..............................................................
έγραψε η Ματίνα Καλτάκη (https://www.iefimerida.gr, 13.9.2023)
Η έντονη δυσανεξία στην κριτική από τους καλλιτέχνες μοιάζει να αυξάνεται τελευταία, αλλά η εντύπωση είναι ψευδής.
Βασίζεται στα σχόλια που γράφουν στα κοινωνικά δίκτυα φίλοι και συνεργάτες, εν γένει άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου, τα οποία αναπαράγονται και σε ενημερωτικές ιστοσελίδες.
Το πλέον σύνηθες επιχείρημα με το οποίο οι σκηνοθέτες δικαιολογούν την ενόχλησή τους για τις αρνητικές κριτικές είναι ότι περιμένουν από τον κριτικό να τους βοηθήσει να βελτιώνονται και να εξελίσσονται. Ξεχνούν δύο τινά: πρώτον, ότι οι κριτικές που δεν γράφονται για ειδικά θεατρολογικά περιοδικά, απευθύνονται πρωτίστως στο κοινό -είτε στους δυνάμει θεατές που θέλουν να πάρουν μία έγκυρη γνώμη προτού αγοράσουν εισιτήριο είτε αυτούς που επιθυμούν να διαβάσουν απόψεις για κάτι που έχουν δει. Δεύτερον, οι κριτικές (μιλώ πάντα για τα σοβαρά κείμενα των δοκιμασμένων στον χρόνο κριτικών, που είναι αριθμητικά ελάχιστοι) δεν μπορούν να «διδάξουν», να «φωτίσουν» και να «διορθώσουν» τους καλλιτέχνες, γιατί οι ίδιοι οι καλλιτέχνες δεν αναγνωρίζουν στον κριτικό αυτόν τον ρόλο. Η σχέση των δύο πόλων είναι από παλιά ναρκοθετημένη
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση μίας αρνητικής για το σκηνικό αποτέλεσμα κριτικής που έγραψα πριν από λίγα χρόνια.
Η καλή ηθοποιός/σκηνοθέτις της παράστασης μου έστειλε μήνυμα, όπου έκανε λόγο για «αγένεια» και «εξυπνάδες εις βάρος του καλλιτέχνη που έχει μοχθήσει». Ανταλλάξαμε επιχειρήματα μέσω μηνυμάτων, που επιβεβαίωσαν ότι ο διάλογος τη δεδομένη στιγμή ήταν ανέφικτος.
Προς τιμήν της, δύο χρόνια μετά, όταν ο θυμός της είχε πια ξεθυμάνει, κάπου συναντηθήκαμε και παραδέχτηκε ότι είχα δίκιο σε ό,τι υποστήριξα για την παράστασή της σε εκείνο το κείμενο.
Στο φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου παρουσιάστηκαν δύο παραστάσεις με κοινά χαρακτηριστικά: ο «Οιδίπους Τύραννος», σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα, και η «Εκάβη», σκηνοθετημένη από την Ιώ Βουλγαράκη. Αν και σεβαστικές προς τα πρωτότυπα έργα, είχαν σοβαρά προβλήματα που συνδέονται με τους όρους παραγωγής τους.
Τι εννοώ; Και οι δύο προέκυψαν από θεατρικούς επιχειρηματίες που πληρώνουν ένα ικανό ποσό για τη χρήση του θεάτρου της Επιδαύρου ώστε να μπουν στο πρόγραμμα του ιστορικού Φεστιβάλ ως «συμπαραγωγοί» (ενίοτε, αναλόγως των συμφωνηθέντων, το Φεστιβάλ Επιδαύρου μπορεί να πάρει και κάποιο ποσοστό από τις εισπράξεις).
Οι ιδιώτες παραγωγοί, εκτός των εσόδων από τις δύο παραστάσεις στο μεγάλο αρχαίο θέατρο (φέτος σχεδόν όλες οι παραστάσεις είχαν μεγάλη προσέλευση θεατών, άρα πολύ ικανοποιητικές εισπράξεις), αποβλέπουν και στα εισιτήρια από την περιοδεία της παράστασης σε θέατρα της επικράτειας. Μόνο που τα χαρακτηριστικά (μέγεθος θεάτρου, είδος σκηνής, τεχνολογικός εξοπλισμός κ.λπ.) των χώρων όπου παρουσιάζονται ποικίλλουν και οι εκπτώσεις (π.χ. στην προσαρμογή των σκηνικών ή στον φωτιστικό σχεδιασμό) είναι συνήθεις.
Αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει στα μεγάλα ξένα φεστιβάλ, των οποίων οι παραγωγές, όταν παρουσιάζονται σε άλλους τόπους και θέατρα, διατηρούν τις αρχικές τους προδιαγραφές.
Επιπλέον, με τη συναίνεση του Φεστιβάλ Επιδαύρου, οι ιδιώτες παραγωγοί εκμεταλλεύονται την υπεραξία της ιστορικής διοργάνωσης με εμπορικά/εισπρακτικά κριτήρια. Γι’ αυτό συχνά επιλέγονται πρωταγωνιστές βάσει της δημοτικότητάς τους και όχι της ερμηνευτικής τους επάρκειας.
Ως εκ τούτων, τόσο ο Σίμος Κακάλας όσο και η Ιώ Βουλγαράκη, λειτουργώντας ως freelancer σκηνοθέτες, εργάστηκαν με όρους διαφορετικούς απ’ αυτούς που καθορίζουν τις επιλογές τους στις προσωπικές παραστάσεις τους της χειμερινής περιόδου.
Με άλλα λόγια, ενώ και οι δύο πιστεύουν στην αποτελεσματικότητα του ensemble, στις παραστάσεις που προκύπτουν από τη συνεργασία με καλλιτέχνες με τους οποίους μιλούν την ίδια γλώσσα και μοιράζονται κοινές αγωνίες, αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσουν αρχαία τραγωδία για την Επίδαυρο, δέχτηκαν να μπουν στη λογική των ισορροπιών: για να προσελκύσει η παράσταση το ευρύ κοινό, για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους επιλέχθηκαν ηθοποιοί πολύ δημοφιλείς από τη συμμετοχή τους σε τηλεοπτικές σειρές.
Το γεγονός αυτό δεν μειώνει την αξία ηθοποιών, όπως π.χ. η Ελένη Κοκκίδου, που ανέλαβε τον ιδιαιτέρως απαιτητικό ρόλο της Εκάβης. Απλώς, θέτει τη δουλειά του σκηνοθέτη σε διαφορετική βάση.
Η Ιώ Βουλγάρακη, για παράδειγμα, επ' ουδενί θα παρουσίαζε την Εκάβη, τη χαροκαμένη, αιχμάλωτη των Αχαιών, ηλικιωμένη βασίλισσα των Τρώων, μακιγιαρισμένη και με βεραμάν σατέν ρόμπα-κιμονό! Το πρόβλημα της ερμηνείας της, βέβαια, ήταν άλλο: δεν είχε τη φωνητική και σωματική εκπαίδευση, την τριβή με τον ποιητικό λόγο (εν προκειμένω, μάλιστα, λόγο έντονων μεταπτώσεων και κλιμακώσεων) και την ερμηνεία του σ’ ένα πολύ μεγάλο, ανοιχτό θέατρο.
Το τραγικό είδος και το αρχαίο θέατρο των 10.000 θέσεων απαιτεί ηθοποιούς ειδικής εκπαίδευσης και προσόντων. Η Ιοκάστη της Μαριλίτας Λαμπροπούλου στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Κακάλα ήταν σκιώδης – η επιλογή της προφανώς συνδέεται με την επιτυχία του «Σασμού» αλλά η δημοτικότητα/αναγνωρισιμότητα που εξασφαλίζει ένας ρόλος σε τηλεοπτική σειρά δεν πρέπει να αποτελεί λόγο επιλογής ενός ηθοποιού σε παράσταση αρχαίας τραγωδίας. Το ίδιο ισχύει και για την Ελένη Κοκκίδου, η βασική απασχόληση της οποίας τα τελευταία χρόνια ήταν σε καθημερινό σίριαλ. Πρόβες δύο –τριών μηνών δεν αρκούν για να μπορέσει ένας ηθοποιός χωρίς τριβή στο είδος, να ανταποκριθεί στις θηριώδεις ερμηνευτικές απαιτήσεις ενός μεγάλου τραγικού ρόλου.
Προφανώς τα προβλήματα των δύο παραστάσεων δεν περιορίζονται στις ερμηνείες των ηθοποιών, που και στις δύο περιπτώσεις δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν κοινή ερμηνευτική γραμμή. Ήταν προβληματική η σύλληψη και η εκτέλεση στο σύνολό της. Ο Κακάλας κατέφυγε και πάλι στην χρήση μασκών (της Μάρθας Φωκά) αλλά δεν προχώρησε ούτε βήμα παραπέρα την σχετική, πολύ αξιόλογη έρευνα που ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια με την «Γκόλφω» και το «Λιωμένο Βούτυρο». Η ενδιαφέρουσα ανάγνωση/ερμηνεία της Βουλγαράκη για την ευριπίδεια «Εκάβη» δεν «μεταφράστηκε» στο σκηνικό αποτέλεσμα. Ατυχή το σκηνικό και τα κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού, από άλλη παράσταση η μουσική του Νίκου Γαλενιανού και η πολυφωνική ερμηνεία των χορικών.
Θα καταφύγω στα σοφά λόγια του Γιούχανι Πάλασμαα («Δώδεκα δοκίμια για τον Άνθρωπο, την Τέχνη και την Αρχιτεκτονική, 1980-2018», ΠΕΚ, 2021): «Τα νοήματα του καλλιτεχνικού έργου γεννώνται μέσα από το όλον, από την ποιητική εικόνα που ενοποιεί τα μέρη, και με κανέναν τρόπο δεν είναι απλώς το άθροισμα των στοιχείων του». Την ποιητική εικόνα που ενοποιεί τα μέρη δεν μπόρεσαν να αναδείξουν ο Κακάλας και η Βουλγαράκη. Ίσως επειδή έχουν μάθει να δουλεύουν αλλιώς, με ομαδικό πνεύμα και σταθερούς συνεργάτες. Οι «εκπτώσεις» των freelance συνεργασιών δεν τους ταιριάζουν.
Μία αρνητική κριτική για μια παράστασή τους δεν έχει να κάνει με εμπάθεια, μίσος και άλλα αφελή που λένε κακοκαρδισμένοι, σαν πληγωμένα παιδιά, οι καλλιτέχνες του θεάτρου. Ηθοποιοί και σκηνοθέτες γνωρίζουν εξαρχής ότι η δουλειά τους κρίνεται από το σύνολο του κοινού κάθε παράστασής τους. Αν έστηναν αυτί στα σχόλια των θεατών που αναχωρούν από το θέατρο της Επιδαύρου μετά από μία προβληματική παράσταση, θα έφριτταν από την ευκολία με την οποία καταδικάζεται ο «μόχθος» τους. Να πυροβολείται ο κριτικός απλώς επειδή η άποψή του δημοσιεύεται (και αποτελεί μαρτυρία για την Ιστορία του Θεάτρου κάθε εποχής) είναι το τίμημα της δικής του έκθεσης. Άδικο αλλά κατανοητό, εφόσον οι αντιδικίες παραμένουν σ’ ένα πλαίσιο συνειδητότητας των ρόλων του ενός και του άλλου. Ας κάνει ο καθένας την δουλειά του όσο πιο σοβαρά μπορεί, λέω εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου