Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Ξανά από τον "Αίαντα" του Γιάννη Ρίτσου (1909 - 1990) (Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος, 2009)

 ...............................................................


Ξανά από τον "Αίαντα" του Γιάννη Ρίτσου (1909 - 1990)




Στην αρχή: 

(Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κότες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη —κάτι σαν αρχαίος χιτώνας— που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει κουρασμένος, σαν μόλις να συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις κνήμες. Μια γυναίκα, με ξαφνικά χαρακτηριστικά, χλωμή, ξαγρυπνισμένη, τρομαγμένη, κι ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά στην πόρτα. Η στάση της κάπως παράξενη — σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί. Έχει ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει να ’χει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη ανταύγεια σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’ ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας ασάλευτος καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τί βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα και πότε πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα)...

«…Λίγο πιο πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι, λόφοι ολόκληροι, σαπίζουν
τα ρούχα των νεκρών πολεμιστών· σκεβρώνουν τα παπούτσια, σκουριάζουν οι πόρπες
απ’ τις μεγάλες υγρασίες και τις βροχές· λίγο λίγο έχει γίνει
ένα στρώμα παχύ, μαλακό· με την άνοιξη ξεπροβαίνουν κει πέρα
χιλιάδες πολύχρωμα αγριολούλουδα — μπορεί να παίρνουνε τα χρώματά τους
από κείνα τα ρούχα των νεκρών. Αν περπατήσεις πάνω τους θα νιώσεις
κάποια βαθιά, γαλήνια μαλακότητα — όχι αυτή της φθοράς και της αραίωσης, όχι,
μιαν άλλη μαλακότητα, του τελειωμένου και του ανύπαρκτου. Δαγκώνεις ένα φύλλο
κι αυτό δεν έχει γεύση. Κόβεις ένα λουλούδι· το κοιτάζεις·
βλέπεις μέσ’ απ’ τα πέταλά του ένα διάφανο τοπίο στο χρώμα και στο σχήμα
του λουλουδιού· — όλα είναι κοίλα, σε βαθιά κοιλότητα· μπορεί μ’ ένα βήμα
να περάσεις αντίπερα με τις ήσυχες λεύκες και τ’ άσπρο ποτάμι.

Αυτοί που φύγαν γυρίζουν αθόρυβα κοντά μας, απ’ τους δρόμους
τους πιο κοντινούς, πάνω απ’ τους λόφους με τα λιόδεντρα, μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια, —
τους είδα όπως γυρνούσα σπίτι. Μου έγνεφαν. Οι καπνοδόχοι
ήταν σα μαύρα αγάλματα πάνω στις στέγες. Περνούσαν
σκοτεινοί, σκοτεινοί και μουγγοί, σαν τα δέντρα της όχθης γραμμένα
στο φωτεινό κομμάτι των νερών. Ένα άσπρο φεγγάρι
στέκεται πάνω τους ολημερίς — δεν τους φωτίζει. Διασχίζουν το δρόμο,
κοιτούν μες στα ψιλικατζίδικα τις καραμέλες σκεπασμένες με τουλπάνι,
κοιτούν τις χαρτονένιες κούκλες με τους σπάγγους, τα τσιγάρα, τα σπίρτα,
τα τσιμπιδάκια, τις εφημερίδες — δε διαβάζουν μήτε τους τίτλους. Κοιτιούνται
στη σκονισμένη βιτρίνα του ψωμάδικου. Σαν ξερά χόρτα
τους πέφτουν τα μαλλιά στα μάγουλα, στο πηγούνι, στους ώμους.

Τα χέρια τους είναι μακριά και μαραμένα —δεν μπορούν να κρατήσουν
ασπίδες και τόξα— μήτε που το σκέφτονται· μήτε διορθώνουν
την έκφραση των χαλαρών χειλιών τους. Ανεξέλεγκτοι, αόρατοι,
μ’ εκείνη την ευφρόσυνη αυστηρότητα χυτή στη στάση τους, αρμονισμένη
με την ωραία κίνησή τους, με την έλλειψη κάθε αδημονίας,
με τον αργό, διαρκή χρόνο τους. Απρόσβλητοι. Τους ζήλεψα.

Στη γέφυρα διασταυρωθήκαν μ’ ένα μπουλούκι τσιγγάνων. Κανένας
δεν τους διέκρινε. Μονάχα που το θρόισμα απ’ τα κίτρινα φουστάνια
σταμάτησε μεμιάς, κι οι μύλοι του καφέ σπιθίσαν άξαφνα
με χρυσοκόκκινες σπίθες. Τα εφτά κατάμαυρα άλογα
έσκυψαν το κεφάλι τους στο χώμα· τέντωσαν το αυτί. Μονάχα
η θεόρατη αρκούδα με τους κρίκους στάθηκε στα πισινά της πόδια
καταμεσής στη γέφυρα, εμποδίζοντας την κίνηση του κόσμου.

Δεν έλεγε να το σαλέψει από κει, —κοίταζε πίσω, οσμιζόταν τον αέρα—
μια μυρωδιά από θειάφι και λιβάνι και σταφύλι. Τα μάτια της
μεγάλα, μαύρα, αδιαπέραστα. Χρειάστηκε να της τραβήξουν
πολλές φορές το λουρί· σηκώσανε και τα μαστίγια. Έφυγε
στρέφοντας κάθε τόσο το κεφάλι πίσω, βλέποντας μαζί μου.

Ο ίσκιος ενός πουλιού πέρασε τότε μπρος στα πόδια μου —δε σήκωσα τα μάτια·—
συμπάθεια μακρινή και συχώρεση. Κι ευχήθηκα μέσα μου
λίγη γαλήνη — όχι δόξα, όχι δόξα. Πάρτε τα τούτα τα σφαγμένα αρνιά και τα βόδια —
αρνιά και βόδια, ναι· — κι εχθροί μου αλώβητοι να με χλευάζουν.
Πάρτε τα από δω πέρα — δεν μπορώ να τα βλέπω. Αχ, έτσι πάντα,
όλη τη δύναμή μου ξόδεψα πολεμώντας φαντάσματα, κερδίζοντας νίκες
ολότελα φανταστικές, κυριεύοντας χρυσές πολιτείες
ανύπαρκτες, ανύπαρκτες, ανύπαρκτες. Λοιπόν, αρνιά και βόδια. Τίποτ’ άλλο…»




Στο τέλος: 

(Φεύγει. Η γυναίκα μένει ασάλευτη πλάι στην πόρτα. Ακούγεται βουερό καμπάνισμα, σαν κάποιο σφυρί να χτύπησε έναν μετάλλινο δίσκο κρεμάμενον σε μια άλλη κάμαρα. Ίσως ένα αόρατο πόδι να χτύπησε την πεσμένη ασπίδα με τις εφτά αδιαπέραστες δίπλες. Ο ήχος συνεχίζεται. Μπαίνουν οι υπηρέτες. Μαζεύουν τα σφαγμένα ζώα. Και τ’ άσπρο κριάρι με τα λυπημένα μάτια. Έρχεται αμίλητη μια ψηλή, χοντροκόκαλη δούλα με μια μεγάλη σκούπα. Σαρώνει τα σπασμένα πιατικά, τ’ αποτσίγαρα, τα πατημένα μπρίκια. Το μαύρο της λυτό μαντίλι τής κρύβει το πρόσωπο. Φεύγει. Το δωμάτιο άδειασε. Φάνηκε μονομιάς πολύ μεγάλο. Ο ήχος του μετάλλινου δίσκου σώπασε. Τώρα ακούγονται πολύ καθαρά έξω οι φωνές του δρόμου, η κίνηση του λιμανιού — γερανοί, τροχαλίες, αλυσίδες. Κι άξαφνα μπαίνει τρέχοντας ένας ναύτης. «Ο αφέντης», λέει· "πάει ο αφέντης· — το σπαθί μπηγμένο στα πλευρά του". Η γυναίκα ασάλευτη στην πόρτα· κι η ψηλή δούλα, στο βάθος του διαδρόμου, ορθή, πετρωμένη, με τα δυο της χέρια ακουμπισμένα στο ξύλο της μεγάλης σκούπας).

ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Αύγουστος 1967–Ιανουάριος 1969

Ποιήματα ΣΤ΄: "Τέταρτη διάσταση" (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος, 2009


Δεν υπάρχουν σχόλια: