Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

"Η ΟΛΓΑ" διήγημα του Γιώργου Ταρασλιά (https://neoplanodion.gr, 12.9.2024)

 ..............................................................


                               Η ΟΛΓΑ






1

Υπήρξαν γυναίκες που δεν άφησαν κανένα αποτύπωμα στη μνήμη μου και κατά πάσα πιθανότητα ούτε κι εγώ στη δική τους. Υπήρξαν και κάποιες που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους μέσα μου, γυναίκες που τις θυμάμαι με τρυφερότητα και νοσταλγία. Ανάμεσά τους η Όλγα, πρόσωπο αγαπημένο και αλησμόνητο.

Τη γνώρισα πριν από χρόνια, την εποχή που δούλευα στο καρνάγιο. Ήταν χορεύτρια – έτσι δήλωνε η ίδια – στο στριπτιζάδικο της παραλιακής που εκείνα τα χρόνια ήταν στις δόξες του.

Την πρώτη φορά που μιλήσαμε νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα. Εκείνη με σταμάτησε την ώρα που γύριζα στο σπίτι από μια ακόμα δύσκολη βάρδια στο καρνάγιο. Ήμουν βρώμικος, σκονισμένος, με ρούχα διαλυμένα και με τη μέση μου σακατεμένη από τα βάρη και τις συνθήκες της δουλειάς. Ένοιωθα άσχημα με τον εαυτό μου, με την εικόνα μου, με τη ζωή μου γενικότερα. Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος από τον χωρισμό μου και το παιδί το έβλεπα μια φορά το μήνα. Οικονομικά ήμουν σε οριακή κατάσταση και με εννιακόσια ευρώ μηνιάτικο μόλις που τα έβγαζα πέρα. Είχα ξεχάσει τον έρωτα και το σεξ και το σενάριο μιας σχέσης σπάνια το σκεφτόμουν. Μοναδική πηγή ανακούφισης εκείνα τα χρόνια ήταν τα βιβλία, το διάβασμα και τα ημερολόγια που έγραφα – μια θεραπεία που με κρατούσε σε απόσταση ασφαλείας από την τελική χειρονομία.


Εκείνο το καλοκαιριάτικο βράδυ που βρέθηκα με την Όλγα στο παραλιακό ταβερνάκι (εκείνη με προσκάλεσε) αναρωτιόμουν τι μπορούσε να θέλει μια τόσο εντυπωσιακή γυναίκα από μένα – έμοιαζε με μοντέλο στο πρόσωπο και στο σώμα. Ισχυρίστηκε ότι ήθελε να με γνωρίσει από καιρό. Μου είπε ότι ερχόταν τα απογεύματα στην παραλία δίπλα στο καρνάγιο πότε μόνη της και πότε με μια φίλη της. Με έβλεπε που τάιζα τα σκυλιά που ήταν φύλακες του χώρου. Μου είπε ότι της άρεσε πολύ ο τρόπος που τα φρόντιζα και τα χάιδευα. Μου είπε ακόμα ότι της άρεσε το πάνω μέρος του σώματός μου – λόγω της ζέστης έβγαζα το μπλουζάκι όταν έκανα τις βαριές δουλειές.

Την άκουγα με δυσπιστία. Οι εμπειρίες μια ζωής και ειδικά τα δέκα χρόνια του γάμου με είχαν κάνει δύσπιστο απέναντι σε όλους αλλά και απέναντι στον εαυτό μου. Όσα μου είπε εκείνο το βράδυ θα μπορούσαν να είναι εξίσου αληθινά όσο και ψεύτικα – όλοι λίγο πολύ πλέκουμε μια μυθοπλασία γύρω από το πρόσωπό μας.

Νοιώθοντας άβολα με την εμφάνισή μου και με ξένα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου, την άκουγα να μου λέει διάφορα. Ισχυρίστηκε ότι η καταγωγή της ήταν απ’ τη Ρωσία και ότι είχε έρθει στο νησί από πολύ μικρή (κάτι για το οποίο, αργότερα, είχα τις αμφιβολίες μου όπως και για άλλα θέματα σε σχέση με το παρελθόν της στο οποίο οι αναφορές της ήταν ανύπαρκτες). Πάντως τα ελληνικά της ήταν άψογα και η προφορά της δεν είχε κάτι που να σε κάνει να σκεφτείς ότι είναι από άλλη χώρα.

Χωρίς να μασά τα λόγια της και με μια διάθεση ειλικρίνειας που αρχικά με παραξένεψε, μου είπε ότι ήταν χορεύτρια στο Έκσταση, ένα στριπτιζάδικο στην άκρη του λιμανιού που στο φως της μέρας έμοιαζε με παράγκα αλλά τη νύχτα μεταμορφωνόταν σε φανταχτερό κέντρο ηδονής και κραιπάλης, ένα κτίριο με ακανόνιστο σχήμα ανάμεσα σε ένα παλιό ερειπωμένο συνεργείο αυτοκινήτων και σε ένα οικόπεδο με αγριόχορτα απ’ το οποίο περνούσα κάποια βράδια για να αποφύγω τον παραλιακό δρόμο. Για το πώς βρέθηκε να δουλεύει σε κείνο τον χώρο και για την προηγούμενη ζωή της απέφυγε να μιλήσει. Απέφυγα κι εγώ να ρωτήσω – δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου τέτοια αδιακρισία και ούτε ήθελα να της δημιουργήσω την υποχρέωση να πει πράγματα που δεν ήθελε.

Την παρατηρούσα όση ώρα μιλούσε. Ήταν δύσκολο να υποθέσω ακριβώς την ηλικία της αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν πάνω από τριάντα. Δεν φαινόταν βαμμένη αλλά ακόμα και χωρίς μακιγιάζ η φυσική ομορφιά της ακτινοβολούσε. Τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά της ήταν σε απόλυτη αρμονία με το πρόσωπό της. Το δέρμα της ήταν φωτεινό και υγιές. Τα χαρακτηριστικά της ήταν απολαυστικά. Μεγάλα, πράσινα, σαγηνευτικά μάτια. Επιβλητικά χείλη. Έντονα ζυγωματικά. Ήταν μια γυναίκα που δεν χρειαζόταν να κάνει πολλά για να την προσέξεις και ίσως και για να την αγαπήσεις.

Παρά την αμηχανία μου, εκείνο το βράδυ μου έμεινε αξέχαστο. Μετά από καιρό ένοιωσα, έστω και για λίγο, απελευθερωμένος από τα προβλήματα, την κούραση και τους πόνους στη μέση. Εκείνες οι δυο υπέροχες ώρες μου έδωσαν το δικαίωμα να θυμηθώ ξανά τη χαρά της ζωής, να υπολογίσω αόριστα όλα όσα είχα στερηθεί τα τελευταία χρόνια και να διαπιστώσω χωρίς υπεκφυγές τη δυστυχία που κόντευε να μου γίνει συνήθεια.

Βγαίνοντας από την ταβέρνα τα φώτα της παραλιακής λεωφόρου μας υποδέχτηκαν τρυφερά, με την ίδια πάντα υπόσχεση συμπόνιας, φίλοι πιστοί που ήξεραν να παρηγορούν χωρίς να πληγώνουν.

Τα λόγια της Όλγας ήταν κι αυτά παρήγορα. Ήθελε να ξαναβρεθούμε. Χωρίς να το έχω προσχεδιάσει την αποχαιρέτησα με ένα χειροφίλημα, ξαφνικά ανήσυχος μήπως φανώ γελοίος στα μάτια της αλλά όταν σήκωσα το βλέμμα μου είδα στο δικό της ικανοποίηση και μια αδιόρατη υπόσχεση ότι οι μέρες και οι νύχτες που θα ακολουθούσαν θα ήταν ακόμα πιο ευχάριστες και τρυφερές.

2

Την εποχή που γνώρισα την Όλγα δεν έψαχνα έρωτες και πάθη. Αν κάτι επιθυμούσα στα πενήντα μου ήταν μια συντροφική σχέση με ελάχιστες απαιτήσεις, μια αμοιβαιότητα μικρών σωματικών προσφορών, λίγες κουβέντες, να πίνουμε καφέ μαζί, να γελάμε μαζί, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς να είμαστε βάρος ο ένας στον άλλο, χωρίς όλα εκείνα τα στοιχεία που μετατρέπουν τις σχέσεις σε ένα παιχνίδι καταπίεσης και δυστυχίας. Κατά βάθος, ένοιωθα τόσο κουρασμένος απ’ τη ζωή, τόσο αηδιασμένος από τους απάνθρωπους νόμους της, τόσο βαθιά εξοικειωμένος με την αλήθεια της κοινής ανθρώπινης μοίρας, που ένοιωθα πια ανίκανος να ζηλέψω, να τσακωθώ, να απαιτήσω ή να επιβάλλω τις απόψεις μου σε οποιαδήποτε γυναίκα.

Τελείως αναπάντεχα με την Όλγα συντονιστήκαμε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Σχεδόν κάθε βράδυ τρώγαμε στο ταβερνάκι (με δική της πρωτοβουλία πλήρωνε πάντα εκείνη) και κάθε ξημέρωμα ερχόταν στο δωμάτιο που νοίκιαζα – μια γκαρσονιέρα σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων από το καρνάγιο. Από το μπαλκόνι μπορούσα να δω τη φωτεινή επιγραφή του στριπτιζάδικου. Κάποιες στιγμές μου περνούσαν απ’ το μυαλό τρελές ιδέες για όσα θα μπορούσαν να γίνονται εκεί μέσα. Είχα ακούσει διάφορα για τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού και για το ποινικό του μητρώο – κατά καιρούς είχε πάρε δώσε με δικαστήρια και φυλακές για υποθέσεις μαστροπείας και ναρκωτικών. Δεν ήξερα τι περνούσε η Όλγα σε κείνο το μαγαζί αλλά η εμφάνιση και η συμπεριφορά της δεν έδειχναν ότι θα μπορούσε να είναι θύμα κακοποίησης ή εκμετάλλευσης.


Η Όλγα δεν μιλούσε, δεν ανοιγόταν. Όσα έμαθα για κείνην ήταν στην πρώτη μας συνάντηση. Ήταν φανερό ότι απέφευγε κάθε αναφορά στο παρασκήνιο της ζωής της και στο παρελθόν της. Ακόμα και μήνες μετά, δεν ήξερα που έμενε, που ήταν το σπίτι της – στα πάνω δωμάτια του μαγαζιού ή κάπου αλλού; Ούτε και έμαθα πώς περνούσε το χρόνο της όταν δεν ήμασταν μαζί, αν είχε φίλες ή γνωστές. Μου είχε δείξει στο ένα από τα δύο κινητά της τη φωτογραφία μιας γυναίκας που την χαρακτήρισε «φίλης της» – μια γυναίκα τρομερή σε εμφάνιση, τεράστια σε όγκο, με τα χέρια της καλυμμένα με τατουάζ.

Το γεγονός ότι είχε δυο κινητά με έβαλε από την αρχή σε σκέψεις. Με το ένα είχε κάποιες τηλεφωνικές επικοινωνίες αλλά με το άλλο αντάλλαζε μόνο μηνύματα και όταν ερχόταν στη γκαρσονιέρα το έβγαζε από την τσάντα της μόνο για να δει ή να στείλει κάποιο μήνυμα. Ήταν φανερό ότι ήθελε να κρύψει κομμάτια από το παρασκήνιο της ζωής της και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκα ότι ίσως να είχε πελάτες από το μαγαζί στους οποίους προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες – ένα σενάριο που με άφηνε αδιάφορο καθώς ούτε προσδοκίες είχα για τη σχέση μας ούτε κάποιο συναίσθημα ικανό να με οδηγήσει σε παρεξηγήσεις και ζηλοτυπίες.

Στα σεξουαλικά θέματα η συμπεριφορά της Όλγας ήταν αναπάντεχα απλή και συγκρατημένη. Σε αντίθεση με όσα είχα φανταστεί, η Όλγα ούτε έκανε ούτε ζητούσε περίεργα πράγματα στη διάρκεια του σεξ. Δεν ξεστόμισε ποτέ μια πρόστυχη κουβέντα ή έστω μια από κείνες τις φράσεις που αποτελούν τα συνηθισμένα διεγερτικά στη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Οι στάσεις, οι κινήσεις, ο ρυθμός, τα λόγια της, όλα είχαν μια απλότητα και μια αξιοπρέπεια που με παραξένεψε αλλά και με απελευθέρωσε από το υπερβολικό άγχος. Χωρίς περιστροφές μου είπε τι περίμενε και πώς φανταζόταν το σεξ μαζί μου. Ήθελε γλυκόλογα, λόγια τρυφερά, λόγια αγάπης.

Από την τρίτη κιόλας ερωτική μας επαφή την άκουσα να μου ψιθυρίζει «σ’ αγαπώ». Ένοιωσα περίεργα γιατί μου φάνηκε πολύ πρόωρο και γιατί όλα όσα είχα περάσει με είχαν κάνει δύσπιστο απέναντι στους άλλους και ειδικά απέναντι στις γυναίκες. Δεν άργησα, όμως, να καταλάβω ότι με τον δικό της τρόπο το ένοιωθε και το εννοούσε και ότι ήθελε να της το λέω κι εγώ. Υπάκουσα στην επιθυμία της, άλλοτε με μια δόση σοβαρότητας και άλλοτε υποκρινόμενος τον ρόλο που μου είχε αναθέσει, χωρίς να πιστεύω στην αλήθεια και στο νόημα της φράσης, αλλά κάθε φορά νοιώθοντας την ίδια συγκίνηση που εκείνη η όμορφη γυναίκα μου πρόσφερε το ιερό και πολύτιμο σώμα της – ένα σώμα πάντα περιποιημένο, καθαρό, ευωδιαστό από ένα διακριτικό άρωμα που μου θύμιζε λιβάνι με άρωμα τριαντάφυλλου ή γιασεμιού.

Πιο σίγουρος για τον εαυτό μου όσο περνούσε ο καιρός, ένοιωσα να ξαναβρίσκω την επαφή με ένα κομμάτι του παλιού ξεχασμένου εαυτού μου, με ικανότητες που είχαν νεκρωθεί μέσα στη σκληρότητα της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ένοιωθα απρόσμενα καλά με τον εαυτό μου, πιο άνετος, πιο σίγουρος, κάτι που οφειλόταν στη δική της στάση. «Σίγουρα έχει χορτάσει το σεξ, σίγουρα έχει κάνει πολλά στη ζωή της, μάλλον είναι κουρασμένη απ’ όλα αυτά, έχει μπουχτίσει, μάλλον ψάχνει πράγματα απλά και ουσιαστικά, ίσως και οι δυο να ψάχνουμε παρόμοια πράγματα για διαφορετικούς λόγους» σκεφτόμουν στην προσπάθεια μου να εξηγήσω τη συμπεριφορά και το παρελθόν της.

Στους τρεις μήνες γνωριμίας συνειδητοποίησα ότι η σχέση μας ήταν ιδιαίτερη. Δεν ήμασταν τυπικοί εραστές. Δεν βρισκόμασταν μόνο για το σεξ που χρονικά δεν ξεπερνούσε τα δεκαπέντε, είκοσι λεπτά κάθε φορά που άνοιγα τον καναπέ για να τον κάνω κλίνη σύντομης χαράς και θεραπείας. Πάντα περιορισμένο σε χρόνο και ένταση, το σεξ επιβεβαίωνε μια σχέση που για χρόνια είχα ξεχάσει ότι μπορούσε να υπάρχει: βρισκόμασταν για να μιλάμε, να τρώμε, να γελάμε, να σωπαίνουμε και να διαβάζουμε μαζί. Παρότι η Όλγα, κατά δική της δήλωση, δεν είχε σχέση με βιβλία και διαβάσματα, όταν ερχόταν στο δωμάτιο έπιανε και διάβαζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη – το μοναδικό έπιπλο που έδινε κάποια αξία και κάποιο νόημα σε κείνο το δωματιάκι.

3

Για έξι μήνες η Όλγα έδωσε στη ζωή μου μια πολύ τρυφερή αίσθηση που την έχω ακόμα ολοζώντανη μέσα μου σαν ανάμνηση πολύτιμη και ανεκτίμητη. Και ύστερα, τον Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς, άρχισαν τα προβλήματα.

Ένα χάραμα μπήκε βουρκωμένη στο δωμάτιο. Η μάσκαρα και το μολύβι είχαν τρέξει κάτω από τα μάτια της και μαύρες κηλίδες έδιναν στο βλέμμα της μια όψη σκληρότητας και απόγνωσης.

«Θα τον σκοτώσω τον πούστη, θα τον σκοτώσω με την πρώτη ευκαιρία. Έχει ξεφύγει το σίχαμα. Όσο γερνά τόσο περισσότερο τρελαίνεται. Ακούς εκεί να θέλει να κάνω λεσβιακά και να παίρνω μέρος στα όργια που στήνει σε βίλες και σε κότερα. Και δεν του φτάνει πια να εκμεταλλεύεται γυναίκες. Τώρα έχει ανοίξει δουλειές και με αγοράκια. Έχει τρελαθεί ο ανώμαλος. Θα τον σκοτώσω τον πούστη, θα τον κάψω» είπε με σφιγμένα δόντια και βλέμμα γεμάτο μίσος. Αναφερόταν στο αφεντικό της, τον Θωμά. Έπεσε στην αγκαλιά μου και ένοιωσα το σώμα της να τραντάζεται από τους λυγμούς πάνω στο δικό μου. Ήταν η πρώτη φορά που εκείνο το δυναμικό, εύρωστο, ποθητό σώμα αποκάλυπτε ξεκάθαρα τις βαθύτερες αγωνίες του.


Όπως μου εξήγησε λίγο αργότερα δεν ήθελε να ξαναπάει με πελάτες του μαγαζιού στα πάνω δωμάτια όταν τελείωνε το σόου. Η συμφωνία που είχε κάνει μαζί του στην αρχή της έδινε την ελευθερία να επιλέγει αν θα πήγαινε με κάποιους πελάτες μετά το τέλος του προγράμματος. Το είχε κάνει για κάποιο διάστημα, είχε ανάγκη τα χρήματα, αλλά τώρα «είχαν αλλάξει πολλά μέσα της» – αυτή ήταν η φράση που είπε, «έχουν αλλάξει πολλά μέσα μου», μια φράση που την άκουσα ισορροπώντας ανάμεσα στην επιθυμία να την πιστέψω και σε μια δυσπιστία πολύ λογική για να την αποτρέψω.

Ο Θωμάς είχε αρχίσει να την πιέζει και να την απειλεί ότι θα την τακτοποιούσε καλά αν συνέχιζε τα νάζια και τις αρνήσεις. Η Όλγα ισχυρίστηκε ότι δεν την είχε χτυπήσει ποτέ μέχρι τότε και πίστευε ότι οι απειλές του θα έμεναν μόνο στα λόγια, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά γιατί η Όλγα ήταν πρώτο όνομα στο μαγαζί και τα σημάδια που θα άφηνε ο ξυλοδαρμός στο πρόσωπό της δεν θα μπορούσαν να κρυφτούν εύκολα από τα μάτια των καλών πελατών που πήγαιναν στο μαγαζί κυρίως ή αποκλειστικά για την Όλγα – ανάμεσά τους και άτομα από την ανώτερη τάξη της τοπικής κοινωνίας που στο φως της μέρας κατείχαν θέσεις οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και στα σκοτάδια της νύχτας έβγαζαν τις μάσκες και άφηναν να εκραγεί ο πραγματικός εαυτό τους, οι διαστροφές και τα απωθημένα τους.

Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά εκείνο το χάραμα που η Όλγα μου άνοιξε λίγο περισσότερο την καρδιά της. Βγήκαμε και καθίσαμε στο μπαλκονάκι. Εγώ έπινα καφέ, εκείνη κάπνιζε. Απόμεινα για λίγο σιωπηλός να κοιτάζω το πρώτο φως της μέρας που απλωνόταν αργά πάνω στη θάλασσα, στο λιμάνι, στις παλιές παράγκες του καρνάγιου και στο νεκροταφείο των παλιών σκαφών. Τα φώτα του λιμανιού ήταν ακόμα αναμμένα, μια εικόνα που πάντα ξυπνούσε μέσα μου την ίδια γλυκιά και ανεξήγητη νοσταλγία για κόσμους που ίσως είχα γνωρίσει ή που δεν θα γνώριζα ποτέ.

Γύρισα και κοίταξα την Όλγα. Την παρατήρησα προσεχτικά. Για πρώτη φορά το πρόσωπό της μου φάνηκε κουρασμένο και χλωμό, γερασμένο, με το δέρμα γύρω από τα μάτια σπασμένο, με αμυδρά στίγματα σαν μικρά σπυράκια στα μάγουλά της. Γύρισε και με κοίταξε σαν να περίμενε κάτι, μια υπόσχεση που δεν μου είχε ζητήσει ακόμα. Το βλέμμα της ήταν ικετευτικό. Δυο καστανόξανθες μπούκλες σαν σερπαντίνες κρέμονταν στις άκρες των ματιών της – η θλίψη και η κούραση τα έκαναν ακόμα πιο σαγηνευτικά.

«Πάμε, μου είπε ξαφνικά, πάμε να φύγουμε πριν να είναι αργά. Πάμε στην πατρίδα μου ή όπου αλλού θες, δεν με ενδιαφέρει που, μακριά από δω».

Της είπα ότι δεν μπορούσα, ότι είχα ένα παιδί, ότι είχα αφήσει οικογενειακές εκκρεμότητες, ότι δεν μπορούσα να φύγω από το νησί.

«Τι είμαι για σένα Φάνη;» ρώτησε ξαφνικά χωρίς να με κοιτάξει, «τι είμαι στ’ αλήθεια;». Ο τόνος της φωνής της ήταν ψυχρός, απαιτητικός.

Δεν χρειάστηκα να σκεφτώ πολύ. Ήξερα την απάντηση από τις πρώτες μέρες της γνωριμίας μας. Άπλωσα το χέρι του στο δικό της. Της είπα:

«Είσαι η γυναίκα που με έχει κάνει να πιστέψω ότι δεν έχουν τελειώσει όλα, που με έχει κάνει να θυμηθώ ότι η ζωή είναι όμορφη παρά τα βάσανα και τις αγωνίες της. Αλλά Όλγα μου δε μπορώ να δω πιο μακριά, δε μπορώ να φύγω στη φάση μου είμαι. Μπορείς να σταματήσεις από το μαγαζί, κάτι θα βρούμε να κάνεις, πάντα υπάρχουν λύσεις».

«Μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα;» με ρώτησε ακόμα πιο επιτακτικά. Δεν ήξερα τι να απαντήσω, αυτοσχεδίασα με ειλικρίνεια.

«Αν αυτή τη στιγμή μου έλεγες να χωρίσουμε θα λυπόμουν πολύ αλλά από αύριο θα έπρεπε να συνεχίσω και χωρίς εσένα όπως υπήρχα και πριν σε γνωρίσω. Θα κουβαλούσα όμως μέσα μου μια πίκρα αφόρητη».

Στη σιωπή που ακολούθησε διαισθάνθηκα μια αντίδραση που τελικά δεν ήρθε. Η Όλγα έσφιξε το χέρι μου με ένταση. Γύρισε και με κοίταξε. Προσπάθησε να χαμογελάσει.

«Δεν είναι αυτό που περίμενα αλλά μ’ αρέσει» είπε σιγανά και ύστερα, με ένα κόμπιασμα στη φωνή της «Είναι στιγμές που φοβάμαι, φοβάμαι πολύ. Αν φύγω από το μαγαζί ο Θωμάς δεν θα το αφήσει να περάσει έτσι, τον έχω ικανό για όλα, φοβάμαι να μείνουμε εδώ, φοβάμαι τους ανθρώπους, φοβάμαι τα πάντα, δεν ξέρεις τι… ». Δίστασε, δεν ολοκλήρωσε, όπως έκανε κάθε φορά που ένοιωθε πως έμπαινε σε απαγορευμένες περιοχές της ζωής και του παρελθόντος της.

«Μίλησε μου Όλγα, μίλησέ μου, μπορώ να σε ακούσω» της είπα. Είχα την ελπίδα ότι επιτέλους θα άνοιγε έστω για μια φορά την καρδιά της και θα μου έλεγε λίγα πράγματα για το παρελθόν της που θα με βοηθούσαν να την μάθω και να την καταλάβω καλύτερα. Υπήρχε μια πορεία στη ζωή της, μια διαδοχή γεγονότων που την είχαν οδηγήσει στο λιμάνι και στο στριπτιζάδικο. Ποια ήταν αυτή πορεία; Ποια πρόσωπα είχαν παίξει κρίσιμο ρόλο στην ατομική της εξέλιξη; Ήταν πράγματι η παρουσία μου στη ζωή της τόσο καταλυτική ώστε να θέλει να ξεφύγει απ’ όλα αυτά και να κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα;


Παρέμεινε σιωπηλή. Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Το φως του αναπτήρα φώτισε το πρόσωπο της. Τα σπυράκια στα μάγουλά της φάνηκαν ακόμα πιο καθαρά. Μια υγρή λάμψη φάνηκε στα μάτια της. Ένα ελαφρύ τρέμουλο φάνηκε στα χείλη της τη στιγμή που φύσηξε τον καπνό. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο κενό. Κάτι γινόταν μέσα της. Την έπνιγε μια θλίψη μοναδική, πολύπλοκη. Ήταν και πάλι έτοιμη να βουρκώσει. Συνέχισα να της κρατώ το χέρι μέχρι που γύρισε και με κοίταξε. Είδα στα μάτια της αγωνίες, ελπίδες, προσδοκίες, ένα παρελθόν άγνωστο, περατωμένο, ένα μέλλον ανοιχτό ή προσχεδιασμένο. Σήκωσα το χέρι της και το φίλησα. Όμορφα δάχτυλα, όμορφα νύχια. Η Όλγα χαμογέλασε και για λίγο η σκοτεινιά έφυγε από τα μάτια της. Τα ανήσυχα λόγια της, όμως, αντηχούσαν ακόμα στο μυαλό μου.

Λίγο πριν φύγει της είπα να μου δώσει χρόνο να σκεφτώ καθαρά, ελπίζοντας σε εξελίξεις που θα μπορούσαν να συμβούν στο κοντινό μέλλον, να τροποποιήσουν ριζικά την κατάσταση, να φέρουν λύσεις και ανατροπές που δεν ήταν ακόμα ορατές εκείνη την ιερή και μάταιη ώρα.

4

Ποτέ δεν έμαθα αν η φωτιά στο στριπτιζάδικο ήταν έργο της Όλγας – μια φωτιά που προκάλεσε κάποιες ζημιές στην πρόσοψη του μαγαζιού αλλά έσβησε λόγω της έγκαιρης επέμβασης της πυροσβεστικής και μιας ξαφνικής μπόρας που ξέσπασε πάνω στην πόλη και στην περιοχή του λιμανιού. Το γεγονός δεν πήρε έκταση και αποδόθηκε σε ανταγωνισμούς μεταξύ ομάδων του τοπικού υπόκοσμου. Το μαγαζί έκλεισε για λίγες μέρες για τις απαραίτητες επισκευές και άνοιξε ανανεωμένο και έτοιμο για νέες ηδονές και κραιπάλες.

Η τελευταία φορά που είδα την Όλγα ήταν εκείνο το χάραμα. Η Όλγα εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά όσο είχε μπει στη ζωή μου. Της τηλεφώνησα δεκάδες φορές και κάθε φορά άκουγα μια φωνή να λέει ότι το τηλέφωνο είναι απενεργοποιημένο. Σκεφτόμουν όλα τα σενάρια, από το ενδεχόμενο να με είχε παρατήσει μέχρι και την περίπτωση να της είχε κάνει κακό ο Θωμάς ή οι άνθρωποί του. Ρώτησα όσους γνωστούς είχα αλλά κανένας δεν ήξερε τι απέγινε. Ένα πρωινό πήγα και περίμενα έξω από το στριπτιζάδικο. Ρώτησα τις γυναίκες του μαγαζιού την ώρα που έβγαιναν. Καμιά δεν ήξερε ή δεν ήθελε να απαντήσει.

Λίγες μέρες αργότερα ήρθε και με βρήκε στη γκαρσονιέρα εκείνη η τεράστια γυναίκα με τα τατουάζ που μου είχε δείξει κάποτε η Όλγα στο κινητό της. Κρατούσε στο χέρι της μια μικρή χάρτινη σακούλα. Αρχικά ανησύχησα αλλά όταν μου εξήγησε το λόγο της επίσκεψής της έμεινα να την ακούω αποσβολωμένος. Μου είπε πολλά και τα περισσότερα τα έχω πια ξεχάσει. Την άκουγα αλλά δεν ήξερα τι να πιστέψω. Η Όλγα είχε φύγει από το νησί όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος. Η γυναίκα ισχυρίστηκε ότι η Όλγα πίστευε ότι το παιδί ήταν δικό μου. Είπε ακόμα ότι η Όλγα δεν ήθελε να μου φορτώσει τίποτα και ότι ήταν σίγουρη ότι δεν θα την πίστευα καθώς είχε καταλάβει ότι δεν ένοιωθα για κείνην την αγάπη που ήθελε. Στο τέλος, πριν φύγει, μου έδωσε την χάρτινη σακούλα. Είχε μέσα τέσσερα βιβλία – βιβλία που είχε πάρει η Όλγα από τη βιβλιοθήκη μου και τα διάβαζε στο σπίτι που έμεναν. «Δεν ξέρεις πόσο καλό της έκανε η σχέση σας. Εγώ που την ξέρω χρόνια έβλεπα έναν άλλο άνθρωπο. Μακάρι να ήξερα που έχει πάει αλλά ούτε και σε μένα είπε τίποτα» – αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της γυναίκας.

Συνέχισα για πολλή ώρα να είμαι χαμένος σε σκέψεις και συναισθήματα. Λυπήθηκα, θύμωσα με τον εαυτό μου, αναρωτήθηκα πόσο αλήθεια ήταν όλα αυτά, δεν ήξερα τι ήταν αυτό που ένοιωθα περισσότερο. Σκέψεις, ερωτήματα και αμφιβολίες κυριαρχούσαν μέσα μου. Το μόνο σίγουρο ήταν η σακούλα με τα βιβλία – τα βιβλία του Τσαρλς Μπουκόφσκι που σε ανύποπτο χρόνο είχε πάρει η Όλγα από τη βιβλιοθήκη μου: Οι σημειώσεις ενός πορνόγερου, Άνθρωπος για όλες τις δουλειές, Βρώμικος κόσμος, Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής.

5

Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε. Δε δουλεύω πια στο καρνάγιο αλλά κάθε τόσο ξαναγυρνάω στους παλιούς γνώριμους δρόμους.

Εδώ και καιρό στο λιμάνι γίνονται έργα ανάπλασης. Τις παλιές παράγκες τις γκρέμισαν. Το νεκροταφείο των παλιών σκαφών το καθάρισαν. Τα περισσότερα σκάφη για τα οποία δεν υπήρχε πια ενδιαφέρον τα διέλυσαν. Πρόσωπα που για δεκαετίες συνέδεσαν τη ζωή τους με την ιστορία της περιοχής έχουν πεθάνει.

Τα σκυλιά του καρνάγιου ακολούθησαν κι αυτά τη δική τους μοίρα. Κάποια πέθαναν, άλλα χάθηκαν.

Το ταβερνάκι παλεύει να κρατηθεί ζωντανό. Δεν έχει πια την κίνηση που είχε κάποτε και τα σημάδια της φθοράς είναι φανερά στην πρόσοψη του.

Το στριπτιζάδικο παραμένει σε λειτουργία αλλά έχει χάσει την παλιά του αίγλη παρά τις δυο τρεις ανακαινίσεις που έγιναν. Η πελατεία είναι περιορισμένη και πολλές νύχτες η πινακίδα στον κορυφή παραμένει σβηστή – ίσως λειτουργεί μια δυο μέρες την εβδομάδα, Παρασκευή και Σάββατο, δεν είμαι σίγουρος.


Η παραλιακή λεωφόρος έχει αλλάξει. Μέχρι τις βραδινές ώρες έχει κίνηση αλλά απότομα, γύρω στις δέκα, ακόμα και το καλοκαίρι, όλα σχεδόν σταματάνε και η περιοχή μοιάζει νεκρή.

Σε πολλά σημεία η πόλη μας εμφανίζει σημάδια παρακμής. Δεν υπάρχει περιοχή χωρίς ερειπωμένα σπίτια, σακατεμένα πεζοδρόμια, πληγωμένους δρόμους και μικρές αυτοσχέδιες χωματερές. Ακόμα και στις τουριστικές περιοχές οι εικόνες της φθοράς και της εγκατάλειψης είναι ορατές.

Στους δρόμους αυτής της πόλης που περπάτησα πολλά βράδια κουβαλώντας τη μοναξιά και τη θλίψη μου, άλλοι μοναχικοί άνθρωποι περιφέρουν την προσωπική τους ιστορία. Οι άστεγοι και οι τρελοί έχουν αυξηθεί. Πάρκα, παλιά κτίρια και το παλιό ρημαγμένο νοσοκομείο έχουν γίνει τα στέκια τους.

Όσο για μένα… Τα βιβλία παραμένουν το μοναδικό μου καταφύγιο. Τα μεγάλα ερωτήματα με απασχολούν διαρκώς. Με αναστατώνει η σκέψη ότι είμαστε περαστικοί, ότι η πίστωση του χρόνου μας τελειώνει, ότι κάποτε όλα θα χαθούν. Σε κάθε όμορφη στιγμή καιροφυλακτεί η αγωνία του θανάτου, η πικρή προοπτική του τέλους. Με αυτή την αίσθηση ζω καθημερινά και προσπαθώ να βλέπω τους άλλους με κατανόηση και συμπόνια. Αλλά δεν είναι πάντα εύκολο. Κάθε τόσο βρίσκομαι σε μάχη με τον κακό εαυτό μου, με τις μνησικακίες και τις ανεπάρκειές μου. Προσπαθώ να διατηρήσω κάτι καθαρό μέσα μου, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για το τελικό γεγονός που θα μου αποκαλύψει αν όλα αυτά είναι κομμάτια ενός θαύματος ή μια γελοία και ανεξήγητη κοσμική απάτη.

Η Όλγα… Αναρωτιέμαι συχνά που να βρίσκεται. Είναι ζωντανή; Γύρισε στη χώρα που έλεγε πως ήταν η πατρίδα της; Ήταν πράγματι έγκυος; Ήταν πράγματι ευεργετική η παρουσία μου στη ζωή της; Θα μπορούσε η σχέση μας να είχε εξελιχθεί διαφορετικά; Τι νόημα είχε η πρόσκαιρη γνωριμία μας;

Δεν ξέρω, δεν θα μάθω ποτέ. Τα βράδια, όταν κάνω τη βόλτα μου στην παραλιακή λεωφόρο, σταματώ και χαζεύω τα φώτα του λιμανιού και τα καράβια που ετοιμάζονται για την αναχώρηση. Χάνομαι σε ρεμβασμούς. Φαντάζομαι την Όλγα στο κατάστρωμα ενός πλοίου, παρέα με κάποιον που μου μοιάζει. Το καράβι χάνεται απ’ τα μάτια μου, ένα φωτεινό σημαδάκι μέσα στη σκοτεινή άβυσσο. Φεύγω, με τα μάτια υγρά, ακούγοντας πίσω μου τη σειρήνα του πλοίου που καλεί τους ανθρώπους για την αναχώρηση και για ένα καινούριο ξεκίνημα.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ

~.~

Οι «Μάταιες πράξεις» δεν είναι παρά μια συλλογή υπενθυμίσεων. Διηγήματα, στοχασμοί, διαγνώσεις, μικρές αυτοβιογραφικές ιστορίες, κάθε λογής γλωσσικές απόπειρες που υπενθυμίζουν, αν όχι τη «χαρά της ματαιότητας», τουλάχιστον τη χρησιμότητά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: