..............................................................
Τόμας Χάρντι (1840 – 1928)
·
«Η
κυρα-Τσαντλ» διήγημα του Τόμας Χάρντι
(1840 – 1928) από τη συλλογή διηγημάτων
«Ιστορίες από το Ουέσσεξ» (μτφ. Έφη
Φρυδά, εκδ. «Ροές - Ξένη Λογοτεχνία»,
2023)
Ο
βοηθός εφημέριος ούτε βδομάδα δεν είχε στην ενορία, κι όμως, την υπέροχη εκείνη
φθινοπωρινή μέρα, σκέφτηκε να κάνει μερικές υδατογραφίες με τα ερείπια του
Κορβσγκέιτ να φαίνονται από μακριά – βρίσκονταν σε απόσταση δύο μιλίων και τα
είχε δει στη διαδρομή του φτάνοντας. Το σχέδιο τον απασχόλησε περισσότερο απ’
όσο περίμενε. Η ώρα του γεύματος πέρασε κι εκείνος πεινούσε.
Υπήρχε ένα παλιό
πετρόχτιστο αγροτόσπιτο εκεί κοντά επιβλητικό, γερό. Μπήκε μέσα και τον
υποδέχτηκε μια γερόντισσα.
«Καλή μου κυρία, μπορείτε να μου δώσετε κάτι
να φάω;» ρώτησε.
Εκείνη έφερε το χέρι στο αυτί της.
«Μπορείτε να μου δώσετε λίγο μεσημεριανό;»
φώναξε ο κληρικός. «Ψωμί και τυρί – ό,τι σας βρίσκεται».
Η γερόντισσα κούνησε αρνητικά το κεφάλι και
ξίνισε το πρόσωπό της.
«Τι ατυχία» μουρμούρισε εκείνος.
Ύστερα συλλογίστηκε λίγο και του είπε, πιο
πολιτισμένα: «Το λοιπό, θα φάω και γω σε λιγουλάκι. Βραστές πατάτες, λάχανο και
κομμάτι μπέικον. Θες; Α, μπα, δεν είν’ για του λόγου σου – συ θες ψωμοτύρι».
«Όχι, θα καθίσω μαζί σας. Πείτε μου πότε θα
είναι έτοιμα. Εδώ έξω είμαι».
«Ε, σ’ είδα. Τις αρχαίες πέτρες
ζουγραφίζεις;»
«Ναι, καλή μου κυρία»
«Τι ωραία να μην έχεις κάτι καλύτερο να
κάμεις με το χρόνο σου. Θα σε φωνάξω όταν ξεμπερδέψω».
Ο βοηθός εφημέριος βγήκε από το σπίτι και
συνέχισε να ζωγραφίζει. Πέντε δέκα λεπτά αργότερα η γερόντισσα εμφανίστηκε στην
πόρτα και του έκανε νόημα σηκώνοντας το χέρι της. Εκείνος ξέπλυνε το πινέλο
του, πήγε στο ρυάκι να πλύνει τα χέρια του κι έπειτα προχώρησε προς το σπίτι.
«Κει δα ‘ναι το δικό σου» είπε δείχνοντας το
τραπέζι. «Εγώ θα φάω δω να!» συνέχισε δείχνοντας το ντιβάνι.
«Γιατί δεν κάθεστε μαζί μου;»
«Α, μπα, δε θέλω να τρώγω μ’ ανώτερους – α,
πα, πα». Και με ύφος αποφασιστικό, συνέχισε το μοναχικό της γεύμα.
Τα λαχανικά είχαν σιγοβράσει στη χύτρα πάνω
στα ξύλα – ο μόνος σωστός τρόπος να μαγειρέψεις λαχανικά – και το μπέικον ήταν
καλοψημένο. Ο βοηθός εφημέριος έφαγε με όρεξη· τόσο νόστιμες πατάτες με λάχανο
δεν είχε ξαναφάει στη ζωή του, σκέφτηκε. Πράγματι, τα λαχανικά ήταν τόσο
φρεσκοκομμένα που μοσχομύριζαν ακόμα πρωινή δροσιά από το μποστάνι.
Τελειώνοντας, ρώτησε τι όφειλε για το γεύμα προσθέτοντας ότι πολύ το είχε
ευχαριστηθεί.
«Όχου τι, να πληρωθώ για ένα πιάτο φαγί;»
«Μα δεν γίνεται, κάτι πρέπει να σας δώσω.
Ήταν ένα γεύμα εξαιρετικό!»
«Μόνη μου τα καλλιεργώ, αλήθεια είναι. Μα
λεφτά δεν παίρνω για ‘να δυο λαχανικά. Ποτέ μου δεν το ‘χω κάνει».
«Θα με ευχαριστούσε πολύ αν μου χρεώνατε
κάτι».
Η στάση του φάνηκε να την αναστατώνει και
είπε, με το ζόρι θα έλεγε κανείς: «Ε, δυο πένες φτάνουν και περσσεύουν».
«Δύο πένες;»
«Ναι, δυο πένες».
«Αλίμονο καλή μου γυναίκα, αυτό δεν είναι
τίποτα. Το γεύμα που έφαγα αξίζει τόσο τουλάχιστον» και άφησε ένα σελίνι στο
τραπέζι.
«Δυο
πένες σου λέω, παραπάνω δεν παίρνω!» επέμενε εκείνη αυστηρά. «Βρε βλογημένε
αφού σου λέω, δε μου κόστισε πάνω από τρεις μισές πένες – και πάλι κέρδος έχω.
Το μπέικον ήταν το πιο ακριβό, μια πένα μπορεί. Πατάτες έχω μπόλικες κι από
λάχανα άλλο τίποτα».
Εκείνος κατάλαβε ότι δεν πρέπει να επιμείνει
άλλο. Πλήρωσε το μηδαμινό ποσό που του ζήτησε και προχώρησε προς την πόρτα.
«Για πείτε μου κάτι· πού βγάζει αυτός ο δρόμος;» ρώτησε τώρα, σαν να ήθελε να
φύγει προτού ανοίξει μια φιλική κουβεντούλα, ενώ με το χέρι του έδειχνε ένα
άσπρο δρομάκι που διασταυρωνόταν με τη δημοσιά κοντά στην πόρτα της.
«Λένε πως πάει στο Ένκουορθ».
«Και πόσο μακριά πέφτει το Ένκουορθ;»
«Τρία μίλια λένε. Αλλ’ ένας Θεός ξέρει αν
είναι αλήθεια».
«Δεν πρέπει να μένετε πολύ καιρό εδώ,
σωστά;»
«Τριάντα πέντε χρόνια, απ’ τη γιορτή του
άγιου Μάρτιν».
«Τριάντα πέντε χρόνια, και δεν έχετε πάει
στο Ένκουορθ;»
«Δεν έχω πάει. Γιατί να πάω; Τι δουλειά έχω
γω στο Ένκουορθ; Έχει μεγάλα σπίτια κι ανθρώπους που μου φαίνονται σα να πέσαν απ’
το φεγγάρι. Όχι, εγώ πάω μόνο σε δυο μέρη όλο το χρόνο· κάθε δυο βδομάδες στο
Άνγκλμπερυ για να ψωνίσω και μια φορά τη βδομάδα στην εκκλησιά της ενορίας».
«Και ποια είναι αυτή η εκκλησία;»
«Του Κίνγκσκρητς».
«Α… τότε είστε στην ενορία μου;»
«Μπορεί. Στα περίχωρα».
«Δεν το ήξερα ότι απλώνεται τόσο η ενορία.
Είμαι νεοφερμένος. Λοιπόν, εύχομαι να ξανασυναντηθούμε. Καλό σας απόγευμα».
Αργότερα, κι ενώ ο βοηθός εφημέριος μιλούσε
με τον εφημέριο, ανέφερε πάνω στην κουβέντα: «Μια παράξενη ψυχή, μια γριούλα
μένει προς τα εκεί, προς το Κόρβσγκεϊτ… η γριά κυρά… δεν ξέρω τ’ όνομά της. Μια
κουφή γριούλα».
«Την κυρα-Τσαντλ εννοείτε».
«Μου είπε ότι μένει τριανταπέντε χρόνια
εκεί, και δεν έχει πάει ποτέ στο
Ένκουορθ, στα τρία μίλια απόσταση. Όλο τον χρόνο πάει σε δύο μόνο μέρη: στην
αγορά και στην εκκλησία τις Κυριακές».
«Στην εκκλησία τις Κυριακές. Χμ… Θα έλεγα
ότι υπερβάλλει. Δεκατρία χρόνια είμαι εφημέριος και ποτέ δεν την έχω δει στην
εκκλησία».
«Την πονηρή γριά! Τι άνθρωπος είναι να λέει
τέτοια ψέματα!»
«Φαίνεται πως δεν ήξερε ότι υπάγεσαι εδώ κι
ότι θα μπορούσες να διαπιστώσεις πως δεν λέει την αλήθεια. Σε μένα δε θα
τολμούσε να πει κάτι τέτοιο!» χασκογέλασε ο εφημέριος.
Έπειτα από αρκετή σκέψη, ο βοηθός εφημέριος
αποφάσισε πως κάτι πρέπει να κάνει για την κατάσταση και, το πρώτο κιόλας
ελεύθερο πρωινό που είχε στη διάθεσή του, πήγε στο αγροτόσπιτο κοντά στα
αρχαία. Η ένοικος φυσικά ήταν στο σπίτι.
«Κάνεις πάλι ζουγραφιές;» τον ρώτησε
σηκώνοντας το κεφάλι από το τζάκι όπου έτριβε την πυροστιά.
«Όχι, ήρθα η για κάτι πολύ πιο σημαντικό,
κυρία Τσαντλ. Είμαι ο νέος βοηθός εφημέριος της ενορίας».
«Μου το ξανάπες. Και αφού μου το ‘πες κι
έφυγες είπα μέσα μου: «στοίχημα θα ξανάρθει». Ε, να που ξανάρθες!»
«Ναι. Δεν σας πειράζει υποθέτω».
«Μπα, και γιατί να με πειράζει; Αφού εμείς
είμαστε χωριάτες για του λόγου σου, καλά δε λέω;»
«Δεν είναι αυτό το θέμα μου. Θεωρώ όμως
ιδιαίτερα αξιόμεμπτο… αγενές ότι μου είπατε πως έρχεστε κάθε Κυριακή στην
εκκλησία, ενώ έχετε να έρθετε χρόνια».
«Α, έτσι σου ‘πα;»
«Και βέβαια».
«Γιατί το ‘κανα αυτό άραγε;»
«Κι εγώ αναρωτιέμαι».
«Ε, θα το μάθαινες έτσι κι αλλιώς πως δεν
ήρθα σε καμιά λειτουργία. Μα το Θεό, γιατί να πηγαινοέρχομαι ως πέρα στην
εκκλησιά αφού είμαι κουφάλογο; Έπρεπε να το ‘χες καταλάβει με το νου σου πως
έτσι το ‘πα, γιατί μου ‘πες ότ’ είσαι παπάς»
«Λέτε δηλαδή ότι δεν θα ακούγατε τη
λειτουργία αν καθόσασταν κοντά στον άμβωνα;»
«Α γεια σου, αυτό λέω. Ούτε λέξη. Εδώ δεν
άκουγα κιχ τότε που ο Άιζακ Κογκς ξελαρυγγιαζόταν με τα Αμήν του, όχι όπως τώρα
– κι είχανε κι εκείνη τη δυνατή λατέρνα για τη μουσική… τον καιρό του Νώε σου
λέω τώρα, τότε που ‘μουνα πιο γερή από τώρα».
«Χμ… λυπάμαι. Όμως κάτι μπορώ να κάνω· και
θα το κάνω ευχαρίστως, αν το χρησιμοποιείτε: μπορώ να σας πάρω ένα ακουστικό
κέρας. Θα το χρησιμοποιείτε;»
«Αμέ. Γιατί όχι; Το ίδιο μου κάνει».
«Και θα έρχεστε;»
«Ναι. Τι δω τι κει – παντού καλά είναι».
Ο ενθουσιώδης νεαρός αγόρασε το ακουστικό
κέρας και την επόμενη Κυριακή, προς μεγάλη έκπληξη των ενοριτών, η κυρία Τσαντλ
βρέθηκε να κάθεται στην πρώτη σειρά στα στασίδια της εκκλησίας Κίνγκσκρητς
αντικρίζοντας ανέκφραστη το υπόλοιπο εκκλησίασμα.
Εκείνο το πρωί στη λειτουργία, ήταν το
επίκεντρο της προσοχής. Το κέρας, τοποθετημένο ψηλά, άστραφτε και λαμπύριζε στα
μάτια των καθήμενων σαν ιερό αντικείμενο σε κτίσμα θεϊκό.
Ο βοηθός εφημέριος δεν μπόρεσε να της
μιλήσει εκείνο το πρωινό, οπότε την επισκέφθηκε την επομένη για να την ρωτήσει
πώς πήγε το πείραμά τους. Μόλις τον είδε η κυρία Τσαντλ άρχισε να κουνάει το
κεφάλι.
«Όχι, όχι» είπε κατηγορηματικά σαν έφτασε
κοντά της. «Το ‘ξερα γω ότ’ ήτανε μια κουταμάρα».
«Ποιο;»
«Τίπ’τα δεν έκαμε – σ’ το ‘λεγα γω. Χαράμι
τον παρά σου σε ψευτοπράματα για μια παλιόγρια σαν εμένα».
«Δεν ακούγατε; Τι κρίμα! Μεγάλο κρίμα!»
«Πάνω απ’ το βουνό να μου μίλαγες το ίδιο θα
‘τανε».
«Τι ατυχία!»
«Δεν
ξανάρχομαι ποτές πια – τέτοιο ρεζιλίκι».
Ο βοηθός εφημέριος έμεινε για λίγο
σκεπτικός. «Λοιπόν, ακούστε κυρία Τσαντλ. Θα δοκιμάσουμε κάτι άλλο, μία ακόμα
φορά και τέλος. Αν κι αυτό αποτύχει, θα πρέπει πλέον να το αποδεχτούμε. Έχω ακούσει γι’ αυτή τη
μέθοδο, αλλά δεν την έχω ποτέ δοκιμάσει. Θα κατασκευάσουμε έναν ηχητικό σωλήνα,
με το κάτω στόμιο να καταλήγει στο στασίδι κάτω ακριβώς από τον άμβωνα, και το
πάνω να ανοίγει σε ένα στόμιο, σαν καμπάνα, ακριβώς δίπλα από το βιβλιοστάτη
του άμβωνα. Η φωνή του ιερέα θα μπαίνει από το στόμιο-καμπάνα και θα
μεταφέρεται κατευθείαν στο αυτί του. Καταλαβαίνετε;»
«Τελείως».
«Θα έρθετε λοιπόν αν το εγκαταστήσω με δικά
μου έξοδα;»
«Ε, εντάξει. Άντε να το δοκιμάσω κι αυτό κι
ας είπα όχι. Καλύτερα απ’ το τίπ’τα, μάλλον».
Με μεγάλο προσωπικό κόστος και κόπο, ο
καλόκαρδος βοηθός εφημέριος, προμηθεύτηκε τον σωλήνα και φρόντισε να τον
εγκαταστήσουν κάθετα, όπως είχε περιγράψει, με το πάνω στόμιο ακριβώς κάτω από
το πρόσωπο αυτού που θα κήρυττε την ερχόμενη Κυριακή, με στόχο να το δοκιμάσουν
το πρωί. Την ημέρα εκείνη λοιπόν, μόλις βγήκε από το βεστιάριο, είδε με μεγάλη
ικανοποίηση την κυρία Τσαντλ να κάθεται στητή, σε στάση προσοχής, με το κεφάλι
κοντά στην κάτω οπή του ηχητικού σωλήνα, και με μια έκφραση τέτοιας
αυταρέσκειας, που, ως φαίνεται, η ψυχή της χρειαζόταν το ειδικό αυτό μηχάνημα
για να τη νιώσει, εκεί που για άλλους αρκούσε ένας τρόπος απλός, καθημερινός. Ο
ιεροκήρυκας διάβασε τις προσευχές από τον άμβωνα, που η κυρία Τσαντλ μπορούσε
εύκολα να παρακολουθήσει ένα τμήμα τους με το προσευχητάρι της. Και όταν ήρθε η
ώρα, ο κληρικός ανέβηκε τα οκτώ σκαλιά προς το ξύλινο οκτάγωνο, έβγαλε το
κείμενό του και ξεκίνησε το κήρυγμα.
Ήταν ένα παγωμένο ηλιόλουστο πρωινό στις
αρχές του χειμώνα και, πριν προχωρήσει ιδιαίτερα στο κήρυγμα, ο βοηθός
εφημέριος ένιωσε έναν αχνό να ανεβαίνει από το καμπανοειδές στόμιο του σωλήνα·
προφανώς προερχόταν από την ανάσα της κυρίας Τσαντλ, στην άλλη άκρη, συνοδεία
μιας μυρωδιάς στιφάδου με μπόλικα κρεμμύδια. Συνέχισε το κήρυγμα για κάμποσο
ακόμα, με την ελπίδα ότι η οσμή θα διαλυόταν, κρατώντας στο αριστερό του χέρι
το ωραίο λινό μαντήλι του, αυτό που φύλαγε ειδικά για την κυριακάτικη
λειτουργία. Όμως, τελικά, μην αντέχοντας άλλο, άφησε, με μια ανεπαίσθητη
κίνηση, το μαντήλι να πέσει μέσα στο στόμιο του σωλήνα, χωρίς βέβαια να
σταματήσει ούτε στιγμή την εύγλωττη ροή των λόγων του. Έτσι, προς μεγάλη του
ανακούφιση, μπόρεσε επιτέλους να ανασάνει λίγο καθαρό αέρα.
Δεν άργησε όμως να ακούσει ένα νευρικό
σούσουρο από κάτω. Από την άκρη του άμβωνα βγήκε ένας βραχνός ψίθυρος: «Ο
σωλήνας φρακάρισε!»
«Λοιπόν, όπως αντιλαμβάνεστε, τέκνα μου»
συνέχισε ο βοηθός εφημέριος, κάνοντας ότι δεν άκουσε, «εφαρμόζοντας στον εαυτό
μας τη δοκιμασία του…»
«Φρακάρισε ο σωλήνας!» Τώρα ο ψίθυρος
ακούστηκε δυνατότερος, βραχνότερος.
«Η δοκιμασία των πράξεών μας ως ενάρετων ή
αδιάφορων θα επιταχύνει ιδιαιτέρως, κι εμείς θα ωφεληθούμε υλικά προς την…»
Ξάφνου, με μια ορμητική ριπή ζεστού αέρα, ο
βοηθός εφημέριος είδε το μαντήλι του να ίπταται από το στόμιο του σωλήνα, να
αιωρείται και να πέφτει στο πάτωμα του άμβωνα. Τα πιτσιρίκια στον εξώστη
ξέσπασαν σε γέλια – ίσως νόμισαν πως πρόκειται για θαύμα. Να όμως τι είχε
συμβεί: η κυρία Τσαντλ, εφαρμόζοντας το στόμα της στο κάτω μέρος του σωλήνα,
φύσηξε με όλη της τη δύναμη και κατάφερε να τον ξεβουλώσει. Την επόμενη κιόλας
στιγμή, και προς μεγάλη ενόχληση του βοηθού εφημέριου, η ατμόσφαιρα στον άμβωνα
έγινε όπως πριν. Αλλά πού να τολμήσει να ξαναβουλώσει την οπή. Λίγο ήθελε η
γερόντισσα να δημιουργήσει μεγαλύτερη
αναταραχή και να τραβήξει την προσοχή του εκκλησιάσματος.
«Αν αναλύσετε προσεκτικά το χωρίο που σας
διάβασα» συνέχισε εκείνος και ο τόνος της φωνής του ήταν αφύσικος, αμήχανος,
«θα αντιληφθείτε ότι υποδεικνύει καθαρά τρία σημεία σκέψης…»
(«Δεν είναι κρεμμύδια, δυόσμος είναι» είπε
μέσα του).
«Συγκεκριμένα, η ανθρωπότητα με την
αμετανόητη στάση της…»
(«Και μηλίτης»).
«Η εφαρμογή του νόμου και η ευγένεια και
χάρις της ψυχής, στοιχεία τα οποία τώρα λαμβάνουμε ιδιαιτέρως υπ’ όψιν…»
(«Και λάχανο τουρσί, Θεέ μου, τι μαγείρεψε –
φρίκη!»)
«Υπό την διττή διάσταση της εξωτερικής και
εσωτερικής συνείδησης».
Ο ευλαβής κληρικός συνέχισε με στόμφο στο
ίδιο κλίμα για περίπου πέντε λεπτά ακόμα. Παραπάνω δεν άντεξε. Σήκωσε το
μαντήλι και το έμπηξε απεγνωσμένα με τον αντίχειρά του στην οπή, ενώ ταυτόχρονα
άκουγε τη γριά να φυσάει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της για να ξεβουλώσει
ξανά τον σωλήνα. Το δάχτυλό του όμως φράκαρε και το κήρυγμά του σταμάτησε πριν
την ώρα του.
Την επόμενη βδομάδα δεν επισκέφθηκε την
κυρία Τσαντλ, καθώς ο ζήλος του για την πνευματική της πρόοδο είχε σβήσει. Αλλά
τη συνάντησε στο σπίτι κάποιου άλλου ενορίτη που πήγε να επισκεφθεί. Αμέσως εκείνη του απηύθυνε τον λόγο σαν να
μιλούσε σε συνεργάτη για κάποιο κοινό εγχείρημα.
«Μα τι καλά π’ άκουγα! Όλα, όλα, ναι, την
κάθε λέξη! Μα να μην το ‘ξερα πως υπάρχει τούτο δα το μηχάνημα, ο σωλήνας. Μια
δυο φορές όμως ξεχάστηκες κι έριξες μέσα το μαντήλι σου, και φρακάρισε και
κόπηκε ο ήχος. Για σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις, γιατί τα χάνω όλα. Από δω
και μπρος θα ‘ρχομαι κάθε Κυριακή πρωί – δόξα τω Θεώ!»
Ρίγος διαπέρασε τον βοηθό εφημέριο –
λιγοψύχησε.
«Θα ‘ρχεσαι πότε πότε σπίτι μου να μου
διαβάζεις;»
«Μα φυσικά»
Έτσι, την επόμενη Κυριακή η δοκιμασία του
επαναλήφθηκε. Το ίδιο βράδυ μίλησε στον εφημέριο για το πρόβλημά του. «Τα
‘θελες και τα ‘παθες» του είπε εκείνος, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο. «Δεν ξέρεις αυτή
την ενορία όπως εγώ. Έπρεπε να την αφήσεις στην ησυχία της τη γριά».
«Έτσι φαίνεται!»
«Δόξα τω Θεώ που δεν της αρέσει η δική μου
λειτουργία, αλλιώς θα ερχόταν και στο δικό μου κήρυγμα. Χα, χα!»
«Κάτι πρέπει να κάνω» είπε αναστατωμένος ο
βοηθός εφημέριος. «Δεν το αντέχω. Θα της πω να μην έρχεται».
«Αυτό δεν γίνεται».
«Αφήστε που σχεδόν της υποσχέθηκα να πηγαίνω
να της διαβάζω κιόλας. Αλλά… δεν θα πάω».
«Μπορεί να το ξέχασε ήδη».
Ο νεαρός ιερέας είδε μπροστά του, σαν σε
όραμα φρικτό, την ερχόμενη Κυριακή του, και μετά από σοβαρή σκέψη αποφάσισε να
αποφύγει πάση θυσία την εμπειρία αυτή. Ο σωλήνας έπρεπε να ξηλωθεί. Το επόμενο
πρωί έδωσε οδηγίες, κι η απομάκρυνση έγινε.
Μια δυο μέρες αργότερα έλαβε ένα μήνυμα από
την κυρα-Τσαντλ – ήθελε να τον δει. Πιστεύοντας ότι μια τρομερή, οργισμένη
επίθεση τον περίμενε, απέφυγε να πάει την επομένη, για να πάρει βαρύς τον δρόμο
για το σπίτι της το απόγευμα της μεθεπομένης. Καλότροπος και ευγενής άνθρωπος
καθώς ήταν, είχε μεν αποφασίσει να μην επαναφέρει τον σωλήνα, αλλά έτρεφε την
ελπίδα ότι κάτι άλλο θα σκαρφιζόταν, ακόμα κι αν αυτό δεν θα βόλευε τόσο την
κυρα-Τσαντλ, γιατί η κατάσταση της περασμένης εβδομάδας τού ήταν αφόρητη.
«Δόξα τω Θεώ, ο σωλήνας έφυγε» έλεγε μέσα
του καθώς περπατούσε. «Και δεν το ξαναβάζω με τίποτα εκεί».
Πλησιάζοντας όμως το σπίτι είδε, προς μεγάλη
του έκπληξη, ότι οι μπεζ κουρτίνες του αγροτόσπιτου ήταν τραβηγμένες,
θεόκλειστες. Έφτασε στην εξώπορτα· τη βρήκε μισάνοιχτη. Ένα κοριτσάκι
κρυφοκοιτούσε από το άνοιγμα.
«Πώς είναι η κυρία Τσαντλ;» ρώτησε αμέσως.
«Πέθανε, κύριε» είπε το κοριτσάκι ψιθυριστά.
«Πέθανε;… Η κυρία Τσαντλ… πέθανε;»
«Μάλιστα, κύριε».
Πλησίασε μια γυναίκα. «Ναι, έτσι είναι,
κύριε. Πέθανε ξαφνικά… πριν από δυο ώρες περίπου. Είχε πατημένα τα εβδομήντα
πέντε βλέπετε, κύριε, και την περασμένη Κυριακή άργησε να ξεκινήσει για την εκκλησία,
γιατί ήθελε να ετοιμάσει το φαγητό πριν φύγει. Κι είχε πολύ αγωνία να ‘ναι στην
ώρα της. Βιαζόταν, έτρεχε στην ανηφόρα – δεν έπρεπε να τρέχει στην ηλικία της.
Κούρασε την καρδιά της και μετά όλη τη βδομάδα δεν ήτανε καλά. Γι’ αυτό ζήτησε
να σας δει. Δυο τρεις φορές είπε ότι ευχόταν να ‘ρθετε γρήγορα, όπως είχατε
υποσχεθεί, και ότι θέλατε μόνο το καλό της, κι ήξερε ότι δε φταίγατε που δεν
ήρθατε. Αλλά δε μας άφηνε να σας ειδοποιήσουμε ξανά, για να μην σας ενοχλήσουμε
– γιατί υπάρχουν κι άλλοι φτωχοί που ‘χουνε την ανάγκη σας, έλεγε.
Στενοχωριότανε μην και δεν κατάφερνε να σας ακούσει την άλλη Κυριακή· φοβότανε
μήπως αυτό σας πληγώσει, φοβότανε μην την πάρετε για ασυνεπή. Δεν έβλεπε την
ώρα να ‘ρθει να σας ακούσει. Έλα όμως που δεν ήτανε γραφτό της, της καψερής,
και σύντομα πέθανε. «Επιτέλους βρήκαν έναν αληθινό φίλο» έλεγε. «Δε βρίσκεις
ανθρώπους σαν κι αυτόν. Δεν ντρέπεται που ‘μια γριά, μέσα του βαθιά πιστεύει
ότι αξίζει να σώσει την ψυχή μιας γριάς όσο θ’ άξιζε κι ενός πλούσιου». Μου ‘πε
να σας δώσω τούτο δω».
Ένα μικρό χαρτί διπλωμένο στα δύο. Πάνω
έγραφε το όνομά του κι ήταν σφραγισμένο με μια δακτυλήθρα. Ο βοηθός εφημέριος
το άνοιξε και βρήκε κάτι που εκείνη το ονόμαζε Διαθήκη της. Του άφηνε μια σιφονιέρα, το ρολόι τοίχου, το κρεβάτι
με τον ουρανό και το εργόχειρό της μέσα στο πλαίσιο που το κεντούσε – ό,τι είχε
και δεν είχε, με δυο λόγια.
Ο βοηθός εφημέριος βγήκε από το σπίτι,
νιώθοντας σαν τον απόστολο Πέτρο πριν ο
αλέκτωρ λαλήσει τρις. Ήταν πράος άνθρωπος, τρυφερός· προχώρησε και τα μάτια
του βούρκωσαν. Όταν έφτασε σε ένα απόμερο σημείο του δρόμου, στάθηκε να
αναλογιστεί και, γονατίζοντας στο χώμα, στηρίχτηκε στον αγκώνα του, σκεπάζοντας
με το άλλο χέρι το πρόσωπό του.
Έμεινε κάμποση ώρα έτσι: μια σκοτεινή μορφή μες στη λευκή ζέστη του ηλιόλουστου δρόμου. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, τίναξε τη σκόνη από το παντελόνι του και συνέχισε τον δρόμο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου