...............................................................
Ο Στρατής Δούκας στο Άγιον Όρος - 1924,
πορτρέτο του Σπύρου Παπαλουκά (1892-1957)
Ο Στρατής Δούκας συντροφιά
με τον φίλο του ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά
στο Άγιο Όρος και στη Θεσσαλονίκη…
…Δεν είχε καλά καλά
κλείσει η έκθεση («έκθεση Ανατολικής
Τέχνης» στην Αθήνα που οργάνωσαν οι τρεις φίλοι Στρατής Δούκας, Φώτης
Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς με πενιχρά οικονομικά αποτελέσματα), αρχές
Νοεμβρίου, κι αφήνοντας τον Κόντογλου στην Αθήνα, ξεκίνησαν ο Παπαλουκάς για
πρώτη φορά κι αυτός (ο Στρατής Δούκας,
εννοείται) για δεύτερη φορά για τον Άθω. Μια καταφυγή στη δράση, πέρα από «τις πλάνες του ορίζοντα, τα θάμπη, τους
ανέμους που τον οδηγούσαν.»
Εκεί στον Άθω ο Παπαλουκάς δημιούργησε την
περίοδο του Αγίου Όρους. Η φύση του πρόσφερε για σπουδή το δυσυπόταχτο πράσινο,
οι τοιχογραφίες τις δύσκαμπτες σιένες, ο ποικίλος βυζαντινός διάκοσμος τη σοφία
και τον αυθορμητισμό του. Κι ο Στρατής, μαγεμένος από αυτήν την καινούργια
περιπέτεια και την καινούργια προσήλωση, στις ώρες της ανάπαυλάς του από τη
μελέτη των χειρογράφων του Όρους έγραφε για τη δουλειά του φίλου του:
«…Μια
άνοιξη στην Τέχνη είναι παραπάνω από μια άνοιξη. Η άνοιξη τούτη του φίλου μου
Παπαλουκά, που έχω τη χάρη να βλέπω να στολίζει τους τοίχους της κάμαράς μου,
θαρρείς κι έχει κάτι το αειθαλές. Και ολοένα ανθίζει. Σε λίγο, ανάμεσα από μιαν
αγκαλιά βλαστούς και τριαντάφυλλα, θα δεις να κουβαλιέται εδώ μέσα ένα δέντρο,
ένα καλύβι ερημικό, ένα καμπαναριό, μια βαρκούλα, ένας αρσανάς, ένα κομμάτι
γης, ένα κομμάτι ουρανού, ένα κομμάτι θάλασσας.
Τώρα είναι κάτω και ψαχουλεύει την αυλή. Τον
βλέπεις να ψάχνει επίμονα, σα να του ‘πεσε κάτι πολύτιμο και το γυρεύει· μα σαν
κάθεται να δουλέψει λαμποκοπάει από την ασφάλεια και τη χαρά εκεινού που το
βρήκε. Καταντά ανεξήγητο το πώς κατορθώνει αυτός ο τρομερά επίμονος άνθρωπος να
βαστάει απάνω στο πανί του τα πράγματα τόσο αθώα κι αβίαστα. Όταν τα δεις,
κλεισμένα εδώ μέσα, θαρρείς πως τον περίμεναν και τώρα χορεύουν απ’ τη χαρά
τους για τον ερχομό του. Ένα ανάλογο συναίσθημα πιάνω κι απάνω στο ζωγράφο τους
όταν τα περιεργάζομαι. Είναι σωστό πανηγύρι η συνεννόησή τους.
Όμως αυτές τις ημέρες περπατά πιο
αφηρημένος· μέσα του εγκυμονεί το μεγάλο του πίνακα. Χθες σταυρώσαμε τοα ξύλα
και ντύσαμε άσπρο το τελάρο. Τον κοιτάζω προσεχτικά. Ο μεγάλος μου φίλος
αγνώριστος. Έχει απάνω του κάτι από τη συμπαθητική αφηρημάδα εκεινών που ήρθε η
σειρά τους να ριχτούνε στο στίβο. Μελετάει για μια στιγμή τις καταδρομές των
ανθρώπων και της τύχης του, σα να βιάζεται να συγχωρέσει το παν κι έπειτα
ξαναπέφτει στις ονειροπολήσεις του. Ο πίνακάς του πρέπει να ‘ναι μεγάλος,
πρέπει να χωρέσει όλες τις σκέψεις του. Η «Αυλή» αυτή πρέπει να τα χωρέσει όλα·
όλα ανοιχτόκαρδα, όλα ελεύθερα, όλα να σκιρτούν από ζωή, να παίζουν να
χορεύουν, να φωνάζουν στο θεατή τους: «Ορίστε, κύριέ μου, πετάξτε το σκούφο σας
και ορίστε!» Και ο κύριος που πρέπει να δει αυτό το χαρούμενο θέαμα, όπως ο
ζωγράφος πάνω απ’ τα τείχη του μοναστηριού, πρέπει ν’ αφήνει τον εαυτό του
άφοβα να πέφτει πάνω στις πλάκες της αυλής, να τις περπατάει μια μια, να πηδά
στις στέγες των παρεκκλησιών, να σκαρφαλώνει στα καμπαναριά, να περιτριγυρίζει
τις καπνοδόχες, να καβαλικεύει τις λέφκες, να πηδά παντού, ν’ αταχτεί και να
ξεφωνίζει από τη χαρά του.
Ναι, θέλει να συλλάβει το τραγούδι της χαράς
και θα το κατορθώσει· μας το βεβαιώνει ο τρόπος που προχωρεί στη δουλειά του.
Μια βδομάδα τώρα που παραμόνεψε την κάθε γωνιά στην κάθε στιγμή της. Την
παραμόνεψε την αυγή, την παραμόνεψε με
τον ήλιο, την παραμόνεψε με το φεγγάρι, τα δούλεψε όλα με το μολύβι, με χρώμα,
με μελάνι, με κάρβουνο. Έκρουσε κάθε τους χορδή δοκιμάζοντάς τες, αυτός ο
τρομερός αρμονίστας, όπως σε κάθε προανάκρουσμα. Αύριο αρχίζει· οι
προετοιμασίες όλες έχουν τελειώσει...»
Μόλις τελείωσαν τη μελέτη και την
περισυλλογή του υλικού από τα μοναστήρια ανέβηκαν και πιάσανε ένα κελί στις
Καρυές. Πλούσια και βαριά ήταν η συγκομιδή των δύο φίλων. Ο Δούκας είχε συγκεντρώσει
αρκετά στοιχεία για τους πνευματικούς θησαυρούς του Αγίου Όρους, ενώ παράλληλα,
έγραψε μια σειρά από μικρά κείμενα με τον τίτλο «Γράμματα από το Άγιο Όρος»,
μια πρώτη δοκιμή λυρικής γραφής που θα συνεχίσει αργότερα με τον «Οδοιπόρο», τα
«Ενώτια» και το «Θερμοκήπιο»…
…Περισσότερο, όμως,
εντυπωσιακά ήταν τα επιτεύγματα του Παπαλουκά: πάνω από εκατό πίνακες και
σχέδια – μια πολύμοχθη εργασία μελέτης. Και σα να μην έφτανε αυτή η ολόπλευρη
απασχόλησή του, μελετούσε κι ερμήνευε αντιγράφοντας πάνω από εξήντα ανεκτίμητα
κομμάτια, παρμένα από ειλητάρια, χειρόγραφα, χρυσοΰφαντα, τοιχογραφίες,
εικονίσματα, τον ανθό δηλαδή του αθωνίτικου βυζαντινού διακόσμου: το
χρυσοΰφαντο διακονικό ωράριο της Μονής Σταυρονικήτα, διακοσμημένο με τους 24
οίκους του Ακάθιστου Ύμνου, το υπ’ αριθμ. 61 ψαλτήρι της Μονής Παντοκράτορος –
εξαφανισμένο από το μοναστήρι του σήμερα, με 19 φύλλα κατάκοσμα από
μικρογραφίες, δύο αρχαϊκές εικόνες τέμπλων με τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και
Γαβριήλ, και, πάνω απ’ όλα, τα αντίγραφα των μεγάλων τοιχογραφικών παραστάσεων
της «Προδοσίας» και της «Αποκαθήλωσης» του Τζώρτζη του Κρητός, απ’ την τράπεζα
της Λαύρας. Αλήθεια, πότε μπόρεσαν να γίνουν όλ’ αυτά και πώς; Μονάχα για τις
τοιχογραφίες του καθολικού της μονής του Αγίου Διονυσίου αναγκάστηκε να στήσει
πρόχειρη σκαλωσιά και να δουλεύει ώρες ψηλά στα σταυροθόλια πάνω σ’ ένα μαδέρι.
Δουλειά επίμονη κι επικίνδυνη, που του έδωσε, όμως, τη δυνατότητα να συλλάβει «νέες μορφές», βλέποντας με
ανάλογη φαντασία το παρελθόν και να συνθέσει τους μεγάλους του πίνακες: τους
δύο «Αρσανάδες» - του Παντοκράτορος και της Λαύρας, τη «Μονή Αγίου Διονυσίου»,
τα «Δύο κυπαρίσσια» με την κορφή του Άθω στο βάθος, το «Χαγιάτι» του Πρωτάτου,
το «Σαράι», τη «Σπουδή για πράσινο», τη «Σπουδή για φόρμα», τους
«Αναπαυομένους», έργα που «αξιοποιούν απλά την καλλιτεχνική μας κληρονομιά,
αναζητώντας τα αισθητικά της στοιχεία, σα να θέλουν να την συλλάβουν στην
αιωνιότητά της. (από
την αλληλογραφία του Τάσου Κόρφη με
τον Στρατή Δούκα).
Έτσι
δούλεψε ως το τέλος του φθινοπώρου κι αμέσως μετά άρχισε να κορνιζάρει το υλικό
του και να το αμπαλάρει. Το Νοέμβριο του 1924 οι δυο φίλοι, κλείνοντας ακριβώς
ένα χρόνο παραμονής στο Άγιο Όρος, κατέβηκαν για έκθεση στη Θεσσαλονίκη.
ΕΚΘΕΣΗ ΣΠΥΡΟΥ
ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Στη Θεσσαλονίκη, που σχεδίαζε να παρουσιάσει
τα έργα του ο Σπύρος Παπαλουκάς δεν υπήρχαν, εκείνη την εποχή, αίθουσες
εκθέσεων ούτε και οι φιλότεχνοι. Μονάχα ο Ιταλοεβραίος Περιλλά διοργάνωνε από
καιρό σε καιρό μικρές εκθέσεις με ακουαρέλες που τις διέθετε σ’ ένα στενό κύκλο
από πάμπλουτους, κοσμοπολίτες Εβραίους. Μα ο Παπαλουκάς δεν ήθελε ν’ ακούσει
κανένα. Πήρε μόνος τις αποφάσεις του οδηγημένος από το ένστικτό του και μιαν
αδιάλλακτη συνείδηση χρέους να είναι πάντα πρωτοπόρος. Δε μας επιτρέπεται, έλεγε, να
‘χουμε αξιώσεις από ένα κόσμο που αποκλείσαμε, που δε φροντίσαμε να του
παρουσιάσουμε την πνευματική μας εργασία. Είχε πάντα μιαν άκαμπτη πίστη
στην αγνότητα του ελληνικού κοινού, μιαν πίστη που την χαλύβδωνε η ακατάβλητη
εργατικότητά του. Έτσι παραμέρισε αμέσως την εμφάνισή του στην Αθήνα, παρ’ όλο
που θα ‘θελε να παρουσιάσει εκεί τη σημαντική δουλειά του, που του στοίχισε
έναν χρόνο μόχθου στα μοναστήρια, μια δουλειά από τις πιο θαρραλέες στη νεαρή
μας, τότε, ζωγραφική, και σταμάτησε εδώ για να δημιουργήσει το πρώτο φιλότεχνο
περιβάλλον, την πρώτη ζωγραφική κίνηση στη Θεσσαλονίκη. Το καθαρό μάτι του
ξεχώρισε αμέσως, για αίθουσα έκθεσης, το μεγάλο κεντρικό καφενείο του Λευκού
Πύργου. Έκλεισε όλα τα παράθυρα, αφήνοντας ανοικτούς επάνω μόνο τους φωταγωγούς
και χαμήλωσε την οροφή με λευκό, διαφανές ύφασμα. Έτσι έκανε πιο ζεστό το
περιβάλλον περιορίζοντας το χώρο και το φως. Έστρωσε το δάπεδο με λευκά κι
ελαφρά διακοσμημένα ανατολίτικα ταπέτα από τη συλλογή Ρόζη. Δεν έμενε πια παρά
ν’ αναρτήσει, με μοναδική συνθετική ικανότητα, τους πίνακές του, κάπου εκατόν
είκοσι, ένα μέρος μόνο της αγιορείτικης δουλειάς του. Η εντύπωση από το σύνολο
ήταν καταπληκτική: μια πρωτόγευστη αισθητική απόλαυση για τους λίγους, ένα
ελκυστικό μάθημα για τους πολλούς. Συγκινημένος και υπερήφανος ο Δούκας,
προλόγισε τα εγκαίνια της έκθεσης του φίλου του με τ’ ακόλουθα λόγια: «Μια ζωγραφική έκθεση είναι η
πραγματοποίηση μιας μορφής. Με αυτό εννοούμε το αδιάσπαστο ενός συνόλου που
βγαίνει από μια αισθητική σκέψη. Αυτή η σκέψη όχι μονάχα περιέχεται αυτούσια
και στις πιο μικρές λεπτομέρειες, που δένουν αυτό το σύνολο, αλλά είναι
κυρίαρχη από τη στιγμή ακόμα που γίνεται ο ζωγραφικός πίνακας.
Το κάθε τι μέσα εκεί σταθμίζεται, ρυθμίζεται
και συνδυάζεται για την πραγμάτωση αυτής της μορφής. Από αυτή τη μορφή παίρνουν
το χρώμα και το σχήμα τους τα πράγματα. Η αλήθεια τους βγαίνει από την ενότητα
που έχουν τούτα με το σύνολο και από το βάθος του συνόλου αυτού στο οποίο
ανταποκρίνονται. Κι έτσι η αλήθεια της τέχνης μένει στην αλήθεια της μορφής που
εκφράζεται, προκειμένου για ζωγραφική, με φόρμες και χρώματα.
Αυτό που λέμε αλήθεια, πραγματισμό στην
τέχνη, αυτό που της δίνει την πειστικότητα, δεν είναι ην ικανότητα της μίμησης
και αναπαράστασης των φαινομένων, αλλά η ικανότητα της αναγωγής κι αποσύνθεσής
τους, που προϋποθέτει μια κατανόηση των νόμων που τα διέπουν. Ο τεχνίτης δεν
μπορεί να στέκει μπροστά στα φαινόμενα του κόσμου σαν μπροστά σ’ ένα πλήθος
ακατάληπτων, συγκεχυμένων και ανακόλουθων πραγμάτων. Δε σταματά στην επιφάνεια
για να δώσει τις φωτογραφικές απόψεις του, δείχνοντάς μας μ’ αυτό πως δεν
εννόησε, δε σύνθεσε τίποτα.
Ο τεχνίτης βιάζεται μέσα εκεί να εννοήσει·
και ό,τι θα εννοήσει από το άπειρο αυτό και ασύλληπτο χάος των φαινομενικών
αντινομιών, όποιο κόσμο θα συνθέσει, αυτόν και θα εκφράσει με τα στοιχεία της
τέχνης του, και ειδικά ένας ζωγράφος με τη φόρμα και το χρώμα του.
Αυτή η αναγωγική δουλειά είναι εκείνη που
δίνει την ενότητα στα πράγματα,
αφήνοντάς τους το κοινό και το κύριο και κάνοντάς τα να φαντάζουν σα να βγαίνουν
από το αθώρητο και μακρινό βάθος, λες κι είναι η σύνθεση της αιωνιότητας σε
καθαρές και βέβαιες μορφές.
Να ποιος είναι ο λόγος που τα έργα της φύσης
και τα έργα της φαντασίας δεν μπορούν να έχουν μεταξύ τους την ομοιότητα που
είχε ο Νάρκισσος με το είδωλό του.
Θα ήταν ολότελα αμφισβητήσιμη η αξία της
Τέχνης και η ανάγκη της, αν τούτη ιδροκοπούσε να μας αναπαραστήσει ένα κομμάτι
γης, θάλασσας ή ουρανού, την ώρα που θα μπορούσαμε να τ’ απολαύσουμε όλα τούτα
γυμνά μέσα στη φρίσσουσα αγκαλιά της φύσης.
Θα ‘χει άλλωστε να υποστεί σ’ αυτή τη
δουλειά της μια σκληρή δοκιμασία, ένα άγριο συναγωνισμό από μέρους του φακού,
από τον οποίο, μα την αλήθεια, θ’ αναγκαζόταν να καταθέσει τα σύνεργά της,
κατισχυμένη και αξιοδάκρυτη.
Όμως δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Στο πείσμα
της έξυπνης καπατσοσύνης του φακού ή του σοβαροφανούς της ιατρικής ανατομίας
και μηχανικής προοπτικής, για τους καλλιεργημένους ανθρώπους θα υπάρχει η Τέχνη
και η ανάγκη της.»
Η
μάχη της Θεσσαλονίκης ήταν μια πολύπλευρη μάχη που δόθηκε τότε με τον
αποτελματωμένο συντηρητισμό και κερδήθηκε. Η έκθεση έγινε αφετηρία για το
πνευματικό ξεκίνημα της πόλης. Τα όσα γράφτηκαν σ’ ένα μήνα στον καθημερινό
τύπο ξεπέρασαν κάθε πρόβλεψη. Ο Δέλιος, ο Ξεφλούδας, ο Θεοδωρίδης, ο Πελτέκης,
ο Ράδιος, ανεκδήλωτοι ως τότε, γράψανε ύμνους. Τι είδαν; Κάτι που έρχεται αργά από τη φωτεινή Ανατολή, μια γλυκιά πνοή μιας
χρυσοπόρφυρης χαραυγής, ένα όνειρο που περνά σ’ ένα δειλινό χαρούμενο. Να ένα
δάσος, ένα δάσος καταπράσινο, που λες και ονειρεύεται, κάτω απ’ το φως, το
βασιλόπουλο, το βυζαντινό βασιλόπουλο, να περνά αρματωμένο, καβάλα στ’ άλογό
του, για κυνήγι. Άραγε από έρωτα καρτερώντας; Ίσως, κοιτάζοντας βαθιά, να
μαντέψεις όλα τούτα. Και στο γυμνό λόφο με τη σκοτεινή ελιά, κάτω από το
σβησμένο ‘ήλιο, που τον κρύβει ένα λευκό σύννεφο που αργοσαλεύει στον ουρανό,
ίσως θ’ ακούσεις τον αυλό που έπαιζαν οι βοσκοί του Λόγγου… Κάτω από το ανοιχτό
τόξο του ήσυχου μοναστηριού η ματιά θα βυθιστεί μέσα στην αγιότητα του πόντου
για να δει την Θέτιδα και τον Ποσειδώνα κι όλες τις κόρες των νερών και ν’
ακούσει τους πρασινομάτες Τρίτωνες να ξεφωνούν με παφλασμούς αφρισμένους στα
βράχια… Κάποιος μίλησε για τις βαθιές ρίζες του Παπαλουκά στην εθνική
παράδοση: Γύρω μας ολόκληρη η βυζαντινή
εποχή μάς κοιτάζει, πέρα ο Όλυμπος μάς γεμίζει κλασικές αναμνήσεις, κι ένας
άλλος για την ηθική του έργου του: Είναι
αλήθεια πως αναζήτησε την αρετή στο πέρασμα των αιώνων κι έγινε σκέψη κι έγινε
φως. Ο πολιτισμένος Περιλλά έγραψε μια σειρά από τεχνοκριτικά
κομψοτεχνήματα. Ο λεπταίσθητος και καλλιεργημένος Ριάδης βρήκε μεταφερμένο στην Ελλάδα ό,τι καλύτερο υπήρχε στη σχολή του
Παρισιού. Όλοι, λίγο πολύ,
αναγνώρισαν ότι κάτι ασυνήθιστο και σημαντικό συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη.
Ο δημοσιογραφικός αυτός θόρυβος κινητοποίησε
όλο τον κόσμο, ως και τις ακραίες λαϊκές συνοικίες. Τα σχολεία πέρασαν από την
έκθεση μ’ επικεφαλής τους καθηγητές τους. Τα άρθρα στις εφημερίδες, οι
συζητήσεις στους κοσμικούς κύκλους, στους δρόμους, ξεσήκωσαν τους φιλότεχνους
αγοραστές. Μέσα στο πρώτο κιόλας δεκαήμερο πουλήθηκαν πάνω από τριάντα πίνακες.
Τον «Παρνασσό», τις «Καρυές», το «Σχολειό του χωριού» αγόρασε ο δήμος
Θεσσαλονίκης, τα «Αττικά πεύκα», το «Κιόσκι» ο μουσικός Κόφμαν, το «Καλύβι του
Αγίου Ακακίου» οι δεσποινίδες Οικονόμου, το «Μικρόκοσμο» ο Γρηγοριάδης, το
«Δρόμο των Ιβήρων» ο Παπαυλιάκης, το «Παρεκκλήσι της Λαύρας» και το «Έξω από το
μοναστήρι» ο Ορφανός, τη «Σπουδή στο πράσινο» ο Γουλανδρής, την «Περιοχή» η
Ένωση Συντακτών, τα «Μπαλκόνια» ο Μαρίντζογλου, τα «Ψηλά κυπαρίσσια» ο
Λοτσόπουλος, το «Κονάκι» και το «Πηγάδι» ο δήμαρχος Συνδίκας, τη «Σπουδή απ’ τη
φύση» ο Σασαγιάννης, το «Κορίτσι με το βιβλίο» η δεσποινίδα Καίτη Γεωργιάδου.
Και η αξέχαστη έκθεση έκλεισε με μια τιμητική μουσική εσπερίδα που την οργάνωσε
στην αίθουσά του το Ωδείο, το μοναδικό τότε πνευματικό ίδρυμα της Θεσσαλονίκης…
Από
το βιβλίο του Τάσου Κόρφη
«Η βιογραφία Στρατή Δούκα» (εκδ. ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, 1988)
Αυτοπροσωπογραφία Σπύρου Παπαλουκά, 1922
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου