Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

«Ο αποχωρισμός και η κουβέρτα» διήγημα του Μπαρίς Ιζραέλ* (από τη συλλογή διηγημάτων «Κείμενα κάτω από την πόρτα-ανθολογία διηγημάτων από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ» (μτφ. Φίλιππος Δρακονταειδής, εκδ. Πατάκη - «Τα μικρά κλασικά, 36», 1997)

 ...............................................................


·       «Ο  αποχωρισμός και η κουβέρτα» διήγημα του Μπαρίς Ιζραέλ* (από τη συλλογή διηγημάτων «Κείμενα κάτω από την πόρτα-ανθολογία διηγημάτων από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ» (μτφ. Φίλιππος Δρακονταειδής, εκδ. Πατάκη - «Τα μικρά κλασικά, 36», 1997)

 


   Μου ζητήθηκε παλιότερα να πω τι κάνω τα χειρόγραφά μου, όταν η συγγραφή ενός βιβλίου μου έχει πια ολοκληρωθεί. Θυμάμαι πως απάντησα: «Τα αποχωρίζομαι». Με την πάροδο των χρόνων, που μας επιτρέπει να επιστρέφουμε σε όσα από τα λόγια και τις πράξεις μας διατηρεί η μνήμη, να επιστρέφουμε χωρίς προφανή λόγο, χωρίς να ξέρουμε γιατί εκείνα τα λόγια περισώθηκαν κι όχι άλλα, γιατί ετούτες οι πράξεις παραμένουν ζωντανές κι όχι άλλες, με την πάροδο λοιπόν του χρόνου, που μας επιτρέπει να διορθώνουμε τον απολογισμό της ζωής μας, μπορώ να δηλώσω πως τότε δεν είχα πει την αλήθεια.

   Δεν αποχωριζόμουν τα χειρόγραφά μου· απλώς τα έβαζα σε ντοσιέ με κορδόνια, έφτιαχνα φιόγκους με τα κορδόνια και στοίβαζα τα ντοσιέ σε μια ντουλάπα. Όταν τα ντοσιέ πλήθυναν, τα έβαζα σε χάρτινες κούτες. Και όταν αυτές πολλαπλασιάστηκαν, τις στρίμωξα στο πατάρι, στο πίσω μέρος του σπιτιού, σε όποιο χώρο δεν είχαν καταλάβει ρούχα, παπούτσια και άλλα αντικείμενα. Έλεγα πάντα πως θα χρειαζόταν ίσως να ανοίξω κάποια στιγμή το πατάρι, να βγάλω μια κούτα, να την ανοίξω, να βρω τα ντοσιέ, να τους λύσω τους φιόγκους και να ξαναπιάσω ένα χειρόγραφο που θα ήταν απαραίτητο. Απαραίτητο σε τι άραγε; Ποτέ δεν έδωσα το δικαίωμα στον εαυτό μου να υποβάλει τέτοια απορία. Και ποτέ δεν ξανάπιασα στο χέρι μου κάποιο χειρόγραφό μου. Η ιδέα και μόνο πως μου χρειάζεται να ψάξω σε ένα σωρό χαρτιών σαν να πρόκειται να ψάξω σε ένα φορτίο σανού για να βρω μια καρφίτσα με απωθεί. Όμως το γεγονός ότι τα χειρόγραφά μου υπάρχουν εδώ κι εκεί στο σπίτι, αποτελεί για μένα τη διαβεβαίωση ότι αυτά τα χαρτιά με προστατεύουν.

   Ανάμεσά μας υπάρχει τόση απόσταση όση μεταξύ πατέρα και παιδιού, μια απόσταση που με τα χρόνια μεγαλώνει. Όχι επειδή εγώ γερνάω, αλλά επειδή από μια ηλικία και μετά τα παιδιά παίρνουν το δρόμο τους και φτιάχνουν τη ζωή τους. Σήμερα τα χειρόγραφά μου έχουν ενηλικιωθεί: θυμάμαι τα παιδικά τους χρόνια, τη δύσκολη εφηβεία τους, τις αγάπες και τις διαμάχες μας. Τα καμαρώνω. Το παρελθόν τους δε με αγγίζει.

   Ομολογώ πως έχω συμφιλιωθεί μαζί τους πια: η γέννησή τους μου προκαλούσε ανέκαθεν έκπληξη αλλά και αγωνία, μια σύντομη ικανοποίηση αλλά και μια ισχυρή απώθηση. Η έκπληξη προερχόταν από το συνεχή περιορισμό της λευκότητας του χαρτιού, η οποία υποχωρούσε στην κατά κύματα προώθηση των λέξεων, εκείνων δηλαδή των σειρών που, χαραγμένες με μαύρο μελάνι, έμοιαζαν με ίχνη πυρκαγιάς. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου η προώθηση των λέξεων γινόταν με σφοδρές απώλειες, λες και το χέρι μου, που χάραζε τις λέξεις, ήταν εκείνο το ίδιο που τις δολοφονούσε, τους άλλαζε θέση, τις έκλεινε σε ένα χώρο και τις διέγραφε, τις έπαιρνε ομαδόν και τις εκτελούσε με τη βοήθεια κάποιων άλλων λέξεων, που κάλυπταν τα περιθώρια ή το μικρό διάστημα μεταξύ δύο γραμμών. Σε άλλες περιπτώσεις, μεραρχίες λέξεων, που νικηφόρες είχαν εγκατασταθεί σε πολλές σελίδες, καταδικάζονταν στην αφάνεια και στο μαρασμό. Η αγωνία δεν ήταν για το αίμα που χυνόταν αλλά για την ικανότητά μου να το χύσω όλο. Και η ικανοποίηση ερχόταν για την ειρήνη μετά από τέτοια μάχη, συνοδευόμενη ωστόσο από τη σιχασιά ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν ποτέ εκείνο που είχα υπολογίσει.

   Ο αποχωρισμός μου από τις λέξεις μου, η άρνησή τους δε μου προκάλεσαν ποτέ τύψεις. Αν μεμφόμουν εκ των υστέρων τον εαυτό μου που είχε αποδεχτεί προς στιγμήν το θρίαμβο εκείνου του πλήθους, κατηγορούσα εκ των προτέρων τις λέξεις επειδή είχαν τολμήσει να με εμπαίξουν και να καλύψουν, ενώ η συνείδησή τους θα όφειλε να τις είχε εμποδίσει, τις σελίδες που είχαν καλύψει.

   Όλα αυτά δεν έχουν αξία για κανέναν άλλο εκτός από εμένα. Δε διανοούμαι πώς μπορεί να υπάρξει η πιθανότητα άλλος άνθρωπος να πιάσει στο χέρι του τα χειρόγραφά μου και να ασχοληθεί μαζί τους. Δε σκέφτομαι πάντως να τα καταστρέψω για να γλιτώσω από τέτοια τύχη. Με γεμίζει αγαλλίαση η σκέψη πως έχω τη δυνατότητα, όποτε η παρόρμηση της καταστροφής γίνει αφόρητη, να ρίξω κούτες και ντοσιέ στη φωτιά, πράγμα που έκανε ο Νικολάι Γκόγκολ για τα χειρόγραφά του και μαθαίνω ότι εκ του συστήματος κάνει ο Ερνέστο Σάμπατο για τα δικά του. Έχω λοιπόν τη δυνατότητα της καταστροφής, αλλά έχω και την αδυναμία να την ασκήσω. Υποθέτω πως την ίδια αδυναμία ένιωθε και ο Κάφκα, πράγμα που τον υποχρέωσε να ζητήσει, εν είδει υστάτης επιθυμίας πέραν του τάφου, από το φίλο του Μαξ Μπροντ να καταστρέψει τα χειρόγραφά του. Όπως είναι πολύ φυσικό, ο Μαξ Μπροντ αντιπαρήλθε αυτή την εντολή και τα διέσωσε, όχι πιθανώς από θαυμασμό για το έργο τοπυ Κάφκα αλλά, το πιθανότερο, επειδή του ήταν ξένα. Υποψιάζομαι πως αγαπάμε τα χειρόγραφά μας (ακόμα και όταν δε νιώθουμε πως έχουμε σχέση πατέρα με παιδί μαζί τους), περισσότερο όμως αγαπάμε τα ξένα.

   Παρ’ όλο που δε με έχουν πάρει τα χρόνια, ανήκω στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που έμαθαν γράμματα με πλάκα και κοντύλι, άρχισαν να γράφουν με μολύβι πριν πιάσουν πένα και μελανοδοχείο, έπιασαν στο χέρι τους στιλό και αργότερα στιλό διαρκείας, πέρασαν χαρτί στον κύλινδρο της γραφομηχανής και χρησιμοποίησαν τα πλήκτρα της για να γράψουν, έβαλαν καρμπόν ανάμεσα στα φύλλα του χαρτιού για να βγαίνουν αντίγραφα, που έδωσαν στους φίλους τους να τα διαβάσουν και να τα σχολιάσουν, ύστερα άκουσαν να γίνεται λόγος για ηλεκτρονικούς υπολογιστές και σήμερα έχουν μπροστά τους αυτό το εργαλείο. Όλα αυτά έγιναν σε σαράντα ως πενήντα χρόνια. Νιώθω λοιπόν πως είμαι μάρτυρας αρκετών αποχωρισμών, τόσο που κανείς άλλος συγγραφέας δε γνώρισε πριν από εμένα.

   Λέω «αποχωρισμών», ενώ θα έπρεπε να πω «θανάτων», αφού είναι αδιανόητο πια να γυρίσω στην πένα, πολύ περισσότερο στο μολύβι ή στο κοντύλι. Και σε ό,τι με αφορά, δεν περνάει από το νου μου να γυρίσω στη γραφομηχανή: ο ήχος της, ξερός και βάναυσος σαν πυροβολισμός, που τον άκουγα τότε με ευχαρίστηση, μου είναι σήμερα ενοχλητικός. Τα δακτυλόγραφά μου μού προκαλούν οίκτο: συχνά η πίεση του πλήκτρου αλλά και η κακή κατάσταση της γραφομηχανής, τόσο ταλαιπωρημένης να αραδιάζει σελίδες, προκάλεσαν τραυματισμό του φύλλου, που το χαρτί του δεν ήταν πάντα ανθεκτικό. Το όμικρον λοιπόν είναι μια τρύπα, από το άλφα έχει μείνει μια άκρη του, το γιώτα έχει αφήσει μια ελάχιστη τομή, κάτι σαν λύση της συνέχειας του δέρματος. Μοιάζει πάλι σαν να έχει κριθεί μια μάχη, όπου δεν είναι οι λέξεις οι οποίες έχουν υποστεί απώλειες, αλλά επιπλέον τα ίδια τα γράμματα και το πεδίο στο οποίο πολέμησαν: είναι εύκολο να παρατηρήσουμε πως ακόμα και μετά από τόσα χρόνια το χαρτί που έχει βγει από τη γραφομηχανή φέρει εξογκώματα στην πλευρά όπου έχει μείνει άγραφο.

   Συνέβη σε αυτά τα χρόνια της μετάβασης από το κοντύλι στον ηλεκτρονικό υπολογιστή να έχουμε ζήσει πολέμους και να έχουμε δει ανήκουστα εγκλήματα. Σε πολλά από αυτά συμμετείχαμε, σε άλλα προσαρμοστήκαμε, αλλά τα υποστήκαμε. Νομίζω πως είναι περίεργο που φτάσαμε ως εδώ και που η ζωή παρέμεινε δίπλα μας, αν όχι τελείως εντός μας. Τα χειρόγραφά μου δεν μπορεί να μη φέρουν  τα ίχνη των γεγονότων. Ακόμα και όταν αυτά τα ίχνη δε διακρίνονται, δεν παύουν να υπάρχουν. Είπα πως δεν έχω αποχωριστεί τα χειρόγραφά μου. Δεν αποχωρίζεται κανείς την αποτυχία του: με αυτή σκεπάζεται τις νύχτες του μακρού χειμώνα των ημερών που του απομένουν γραμμένες και τις οποίες είναι υποχρεωμένος να διαβεί, αφού δε θέλει να κόψει το νήμα της ζωής του.

 

*Μικρό βιογραφικό όπως υπάρχει στην έκδοση της συλλογής.

Ο Μπαρίς Ιζραέλ  είναι Ουκρανός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1940 από Εβραίους γονείς, που χάθηκαν στο στρατόπεδο του Μπάμπι Γιαρ. Η εβραϊκή του καταγωγή τον εμπόδισε να ολοκληρώσει τις σπουδές φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου και για μεγάλο χρονικό διάστημα έζησε παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Όπως λέει ο ίδιος, είχε αρκετό χρόνο να διαβάσει αρχαίους συγγραφείς και να μελετήσει Ρώσους κλασικούς του 19ου αιώνα. Μπόρεσε να εκδώσει δύο μυθιστορήματα, που όμως πέρασαν απαρατήρητα, χαρακτηρισμένα ως «δείγματα εκφυλισμού της τέχνης». Το 1995, το ένα απ’ αυτά, με τον τίτλο «Ιστορία της ζωής τριών κοριτσιών και ενός πορτοκαλιού», κυκλοφόρησε σε ισπανική μετάφραση. Το κείμενο που παραθέσαμε, μεταφρασμένο με έγγραφη άδεια του συγγραφέα, αποτελεί τον πρόλογο στο δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Μικρός οδηγός αγοράς κλινοσκεπασμάτων» που θα κυκλοφορήσει στα γαλλικά το 1997. Η μετάφραση έγινε από τα ισπανικά.

Φ.Δ.  


Δεν υπάρχουν σχόλια: