...............................................................
Γιώργης Παυλόπουλος (1924 - 2008)
Ἡ κόρη τῆς ἀβύσσου
Στη μνήμη τοῦ Φρανσουά, τοῦ Κάρολου και τοῦ Ἀρθούρου
Ἀχτύπητη κι ὡραία πάνω στὴ Γιαμάχα της
------ κόβει τὸ κρύσταλλο τῆς νύχτας σὰν διαμάντι
στὴν ὄψη της χορεύουν φλόγες
------ ἀπὸ τὴν Κόλαση τοῦ Δάντη.
Μπαίνει στὰ μπὰρ σεκλετισμένη κι οἱ νέοι ποιητὲς
------ τὴν τρέμουνε καὶ τὴν κερνᾶνε βότκα καὶ οὐίσκι
μὰ Ἐκείνη κοιτάζει ἀόριστα στὴν πόρτα νὰ φανεῖ
------ χλωμὸς ὁ πρίγκιψ Μίσκιν.
Δὲν ἔχει ποῦ νὰ κοιμηθεῖ, γυρίζει ἐδῶ κι ἐκεῖ
------ μὲ μιὰ κιθάρα καὶ δισάκι
διαβάζει κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες
------ Βιγιὸν καὶ Καρυωτάκη.
Ὅταν πλαγιάζει μὲ τοὺς οἰκοδόμους στὰ γιαπιὰ
------ τὸ Κοινοβούλιο συνέρχεται ἐκτάκτως καὶ βελάζει.
Ἐκείνη ὀνειρεύεται τὴ μάνα Ἐπανάσταση
------ ὅλους νὰ μᾶς θηλάζει.
Κόβει μὲ ὄνειρο τὶς φλέβες της
------ γιὰ νὰ τὴ βλέπουνε τῆς νύχτας οἱ καθρέφτες
γιὰ νὰ παγώνει μέσα τῆς ὁ κόσμος ὁ κακὸς
------ οἱ μαστροποὶ κι οἱ κλέφτες.
Ἀνοίγει τὰ συρτάρια ἐπιδόξων συγγραφέων
------ μὲ τοῦ διαβόλου τ’ ἀντικλείδια
κλέβει τὰ αἰσθηματικά τους κείμενα
------ καὶ τὰ πετάει στὰ σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σὰν παιδὶ
------ χώνοντας τὸ πρόσωπο στὴ γούνα τοῦ ἀνέμου
κι ἄλλοτε εἴκοσι χιλιάδες λεῦγες κάτω ἀπὸ τὴ θάλασσα
------ ψάχνει γιὰ τὸ ὑποβρύχιό τού πλοιάρχου Νέμου.
Στὸ ἄχτιστο φῶς τῆς λέξης μένει ἐκστατικὴ
------ μὲ δέος, ἡδονὴ καὶ τρόμο
στὰ βάθη τῆς λογοτεχνίας χάνεται
------ χωρὶς ἐπιστροφή, χωρὶς νὰ βρίσκει δρόμο.
Τὴν ποθοῦν, μὰ τοὺς περιφρονεῖ
------ τοὺς δῆθεν ἐραστὲς τοῦ ἀπολύτου
τὸ γκόλφι τῆς τὸ χάρισε σ’ ἕναν τρελλὸ τραγουδιστὴ
------ γιὰ ἕνα πικρὸ φιλί του.
Κι ἐμένα ὅταν μού λέει «Πάρε με»
------ τὰ παίζει ὅλα, ἡ θεατρίνα,
μὲ προκαλεῖ ποζάροντας
------ σὰν μιὰ πουτάνα σὲ βιτρίνα.
Κι ὅταν μού λέει «Πεθαίνω ἐγὼ γιὰ σένα»
------ ἐγὼ δὲν τὴν πιστεύω
τὴν ἄπιαστη ὀμορφιά της μὲ θλίψη καρχαρία
------ σὲ μαύρη ἄβυσσο γυρεύω.
Ἀχτύπητη κι ὡραῖα καβάλα στὴ Γιαμάχα της
------ σκίζει τὶς διαβάσεις τοῦ μυαλοῦ μου σὰν πριονοκορδέλα
πηδάει τοὺς τάφους τῶν ὀνείρων μου
------ τ’ ἀγάλματα καὶ τὴν παλιά μου ὀμπρέλα.
Μὲ παίρνει πισωκάπουλα στὴ σέλα της
------ κι ἐγὼ τὴν ἀγκαλιάζω ἀπὸ τὴ μέση
γέρνω γλυκὰ στὴν πλάτη της
------ κλείνω τὰ μάτια καὶ μ’ ἀρέσει.
Καὶ μ’ ἀνεβάζει ἀνάλαφρα στὸν οὐρανὸ
------ κι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στὸ βαρέλι καὶ μαρσάροντας
------ γυρίζουμε γυρίζουμε τὸ γῦρο τοῦ θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου