Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023

Απόσπασμα από τη νουβέλα του Άντον Τσέχωφ (1860-1904) «Ο φόνος» (μτφ. απ’ τα ρωσικά, Λεωνίδας Καρατζάς, εκδ. «Ερατώ», 2016)

 ...............................................................



               Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)


σελ. 61 - 69


«…ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ Ο ΜΑΤΒΕΪ άκουσε απ’ το δωμάτιό του την Ντασούτκα να λέει στην Αγλαΐα:

   «Ο θείος Ματβέι, πριν από μερικές μέρες, είπε ότι η νηστεία δεν είναι κάτι απαραίτητο».

   Ο Ματβέι θυμήθηκε την κουβέντα που είχε κάνει πριν από δυο μέρες με την Ντασούτκα και ένιωσε ξαφνικά προσβεβλημένος.

   «Κοριτσάκι μου, μην αμαρτάνεις!» της είπε σαν άρρωστος που βγαίνειν η ψυχή του. «Δεν γίνεται χωρίς νηστεία, ο ίδιος ο Κύριος νήστεψε σαράντα μέρες. Αυτό που σου εξηγούσα ήταν ότι η νηστεία δεν απαλλάσσει τον αμαρτωλό απ’ τις αμαρτίες του».

   «Κι εσύ… ξέρεις – ν’ ακούς τους εργάτες του εργοστασίου, αυτοί θα σου μάθουν τι είναι ηθικό και τι όχι», είπε σαρκαστικά η Αγλαΐα καθώς σφουγγάριζε το πάτωμα (τις εργάσιμες μέρες συνήθως σφουγγάριζε τα πατώματα και την ώρα αυτή έβριζε όποιον έβρισκε μπροστά της). «Ξέρουμε πώς τηρούν τις νηστείες στο εργοστάσιο. Αν θες να μάθεις, ρώτα τον, τον θείο σου, ρώτα τον και για το νταραβέρι σου, να σου πει πώς έπινε γάλα τις μέρες της νηστείας μαζί με τη λεγάμενη, αυτό το φίδι το κολοβό. Κάνει μαθήματα στους άλλους, ο ίδιος όμως ξεχνάει την οχιά. Ρώτησέ τον σε ποιον άφησε τα χρήματά του, σε ποιον;»

   Ο Ματβέι είχε κρατήσει σχολαστικά κρυφό από τους πάντες, σαν δυσάρεστη πληγή, το γεγονός ότι κατά την περίοδο εκείνης της ζωής του που οι γεροντοκόρες και οι γριές χόρευαν και λυσσομανούσαν μαζί του την ώρα της προσευχής, είχε δημιουργήσει μια σχέση με μιαν εργάτρια και μάλιστα είχε αποκτήσει μαζί της και παιδί. Όταν γύρισε στο σπίτι, έδωσε σε αυτήν  τη γυναίκα όλες τις οικονομίες που είχε απ’ το εργοστάσιο και δανείστηκε από τον σπιτονοικοκύρη του για το ταξίδι και τώρα δεν είχε στην τσέπη τοθ παρά μόνο μερικά ρούβλια, τα οποία ξόδευε για τσάι και κεριά. Η αγαπητικιά μετά τον πληροφόρησε ότι το παιδάκι είχε πεθάνει και τον ρωτούσε στο γράμμα τι να κάνει με τα λεφτά. Αυτό το γράμμα το έφερε απ’ τον σταθμό ένας εργάτης, η Αγλαΐα το είδε πρώτη, το διάβασε και μετά, κάθε μέρα, κατηγορούσε τον Ματβέι για το «αμόρε» του.

   «Για βάλε με το μυαλό σου, εννιακόσια ρούβλια!» συνέχισε η Αγλαΐα. «Έδωσες εννιακόσια ρούβλια σε μιαν οχιά, σε ένα άσχετο θηλυκό, σε μια φοράδα απ’ το εργοστάσιο, που να σε πάρει και να σε σηκώσει!» Είχε αρπαχτεί για τα καλά τώρα και τσίριζε στη διαπασών: «Κατάπιες τη γλώσσα σου; Θα σε ξεσκίσω, αν σε πιάσω στα χέρια μου, σιχαμένε! Εννιακόσια ρούβλια σαν να ήσαν ένα σκέτο καπίκι. Θα μπορούσες να τα έχεις αφήσει στην Ντασούτκα που είναι συγγενής σου, κι όχι σε μιαν άσχετη ξένη – ή αλλιώς να τα στείλεις στον Μπελιόφ για τα δυστυχισμένα τα ορφανά. Και δεν της κάθισε το κρίμα στο λαιμό για να σκάσει η οχιά, η τρισκατάρατη, το διαολογύναικο, και να μην ξαναδεί ποτέ της το φως της μέρας!»

   Την φώναξε ο Γιάκοφ Ιβάνιτς· είχε φτάσει η ώρα ν’ αρχίσουν την ανάγνωση του «Ωρολογίου». Εκείνη πλύθηκε, έβαλε στο κεφάλι ένα λευκό μαντίλι, κι έχοντας πια ησυχάσει και γλυκάνει μπήκε στο δωμάτιο προσευχής για να συντροφέψει τον αδελφό που αγαπούσε. Όταν μιλούσε στον Ματβέι ή σέρβιρε τσάι στους χωριάτες στην ταβέρνα, ήταν μια ξερακιανή, στριμμένη παλιόγρια με δολοφονικό βλέμμα· στο δωμάτιο της προσευχής όμως το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο και μαλακό, έδειχνε πολύ νεότερη απ’ την ηλικία της, έκανε επιτηδευμένες γονυκλισίες, έσμιγε μάλιστα μερικές φορές τα χείλη της με αισθησιακό τρόπο.

   Ο Γιάκοφ Ιβάνιτς άρχισε να διαβάζει το «Ωρολόγιον» με χαμηλή φωνή και πονεμένη διάθεση, όπως έκανε πάντα την Πεντηκοστή. Όταν είχε διαβάσει ένα κομμάτι, σταμάτησε για να αφουγκραστεί την ακινησία που επικρατούσε στο σπίτι και μετά συνέχισε να διαβάζει νιώθοντας μεγάλη ικανοποίηση· έπλεξε ταπεινά τις παλάμες του, άφησε το βλέμμα του να πέσει, κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι, αναστέναξε βαθιά. Ξαφνικά όμως ακούστηκαν φωνές. Ο χωροφύλακας και ο Σεργκέι Νικάνοριτς είχαν έρθει να δουν τον Ματβέι. Ο Γιάκοφ Ιβάνιτς ντρεπόταν να διαβάζει φωναχτά και να ψέλνει, όταν υπήρχαν ξένοι στο σπίτι, και τώρα, έχοντας ακούσει τις φωνές, άρχισε να διαβάζει ψιθυριστά και αργά. Στο δωμάτιο της προσευχής ακουγόταν ο μπουφετζής να λέει:

   «Ο Τάταρος στο Στσέποβο πουλάει την επιχείρησή του για χίλια πεντακόσια ρούβλια. Θέλει τα πεντακόσια μπροστά και τα υπόλοιπα σε δόσεις με γραμμάτια. Γι’ αυτό, λέω, Ματβέι Βασίλιτς, θα μου κάνατε πολύ μεγάλη χάρη, αν μου δανείζατε αυτά τα πεντακόσια ρούβλια. Θα σας δίνω δύο τα εκατό το μήνα».

   «Για ποια λεφτά μιλάμε;» είπε έκπληκτος ο Ματβέι. «Πού τα βρήκα εγώ τα λεφτά;»

   «Δύο τα εκατό το μήνα για σας θα είναι δώρο εξ ουρανού», άρχισε να εξηγεί ο χωροφύλακας. «Ενώ έτσι όπως κάθονται ανενεργά τώρα τα λεφτά, τα τρώει ο σκώρος και δεν έχουν καμιά χρησιμότητα».

   Μετά, οι επισκέπτες έφυγαν και ακολούθησε σιωπή. Όμως δεν είχε προλάβει καλά καλά ο Γιάκοφ Ιβάνιτς να ξαναρχίσει την ψαλμωδία, όταν ακούστηκε απ’ την πόρτα μια φωνή να του λέει:

   «Ξάδελφε, θα ήθελα ένα άλογο για να πάω στο Βεντενιάπινο!»

   Ήταν ο Ματβέι. Και ο Γιάκοφ αισθάνθηκε μέσα του πολύ άσχημα.

   «Ποιο να πάρεις;» τον ρώτησε αφού το σκέφτηκε για λίγο. «Τον Ντορή τον έχει πάρει ένας εργάτης για να πάει να φέρει το γουρούνι και το πουλάρι, τον Φαρί, θα το πάρω εγώ μόλις τελειώσω για να πάω στο Σουτέικινο».

   «Ξάδελφε, γιατί μπορείς εσύ να χρησιμοποιείς τα άλογα κι εγώ όχι;» ρώτησε εξοργισμένος ο Ματβέι.

   «Γιατί εγώ δεν τα χρησιμοποιώ για να κάνω βόλτες, αλλά για δουλειά».

   «Η περιουσία ανήκει και στους δυο μας, δηλαδή και τα άλογα ανήκουν και στους δυο μας, και αυτό πρέπει να το καταλάβεις, ξάδελφε».

   Ακολούθησε σιωπή. Ο Γιάκοφ σταμάτησε να προσεύχεται και περίμενε να φύγει από την πόρτα ο Ματβέι.

   «Ξάδελφε», είπε ο Ματβέι, «εγώ είμαι άρρωστος άνθρωπος, δεν μου χρειάζονται περιουσίες, ο Θεός να τις φυλάει, μπορείς να κρατήσεις ό,τι έχεις, εγώ όμως θέλω ένα μικρό μέρος για ν’ αντιμετωπίσω την αρρώστια μου. Δώσε μου ό,τι είναι να μου δώσεις και θ’ απαλλαγείς από μένα».

   Ο Γιάκοφ δεν απάντησε. Πολύ θα ήθελε ν’ απαλλαγεί απ’ τον Ματβέι, αλλά να του δώσει χρήματα δεν μπορούσε, αφού όλη του την περιουσία την είχε ρίξει στην επιχείρηση· χώρια που σε όλη την ιστορία των Τερεχόφ η οικογένεια ήταν ενωμένη· διάσπαση ίσον καταστροφή.

   Ο Γιάκοφ συνέχισε να παραμένει σιωπηλός περιμένοντας να φύγει ο Ματβέι και το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάει την αδελφή του, με τον φόβο ότι εκείνη θα μπορούσε να παρέμβει και να ξαναρχίσουν τα βρισίδια, όπως και το πρωί. Όταν κάποια στιγμή ο Ματβέι έφυγε, ο Γιάκοφ συνέχισε να διαβάζει, αλλά τώρα δεν έβρισκε σ’ αυτό καμία ευχαρίστηση. Υπήρχε ένα βάρος στο κεφάλι του κι ένα σκοτεινό σύννεφο στα μάτια του από τις συνεχείς μετάνοιες, και είχε βαρεθεί τον ήχο της ίδιας του της άτονης φωνής. Όταν αυτού του είδους η κατάθλιψη τον έπιανε τη νύχτα, θεωρούσε ότι γι’ αυτό, έφταιγε η αϋπνία του, όταν όμως τον έπιανε τη ημέρα, τον τρόμαζε, γιατί πίστευε ότι επάνω στο κεφάλι του και στους ώμους του είχαν θρονιαστεί διαβόλοι.

   Τελειώνοντας κακήν κακώς την ακολουθία, δυσαρεστημένος και θυμωμένος, ξεκίνησε για το Σουτέικινο…»


σελ. 79 - 90


«…ΟΤΑΝ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ, Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ δεν ήταν πια εκεί κι ο μπουφετζής καθόταν στο δωμάτιο του Ματβέι και λογάριαζε κάτι στο αριθμητήριο με τις χάντρες. Ερχόταν και παλαιότερα, σχεδόν κάθε μέρα, στην ταβέρνα· τότε ερχόταν για να δει τον Γιάκοφ Ιβάνιτς, τον τελευταίο καιρό όμως ερχόταν για να δει τον Ματβέι. Συνεχώς υπολόγιζε κάτι στο αριθμητήριο, ενώ ίδρωνε και ξεΐδρωνε και έδειχνε πιεσμένος, ή ζητούσε χρήματα ή, χαϊδεύοντας τις φαβορίτες του, έλεγε ότι κάποτε δούλευε σ’ ένα σταθμό πρώτης γραμμής και ετοίμαζε για τους αξιωματικούς τα ποτήρια της σαμπάνιας και ότι στα επίσημα γεύματα σέρβιρε την ψαρόσουπα με τα ίδια του τα χέρια· το μόνο που τον ενδιέφερε σ’ αυτό τον κόσμο ήταν τα αναψυκτήρια και οι μπουφέδες και το μόνο θέμα συζήτησης που είχε ήταν τα φαγητά, τα σερβιρίσματα και τα κρασιά. Κάποτε, την ώρα που σέρβιρε τσάι σε μια νεαρή κυρία, η οποία θήλαζε ένα μωράκι, θέλοντας να της πει κάτι ευχάριστο, χρησιμοποίησε τις παρακάτω λέξεις:

   «Το στήθος της μάνας είναι ο μπουφές του μωρού!»

   Κάνοντας υπολογισμούς με το αριθμητήριο στο δωμάτιο του Ματβέι ζητούσε χρήματα, γκρίνιαζε ότι δεν μπορούσε πια να ζήσει στην Προγκόναγια και είπε αρκετές φορές με τόνο που ήταν σαν να ετοιμαζόταν να κλάψει:

   «Πού θα πάω τώρα; Πού μπορώ να πάω, πέστε μου, αν έχετε την καλοσύνη!»

   Μετά ο Ματβέι πήγε στην κουζίνα και άρχιζε να καθαρίζει βραστές πατάτες, τις οποίες κατά πάσα πιθανότητα είχε κρύψει από την προηγούμενη μέρα. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και ο Γιάκοφ Ιβάνιτς είχε την εντύπωση ότι ο μπουφετζής είχε φύγει. Είχε περάσει προ πολλού η ώρα που έπρεπε να αρχίσει τον εσπερινό· φώναξε την Αγλαΐα και θεωρώντας ότι στο σπίτι δεν υπάρχει κανείς, άρχισε να ψέλνει χωρίς να ντρέπεται, δυνατά. Έψελνε και διάβαζε, αλλά μες στο μυαλό του πρόφερε άλλα λόγια: «Συγχώρα με, Θεέ μου! Γλίτωσέ με, Θεέ μου!» - και όλ’ αυτά κάνοντας τη μια μετάνοια μετά την άλλη και κουνώντας το κεφάλι, σαν να ήθελε να εξαντλήσει τον εαυτό του, ενώ η Αγλαΐα τον κοίταζε απορημένη. Σκεφτόταν ότι μπορεί να έμπαινε ο Ματβέι, ήταν σίγουρος μάλιστα ότι θα έμπαινε, και ένιωθε μεγάλη μοχθηρία γι’ αυτόν, ένα μίσος που δεν  μπορούσε να το υπερνικήσει ούτε με την προσευχή ούτε με τις απανωτές μετάνοιες.

   Ο Ματβέι άνοιξε σιγά-σιγά την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο της προσευχής.

   «Αμαρτία, φοβερή αμαρτία!» είπε επιτιμητικά και έβγαλε έναν αναστεναγμό. «Μετανόησε! Έλα στα συγκαλά σου, ξάδελφε!»

   Ο Γιάκοφ Ιβάνιτς, έχοντας σφίξει τις γροθιές του και χωρίς να τον κοιτάζει για να μην τον χτυπήσει, βγήκε γρήγορα-γρήγορα από το δωμάτιο της προσευχής. Και όπως είχε συμβεί πριν στον δρόμο, νιώθοντας σαν ένα τεράστιο και φριχτό τέρας, πέρασε τον διάδρομο που οδηγούσε στον γκρίζο, βρωμερό χώρο που μύριζε καπνό και ομίχλη, εκεί όπου οι χωριάτες έπιναν συνήθως τσάι και περνούσαν πολύ χρόνο πηγαίνοντας από τη μια γωνιά στην άλλη με βαριά βήματα, κάνοντας τα πιατικά στα ράφια να τρίζουν και τα τραπέζια να τρέμουν. Ήταν ξεκάθαρο πια γι’ αυτόν ότι δεν τον ικανοποιούσε η θρησκεία του και ότι δεν μπορούσε να προσευχηθεί όπως παλιά. Έπρεπε να μετανοήσει, έπρεπε μα ξανασκεφτεί τα πράγματα, να δει τα πράγματα από την αρχή, να αρχίσει να ζει και να προσεύχεται με κάποιον άλλο τρόπο. Πώς όμως να προσεύχεται; Και άσε που όλ’ αυτά μπορεί να ήσαν πειρασμός του Σατανά και τίποτα απ’ όλα αυτά να μη χρειάζεται!... Πώς θα μπορούσε να προχωρήσει παρακάτω; Τι θα μπορούσε να κάνει; Ποιος θα μπορούσε να τον καθοδηγήσει; Τι απελπιστική κατάσταση! Σταμάτησε και πιάνοντας με τα δυο χέρια το κεφάλι του άρχισε να σκέφτεται, αλλά η σκέψη ότι ο Ματβέι βρισκόταν κάπου εκεί κοντά δεν τον άφηνε να σκεφτεί καθαρά. Έτσι, γύρισε γρήγορα στα δωμάτια.

   Ο Ματβέι καθόταν στην κουζίνα μπροστά από ένα πιάτο με πατάτες και έτρωγε. Δίπλα του, κοντά στη σόμπα, η Αγλαΐα και η Ντασούτκα ήσαν καθισμένες αντικριστά και έκλωθαν μαλλί. Ανάμεσα στη σόμπα και στο τραπέζι όπου καθόταν ο Ματβέι, βρισκόταν μια σιδερώστρα με ένα κρύο σίδερο επάνω της.

   «Ξαδερφούλα», είπε ο Ματβέι, «δώσε μου λίγο λαδάκι!»

   «Ποιος τρώει λάδι μια τέτοια μέρα;» ρώτησε η Αγλαΐα.

   «Δεν είμαι καλόγερος, ξαδελφούλα, λαϊκός είμαι. Και στην κατάσταση που βρίσκεται η υγεία μου επιτρέπεται να φάω όχι μόνο λάδι αλλά και γάλα».

   «Σ’ εσάς στο εργοστάσιο, όλα επιτρέπονται». Η Αγλαΐα κατέβασε από ένα ράφι ένα μπουκάλι με σαρακοστιανό λάδι και το άφησε μπροστά στον Ματβέι κοπανώντας το θυμωμένα με ένα μοχθηρό χαμόγελο στο πρόσωπο, προφανώς ικανοποιημένη από το ότι ήταν τόσο αμαρτωλός. «Μα σου λένε πως δεν μπορείς να φας λάδι!» φώναξε ο Γιάκοφ.

   Η Αγλαΐα και η Ντασούτκα τινάχτηκαν ξαφνιασμένες, αλλά ο Ματβέι, σαν να μην είχε ακούσει τίποτε, πρόσθεσε το λάδι στο πιάτο του και συνέχισε να τρώει σαν να μην είχε ακούσει τίποτε.

   «Σου λέω, δεν μπορείς να φας λάδι!» ούρλιαξε ο Γιάκοφ ακόμη πιο δυνατά, έγινε ολόκληρος κατακόκκινος και ξαφνικά άρπαξε το πιάτο, το σήκωσε ψηλότερα από το κεφάλι του και το πέταξε με όλη του τη δύναμη στο πάτωμα κάνοντάς το κομματάκια. «Και να μην ακούσω κουβέντα!» ούρλιαξε έξαλλος, αν και ο Ματβέι δεν είχε προφέρει λέξη. «Μην τολμήσεις!» επανέλαβε και κοπάνισε τη γροθιά του στο τραπέζι.

   Ο Ματβέι χλώμιασε και σηκώθηκε όρθιος.

   «Ξάδελφε!» είπε μασουλώντας ακόμη. «Ξάδελφε, έλα στα συγκαλά σου!»

   «Έξω από το σπίτι μου αυτήν τη στιγμή!» ούρλιαξε ο Γιάκοφ· του φάνηκε αποκρουστικό το κατσιασμένο πρόσωπο του Ματβέι και η φωνή του και τα ψίχουλα στα μουστάκια του και αυτό που μασούσε. «Έξω, σου λέω!»

   «Ξάδελφε, ηρέμησε! Σου έχει συσκοτίσει τον νου η περηφάνια της κόλασης!»

   «Σκασμός!» Ο Γιάκοφ άρχισε να χτυπάει στο πάτωμα τα πόδια του. «Φύγε, Σατανά!»

   «Αν θες να ξέρεις», συνέχισε ο Ματβέι με δυνατή φωνή έχοντας κι αυτός αρχίσει να θυμώνει, «είσαι φευγάτος απ’ τον Θεό και αιρετικός. Οι σατανάδες της κόλασης έχουν κρύψει απ’ τα μάτια σου το πραγματικό φως, η προσευχή σου δεν αρέσει στον Θεό. Μετανόησε πριν είναι πολύ αργά! Το νεκροκρέβατο του αμαρτωλού είναι φριχτό! Μετανόησε ξάδελφε!»

   Ο Γιάκοφ τον άρπαξε από τους ώμους και τον τράβηξε μακριά από το τραπέζι, ενώ εκείνος χλώμιασε ακόμα περισσότερο και έχοντας τρομοκρατηθεί και απογοητευθεί, μουρμούρισε: «Τι συμβαίνει; Τι έπαθες;» και καθώς προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τα χέρια του Γιάκοφ, τον έπιασε συμπτωματικά από το πουκάμισο κοντά στο λαιμό και του έσκισε τον γιακά. Η Αγλαΐα νόμισε ότι ήθελε να χτυπήσει τον Γιάκοφ, έμπηξε μια φωνή, άρπαξε το μπουκάλι με το λάδι της Σαρακοστής και το κατέβασε με όλη της τη δύναμη στο κεφάλι του ξάδελφου που μισούσε. Ο Ματβέι τρίκλισε και για μια στιγμή το πρόσωπό του έδειξε ήρεμο και αδιάφορο. Ο Γιάκοφ, ανασαίνοντας βαριά, ενθουσιασμένος και ικανοποιημένος από το γουργουρητό που έκανε το μπουκάλι σαν να ήτανε ζωντανό, όταν χτύπησε το κεφάλι, συνέχισε να τον κρατάει γερά και, αρκετές φορές – το θυμόταν αυτό ξεκάθαρα – έκανε νόημα στην Αγλαΐα δείχνοντάς της το σίδερο· και μόνο όταν άρχισε να τρέχει στα χέρια του αίμα και ακούστηκε το δυνατό κλάμα της Ντασούτκα, και όταν έπεσε με θόρυβο η σιδερώστρα και από πάνω της σωριάστηκε βαριά ο Ματβέι, έπαψε ο Γιάκοφ να νιώθει θυμό και κατάλαβε τι είχε συμβεί.

   «Δεν πα’ να ψοφήσει ο βρωμοεργάτης!» είπε η Αγλαΐα με απέχθεια εξακολουθώντας να κρατάει το σίδερο στο χέρι της. Το λευκό ματωμένο μαντίλι γλίστρησε στους ώμους της και άφησε τα γκρίζα της μαλλιά να πέσουν στους ώμους της ακατάστατα. «Πήγαινε γυρεύοντας!».

   Η κατάσταση ήταν εφιαλτική. Η Ντασούτκα καθόταν στο πάτωμα κοντά στη σόμπα με το νήμα στα χέρια της, κλαίγοντας με αναφιλητά και σκύβοντας κάθε τόσο το κεφάλι βγάζοντας σε κάθε σκύψιμο και από μιαν άναρθρη κραυγή. Όμως το πιο φριχτό για τον Γιάκοφ ήταν η πατάτα μέσα στο αίμα, στο οποίο φοβόταν να πατήσει, και υπήρχε και κάτι άλλο, ακόμα πιο φριχτό, που βάραινε επάνω του σαν κακό όνειρο και έμοιαζε με τον χειρότερο δυνατό κίνδυνο, αν και δεν το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή. Και αυτό ήταν ο μπουφετζής, ο Σεργκέι Νικάνοριτς, ο οποίος στεκόταν στο κατώφλι με το αριθμητήριο στα χέρια, χλωμός σαν πεθαμένος, κοιτάζοντας με φρίκη αυτό που είχε συμβεί μπροστά του στην κουζίνα. Μόνο όταν έκανε μεταβολή και πέρασε γρήγορα τον διάδρομο και από κει βγήκε στον δρόμο, κατάλαβε ο Γιάκοφ ποιος ήταν και τον ακολούθησε. Σκουπίζοντας τα χέρια του στο χιόνι καθώς περπατούσε, έβαλε το μυαλό του να δουλέψει. Του πέρασε η ιδέα από το μυαλό ότι ο εργάτης τους είχε φύγει πριν από πολλή ώρα και είχε ζητήσει άδεια για να περάσει τη νύχτα στο πατρικό του, στο χωριό· την προηγούμενη μέρα είχαν σφάξει ένα γουρούνι και στο χιόνι υπήρχαν τεράστιες σταγόνες αίματος, το ίδιο και στο έλκηθρο, ακόμα και η μία πλευρά του τοίχου του πηγαδιού ήταν βαμμένη με αίμα, οπότε τώρα, ακόμα και ολόκληρη η οικογένεια του Γιάκοφ να ήταν βαμμένη με αίμα, αυτό δεν θα φαινόταν ύποπτο. Θα ήταν μεγάλη ταλαιπωρία να κρύψει τον φόνο, αλλά το να εμφανιστεί από το τμήμα ο χωροφύλακας σφυρίζοντας ανέμελα και χαμογελώντας ειρωνικά μαζί με τους άνδρες του και όλοι αυτοί να δέσουν τα χέρια του Γιάκοφ και της Αγλαΐας και να τους οδηγήσουν επίσημα στο τοπικό δικαστήριο και από κει στην πόλη, ενώ όλοι στο δρόμο θα τους δείχνουν και θα λένε ειρωνικά: «Πάνε οι προσευχητάδες!» - αυτό για τον Γιάκοφ θα ήταν το πιο βασανιστικό απ’ όλα, οπότε ήθελε να παρατείνει κάπως τον χρόνο και να υποστεί την ντροπή όχι ώρα, αλλά αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον…» 


Απόσπασμα από τη νουβέλα του Άντον Τσέχωφ (1860-1904) «Ο φόνος» (μτφ. απ’ τα ρωσικά, Λεωνίδας Καρατζάς, εκδ. «Ερατώ», 2016)  

   


Δεν υπάρχουν σχόλια: