.............................................................
Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989
· Πέντε
ποιήματα
του Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989) (μτφ.
Αλέξανδρος Ίσαρης (1941-2022), από τη
συλλογή «Έξι Ευρωπαίοι Ποιητές», εκδ.
Gutenberg,
2015)
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ, ΑΔΕΡΦΕ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ
ΝΥΧΤΑ
Τίποτα δεν ξέρεις, αδερφέ μου, για τη νύχτα,
τίποτα γι’ αυτόν τον πόνο που μ’ έχει εξαντλήσει,
όπως κι η ποίηση που κουβαλούσε την ψυχή μου,
τίποτα για τ’ απογεύματα, για τους αμέτρητους
καθρέφτες,
που θα με πετάξουνε στην άβυσσο.
Τίποτα δεν ξέρεις , αδερφέ μου, για τη νύχτα,
που έπρεπε να διασχίσω σαν να ‘ταν ποταμός,
με ψυχές από πολύ καιρό θαλασσοπνιγμένες,
και δεν ξέρεις τίποτα για τα μαγικά λόγια,
που μου έδειξε ανάμεσα στα ξερόκλαδα η σελήνη
σαν φρούτο ανοιξιάτικο.
Τίποτα δεν ξέρεις, αδερφέ μου, για τη νύχτα,
που μ’ έσυρε στον τάφο του πατέρα,
που μ’ έσυρε μέσα σε δάση πιο μεγάλα απ’ τη γη,
που μ’ έμαθε να βλέπω τη δύση, την ανατολή
στα άγνωστα σκοτάδια της κάθε μέρας.
Τίποτα δεν ξέρεις, αδερφέ μου για τη νύχτα,
για την ταραχή που ξύνει τους σοβάδες,
τίποτα για τον Σαίξπηρ και το στιλπνό κρανίο,
που σαν πέτρα σκονισμένη
κατρακύλησε με χάχανα στις άσπρες παραλίες
μέσα από πολέμους και σαπίλα.
Τίποτα δεν ξέρεις, αδερφέ μου, για τη νύχτα,
γιατί ο ύπνος σου διέτρεξε τα κατάκοπα κλαδιά
αυτού του φθινοπώρου, τον άνεμο που έπλυνε
τα
πόδια σου σαν χιόνι.
ΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ
…όμως στις εφημερίδες υπάρχουν καθημερινά τρεις
φόνοι,
που θα μπορούσα να ‘χα διαπράξει εγώ ή κάποιος
φίλος μου.
Τους διαβάζω σαν να ‘ταν παραμύθι,
από μια μαχαιριά στην άλλη – δίχως διόλου να
βαριέμαι.
Καθώς μπερδεύουνε τη δόξα και τη σάρκα, η ψυχή μου
αποκοιμιέται
κάτω από τις χειρονομίες του Θεού.
ΜΑΡΤΥΡΙΟ
Πεθαίνω μπρος στον ήλιο
μπροστά στον άνεμο και στα παιδιά που βρίζονται
για
έναν σκύλο,
πεθαίνω κάποιο πρωινό, που δεν μπορεί να γίνει
ποίημα·
το πρωινό αυτό είναι θλιμμένο και πράσινο κι
ατέρμονο…
Η μάνα κι ο πατέρας στέκουν στη γέφυρα
γιατί νομίζουν πως έρχομαι απ’ την πόλη
κουβαλώντας σε τεράστια πανέρια τις ερειπωμένες
ανοίξεις τους·
δεν με βλέπουν
γιατί εγώ πεθαίνω μπρος στον ήλιο.
Κάποτε δεν θ’ αντικρίζω τους θάμνους
και το χορτάρι θα δεχτεί της αδερφής μου τη θλίψη.
Η αψίδα της πύλης θα μαυρίσει
κι ουρανός δε θα ‘ναι πια ανέφικτος για την
απόγνωσή μου…
Κάποια μέρα όλα θα τα δω και κάποια αυγή
πολλών ανθρώπων τα δάκρυα θα σκουπίσω.
Να ‘μια πάλι πίσω απ’ τα γιασεμιά, ενώ ο κηπουρός
ταχτοποιεί τους πεθαμένους μέσα στις πρασιές τους.
Πεθαίνω μπρος στον ήλιο.
Θλίβομαι γιατί θα ξημερώσουν κι άλλες μέρες
που δεν θα ξανάρθουν ποτέ πια.
ΤΟ ΣΤΙΛΠΝΟ ΣΙΔΕΡΟ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Το στιλπνό σίδερο του φεγγαριού
και το πετρωμένο πόδι
ενός τεράστιου πουλιού
που ξέρει για το πένθος σου
θα σε σκοτώσουν το χειμώνα.
Το δάσος θα τυλίξει
τα κόκαλά του μες στην ταραχή
κι ο άνεμος θα ξεχυθεί
από τον άσπρο του κρυψώνα
με τα νεκρά ζαρκάδια
και θα σε ρίξει καταγής.
Ο ήλιος θα κρύψει την ουλή του
πίσω από ετοιμοθάνατους κορμούς
και των χειλιών σου η φωτιά
θα πυρπολήσει τα γελαστά
λουλούδια του θανάτου.
ΜΑΝΙΑ ΚΑΤΑΔΙΩΞΕΩΣ
Όταν πείνασα ξαφνικά
στο Χάινμπουργκ,
πήγα σ’ ένα εστιατόριο
ερχόμενος από την Κρακοβία
και παράγγειλα
χοιρινό με κνέντελ
και μια μικρή μπίρα.
Στο ταξίδι μου στη Σλοβακία
άδειασε πάλι το στομάχι μου.
Κουβέντιασα με τον πανδοχέα,
μου είπε πως θα έπρεπε να σκοτώσουν
όλους τους Πολωνοεβραίους
χωρίς εξαίρεση καμιά.
Ήτανε ναζί.
Στη Βιέννη πήγα στο ξενοδοχείο Αμπάσσαντορ
και παρήγγειλα ένα κονιάκ
ένα γαλλικό φυσικά, είπα
ένα Μαρτέλ
και συζήτησα με έναν ζωγράφο
που έλεγε συνεχώς πως ήταν καλλιτέχνης,
και που ήξερε τι σημαίνει Τέχνη,
πως όλος ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει ιδέα
τι σημαίνει Τέχνη.
Σε λίγο διαπίστωσα
πως ήτανε ναζί.
Στο Λίντς πήγα στο καφέ Ντράξελμαγερ
για να πιω καφέ
και μίλησα με τον σεφ
για τον αγώνα Ραπίντ-Λασκ
και ο σεφ μου είπε,
πως αυτούς τους Ραπίντ
έπρεπε να τους στείλουν όλους
στους θαλάμους αερίων,
πως ο Χίτλερ θα ‘χε περισσότερα
να κάνει σήμερα
από όσα στον καιρό του.
Σε λίγο διαπίστωσα
πως ήτανε ναζί.
Στο Ζάλτσμπουργκ συνάντησα
τον καθηγητή μας των θρησκευτικών.
Μου είπε κατάμουτρα,
πως τα βιβλία μου
και γενικά ό,τι έγραψα ως τώρα
είναι σκατά,
και πως την σήμερον ημέραν
μπορεί κανείς να δημοσιεύσει
τα μεγαλύτερα σκατά,
σε μια εποχή, είπε, που είναι
έτσι κι αλλιώς σκατένια,
στο Τρίτο Ράιχ, είπε, δεν θα μπορούσα
να κυκλοφορώ τα βιβλία μου,
και πρόσθεσε πως ήμουνα γουρούνι
και ύπουλο σκυλί
και έφαγε το σάντουιτς
με λουκάνικο που κρατούσε,
έπιασε με τα δύο χέρια το ράσο του,
σηκώθηκε όρθιος και πήρε δρόμο.
Ήτανε ναζί.
Χθες έλαβα μια κάρτα από το Ίνσμπουργκ
με τη χρυσή στέγη,
όπου κάποιος είχε γράψει
χωρίς να λέει γιατί:
Όσοι
είναι σαν εσένα πρέπει
να
πεθαίνουν σε θαλάμους αερίων!
Περίμενε
και θα δεις!
Διάβασα την κάρτα ξανά και ξανά
ώσπου άρχισα να φοβάμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου