Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

"Ἡ κόρη τῆς ἀβύσσου" ποίημα του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου (1924-2008) (http://poetry-in-greece.blogspot.com, 1996)

 ...............................................................





Γιώργης Παυλόπουλος (1924 - 2008)



Ἡ κόρη τῆς ἀβύσσου


Στη μνήμη τοῦ Φρανσουά, τοῦ Κάρολου και τοῦ Ἀρθούρου


Ἀχτύπητη κι ὡραία πάνω στὴ Γιαμάχα της
------ κόβει τὸ κρύσταλλο τῆς νύχτας σὰν διαμάντι
στὴν ὄψη της χορεύουν φλόγες
------ ἀπὸ τὴν Κόλαση τοῦ Δάντη.


Μπαίνει στὰ μπὰρ σεκλετισμένη κι οἱ νέοι ποιητὲς
------ τὴν τρέμουνε καὶ τὴν κερνᾶνε βότκα καὶ οὐίσκι
μὰ Ἐκείνη κοιτάζει ἀόριστα στὴν πόρτα νὰ φανεῖ
------ χλωμὸς ὁ πρίγκιψ Μίσκιν.


Δὲν ἔχει ποῦ νὰ κοιμηθεῖ, γυρίζει ἐδῶ κι ἐκεῖ
------ μὲ μιὰ κιθάρα καὶ δισάκι
διαβάζει κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες
------ Βιγιὸν καὶ Καρυωτάκη.


Ὅταν πλαγιάζει μὲ τοὺς οἰκοδόμους στὰ γιαπιὰ
------ τὸ Κοινοβούλιο συνέρχεται ἐκτάκτως καὶ βελάζει.
Ἐκείνη ὀνειρεύεται τὴ μάνα Ἐπανάσταση
------ ὅλους νὰ μᾶς θηλάζει.


Κόβει μὲ ὄνειρο τὶς φλέβες της
------ γιὰ νὰ τὴ βλέπουνε τῆς νύχτας οἱ καθρέφτες
γιὰ νὰ παγώνει μέσα τῆς ὁ κόσμος ὁ κακὸς
------ οἱ μαστροποὶ κι οἱ κλέφτες.



Ἀνοίγει τὰ συρτάρια ἐπιδόξων συγγραφέων
------ μὲ τοῦ διαβόλου τ’ ἀντικλείδια
κλέβει τὰ αἰσθηματικά τους κείμενα
------ καὶ τὰ πετάει στὰ σκουπίδια.


Κάποτε κλαίει σὰν παιδὶ
------ χώνοντας τὸ πρόσωπο στὴ γούνα τοῦ ἀνέμου
κι ἄλλοτε εἴκοσι χιλιάδες λεῦγες κάτω ἀπὸ τὴ θάλασσα
------ ψάχνει γιὰ τὸ ὑποβρύχιό τού πλοιάρχου Νέμου.


Στὸ ἄχτιστο φῶς τῆς λέξης μένει ἐκστατικὴ
------ μὲ δέος, ἡδονὴ καὶ τρόμο
στὰ βάθη τῆς λογοτεχνίας χάνεται
------ χωρὶς ἐπιστροφή, χωρὶς νὰ βρίσκει δρόμο.


Τὴν ποθοῦν, μὰ τοὺς περιφρονεῖ
------ τοὺς δῆθεν ἐραστὲς τοῦ ἀπολύτου
τὸ γκόλφι τῆς τὸ χάρισε σ’ ἕναν τρελλὸ τραγουδιστὴ
------ γιὰ ἕνα πικρὸ φιλί του.


Κι ἐμένα ὅταν μού λέει «Πάρε με»
------ τὰ παίζει ὅλα, ἡ θεατρίνα,
μὲ προκαλεῖ ποζάροντας
------ σὰν μιὰ πουτάνα σὲ βιτρίνα.


Κι ὅταν μού λέει «Πεθαίνω ἐγὼ γιὰ σένα»
------ ἐγὼ δὲν τὴν πιστεύω
τὴν ἄπιαστη ὀμορφιά της μὲ θλίψη καρχαρία
------ σὲ μαύρη ἄβυσσο γυρεύω.


Ἀχτύπητη κι ὡραῖα καβάλα στὴ Γιαμάχα της
------ σκίζει τὶς διαβάσεις τοῦ μυαλοῦ μου σὰν πριονοκορδέλα
πηδάει τοὺς τάφους τῶν ὀνείρων μου
------ τ’ ἀγάλματα καὶ τὴν παλιά μου ὀμπρέλα.


Μὲ παίρνει πισωκάπουλα στὴ σέλα της
------ κι ἐγὼ τὴν ἀγκαλιάζω ἀπὸ τὴ μέση
γέρνω γλυκὰ στὴν πλάτη της
------ κλείνω τὰ μάτια καὶ μ’ ἀρέσει.


Καὶ μ’ ἀνεβάζει ἀνάλαφρα στὸν οὐρανὸ
------ κι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στὸ βαρέλι καὶ μαρσάροντας
------ γυρίζουμε γυρίζουμε τὸ γῦρο τοῦ θανάτου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: