευταία στριγκλιά σαν ξωτικού. Κατεβαίνοντας από το κασόνι με τα εννιά γαλόνια μπύρας – την εξέδρα του -, ο Ολλαμούρ πλησίασε το κοριτσάκι που είχε σκύψει απελπισμένο πάνω στη μάνα του.

   Οι θαμώνες, που τώρα βρίσκονταν στο πίσω δωμάτιο για να πιουν και να πάρουν αέρα, ακούγοντας τον γδούπο έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει και προσπάθησαν να συνεφέρουν τη δόλια, καταρρακωμένη Καρλάιν κάνοντάς της αέρα με φυσερά κι ανοίγοντας το παράθυρο. Στο μεταξύ ο Νεντ, ο σύζυγός της που, καθώς είπαμε, είχε καθυστερήσει στο Κάστερμπριτζ, έφτασε τώρα στον δρόμο, στη διασταύρωση και, ακούγοντας φωνές από το ανοιχτό παράθυρο, μα και προς μεγάλη του έκπληξη, το όνομα της γυναίκας του, χώθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Η Καρλάιν τρανταζόταν σύγκορμη, κλαίγοντας γοερά, και για ώρα αρκετή δεν μπορούσαν να τη συνεφέρουν. Καλώντας μια άμαξα για να την μεταφέρει στο Στίκλφορντ, ο Νεντ Χίπκροφτ προσπαθούσε εναγωνίως να μάθει τι είχε συμβεί. Οι παρευρισκόμενοι του εξήγησαν ότι εκείνο το βράδυ ένας βιολιτζής, γνωστός από παλιά στην περιοχή, είχε επισκεφθεί τα λημέρια του, παίζοντας, από δική του πρωτοβουλία, στο χάνι.

   Ο Νεντ ρώτησε το όνομα του βιολιστή – του απάντησαν:  Ολλαμούρ.

   «Ω!» ξεφώνισε, κοιτώντας γύρω του. «Και πού… πού είναι… η κορούλα μου;»

   Ο Ολλαμούρ είχε εξαφανιστεί – το παιδί επίσης. Ο Χίπκροφτ, συνήθως ήρεμος, συγκρατημένος άνθρωπος, πήρε τώρα μια έκφραση τρομακτική. «Τον καταραμένο!» ούρλιαξε. «Έτσι και πέσει στα χέρια μου, αλίμονό του, θα του τσακίσω το κεφάλι!»

   Άρπαξε από το τζάκι τη μασιά κι όρμησε στον διάδρομο, με τον κόσμο να τον ακολουθεί. Έξω από το χάνι, στην αντικρινή πλευρά της δημοσιάς, υψωνόταν ένας χερσότοπος – ένα οροπέδιο κομμένο από μια ρεματιά -, που σκοτεινός καθώς ήταν, δεν διέκρινες το εσωτερικό του. Πέρα, σε απόσταση δύο μιλίων, πάνω στον ουρανό πρόβαλλαν τα ελατοδάση του Μιστόβερ κι οι λόχμες του Γιάλμπουρυ. Τόπος ζοφερός, σαν τα ερέβη του Δάντη, θα μπορούσε να κρύψει τη νύχτα όχι απλώς έναν άντρα με μικρό παιδί, παρά ολόκληρη πυροβολαρχία.

   Μερικοί άντρες όρμησαν προς τα εκεί μαζί του και κάποιοι άλλοι, οι περισσότεροι, προχώρησαν από τον δρόμο. Μετά από είκοσι περίπου λεπτά επέστρεψαν στο χάνι άπραγοι. Ο Νεντ κάθισε, κρύβοντας το κεφάλι του μες στα χέρια.

   «Μα τι βλάκα που είναι ο άνθρωπος, τόσον καιρό θαρρεί πως το παιδί είν’ δικό του… αυτό πιστεύει, φαίνεται!» ψιθύριζαν οι παρευρισκόμενοι. «Μωρέ, ο κόσμος το ‘χει τούμπανο…!»

   «Όχι, δεν πιστεύω πως είναι δικό μου!» φώναξε βραχνά ο Νεντ, σηκώνοντας το κεφάλι. «Μα, όπως και να ‘χει, δικό μου είναι! Εγώ τη μεγάλωσα, εγώ τη φρόντισα! Την τάισα, τη δίδαξα! Εγώ έπαιξα μαζί της! Αχ, η μικρή μου Κάρι… έφυγες μ’ αυτόν τον παλιάνθρωπο… πάει, έφυγες!»

   «Πάλι καλά που δεν έχασες τη γυναίκα σου» είπε κάποιος για να τον παρηγορήσει. «Τα ‘δωσε όλα στο χορό κι είναι καλύτερα τώρα – άσε που για σένα μετράει περισσότερο από ‘να παιδί που δεν είν δικό σου».

   «Όχι. Δεν μετράει περισσότερο, και μάλιστα τώρα που χάθηκε το κοριτσάκι! Η Κάρι είναι τα πάντα για μένα!»

   «Ε, ίσως τη βρεις άυριο».

   «Αχ… θα τη βρω όμως; Εκείνος δεν μπορεί να της κάνει κακό… δε γίνεται! Πείτε μου… πώς είναι τώρα η Καρλάιν; Έτοιμος είμαι. Ήρθε η άμαξα;».

   Μετέφεραν την Καρλάιν στο όχημα κι οι δυο τους πήραν λυπημένα τον δρόμο για το Στίκλφορντ. Την επομένη η γυναίκα είχε κάπως ηρεμήσει. Οι κρίσεις όμως δεν είχαν περάσει τελείως, κι έμοιαζε τσακισμένη, σαν να μην της είχε απομείνει στάλα βούλησης. Το πιο παράξενο: δεν φάνηκε να ανησυχεί ιδιαίτερα για το κοριτσάκι. Αντίθετα, ο Νεντ βασανιζόταν από μια πατρική αγάπη για ένα παιδί που δεν ήταν δικό του. Πάντως όλοι περίμεναν πως, μετά δυο μέρες, ο σκανταλιάρης Τούφας θα την επέστρεφε. Αλλά ο καιρός περνούσε και δεν υπήρχε ίχνος από εκείνον κι από το κοριτσάκι. «Ίσως άσκησε πάνω της κάποια ανίερη μουσική γητειά, όπως έκανε με την Καρλάιν» μουρμούριζε ο Χίπκροφτ. Οι εβδομάδες περνούσαν και δεν είχαν ακούσει τίποτα. Μυστήριο πώς κατάφερε να πάρει μαζί του το παιδί.

   Ο Νεντ, που είχε βρει μια προσωρινή δουλειά στην περιοχή, πλημμύρισε ξαφνικά με μίσος για τη γενέτειρά του. Επιπλέον, μια φήμη που έφτασε στ’ αυτιά του από την αστυνομία, ότι ένας άντρας που έμοιαζε με τον Ολλαμούρ με ένα παιδί, εθεάθησαν σε ένα πανηγύρι κοντά στο Λονδίνο, κι εκείνος έπαιζε βιολί ενώ το κορίτσι χόρευε πάνω σε ξυλοπόδαρα, ανανέωσε με τέτοιο πάθος το ενδιαφέρον του Χίπκροφτ για την πρωτεύουσα που δεν μπήκε  καν στον κόπο να μαζέψει τα πράγματά πριν επιστρέψει εκεί. Παρά τις προσπάθειές του όμως, αν και την έστηνε ώρες στους παράδρομους, δεν βρήκε το χαμένο κορίτσι. Τις νύχτες πεταγόταν απ’ τον ύπνο, παραμιλώντας: «Το κάθαρμα, βασανίζει το παιδί για να βγάλει λεφτά!». «Τι βουρλίζεσαι, Νεντ!» του πετούσε ενοχλημένη η γυναίκα του. «Άσε με να κοιμηθώ! Τι σκας – δε θα της κάνει κακό!» και γυρνώντας πλευρό βυθιζόταν πάλι στον ύπνο.

   Κυκλοφορούσε η φήμη ότι η Κάρι κι ο πατέρας της είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική. Ο Τούφας θα είχε ασφαλώς διαπιστώσει ότι το κορίτσι ήταν εξαιρετική συντροφιά, μα και πηγή εισοδήματος, αφού την είχε εκπαιδεύσει και ως χορεύτρια. Σίγουρα εκεί έδιναν παραστάσεις τώρα, μολονότι εκείνος πρέπει να ήταν πρέπει να ήταν πλέον ένας αλιτήριος γύρω στα εξήντα κι εκείνη μια ώριμη γυναίκα σαράντα τεσσάρων χρονών.


Δεν υπάρχουν σχόλια: