...............................................................
Σύνδρομο της Στοκχόλμης;
έγραψε ο Χρήστος Λάσκος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 12.7.2023)
Στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, πάσχον προφανώς από το σύνδρομο της Αντουανέτας, υποστήριξε, μια μέρα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, πως ο ελληνικός λαός πάσχει από το σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Μια ειδική περίπτωση μαζοχισμού -«διαστροφής»;- φαίνεται να τον χαρακτηρίζει. Δεδομένου, τώρα, πως δύσκολα μπορούμε να αλλάξουμε λαό, φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο αδιέξοδο.
Η στάση του στελέχους είναι ενδεικτική, νομίζω, του γεγονότος πως στον ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούν να συζητήσουν σοβαρά - όχι τώρα, σχεδόν από το ’15. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τσίπρας παραιτήθηκε χωρίς κουβέντα, ούτε καν νύξη, σε σχέση με το τι πήγε στραβά, πού οφείλεται η εξάχνωση της «Προοδευτικής Συμμαχίας». Ισχυρίζομαι πως έτσι θα πάει το πράγμα και στη συνέχεια.
Οι «τάσεις», αλλά και τα πρόσωπα, δύσκολα νομιμοποιούνται να «αναλύσουν» την κατάσταση, στο μέτρο που, επί πολλά χρόνια, δεν ψέλλισαν το παραμικρό.
Δεδομένου, μάλιστα, πως η μόνη πραγματική φράξια, στα κυβερνώντα κόμματα, είναι αυτή του προέδρου, η προϊούσα αποδρομή και της ίδιας κάνει τους επόμενους μήνες έναν απλό αγώνα για το ποιος θα διαδεχθεί τον Τσίπρα. Τελεία.
Επανέρχομαι στη Στοκχόλμη. Η «τοποθέτηση» αυτή δεν συνιστά ιδιορρυθμία. Στην πραγματικότητα, οι μέχρι σήμερα εξηγήσεις της πανωλεθρίας μοιράζονται μαζί της έναν κοινό πυρήνα.
Ο ψυχολογισμός κυριαρχεί. Ολοι -δεξιοί, αριστεροί και «κεντρώοι»- σχεδόν ομοθυμαδόν εξηγούν πως αυτό που καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν η «ανάγκη του λαού» για σταθερότητα. Φτάνει, είπε ο λαός, βρε αδελφέ, δεν θέλω άλλη αστάθεια, σταθερότητα θέλω. Και έτσι ο κομφορμισμός των κατώτερων τάξεων, απορρίπτοντας τον υπερβάλλοντα ριζοσπαστισμό του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., του γύρισε και εκλογικά την πλάτη. Γι’ αυτό, άλλωστε, η αξιωματική αντιπολίτευση έχασε και στους πληβείους, στις λαϊκές συνοικίες, ακόμα και τους νέους - μα, πού πήγαν όλα αυτά τα παιδιά που διαδήλωναν οργισμένα για τα Τέμπη; Κομφόρμισαν, λέει η «εξήγηση».
Εχω την υποψία ότι οι κατώτερες τάξεις δεν την είδαν περίεργα, από ψυχολογική άποψη. Θεωρώ πολύ πιθανότερο ότι πολύ περισσότεροι από τους «οπορτουνιστές», ανάμεσά τους είναι αυτοί που βρέθηκαν να απωθούνται από τις εκλογές, που, τόσες φορές, τους απογοήτευσαν, τους αποκαρδίωσαν, τους έδιωξαν εκτός παιχνιδιού.
Οι νέοι και οι εργάτες/ιδιωτικοί υπάλληλοι ψήφισαν τον Ιούλιο του ’15 -ακριβώς πριν από οχτώ χρόνια- ταξικά σε ποσοστά άνω του 80% κι επέμειναν, με όλο το άδειασμα, να προσπαθούν να αποτρέψουν την κυριαρχία των δεξιών. Μέχρι που αφομοίωσαν, αφού τους δόθηκαν ο χρόνος και οι εμπειρίες, τη συντριπτική ήττα η οποία είχε συμβεί πολύ πριν από την εκλογική της καταγραφή. Ετσι εγκατέλειψαν τη μάχη, ακόμη και την εκλογική. Νομίζω πως όλο το μυστικό των εξελίξεων βρίσκεται στην κοινωνική χαρτογράφηση της αποχής, που μάλλον όμως είναι σχεδόν αδύνατον να γίνει.
Στην επιστημολογία -στο περίπου το λέω- λένε ότι, αν δεν μπορείς να διακριβώσεις την αλήθεια από την αντιστοίχιση με τα πράγματα, το μόνο που μένει είναι η συνοχή της εξήγησης - να βγάζει νόημα.
Η θεωρία της σταθερότητας, όμως, έχει και συνέχεια. Τα διάφορα «pass», κατά τη γνώμη των «αναλυτών», έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη λαϊκή στροφή (!) προς τον Μητσοτάκη. Εδώ, νομίζω, το πράγμα γίνεται χυδαίο. Δεν υπαινίσσεται, αλλά μας λέει κατάμουτρα πως οι εργατικές τάξεις -χρησιμοποιώ τον πληθυντικό του Ενγκελς στην «Κατάσταση των εργατικών τάξεων στην Αγγλία»- είναι, εκτός από συμπλεγματικές, και φτηνιάρες. Και δεν κατανοεί πως, αν εσύ δεν έχεις τίποτε να τους πεις, δεν είναι τα «pass» που σου φταίνε.
Αν οι άνεργοι έδωσαν 25% στην -τρικέφαλη, πληθυντική- Ακροδεξιά, έναντι 12% στο σύνολο και με τον ΣΥΡΙΖΑ στο 19%, δεν νομίζω πως εκδήλωσαν μια τάση ικανοποίησης προς διατήρηση της «σταθερότητας». Επιπλέον, η Ν.Δ. σε όλες τις ταξικά κατώτερες κατηγορίες έχει ποσοστά από πολύ έως πάρα πολύ μικρότερα από το μέσο.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, την ψυχολογία και ας πιάσουμε την πολιτική. Η νίκη της Δεξιάς και το ποσοστό της είναι αναμενόμενα. Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι το γεγονός που θα έπρεπε να είναι εξίσου αναμενόμενο, αλλά που δεν ήταν.
Ο Λούτσιο Μάγκρι, εισηγητής από μέρους της μειοψηφίας του 30% στο τελευταίο Συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, πριν εξελιχτεί στο «διευρυμένο» καραγκιοζιλίκι που ακολούθησε, επέστησε την προσοχή στον κίνδυνο μετατροπής του PCI σε ένα «ελαφρύ κόμμα», μη ιδεολογικό, εκλογικό μηχανισμό στην ουσία, με τα μέλη να υποβαθμίζονται σε σχέση με το εκλογικό σώμα και, τελικά, τα ίδια να γίνονται, απλώς, εκλογικό σώμα.
Η Αριστερά δεν μπορεί να πορευτεί με «ελαφρά κόμματα». Και με τη διακυβέρνηση να είναι το άπαν.
Δείτε τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Ολη η έγνοια εντοπίζεται στο ποιος θα είναι πρόεδρος. Και κανείς δεν θέτει το απλό ερώτημα: Τι κακό έχει η παραδοσιακή στο χειραφετητικό κίνημα απέχθεια για τους «αρχηγούς» και η επιμονή στην απολύτως ισότιμη συλλογικότητα σε όλα τα επίπεδα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου