Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

«ηλίου φιλότης» πεζό κείμενο του συγγραφέα Θωμά Σκάσση (γ.1953) από το βιβλίο «Συλλέκτης αποκομμάτων» (εκδ. Γνώση, 1986)

 





                Θωμάς Σκάσσης (γ. 1953)


·       «ηλίου φιλότης» πεζό κείμενο του συγγραφέα Θωμά Σκάσση (γ.1953) από το βιβλίο «Συλλέκτης αποκομμάτων» (εκδ. Γνώση, 1986)

 

Λένε πως αν δεν αντικρίσεις ηλιοβασίλεμα από το Φηροστεφάνι της Σαντορίνης δε θα νιώσεις ποτέ τι χωράει το στήθος σου. Γι’ αυτό ίσως, κάθε που πλησιάζει η ώρα ο πορτοκαλοκόκκινος κύκλος να πατήσει στην καμπύλη των νερών πέρα από τη Θηρασιά, κατά τη μεριά όπου πλέουν η Σίκινος και η Φολέγανδρος, γεμίζουν τ’ ασπρισμένα ντουβάρια, οι πεζούλες και οι ταράτσες της κοφτής πλευράς του νησιού με τυφλά μάτια φωτογραφικών μηχανών που περιμένουν το δείκτη του χεριού που θα τα ζωντανέψει. Ένας καλός συνδυασμός ταχύτητας, διαφράγματος κι ευαισθησίας του φιλμ (πρόβλημα τεχνικό, λυμένο συνήθως από τον ευσυνείδητο κατασκευαστή) επιτρέπει στο μέσο τουρίστα ν’ απαθανατίσει – θνητός αυτός – τη μεγαλειώδη κατάδυση του άστρου της μέρας, να τη φυλάξει σαν κόρη οφθαλμού και να την επιδεικνύει σε βαρετά βράδια φιλικών συγκεντρώσεων δίκην passatempo με σπάνια γεύση. Ο ντόπιος πάλι, πρακτικότερος από κάθε εφήμερο επιδρομέα του νησιού, δεν αναλώνεται σε τέτοιες χειρονομίες άκρατης αισιοδοξίας και αφέλειας. Αυτός έχει την ευκαιρία να μοσχοπουλήσει το ίδιο το φαινόμενο, φρέσκο και λαχταριστό, με χίλιους-δυο τρόπους όσο βαστά η σαιζόν και δεν την αφήνει ανεκμετάλλευτη. Σ’ άλλους το ύψος και το κενό που ανοίγεται μπροστά στα πόδια τους, τους προκαλεί ίλιγγο· σ’ εμένα φέρνει ένα κράμα φιλοσοφικής διάθεσης και παιδιάστικης κακίας.

   Τούτο το δειλινό όμως με βρήκε μακριά από το Ημεροβίγλι και τη θολωτή τρύπα που, σκαμμένη στο βράχο, μου χρησίμευε για δωμάτιο. Σκαρφαλωμένος στην ακρότατη μύτη της Οίας (Πάνω Μεριά τη λένε σύμφωνα με τη χαρτογραφική λογική), σ’ ένα πεζούλι που απόμεινε από το πέσιμο της εκκλησίας του Άι-Νικόλα, είχα την πλάτη στραμμένη στο λειψό τοίχο του ιερού και το πέτρινο πλαίσιο μιας πόρτας που έχασκε δίχως πια να δείχνει ποιο ήταν το μέσα και ποιο το έξω. Ανάμεσά τους σωροί λιθάρια, άλλα μαύρα κι άλλα στο χρώμα της σκουριάς, απ’ αυτά που γέννησε ο σεισμός του ’56, σημάδευαν τ’ αλλοτινά όρια του κτίσματος. Σιωπηλός μάρτυρας της κατάδυσης της μέρας μέσα στη νύχτα κουνούσα μαγεμένος τα πόδια μου στον αέρα πάνω από το σχεδόν κατακόρυφο κόψιμο του βράχου. Κάτω από τις πατούσες μου έγραφαν κύκλους οι γλάροι.

   Με το χάσιμο του ήλιου ξεγητεύτηκε η ματιά μου και περπάτησε σ’ όλο το πέταλο της αγκαλιάς που σχημάτιζε παραμέσα η πλαγιά. Από την κόχη του απέναντι βράχου, με τα τσιμέντα και τα σίδερα της εγκατάστασης που κατεβάζει τη θηραϊκή γη στα φορτηγά καράβια, δεξιότερα, στις τρύπες τις ανοιγμένες στην άσπα για να μένουν άνθρωποι κι αφημένες τώρα στις κότες καις τα παιδιά, πιο πάνω, στα παλιά ρόδινα σπίτια τα ερειπωμένα από εκείνο το πρωινό του Ιούλη. Πέτρα στην πέτρα, πέτρες σωροί, σειρές ή κολόνες, τακτοποιημένες από χέρι ανθρώπινο, εξαρθρωμένες και σκορπισμένες κατά πώς το θέλησε η γη, ξαναστημένες ψηλότερα, πάλι σε σχήματα που επιβάλλει η ίδια ανάγκη, σοβαντισμένες κι ασπρισμένες, προορισμένες να στεγάσουν κι ύστερα, κάποτε, να πέσουν ξανά και να ματώσουν. Στρώματα ζωής πάνω στα στρώματα της λάβας, της κίσηρης και της άσπρης καμένης γης – διελκυστίνδα που ξεπερνά τα όρια κάθε ζωής γιατί είναι η ζωή.

   Στο πόδι του πέταλου που κατέληγε στις φτέρνες μου, καθώς τις χτυπούσα ελαφρά στο τοιχάκι, η προεξοχή της πέτρας άφηνε να φαίνεται μόνον η γωνία μιας ταράτσας με ξύλινο βυσσινί παραπέτο. Το σπίτι, χτισμένο πρόσφατα, ακολουθώντας όμως τις γραμμές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, πυργωνόταν σε τρία επίπεδα έχοντας την ανατολική του πλευρά χωνεμένη στο βράχο μέχρι το ύψος της ταράτσας λες κι αυτό το σφιχταγκάλιασμα με την πέτρα τού έδινε την παραπάνω σιγουριά που ζητούσε η ριψοκίνδυνη θέση του.

   Η κίνηση που έκανε κατεβάζοντας τα πόδια του από το παραπέτο αγκίστρωσε το μάτι μου. Τόσην ώρα καθισμένος εκεί, καμιά εικοσαριά μέτρα πιο κάτω και λοξά δεξιά από τη θέση μου, ακίνητος, κοιτούσε κι αυτός προς το ίδιο σημείο του ορίζοντα. Έμεινα ακίνητος και βάλθηκα να τον παρατηρώ. Δε φαινόταν παραπάνω από τριάντα πέντε χρονών. Αδύνατος, καστανός με κοντά γένια, φορούσε σορτς, άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι και σαγιονάρες. Σ’ ένα τραπέζι δίπλα του, ένα κηροπήγιο, ένα ζευγάρι γυαλιά κι ένα βιβλίο που το λιγοστεμένο φως και η απόσταση δε μ’ άφηναν να προσδιορίσω το είδος του, έρχονταν να ενισχύσουν την εντύπωση που έδινε η ήρεμη φυσιογνωμία. Τι τα θες, ο άνθρωπος ο καλλιεργημένος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος με ενδιαφέροντα, ξεχωρίζει από μακριά!

   Η συνειδητοποίηση πως όλη αυτή την ώρα τα βλέμματά μας λάτρευαν το ίδιο είδωλο, πως αγκαλιασμένα το ακολούθησαν στην τροχιά του, στο ίδιο βύθισμα, υπνωτισμένα στο μεταίχμιο δύο κόσμων, χωρίς κανένας από τους δυο μας να υποψιάζεται την ύπαρξη του άλλου, μαζί με τη συγκίνηση της ανακάλυψης πως η μυσταγωγία είχε έναν ακόμα μυημένο κοινωνό, με πλημμύρισαν μ’ ένα αίσθημα τέτοιας συμπάθειας γι’ αυτόν, που λίγο έλειψε να πηδήσω όρθιος και να τρέξω κατά τη μεριά του. Ευτυχώς το σοφό ένστικτο της αυτοσυντήρησης πρόλαβε ν’ αναχαιτίσει μια τόσο εκλεπτυσμένη παρόρμηση που θα είχε αλλιώς μοιραίες συνέπειες. Η διάθεση πάντως έμεινε αμείωτη: να πάω να του μιλήσω, να γνωριστούμε. Είχα βρει ένα συμποσιαστή, ένα συνένοχο.

   Και τι να του πω;

   «Ξέρεις, καθόμουν πιο πάνω στα βράχια και χάζευα κι εγώ τη δύση».

   Πολύ ενδιαφέρουσα ανακοίνωση για να την ακούσεις από το στόμα ενός αγνώστου που σου χτυπάει ξαφνικά την πόρτα! Κι έπειτα, αυτός δεν έδειχνε κανένα σημάδι αναγνώρισης· δεν είχε γυρίσει ούτε μία φορά το βλέμμα του προς τα πάνω όσην ώρα τον περιεργαζόμουν. Φαίνεται πως η άκρη του ματιού του δεν είχε πιάσει τη ρυθμική κίνηση των ποδιών μου. Αγνοούσε εντελώς την παρουσία μου, άρα η πνοή που μ’ είχε συνεπάρει αποκλείεται να φούσκωνε και τα δικά του πανιά. Εκτός αν με είχε αντιληφθεί πρωτύτερα οπότε η αποστροφή του βλέμματός του σήμαινε πως η παρουσία μου εκεί του ήταν αδιάφορη, ή ίσως κι ενοχλητική. Σίγουρα πάντως θα ήταν σωστή αποκοτιά να του χτυπήσω την πόρτα, έτσι στα καλά καθούμενα, τώρα μάλιστα που το κοινό σημείο αναφοράς μας το είχε καταπιεί ο ορίζοντας, αν δεν έβρισκα πρώτα τη φράση-κλειδί που σαν σπινθήρας θ’ αποκαθιστούσε ακαριαία την επαφή στο επίπεδο των υψηλών μας τάσεων. Χωρίς κώδικα διακυβευόταν η επικοινωνία. Τον ενθουσιασμό της ανακάλυψης είχε διαδεχθεί το μαρτύριο της αβεβαιότητας, που η έμφυτη απαισιοδοξία μου το έκανε χειρότερο.

   Κι όμως, το νησί, οι μοναχικές διακοπές, ένα ηλιοβασίλεμα γεμάτο νοσταλγία, όλα αυτά δεν οδηγούσαν σ’ ένα πλησίασμα; Αυτό που στη μεγαλούπολη θα φαινόταν παράλογο, εδώ δεν εμφανιζόταν σχεδόν σαν προσταγή της φύσης; Μήπως υπήρχε καλύτερη υπόσχεση για επικοινωνία από την ομοιότητα της εξωτερικής αντίδρασης; Θα παρουσιάζονταν ποτέ ιδανικότερες συνθήκες για το ξεκίνημα μιας φιλίας;

   Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε και τον έχασα πίσω από την προεξοχή του βράχου. Ένα ακαθόριστο κομμάτι πυκνόρρευστου χρόνου πέρασε μέχρι να ξαναφανεί κρατώντας ένα κερί κι ένα σακουλάκι. Στερέωσε το κερί στο κηροπήγιο, τ’ άναψε, κάθισε και στηρίζοντας με τα δυο χέρια το σακουλάκι ανοιχτό πάνω στα ενωμένα γόνατα άρχιζε να γεμίζει μια πίπα. Σε λίγο είχε ξαναβρεί την παλιά ρεμβαστική του στάση και η μυρωδιά από τις «τρεις καλόγριες» ήρθε να με προϋπαντήσει. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία: ένας διανοούμενος που ρουφούσε ηδονικά την αυτάρκεια της παρέας του με τη φύση, ένας άνθρωπος που δεν είχε ανάγκη από τη μεσολάβηση του φακού – για να «δει» το λιόγερμα, ένας άντρας ώριμος, δεκτικός, ανοιχτός στην εμπειρία. Μήπως και το χτίσιμο του σπιτιού σ’ αυτή τη θέση, που με την υπερβολή της ομορφιάς της έδειχνε πόσο ο κάτοικός του ξεπερνούσε τα κοινά μέτρα, δεν ήταν από μόνος του μια ανοιχτή πρόσκληση για όποιον ένιωθε αντάξιος; Ο Δάμων ποθούσε το Φιντία, ο Αρθούρος ήταν έτοιμος να υποδεχτεί το Λάνσελοτ, ο Υπερίων καλούσε τον Μπελαρμίνο κι εγώ σηκώθηκα αποφασισμένος.

   Φορτώθηκα το εκδρομικό δισάκι στον ώμο, πέρασα κάτω από το πέτρινο κούφωμα που ήταν γεμάτο χαραγμένα ονόματα – αποτυχημένα ξόρκια παντοτινής αγάπης – και πλάθοντας ήδη με το νου μου τη σκηνή στο κατώφλι, το χαμόγελο, το αδίσταχτο φιλικό άπλωμα του χεριού, τη σιωπηρή συναίνεση στην επιθυμητή εισβολή που γρήγορα θα γύριζε σε έκδηλη ανακούφιση, πήρα να κατεβαίνω τα σκαλιά που έζωναν το βράχο, όταν μια ύπουλη και μαύρη σκέψη πετάχτηκε σαν σαύρα μες στα πόδια μου και με γκρέμισε από τη φτερωτή αιώρα των λογισμών. Δεν είχα βρει ακόμα τι θα του έλεγα μόλις άνοιγε το πορτόφυλλο. Εικόνες ανάκατες με φράσεις ξεκομμένες ξεχύθηκαν αφηνιασμένες στο μυαλό μου… άνοιξε σουσάμι… ξανθοί πεζοπόροι του μεσοπολέμου με πέτσινα σορτσάκια με τιράντες, αρβύλες και ψηλές μάλλινες κάλτσες… κρούετε και ανοιγήσεται… ξένος στα ξένα ξέγνοιαστος… να βρω κάτι έξυπνο… μη χτυπάς, να σ’ ανοίξουνε μη χτυπάς… ο περιπλανώμενος Ιουδαίος… ου γαρ τούνεκ’ εγώ σ’ αιδέσομαι ουδέ φιλήσω, αλλά Δία ξένιον δείσας… το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ξένιου Δία όρθιο στον πάτο της καλντέρας που άνοιξε ο καταποντισμός στην καρδιά της πάλαι ποτέ Στρογγύλης… και συντρόφεψαν τ’ ακούσια βήματά μου μέχρι την κλειστή βυσσινιά εξώπορτα. Η τελευταία σκέψη που έκανα πριν αφήσω το χεράκι με την μπρούτζινη σφαίρα να χτυπήσει στη μετάλλινη προεξοχή, ήταν «πες αυθόρμητα ό,τι σου ‘ρθει» - λες και θα μπορούσα να κάνω κι αλλιώς.

   Μια γυναικεία φωνή αναδύθηκε από τα βάθη της πέτρας και κάτι φώναξε σε γλώσσα ακατάληπτη. Σαγιονάρες ακούστηκαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά. Η εξώπορτα ξεκλειδώθηκε, έτριξε, μισάνοιξε.

   «Nein, ντεν τέλει τίποτα», μου είπε μέσ’ απ’ τα δόντια του που δάγκωναν την πίπα και την ξανάκλεισε πριν προλάβω ν’ αρθρώσω λέξη.

   Έμεινα ν’ αναπνέω τις τρεις αποσβολωμένες καλόγριες που αποχαιρετώντας με διαλύθηκαν σιγά-σιγά στον αέρα. Άκου «ντεν τέλει τίποτα»! Σίγουρα με πέρασε για πλανόδιο πωλητή των προϊόντων τούτης της στραγγισμένης γης, σαν εκείνον που μ’ είχε σταματήσει στον ερχομό και με κέρασε μ’ ένα άσπρο πλαστικό ποτηράκι δυο γουλιές κρασί, μία γλυκό μία στυφό, απ’ αυτό που κουβαλούσε μαζί με φάβα, κρεμμύδια και κατσούνια πάνω στο γαϊδούρι. Του είχα πει πως το ‘βρισκα υπέροχο – ήταν πραγματικά – τον είχα ευχαριστήσει, αλλά δε θέλησα να πάρω. Το κρασί θέλει και παρέα – αυτό δεν το ‘πα. Προφασίστηκα μόνο πως ήταν νωρίς.

   Ανηφορίζοντας τα πλατύσκαλα προς την καρδιά του χωριού είχα ξαναβρεί την ψυχραιμία μου και γελούσα με τον εαυτό μου που είχε αφεθεί να κάνει με το νου του πανηγύρια. Στην ψηλότερη στροφή του καλντεριμιού γύρισα και κοίταξα κάτω προς την ταράτσα που τώρα φαινόταν ολόκληρη – άσπρο πιάτο που ταξίδευε μακριά πάνω σε μαβί τραπεζομάντιλο. Στη φλόγα του κεριού η Διοτίμα, η γλυκιά Γκουίνεβιερ, σερβίριζε μια αχνιστή μακαρονάδα. Προχώρησα καλοδιάθετος προς την πλατεία του χωριού. Μπροστά από την ταβέρνα, πριν προλάβω να τον διακρίνω μέσα στο μούχρωμα, με σταμάτησε πάλι η φωνή του.

   «Θα πιεις τώρα ένα ποτήρι;»

   Από μέσα ερχόταν η μυρωδιά του ντοματοκεφτέ που τσιτσίριζε στο τηγάνι.  


Δεν υπάρχουν σχόλια: