...............................................................
Γιάννης Ρίτσος (1909 - 1990)
·
Απόσπασμα από τον «Αίαντα» του Γιάννη Ρίτσου (1909-1990). Από
την συλλογή «Τέταρτη Διάσταση» (εκδ.
«Κέδρος», 9η έκδοση, 1979)
(Ένας
μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα
πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κόττες, αρνιά, κατσίκια, ένα
άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν
άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη – κάτι σαν αρχαίος χιτώνας – που αφήνει
ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει κουρασμένος, σαν μόλις να
συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια έκφραση ανημπόριας και
θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του
διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις
κνήμες. Μια γυναίκα, με ξενικά χαρακτηριστικά, χλωμή, ξαγρυπνισμένη,
τρομαγμένη, κ’ ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά στην πόρτα. Η
στάση της κάπως παράξενη – σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί. Έχει
ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει νάχει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη ανταύγεια
σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές
απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’
ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας
ασάλευτος καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τι βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα
και πότε-πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα) :
…Έφυγε
τούτη η νύχτα. Αλάφρωσα. Μη φοβάσαι γυναίκα.
Βγήκα
ξανά το χάραμα. Σ’ είδα που στέκοσουν άγρυπνη στην
/ πόρτα.
Κατέβηκα κάτου στ’
ακρογιάλι, πριν ξυπνήσουν οι ναύτες,
πήρα στη φούχτα μου
νερό κ’ έβρεξα τα μελήγγια μου. Τι μικροί,
/ θε μου,
τι μικροί πούμαστε
μπροστά στον απέραντο κόσμο που ξυπνάει,
μπρος στο γαλήνιο,
αθάνατο φως. Κ’ ένιωσα ξάφνου να μικραίνει
όλη η κατάρα κι ο
τρόμος της νύχτας· - έτσι μικρός, μαζεμένος
ανάμεσα στα βράχια,
με μιαν όμορφη, αθόρυβη θλίψη,
μια λύπηση για τον
εαυτό μου, - να κοιτάζω τ’ ασάλευτα καράβια,
να βλέπω πάλι, και να
ξέρω πως βλέπω, - χαιρόμουν, - και ν’ ακούω.
Μια βάρκα είχε ένα
κόκκινο ζωνάρι γύρω-γύρω· τ’ αντιφέγγισμά της
μες στο νερό πιο
κόκκινο και δροσερό σαν μια φωτιά σβησμένη·
κ’ είπα ξανά : «σαν
μια φωτιά σβησμένη»· - μια γλυκιά αναγάλλια
μου ξέσφιξε τα δόντια
και τα γόνατα γι’ αυτό «σαν», - που μπορούσα
να βάζω πάλι τόνα
πράγμα δίπλα στ’ άλλο, να μιλώ, να μεταλλάζω,-
«σαν μια φωτιά
σβησμένη», και δε μ’ έκαψε. Τι ήμερα που ακουγόταν
μοναχικό το τρίξιμο
των σανιδιών και των σκοινιών με την ανάσα
του νερού, – γαλήνιο
τρίξιμο αόρατων
κουπιών και σκαρμών, μια μυστική κωπηλασία
παίρνοντάς με μακριά,
λησμονημένον, χωρίς όπλα καθόλου.
Τότε σηκώθηκε κοντά
μου ένα κοπάδι γλάροι – με στέγασε μια
/ άσπρη
τρεμάμενη αψίδα, -
πράες, ανάλαφρες, ευγενικές φτερούγες
σαλεύοντας στον αέρα
καταφατικά – μεγάλες φιλικές παλάμες
χειροκροτώντας άηχα
τη σιωπή, χτυπώντας με στον ώμο
μ’ εμπιστοσύνη πάλι,
- ναι, μια νέα εμπιστοσύνη. Λοιπόν,
/ μη λυπάσαι.
Σε βεβαιώνω, είμαι
ήσυχος τώρα· - ούτε το θάνατο των άλλων
ούτε και το δικό μου
αποζητώ. Δε με νοιάζει καθόλου
η απάτη των θεών κ’ η
αυταπάτη μου, μήτε κι η χλεύη
των συμπολεμιστών μου,
– είμαι μακριά, δε με φτάνει. Τι να τα κάνω
τ’ άσκοπα λάφυρα και
τη μεγάλη ασπίδα και το δόρυ;
Να φυλαχτείς από τι;
και με τι τρόπο; Δε με λυγίσανε οι Τρώες –
τίποτα ο φόβος δεν
είναι του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου
που ξέρει τις κρυφές
πληγές κ’ εκεί σημαδεύει. Κειτόμουν
/ στ’ ακρογιάλι
κοιτάζοντας το χάραμα
χλωμό, σκιερό, χωρίς το βάρος
καμμιάς αναμονής κι
ελπίδας. Η καρδιά του ανθρώπου
είναι μια νοτισμένη
ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη
τόσο βαθιά –
πλησιάζει η άνοιξη – μπορεί και πάλι να πετάξει
/
βλαστάρια…
…Στο σπίτι, βρήκα τη
μητέρα καθισμένη στην τραπεζαρία,
σκυφτή, στοχαστική,
περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια
λευκά, γαλαζωπά,
ασημένια. «Τι θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα.
Κ’ εκείνη: «Θα τα
ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε
γιατί τ’
αρμαθιάζεις;» Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη
/ που θα τα φορέσει
έτσι τα θέλει»,
αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα
πως μέσα σε κάθε
πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα
/ πνιγμένη,
μια πνιγμένη γυναίκα
που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω
/
τι σημαίνει,
καρτερική, καρτερική,
κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα,
/ τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.
Άνοιξε τα παράθυρα,
άνοιξε την πόρτα, ξεμαντάλωσε τη μάντρα.
Δεν είναι τίποτα. Θα
βγω για λίγο να πλυθώ στο ποτάμι. Πες
/ στον Τεύκρο –
Αλήθεια, πούναι ο
Τεύκρος; Τεύκρο, Τεύκρο. Πάρτε τα κι αυτά
/ τα ζώα.
Πάω να πλυθώ, να
πλύνω το σπαθί μου· - ίσως και βρω έναν άντρα
/ να τα
πούμε.
Τι όμορφη μέρα, - ω
φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό – Γεια σου,
/ γυναίκα.
(Φεύγει.
Η γυναίκα μένει ασάλευτη πλάι στην πόρτα. Ακούγεται βουερό καμπάνισμα, σαν
κάποιο σφυρί να χτύπησε έναν μετάλλινο δίσκο κρεμάμενον σε μια άλλη κάμαρα.
Ίσως ένα αόρατο πόδι να χτύπησε την πεσμένη ασπίδα με τις εφτά αδιαπέραστες
δίπλες. Ο ήχος συνεχίζεται. Μπαίνουν οι υπηρέτες. Μαζεύουν τα σφαγμένα ζώα. Και
τ’ άσπρο κριάρι με τα λυπημένα μάτια. Έρχεται αμίλητη μια ψηλή, χοντροκόκκαλη
δούλα με μια μεγάλη σκούπα. Σαρώνει τα σπασμένα πιατικά, τ’ αποτσίγαρα, τα
πατημένα μπρίκια. Το μαύρο της λυτό μαντίλι τής κρύβει το πρόσωπο. Φεύγει το
δωμάτιο άδειασε. Φάνηκε μονομιάς πολύ μεγάλο. Ο ήχος του μετάλλινου δίσκου
σώπασε. Τώρα ακούγονται πολύ καθαρά έξω οι φωνές του δρόμου, η κίνηση του
λιμανιού – γερανοί, τροχαλίες, αλυσίδες. Κι άξαφνα μπαίνει τρέχοντας ένας
ναύτης. «Ο αφέντης», λέει· «πάει ο αφέντης· - το σπαθί μπηγμένο στα πλευρά
του». Η γυναίκα ασάλευτη στην πόρτα· κ’ η ψηλή δούλα, στο βάθος του διαδρόμου,
ορθή, πετρωμένη, με τα δυο χέρια της ακουμπισμένα στο ξύλο της μεγάλης
σκούπας).
ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Αύγουστος 1967 –
Ιανουάριος 1969
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου