Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

«Το δέντρο» διήγημα του Γιάννη Παλαβού (γ. 1980, Βελβεντό Κοζάνης) από τη συλλογή διηγημάτων του «Το Παιδί» (εκδ. «Νεφέλη», 2019)

 ..............................................................





·        «Το δέντρο» διήγημα του Γιάννη Παλαβού (γ. 1980, Βελβεντό Κοζάνης) από τη συλλογή διηγημάτων του «Το Παιδί» (εκδ. «Νεφέλη», 2019)

 

ΣΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΜΑΣ έχουμε μια άγρια καρυδιά. Παρότι πιάνει χώρο, δεν την κόψαμε όταν το αγοράσαμε, γιατί ρίχνει πυκνή σκιά. Το χωράφι είναι σε μια πλαγιά που καταλήγει στο φαράγγι και τον Αύγουστο που μαζεύουμε τα λευκόσαρκα ο τόπος πυρώνει. Στον ίσκιο της καθόμαστε και τρώμε, ενώ χαμηλά, στην κοίτη, βουίζει το ρέμα.

   Η καρυδιά υψώνεται σε μια ισιάδα στην άκρη του χωραφιού. Από κει η πλαγιά συνεχίζει κατηφορικά, όλο πουρνάρια και ρίγανη, κι ύστερα από τριάντα μέτρα γίνεται γκρεμός που κατεβαίνει ως την όχθη. Απέναντι η πλαγιά είναι ακόμα πιο απότομη, κομμένη με το μαχαίρι, ενώ στην κορυφή, πίσω απ’ τα πεύκα, λάμπουν οι τσίγκοι στα μαντριά της Σκούλιαρης. Το χωράφι μας είναι το τελευταίο απ’ τη μεριά του Βελβεντού.

   Είναι μεσημέρι Αυγούστου και φυσάει. Οι ροδακινιές θροΐζουν. Ο άντρας μου κι ο γιος μου ξαπλώνουν κάτω απ’ την καρυδιά. Έφαγαν και τώρα φλυαρούν. Σκυμμένη στον πάγκο συνεχίζω το αράδιασμα. Γεμίζω τα τελάρα και σιγοτραγουδώ. Αν συνεχίσουμε έτσι, παρά την ατυχία μας φέτος, θα μείνουν καλά λεφτά. Όταν ο αέρας κοπάζει, όταν τα φύλλα ησυχάζουν, πιάνω σκόρπιες λέξεις και γέλια. Ο γιος μου σπουδάζει στην Πάτρα. Τέτοια εποχή, στη μεγάλη φούρια, έρχεται και βοηθάει. Απ’ το φαράγγι φτάνει ο αχός του νερού. Πού και πού, ανάλογα με τον αέρα, ακούγονται βελάσματα, κατσίκια που κατέβασαν στην όχθη οι Σκουλαριώτες για να ποτίσουν.

   Βάζω μια γαλάζια θήκη στο τελάρο και αφουγκράζομαι τον μικρό. Λέει για ένα μεθύσι με τους φίλους του κι ο πατέρας του τον πειράζει. Ο ήλιος τρυπάει τη φυλλωσιά και τα πρόσωπά τους φωτίζονται, έπειτα πέφτει πάνω τους σκιά, ύστερα φως. Το μεσημέρι αργοσέρνεται. Τους χαζεύω καθώς αραδιάζω και το μυαλό μου γυρίζει στο δέντρο, στις ρίζες όπου τώρα ο μικρός χουζουρεύει ώσπου να τελειώσω.

   Λίγο μετά το Πάσχα ο άντρας μου τράκαρε. Έσπασε τη λεκάνη του κι έμεινε τρεις μήνες στο κρεβάτι. Πριν μια βδομάδα πάτησε στα πόδια του και θα χρειαστεί καιρό για να δουλέψει όπως πρώτα. Μέχρι να ξεμπερδέψει ο γιος μου με την εξεταστική, τα έκανα όλα μόνη μου – αραίωμα, πότισμα, ξεχορτάριασμα.

   Πριν από δέκα μέρες, ήρθα ένα πρωί στο χωράφι να ποτίσω. Ένας σπίνος κελαηδούσε, τα μαντριά άστραφταν πάνω απ’ τον γκρεμό. Άνοιξα τη βάνα κι έκανα μια βόλτα για να δω πόσο ψήλωσαν τα τριβόλια. Καθώς περπατούσα ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη σειρά, στη μέση του χωραφιού, άκουσα αυτοκίνητο. Δεν πρόλαβα να σηκώσω το βλέμμα και στρίγκλισαν φρένα. Ένα τζιπ σταμάτησε στον χωματόδρομο. Άφησα τα χόρτα και πλησίασα. Το αμάξι είχε βεροιώτικες πινακίδες. Περίμενα να βγει κάποιος, αλλά η πόρτα έμεινε κλειστή. Το παρμπρίζ γυάλιζε και δεν έβλεπα το τιμόνι.

   Ξεκίνησα προς τον δρόμο και τότε βγήκε ένας γκριζομάλλης, πάνω κάτω εξήντα χρονών. Στάθηκε πλάι στο τζιπ και κοίταξε το φαράγγι. Του έγνεψα, ούτε που με πρόσεξε. Γύρισα το κεφάλι και κατάλαβα ότι κοιτούσε την καρυδιά. Ένα σύννεφο έκρυψε τον ήλιο και είδα ότι κοντανάσαινε. Ξαφνικά άνοιξε το βήμα, σταμάτησε μπρος το δέντρο κι άρχισε να κλαίει.

   Τα ‘χασα. Έκανα να πλησιάσω αλλά φοβήθηκα. Ντρέπομαι που το λέω: πισωπάτησα ως την καρότσα, πήρα το σφυρί και, σφίγγοντάς το πίσω από την πλάτη μου, πήγα αργά προς το μέρος του. Όταν έφτασα κοντά, στράφηκε.

   «Εδώ», είπε.

   Τον κοιτούσα.

   «Εδώ είναι».

   «Ποιος;»

   «Έχεις φτυάρι;»

   Τα μάτια του ήταν κόκκινα.

   «Έχω», είπα.

   Πήγα στην καρότσα και το έφερα. Το άρπαξε κι άρχισε να σκάβει. Το ανεβοκατέβαζε με μανία και, όταν άνοιξε ένα λάκκο μισό μέτρο βαθύ, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Πλησίασα, έσκυψα: στο χώμα, ανάμεσα στις ρίζες που τα τύλιγαν σαν περικοκλάδες, άσπριζαν κόκαλα. Μου κόπηκαν τα γόνατα. Όταν σε λίγο φάνηκε ένα κρανίο, ο ξένος άφησε το φτυάρι, κάθισε χάμω κι έγειρε στην καρυδιά που θρόιζε καθώς τα σύννεφα πύκνωναν στον ουρανό.

   Έφερα απ’ την καρότσα το παγούρι και του έδωσα να πιει. Σκούπισε τα μάτια και είπε:

   «Ο πατέρας κατέβηκε απ’ τη Σκούλιαρη να πουλήσει ένα φόρτωμα αρνιά και δυο συγχωριανοί τον πήραν στο κατόπι και τον σκότωσαν. Ό ένας έφυγε με τα ζώα κι ο άλλος έμεινε να κρύψει τον νεκρό. Την επομένη ο πρώτος παραδόθηκε, όμως ο δεύτερος το ‘σκασε, δεν τον έπιασαν. Πτώμα δεν βρέθηκε. Ο φονιάς θα το ‘ριξε στον γκρεμό, είπαν οι χωροφύλακες. Το ρέμα θα το ‘βγαλε στο ποτάμι».

   Σώπασε για μια στιγμή, τα τζιτζίκια χαλούσαν τον κόσμο.

   «Ήμουν οχτώ χρονών. Φύγαμε με τη μάνα μου στη Βέροια και ποτέ δεν ανέβηκα εδώ, δεν άντεχα. Αλλά φέτος βγήκα στη σύνταξη και γύρισα στο χωριό. Κι αποφάσισα να ‘ρθω. Μια ώρα τριγυρνούσα, ώσπου είδα την καρυδιά».

   Έδειξε τα κόκαλα.

   «Είχε πάντα στην κάπα του καρύδια για να ξεγελάει την πείνα του».

   Κοίταξα τις ρίζες κι ύστερα το δέντρο, πέντε μέτρα ψηλό. Είχε σηκωθεί αέρας, η φυλλωσιά χόρευε.

   «Η βάνα έχει νερό», είπα.

   Πήραμε τα κόκαλα, τα ξεπλύναμε στην κάνουλα.

   Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Ο ξένος έβγαλε το πουκάμισο και τα τύλιξε.

   «Όποτε θέλεις», είπα, «ξέρεις πώς να ‘ρθεις».

   Χαμήλωσε το κεφάλι, έπειτα μπήκε στο τζιπ κι έφυγε.

   Έστρωσα το χώμα στις ρίζες και μάζεψα τα εργαλεία. Όταν έφτασα στο σπίτι, βρήκα τον άντρα μου στα πλακάκια της κουζίνας. Είχε σκοντάψει κι είχε πέσει φαρδύς πλατύς. Ο γιος μου έλειπε κι είχε μείνει εκεί όλον το πρωί, ευτυχώς δεν είχε χτυπήσει. Τον σήκωσα, τον καθάρισα, του έβαλα φαΐ. Το απόγευμα είχαμε φυσιοθεραπεία, την επομένη ξεβοτάνισμα, σκάψιμο. Δεν ήθελα να τον αναστατώσω, και δεν του μίλησα.

   Τώρα, καθώς τα χέρια μου γεμίζουν τα τελάρα, ενώ οι άντρες κοιμούνται και στο φαράγγι βελάζουν τα κατσίκια, λέω: τον Σεπτέμβρη, αφού μαζέψουμε τα όψιμα και φύγει ο μικρός, θα φυτέψω χρυσάνθεμα γύρω απ’ το δέντρο και θα βάλω ένα παγκάκι, να κάθεται ο ξένος όταν έρχεται, ν’ ακούει τα φύλλα να θροΐζουν, το ρέμα να βουίζει.   


Δεν υπάρχουν σχόλια: