...............................................................
Ξανά από τον "Αίαντα" του Γιάννη Ρίτσου (1909 - 1990)
«…Λίγο πιο πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι, λόφοι ολόκληροι,
σαπίζουν
τα ρούχα των νεκρών πολεμιστών· σκεβρώνουν τα παπούτσια, σκουριάζουν οι πόρπες
απ’ τις μεγάλες υγρασίες και τις βροχές· λίγο λίγο έχει γίνει
ένα στρώμα παχύ, μαλακό· με την άνοιξη ξεπροβαίνουν κει πέρα
χιλιάδες πολύχρωμα αγριολούλουδα — μπορεί να παίρνουνε τα χρώματά τους
από κείνα τα ρούχα των νεκρών. Αν περπατήσεις πάνω τους θα νιώσεις
κάποια βαθιά, γαλήνια μαλακότητα — όχι αυτή της φθοράς και της αραίωσης, όχι,
μιαν άλλη μαλακότητα, του τελειωμένου και του ανύπαρκτου. Δαγκώνεις ένα φύλλο
κι αυτό δεν έχει γεύση. Κόβεις ένα λουλούδι· το κοιτάζεις·
βλέπεις μέσ’ απ’ τα πέταλά του ένα διάφανο τοπίο στο χρώμα και στο σχήμα
του λουλουδιού· — όλα είναι κοίλα, σε βαθιά κοιλότητα· μπορεί μ’ ένα βήμα
να περάσεις αντίπερα με τις ήσυχες λεύκες και τ’ άσπρο ποτάμι.
Αυτοί που φύγαν γυρίζουν αθόρυβα κοντά μας, απ’ τους δρόμους
τους πιο κοντινούς, πάνω απ’ τους λόφους με τα λιόδεντρα, μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια,
—
τους είδα όπως γυρνούσα σπίτι. Μου έγνεφαν. Οι καπνοδόχοι
ήταν σα μαύρα αγάλματα πάνω στις στέγες. Περνούσαν
σκοτεινοί, σκοτεινοί και μουγγοί, σαν τα δέντρα της όχθης γραμμένα
στο φωτεινό κομμάτι των νερών. Ένα άσπρο φεγγάρι
στέκεται πάνω τους ολημερίς — δεν τους φωτίζει. Διασχίζουν το δρόμο,
κοιτούν μες στα ψιλικατζίδικα τις καραμέλες σκεπασμένες με τουλπάνι,
κοιτούν τις χαρτονένιες κούκλες με τους σπάγγους, τα τσιγάρα, τα σπίρτα,
τα τσιμπιδάκια, τις εφημερίδες — δε διαβάζουν μήτε τους τίτλους. Κοιτιούνται
στη σκονισμένη βιτρίνα του ψωμάδικου. Σαν ξερά χόρτα
τους πέφτουν τα μαλλιά στα μάγουλα, στο πηγούνι, στους ώμους.
Τα χέρια τους είναι μακριά και μαραμένα —δεν μπορούν να κρατήσουν
ασπίδες και τόξα— μήτε που το σκέφτονται· μήτε διορθώνουν
την έκφραση των χαλαρών χειλιών τους. Ανεξέλεγκτοι, αόρατοι,
μ’ εκείνη την ευφρόσυνη αυστηρότητα χυτή στη στάση τους, αρμονισμένη
με την ωραία κίνησή τους, με την έλλειψη κάθε αδημονίας,
με τον αργό, διαρκή χρόνο τους. Απρόσβλητοι. Τους ζήλεψα.
Στη γέφυρα διασταυρωθήκαν μ’ ένα μπουλούκι τσιγγάνων. Κανένας
δεν τους διέκρινε. Μονάχα που το θρόισμα απ’ τα κίτρινα φουστάνια
σταμάτησε μεμιάς, κι οι μύλοι του καφέ σπιθίσαν άξαφνα
με χρυσοκόκκινες σπίθες. Τα εφτά κατάμαυρα άλογα
έσκυψαν το κεφάλι τους στο χώμα· τέντωσαν το αυτί. Μονάχα
η θεόρατη αρκούδα με τους κρίκους στάθηκε στα πισινά της πόδια
καταμεσής στη γέφυρα, εμποδίζοντας την κίνηση του κόσμου.
Δεν έλεγε να το σαλέψει από κει, —κοίταζε πίσω, οσμιζόταν τον αέρα—
μια μυρωδιά από θειάφι και λιβάνι και σταφύλι. Τα μάτια της
μεγάλα, μαύρα, αδιαπέραστα. Χρειάστηκε να της τραβήξουν
πολλές φορές το λουρί· σηκώσανε και τα μαστίγια. Έφυγε
στρέφοντας κάθε τόσο το κεφάλι πίσω, βλέποντας μαζί μου.
Ο ίσκιος ενός πουλιού πέρασε τότε μπρος στα πόδια μου —δε σήκωσα τα μάτια·—
συμπάθεια μακρινή και συχώρεση. Κι ευχήθηκα μέσα μου
λίγη γαλήνη — όχι δόξα, όχι δόξα. Πάρτε τα τούτα τα σφαγμένα αρνιά και τα βόδια
—
αρνιά και βόδια, ναι· — κι εχθροί μου αλώβητοι να με χλευάζουν.
Πάρτε τα από δω πέρα — δεν μπορώ να τα βλέπω. Αχ, έτσι πάντα,
όλη τη δύναμή μου ξόδεψα πολεμώντας φαντάσματα, κερδίζοντας νίκες
ολότελα φανταστικές, κυριεύοντας χρυσές πολιτείες
ανύπαρκτες, ανύπαρκτες, ανύπαρκτες. Λοιπόν, αρνιά και βόδια. Τίποτ’ άλλο…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου