Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

"ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΛΩΝ..." από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 23.7.2023)

 ..............................................................


                        "ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΛΩΝ..."




από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 23.7.2023)


Απ' τους αγγέλους που μου στέλνει κάθε μέρα ο Θεός να με φυλάνε (κι είναι πολλοί, έχω μετρήσει πάνω από εφτά χιλιάδες μέχρι τώρα), μονάχα ένας δεν μου λέει το όνομά του. Μπορεί και να το λέει διαρκώς, δεν παίρνω όρκο, μα έτσι γίνεται μ' αυτόν τον άγγελο της λήθης - αυτός με διάλεξε, όχι εγώ. Κοιτάξτε που ασημίζουνε τα δάχτυλά μου. Μου 'δωσε να κρατάω μια πεταλούδα όλη τη νύχτα απόψε.
Θα μου 'παιρνε χρόνια πολλά να ιστορήσω τα ελέη τους, μιας που το θαύμα συχνά ταπεινώνεται, να μη δείχνει. Θέλω να πω πως η ζωή από μόνη της δεν θα γινόταν ανεκτή. Γλιστράει εύκολα από το ένα στο μηδέν, χρειάζεται φορτία ολόκληρα από μικροπράγματα για να κρατηθεί. Και κάθε μέρα. Τα πρωινά ιδιαίτερα, εδώ εις Άργος, οπού κάθομαι άνεργος, ρεμβάζοντας καινούργιες και παλιές απελπισίες. Αίφνης, κάποιος αφήνει ένα κόκκινο αυγό στο παράθυρο, από απέναντι ένας άγνωστος υψώνει το ποτήρι - "κερασμένα από μένα", μου λέει.
Είναι πολλοί που απλώς περνούν να πούνε ένα "γεια", πίνουν απ' το πηγάδι μου νερό, σφουγγίζονται με ανάστροφη παλάμη. Κρατούν στην τσέπη τους κάτι πικρό πολύ και απερίγραπτο, σ' άλλον το παν' πεσκέσι, δεν είμαι μόνο εγώ σ' αυτόν τον κόσμο ο απόκληρος. Κι ως να μετρήσω ως το δώδεκα, έχουνε στρίψει στη γωνία. Χώνονται σ' ένα παλαιοπωλείο όλο μπρούτζινα. Μια ομπρέλα κλείνει απότομα.
Υπάρχουν και αυτοί που έρχονται και με κοιτάζουν με δυο μάτια ολοστρόγγυλα, όπως κοιτάζουν τα παιδιά ένα αγρίμι πίσω απ' τα κάγκελα. Δεν ξέρω αν είναι λόγω των ματιών τους, όμως μια άγρια μουσική με συνεπαίρνει από μέσα μου, σαν να 'ρχεται από παντού. Βουίζουν οι σιαγώνες μου. Βρυχώμαι. Κι αν πέσω ματιασμένος στο ένα μου πλευρό, βρίσκω ξανά τη μάνα μου τη λάσπη, κι αν γείρω στ' άλλο, πιο πίσω ακόμα προσγειώνομαι - στην πιο τρισεύγενη αγαθότητα, στο κλάμα.
Δεν είναι όλοι τους πεζοί, συχνά αρέσκονται να σκίζουνε μεμιάς όλον τον ύπνο με σειρήνες. Κοιτάζω πίσω από το τζάμι μέσα στη νεύρωση - πάνω σε κόκκινα οχήματα ένα τσούρμο. Ανέκαθεν μου προκαλούνε σύγχυση τα προφανή, πάνω σ' αυτά σπάω διαρκώς τα μούτρα μου. Ίσως γιατί ποτέ δεν παραδέχτηκα ότι στον κόσμο αυτόν υπάρχουνε και πυρκαγιές. Αγγίζω όμως το δεξί μου μάγουλο - ναι, αυτό που μόλις μ'' εγλειψε εκεί ήτανε φλόγα. Γι' αυτό και να 'τοι κάθε τόσο μπροστά στο σπίτι μου, ένστολοι, με τις μάνικες στα χέρια.
Θα πω εδώ, ότι καμία εικοσαριά από αυτούς μόνο τα νώτα τους μου δείχνουν. Μοιάζουν να βιάζονται διαρκώς για κάπου αλλού, όμως όλο στα πέριξ τριγυρνάνε, βλέπω τις πλάτες τους ν' απομακρύνονται στους πέντε ανέμους. Δεν ξέρω αν έχουνε για μένανε γλυκό φιλί στα ακούρευτα του αυχένα ή αν σφίγγουνε πάνω στο στήθος τους ένα κλουβί με καρδερίνα, να κελαηδάει το πρωί και ν' ανασταίνομαι. Ετούτοι είναι εντεταλμένοι να μου μάθουνε πως η απώλεια δεν είναι το αντίθετο της κτήσης, ότι υπάρχουν κόσμοι ασύμπτωτοι κι ας λένε πως αγαπιούνται.
Αντίθετα από τους προηγούμενους, οπού δεν έχουν φύλο, στριμώχνω κάποιους σε μια μάντρα, κάτω απ' τα ρούχα πασπατεύω μία χνουδάτη θηλυκότητα. "Πιες κι απ' τον άλλο μας μαστό", με παροτρύνουν. "Έτσι θα σώζεσαι συχνά, αλλά για λίγο". Είναι που ο Θεός με ξέρει από τα γεννοφάσκια μου - ίσως Εκείνος να με προίκισε τρυφή. Γι' αυτό και τόσο κίτρινο στις άκρες των χειλιών μου, γι' αυτό και τόσα μονοπάτια στα κρυφά, ο σαρδανάπαλος. Μετά, κάθομαι ήρεμος στο κρύο στρώμα μου, βγάζω τη νύχτα με αποτσίγαρα, χαράματα πεινάω και πάλι εξεπίτηδες - να 'χετε ύστερα να λέτε εσείς, από σαράντα κύματα να με περνάτε.
Θα ομολογήσω εδώ ότι ποτέ δεν είδα τα φτερά, τις πιο πολλές φορές αέρας έρχεται, μπαίνει απ' τις χαραμάδες. "Φάε τη σουπίτσα σου, τώρα που είναι ακόμα ζεστή", σκύβει πάνω απ' το δικό του πιάτο ο Φιόντορ. Είναι κουκουλωμένος με κουβέρτα, τρέμει στο χέρι του το ξύλινο κουτάλι. Κι εκεί που πάω να βγω στο Ομσκ, γυμνός μέσα στα χιόνια, κύμα με φέρνει δίπλα από τα κοριτσόπουλα, άναυδη με κοιτάζει η Ναυσικά. Είναι γιατί ο αέρας που τρυπάει την ίζμπα γυρίζει τις σελίδες του βιβλίου μου - τέτοια ταξίδια έχουνε για μένα οι ούριοι άγγελοι, τόση χαρτούρα η ναυτοσύνη μου.
Κι ούτε να πεις πως έχουν όλοι τους όψη ανθρώπου. Ας πούμε, χτες, κατά το σούρουπο, ήταν σκυλιά με αφρούς στο στόμα και καρφιά στο περιλαίμιο. Στέκονταν τέσσερις καταμεσής, "φύγε από δω", γαβγίζανε - πού να ζυγώσω της αγάπης μου τη ρούγα. Πίνω ρακές και την ξεχνάω σ' ένα καπηλειό. Θυμάμαι μόνο μία μαύρη τρύπα εν εξάλλω, μια χάρυβδη τυφλή των παρορμήσεων. Εκεί εγκαθίσταμαι - δεν θέλω πια άλλη ψυχή, πάω κατευθείαν στα πιο βρώσιμα, στα ωραία ζουμιά τους. Πετάω έξω τα κόκαλα και τους ταΐζω.
Μα, σταματώ εδώ, προτού με παρασύρει η αδράνεια και φανερώσω πράγματα ανεπίτρεπτα. Τότε θα εμφανιστούν όλοι μαζί, θα νικηθεί η αλήθεια απ' την πραγματικότητα, θα θυμηθώ τα πάντα. Και μ' αγαπούν πολύ, δεν θέλουν να με δουν να τήκομαι, δεν έχουν άλλο τόσο δύστροπο καλούπι. Χτυπούν κουδούνια και τηλέφωνα, κάποιοι κλωτσάνε με τα άρβυλα την πόρτα - πάω ν' ανοίξω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: