Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

"Το δόντι της Δικαιοσύνης" έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 23-24.7.2022)

 .............................................................


             Το δόντι της Δικαιοσύνης




έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 23-24.7.2022)

Είναι φορές που νιώθεις να σε πνίγει η μυρωδιά των γεγονότων. Δεν είναι η πληροφορία, δεν είναι το συναίσθημα που σου προκαλούν. Είναι αυτή η αίσθηση πως κάτι εισβάλλει στον οργανισμό σου σαν αποφορά. Που δεν μπορείς να την αποφύγεις, που δεν έχεις την πολυτέλεια να την αγνοήσεις, που σε κατακλύζει σαν επιταγή.

Δίκη Λιγνάδη, σκάνδαλο Novartis, υποκριτική πολιτογράφηση Αγιαβέφε από μπίζνεσμεν υπουργούς εθνικιστές, αποφυλάκιση Κορκονέα, κατρακύλα της ελληνικής δημοσιογραφίας σε παγκόσμιο επίπεδο, δολοφονίες προσφύγων με κυβερνητική αρωγή και τόσα ακόμα.

Ενα βαθύ αίσθημα ατιμωρησίας, τα επιδεικτικά προνόμια μιας διευρυμένης ελίτ, ιδεολογικής και ταξικής, σε άμεση συνομιλία με την εξουσία και τις επιταγές της. Και γύρω η απελπισία του πραγματικού. Οι τιμές των τροφίμων και των καυσίμων, η ανεργία και η επισφάλεια, τα ενοίκια και η ακυρωμένη διακοπή του καλοκαιριού.


Δεν ξέρω γιατί, αλλά όλη αυτή η πολιορκία σήψης μού έφερε στο μυαλό εκείνο το ποίημα. Το «Αγραφον» του Αγγελου Σικελιανού. Μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της νεοελληνικής ποίησης. Είναι η στιγμή που ο Σικελιανός αφήνει για λίγο παράμερα τα φτερά της στεντόρειας ρητορικής του και την κρυπτικότητα της ιδιότυπης μεταφυσικής του και μιλά με όλη την ωριμότητα του ποιητικού λόγου. Με συντομία, μέσα από την παραβολική ουσία των ιστοριών.

Στο «Αγραφον» ο Ιησούς και οι μαθητές του βρίσκονται έξω από τα τείχη της Σιών, σε μια χωματερή, «στον τόπο/ που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια». Ανάμεσα στις τρομερές μυρωδιές και στα απορρίμματα, δεσπόζει ένα ψοφίμι σε πλήρη αποσύνθεση (ενδεχόμενη συνομιλία του Σικελιανού με τον Μποντλέρ). Πολιορκημένοι από την αποφορά, οι μαθητές κρύβουν τα πρόσωπά τους και τις μύτες τους, προσπαθώντας να γλιτώσουν από τη δυσάρεστη αίσθηση. Προς έκπληξή τους, ο Ιησούς, χωρίς να δυσανασχετεί, πλησιάζει το ψοφίμι και το εξετάζει με αληθινό ενδιαφέρον.

Οταν οι μαθητές τον ρωτήσουν για τη στάση του, αυτός θα αποκριθεί: «Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει/ καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα/ την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε... Μα, τώρα/ αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαυμάζω/ με την ψυχή μου ολάκερη... Κοιτάχτε/ πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου/ στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,/ πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη/ αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα/ σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»

Η μεταφυσική πτυχή του ποιήματος μετριάζεται από την περαιτέρω ανάπτυξή του, όσο και από το γεγονός πως γράφτηκε μέσα στη γερμανική κατοχή, συνομιλώντας με ένα απάνθρωπο περιβάλλον. Ο ποιητής μιλά πια σε πρώτο πρόσωπο ζητώντας: «[…] μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,/ για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,/ να σταματήσω ατάραχος στη μέση/ απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου/ και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο/ σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο·/ κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,/ έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη/ του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,/ που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,/ τα ’χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,/ αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα/ σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»

Η σήψη αφήνει πίσω της αυτό που την ξεπερνά και την εκμηδενίζει με την αντίστασή του. Αρκεί να έχεις την ικανότητα να το διακρίνεις. Την επιμονή να το αναδείξεις. Και την πίστη στην πράξη αυτή που μετατρέπει το δόντι σε δάγκωμα. Απέναντι στη φθορά, απέναντι στην ατιμωρησία, απέναντι σε όλη αυτή την αποφορά που μας πολιορκεί.






"Άγραφον"


Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη
της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια...
Κι εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι
που -ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν-
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ' ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν...
Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του 'πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ' έτσι;»
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ' το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ' ήρθαμε... Μα, τώρα
αυτό που βγαίνει απ' τη φτορά θαυμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη... Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ' τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»
Έτσ' είπ' Εκείνος· κι είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο...
Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ' εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!... δώσε,
δώσ' και σ' εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ' της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλη άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ' ανασασμού, ή στη χώρα
είτ' έξω από τη χώρα· Κύριε, δώσ' μου,
μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ' τα ψοφίμια, και ν' αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν' άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο·
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ' τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα 'χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!


Το ποίημα γράφτηκε στις ζοφερές μέρες της Κατοχής

Άγγελος Σικελιανός (1884 - 1951)

Δεν υπάρχουν σχόλια: