Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

"Αθηναϊκά μικροδράματα. Δοκίμιο για την νεοελληνική αλληλομαχία" του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ (https://neoplanodion.gr, 13.9.2024)

 ..............................................................



Αθηναϊκά μικροδράματα. Δοκίμιο για την νεοελληνική αλληλομαχία





του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ (https://neoplanodion.gr, 13.9.2024)


Καλοκαίρι, Αθήνα, είκοσι μέτρα κάτω απ’ τη γη. Σταθμός Αμπελοκήπων, ώρα αιχμής. Αλαφιασμένη κυρία φορτωμένη με κάθε λογής τσάντες αγωνίζεται να τρυπώσει στο βαγόνι. Ο αγώνας είναι άνισος, το πλήθος που στέκει εμπρός της πυκνό και απρόθυμο να την διευκολύνει. Η κυρία ιδρώνει προσπαθώντας να ισορροπήσει ακροβατικά στο κατώφλι της εισόδου, μετέωρη σχεδόν πάνω στην κόψη συρμού και αποβάθρας. Με ώμους, πλάτη, γοφούς, περιφέροντας τα ογκηρά υπάρχοντά της πιέζει την αδρανή σάρκινη μάζα πίσω της σε μια απόπειρα να κερδίζει τα ζωτικά εκατοστά που θα της επιτρέψουν να μείνει. Μάταια. Η αναδιευθέτηση, η νέα μοιρασιά των λίγων εκείνων τετραγωνικών αμέσως μετά τις πόρτες, αποδεικνύεται τελικά πολύ φιλόδοξο αίτημα. Η κυρία εγκαταλείπει την προσπάθεια. Ζαλωμένη τα ψώνια της, με τη γλώσσα στο στόμα, αναζητά άλλη είσοδο, άλλο βαγόνι, ολιγάνθρωπο.

Κι όμως, λίγα μόλις εκατοστά δεξιά και αριστερά του χώρου των ορθίων, στους διαδρόμους εμπρός στα καθίσματα, στο φυσερό που συνδέει τα βαγόνια, ο κόσμος δεν είναι τόσο πολύς. Μ’ ένα απλό βήμα ενός μέτρου, ένα ήπιο γλίστρημα του στοιβαγμένου χορού προς τα έσω, ο τόπος που μπορεί να εξοικονομηθεί για τους όψιμους επιβάτες, και τους πιο φορτωμένους ακόμη, θα ήταν αρκετός. Ωστόσο, αυτό το απλό βηματάκι κανείς δεν το κάνει. Ιδίως οι ακροβολισμένοι στις πόρτες είναι διατεθειμένοι να στριμωχτούν ώς εκεί που δεν παίρνει καλύτερα, παρά να θυσιάσουν την εγγύτητά τους στην έξοδο.


Τα ενδότερα του συρμού μοιάζει για όλους να είναι πεδίο ανεπιθύμητο. Εμπρός στους καινουργιοφερμένους οι «παλιοί» αντιδρούν σαν άτυποι σύμμαχοι, στυλώνουν τα πόδια, προτάσσουν τα στήθη σαν να λένε «Ε λοιπόν όχι, δεν το κουνάω από δω!» Νo pasarán! Οι πιο πίσω κάνουν ότι δεν κοιτούν, ότι η μάχη μπροστά δεν τους αφορά. Με τον τρόπο τους όμως περνούν το μήνυμα στους ακρίτες: κράτα τη θέση σου, μείνε όπου είσαι, αν εσύ υποχωρήσεις, μη νομίζεις ότι θα κερδίσεις σε βάρος μας τις σπιθαμές που σπατάλησες αλλού.

* * *

Πύλη διοικητικού μεγάρου. Στην ουρά. Κι όμως, περισσότερο από ουρά το σχήμα που σχηματίζει το πλήθος εκεί, μοιάζει με χωνί – στενό στη στόμιο, φαρδύ στην κορυφή. Ο κόσμος συρρέει απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Σειρά ή προτεραιότητα εκεί μέσα δεν ισχύει, όλα είναι ζήτημα ροής, όλοι ποθούν να γίνουν μια ώρα αρχύτερα η τυχερή σταγόνα που θα τα καταφέρει να κελαρύσει προς την είσοδο.

Η εβδομηντάρα κυρία (οξυζενέ μαλλί, πέτσινη καπαρντίνα ταμπά, φουλάρι σ’ όλα τα χρώματα της ίριδας, φιρμάτη υπέρογκη τσάντα) τοποθετημένη στρατηγικά, λοξά πίσω αριστερά, πετάει το ποδαράκι της στο ύψος του ώμου του μπροστινού της. Στα μουλωχτά, διερευνητικά στην αρχή. Σ’ ολίγο σ’ ολιγάκι, κι αφού διαπιστώσει μηδενική πρόθεση αντιστάσεως, τον παρακάμπτει και τον προσπερνά. Ακολουθούν πίσω της με τον ίδιο τρόπο ολόκληρη η οικογένεια (υιός σαρανταπεντάρης και νύφη μετά τέκνου σε προεφηβική ηλικία.)

Ένα τέταρτο αργότερα, έχοντας κερδίσει τρία τουλάχιστον μέτρα, πάντα στα μουλωχτά εξακολουθούν να προελαύνουν συφάμελοι πλευρίζοντας και υπερφαλαγγίζοντας έναν μετά τον άλλο τους προπορευόμενους. Πίσω τους, σαν ρυάκι ευκίνητο που ανοίγει δρόμο μέσα από τα στεκάμενα νερά, βλέπεις να μιμούνται το παράδειγμά τους και άλλοι.

* * *

Οι Έλληνες στον δημόσιο χώρο είναι αντιφατικοί. Ο ξένος επισκέπτης δύσκολα το ψυχανεμίζεται. Σ’ εκείνον απέναντι φορούν το καλό τους χαμόγελο, είναι εγκάρδιοι, καταδεκτικοί, πρόθυμοι. Ανάμεσά τους, αντίθετα, είναι αγενείς, εριστικοί ή και ανοιχτά εχθρικοί. Ιδίως στις μεγάλες πόλεις, η καχυποψία φαίνεται πως είναι η μόνη πραγματική σταθερά.

Πρόκειται για στάση δικαιολογημένη. Ο τακτικός επιβάτης του αθηναϊκό μετρό ξέρει από πείρα ότι τις ώρες της αιχμής, αν βρίσκεται πολύ μακριά από τις πόρτες του βαγονιού, δύσκολα θα τον αφήσουν να κατέβει εγκαίρως στη στάση του. Ο εύλογος κανόνας που ισχύει ειδάλλως –οι εξερχόμενοι έχουν προτεραιότητα, οι εισερχόμενοι να περιμένουν την σειρά τους–, τέτοιες στιγμές παύει να ισχύει. Το κύμα όλων εκείνων που απ’ έξω πιέζουν για να μπουν στον κατάφορτο συρμό ώστε να μη χρειαστεί να περιμένουν τον επόμενο, είναι τόσο σφοδρό που ακόμη και πάνω στην πόρτα να στέκεσαι, μερικές φορές δυσκολεύεσαι ν’ αποβιβαστείς. Πόσο μάλλον όταν στέκεσαι πέντε μέτρα μακρύτερα, και από την έξοδο σε χωρίζουν δέκα κορμιά. Αν θες λοιπόν να γλιτώσεις το άγχος και να προλάβεις, αν θες μάλιστα να αποφύγεις τους διαγκωνισμούς με τους μπάστακες και τους εφοδεύοντες, το καλύτερο είναι να μείνεις όσο το δυνατό κοντά στην έξοδο. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να στριμωχτείς επί κάμποσα λεπτά σαν τη σαρδέλα στην κονσέρβα.

Η κατάσταση στις ουρές δεν είναι πολύ διαφορετική. Η πειθαρχία των λαών του ευρωπαϊκού Βορρά, που θέλει τους ανθρώπους να στοιχίζονται ο ένας πίσω απ’ τον άλλο καλοπροαίρετα και συνεργατικά, εδώ μοιάζει να λείπει εντελώς. Ο εμπειρικός νόμος της καχυποψίας έχει το πάνω χέρι. Είναι εντελώς βέβαιο, σε διδάσκει η πικρή πείρα κατατροπώνοντας την διάθεσή σου να δειχτείς ευγενής, είναι εντελώς βέβαιο ότι ουκ ολίγοι θα προσπαθήσουν να παρακάμψουν τη φυσική σειρά και να σου φάνε το προβάδισμα.

Για τους πιο ευπρεπείς, ή τους πιο γαλαντόμους, η επιλογή εδώ είναι ζόρικη. Είτε θα πρέπει να είναι έτοιμοι κάθε φορά να φιλονικήσουν προσωπικά με τους ζαβολιάρηδες – και ένα τέτοιο διάβημα, φευ, δεν είναι διόλου ανώδυνο, οι άνθρωποι ετούτοι είναι συνήθως θρασείς και αθυρόστομοι, έχουν λυμένο το ζωνάρι τους για καυγά. Είτε πάλι πρέπει να τους υποστούν, να τους ανεχτούν αδιαμαρτύρητα, αφήνοντας έπειτα τη μέσα τους φωνή να τους ψέγει για τη δειλία και την παθητικότητά τους. Και τα δύο θα τα συναντήσεις στις ουρές. Όμως επικρατεί συνήθως το δεύτερο: πόσο κουράγιο, πόση αντοχή για τσακωμούς νά ’χει κανείς καθημερινά;

Μόνο τα ξινισμένα μούτρα που αποπειρώνται να πάρουν έκφραση αδιάφορη ή έστω στωική, μαρτυρούν κατόπιν την εσωτερική αναστάτωση αυτών των ανθρώπων. Για κάποιους, η μέρα έχει πάει ήδη στράφι, η υποχώρησή τους, το ξέρουν, δεν είναι πράξη ανωτερότητας αλλά ξεκάθαρη ήττα, και μάλιστα ήττα αμαχητί. Και είναι τους ίδιους αυτούς που θα τους δεις στην επόμενη ανάλογη περίσταση να εκρήγνυνται απρόσμενα, με μια ένταση που η στιγμή δεν τη δικαιολογεί, αλλά εξηγείται από τα πολλά που έχουν μαζέψει.


Τα αριθμημένα δελτία προτεραιότητας, είναι αλήθεια, τα τελευταία χρόνια έχουν μειώσει πολύ το πρόβλημα. Στις άτυπες καταστάσεις ωστόσο, εκεί όπου οι προορατικοί δεν έχουν το πάνω χέρι, τα εξαρτημένα ανακλαστικά και πάλι επικρατούν. Οι συνωθούμενοι, περίπου αυτόματα, από ευγενείς συμπολίτες μετατρέπονται σε άτακτο μπουλούκι. Από καλόβολοι συνυπάρχοντες σε αλληλοϋποβλεπόμενους πολεμίους.

* * *

Στα χρόνια της κορύφωσης της ελληνικής κρίσης, 2011-2015, συχνά οι επιβάτες των συγκοινωνιακών μέσων της Αθήνας δεν αγόραζαν εισιτήριο. Δεν το χρειάζονταν. Βγαίνοντας από το λεωφορείο ή το τρόλλευ, πάντα κάποιος αποβιβαζόμενος θα βρισκόταν για να τους δώσει το δικό του. Στο μετρό, πολλές φορές έβρισκες τα εισιτήρια εκεί μπρος στη μύτη σου, αφημένα επιδεικτικά πάνω στα ακυρωτικά μηχανήματα. Καθώς ισχύουν για 90 λεπτά από τη σφράγισή τους, αν αλλάξουν χέρι μπορούν όντως να εξυπηρετήσουν περισσότερους του ενός. Κάτι τέτοιο τύποις βέβαια απαγορεύεται, αν ο ελεγκτής σε συλλάβει μπορεί να σου βάλει πρόστιμο τσουχτερό. Όμως εκείνες τις μέρες κανείς δεν έκανε ελέγχους. Το φαινόμενο διαδόθηκε τόσο, ώστε η διοίκηση του υπογείου σιδηροδρόμου αναγκάστηκε να παραγγείλει μπάρες ηλεκτρονικές για τις εισόδους, ώστε να το πατάξει, Μπήκαν πρόσφατα και μ’ αυτές ο αριθμός των λαθρεπιβατών μειώθηκε κατακόρυφα.

Εκδηλώσεις τέτοιες “αλληλεγγύης” μεταξύ αγνώστων γενικά δεν είναι διόλου ασυνήθιστες. Στους ελληνικούς δρόμους, λ.χ., ο οδηγός που έχει μόλις συναντήσει περιπολικό της αστυνομίας, αναβοσβήνει τα φώτα του προειδοποιητικά στ’ αυτοκίνητα που έρχονται από το αντίθετο ρεύμα. Το μήνυμα είναι σαφές. Προσοχή, κόψτε ταχύτητα, παρακάτω σας περιμένει ενέδρα! Όταν ένα κλιμάκιο της εφορίας ή της υγειονομίας ή της επιθεώρησης εργασίας βγει για ελέγχους, στα πέριξ σημαίνει αυτομάτως συναγερμός. Όχι μόνο οι ήδη ελεγχθέντες, κάθε παρατυχών θεωρεί καθήκον του να ειδοποιήσει.

Σε μια πρώτη ματιά, οι αντιδράσεις αυτές μοιάζει να αντιστρατεύονται εκείνες τις πρώτες, που τρέφονται όπως είδαμε από την καχυποψία των Ελλήνων μεταξύ τους και ευνοούν την αλληλομαχία. Τα φαινόμενα όμως απατούν. Όχι μόνο δεν πρόκειται για υπέρβαση αυτής της καχυποψίας αλλά, αντιθέτως, για την πιο πανηγυρική της επίρρωση. Διότι, ασύγκριτα περισσότερο απ’ ό,τι τους ιδιώτες συμπατριώτες του, ο Έλληνας δεν εμπιστεύεται τις κρατικές αρχές. Όταν λοιπόν συνασπίζεται με εκείνους εναντίον του κράτους και των οργάνων του, δεν είναι η διάθεση προς αλληλοβοήθεια, η τάση προς αλληλοϋποστήριξη που τον ωθεί, ούτε καν ένα περί δικαίου αίσθημα, η επιθυμία του να αντισταθεί στις ενδεχόμενες αυθαιρεσίες της εξουσίας – κάθε άλλο. Τις περισσότερες φορές, και ο ίδιος το γνωρίζει καλά, σπεύδει να βοηθήσει παραβάτες, με τους οποίους ενδέχεται μάλιστα η σχέση του η προσωπική να μην είναι διόλου καλή. Ωστόσο, η δυσπιστία του έναντι του κράτους είναι κίνητρο πιο βαρύνον. Και αυτή είναι τόση ώστε στις μικροσυνωμοσίες που σκαρώνει με τους άλλους να βλέπει μια προληπτική αυτοάμυνα. Αύριο ή μεθαύριο, γρήγορα πάντως, θα βρεθεί κι εκείνος στη θέση όσων τώρα συντρέχει. Καλό είναι λοιπόν να τους έχει αποκούμπι, να ξέρουν ότι τότε τους στάθηκε, ώστε να του σταθούν με τη σειρά τους κι εκείνοι όταν έρθει η στιγμή.

* * *

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κάθε μορφή συνεργασίας με τις Αρχές, κάθε αρωγή στο έργο τους, είναι εύλογο να θεωρείται αξιόμεμπτη. Ακόμη κι ο ιδιώτης που έχει συμφέρον προσωπικό να καταγγείλει τον γείτονά του –επειδή καταπατεί τους κοινόχρηστους χώρους, λ.χ., ή θορυβεί σε ώρες απαράδεκτες– το κάνει σπανίως και απρόθυμα. Για όλες τις καταγγελίες, ακόμη και για τις πιο εύλογες, η κοινόχρηστη λέξη η ελληνική είναι “κάρφωμα”, που εδώ σημαίνει “κατάδοση”, πράξη ηθικά προδοτική. Το παράδειγμα του Ελβετού που τηλεφωνεί στις υπηρεσίες του δήμου επί τούτου για να καταγγείλει τον σύνοικό του της διπλανής πόρτας επειδή παρατάει εδώ κι εκεί τα σκουπίδια, για τον Έλληνα είναι αδιανόητο. Απέναντι στον κοινό μεγάλο αντίπαλο, που είναι πάντα το κράτος, οι ιδιωτικές διαφορές ωχριούν. Απέναντι στον απρόσωπο Λεβιάθαν που μας κυβερνά, τέτοιο το άτυπο μότο, εμείς οι άλλοι, οι αποδώ, πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Στα δύσκολα, να είμαστε μαζί.

Υπάρχουν, εξυπακούεται, αίτια ιστορικά που εξηγούν το φαινόμενο. Επί αιώνες οι Έλληνες έζησαν υπό καθεστώτα βάρβαρα, υπό εξουσίες τυραννικές. Πάνω από 120 είναι οι ένοπλες εξεγέρσεις μικρές και μεγάλες εναντίον της οθωμανοκρατίας που καταγράφει το ιστορικό ημερολόγιο από το 1453 ώς το 1821, από την άλωση του Βυζαντίου δηλαδή ώς την έναρξη του Αγώνα για την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Πολλές δεκάδες είναι οι αιματηρές ανταρσίες κατά των “Φράγκων”, των δυτικών φεουδαρχικών κρατών που εγκαθιδρύονται στα ελληνικά εδάφη μετά το 1204, και ιδίως στα νησιά διατηρούνται για αιώνες πολλούς. Στις συνθήκες της μακραίωνης ξενοκρατίας, η απείθεια κατά του κράτους, η εξέγερση εναντίον του, η εξαπάτησή του με κάθε μέσο, δεν ήταν απλώς πρακτικά απαραίτητη, ούτε μόνο ηθικά ανεπίληπτη, ήταν τρόπος ζωής, καλύτερα: στρατηγική επιβίωσης.


Αλλά και αργότερα, μετά την Ανεξαρτησία, οι επανειλημμένοι εμφύλιοι, οι πολιτικοί διχασμοί, οι δικτατορίες συντήρησαν αυτό το αίσθημα. Ανεξαρτήτως του ποια παράταξη βρισκόταν στα πράγματα, είχε τον μισό τουλάχιστον πληθυσμό αντίπαλό της φανατικό, προσέκοπτε μονίμως στην ανυποχώρητή του απείθεια. Οι ιστορικοί κάνουν λόγο για πνεύμα, για κουλτούρα αντίστασης. Και, ως γνωστόν, συμπεριφορές ριζωμένες στον πολιτισμό ενός τόπου δεν αλλάζουν εύκολα. Επιβιώνουν αταβιστικά, ακόμη κι όταν οι συνθήκες που τις γέννησαν έχουν πλέον μεταβληθεί.

Ας σκεφτούμε τη φετιχιστική σχέση του Αμερικανού με τα όπλα, την κοφτή δυσπιστία του απέναντι στο κράτος, την απαξιωτική χροιά που ακόμη κι η λέξη government έχει στα χείλη του. Όλα αυτά έχουν βέβαια την αφετηρία τους στην ιστορία, τους κινδύνους και την ανομία που συνόδευσαν την περιπέτεια του αποικισμού. Σήμερα, αποκομμένα από την αφετηρία τους εκείνη, τρέφουν την άλογη βία, κρατούν στη ζωή μια κουλτούρα αυτοδικίας και αίματος. Ο Έλληνας –με εξαίρεση τους Κρητικούς– την οπλολατρεία του Αμερικανού δεν την έχει. Όμως κι εκείνος αισθάνεται διαρκώς απειλούμενος, κάτοικος ενός άγριου και διαρκούς Far West. Κι έχει βρει τους δικούς του τρόπους αμύνης, που συχνά είναι επίσης καταστρεπτικοί.

* * *

Γραφείο τραπέζης. Ο υπάλληλος στρυφνός, απρόθυμος, ανικανοποίητος. Εμπρός του, χτυπητά ψαρωμένος πελάτης, στα γόνατά του κρατάει έναν φάκελο παραγεμισμένο με έγγραφα, βεβαιώσεις, πιστοποιητικά. Με βιάση, πρεμούρα σχεδόν, του τα επιδεικνύει υπάκουα. Κανένα απ’ αυτά δεν είναι αρκετό. Ο υπάλληλος, στρυφνός, απρόθυμος, ανικανοποίητος, έχει στυλώσει τα πόδια. Όλη η στάση του σώματός του μοιάζει σαν να προφέρει ένα ηχηρό “Αδύνατον!”. Ο πελάτης ιδρώνει. Από πίσω ακούς αχνά την ανάσα του. Λαχανιασμένη.

Ξαφνικά, μια φωνή. Συνάδελφος του υπαλλήλου διερχόμενος από τη μεγάλη αίθουσα, σαν να αναγνωρίζει τον πελάτη. Σταματά δυο βήματα πίσω του. Τον προσφωνεί και πάλι. Εκείνος, ξαφνιασμένος, γυρίζει. Χαρούμενοι κι έκπληκτοι εξίσου, ασπάζονται. Ο πελάτης: «Δεν είχα ιδέα ότι δουλεύεις εδώ!» Ο συνάδελφος στρέφεται στον πρώτο υπάλληλο: «Ξέρεις ποιος είναι αυτός;» Ο υπάλληλος προφανώς δεν το ξέρει. Το μαθαίνει όμως. Οι τρεις τους τώρα κουβεντιάζουν μεταξύ τους σαν φίλοι αρχαίοι και αχώριστοι. Φεύγοντας ο πελάτης, ο υπάλληλος, πρόθυμος, προσηνής, ευχαριστημένος, του δίνει το χέρι του. Δεν υπάρχει λόγος να ξανάρθει, εννοείται, την υπόθεσή του την παίρνει εκείνος επάνω του. Ας θεωρεί το ζήτημα λήξαν.

* * *

Ξημερώματα, μεγάλο νοσοκομείο της πρωτεύουσας. Μονάδα εντατικής θεραπείας. Στον προθάλαμο σε μια γωνιά, κουρασμένος και άυπνος ο θεράπων κάτι εξηγεί στους οικείους του ασθενούς. Όταν τελειώνει, ένας νεαρός (γιος; αδελφός;) του προτείνει δειλά έναν φάκελο. Ο γιατρός, προς στιγμήν κάνει πως τον αρνείται. Ο νεαρός επιμένει. Ο γιατρός με μια χειρονομία ζογκλερική που μπορεί να ιδωθεί εξίσου ως τυπική διεκπεραίωση και ως ειλικρινής συστολή, στο τέλος υποχωρεί. Προτού βγει, πιάνει τον νεαρό απ’ τον ώμο, καθησυχαστικά. Σαν να του λέει: εγώ είμαι εδώ.

* * *

Σχεδόν διακόσια χρόνια μετά την κήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της σύγχρονης Ελλάδας, για τον κάτοικό του το κράτος που χτίστηκε έκτοτε, και μαζί του κάθε υπέρτερη, αφηρημένη, “απρόσωπη” αρχή, δημόσια αλλά και ιδιωτική, παραμένει πάντοτε αντίπαλος. Τίποτε δεν είναι πιο ξένο στους Έλληνες από την ιδέα ότι μπορούν να επαφεθούν, να προσβλέψουν μάλιστα με εμπιστοσύνη στην αμεροληψία ενός νομικού κανόνα ή στην καλή προαίρεση ενός θεσμού, μιας υπηρεσίας, μιας εταιρείας. Απεναντίας, όσο πιο βαθιά είναι βυθισμένοι στη βιοτική πραγματικότητα (κι αυτό ισχύει περισσότερο για τα ασθενέστερα, ευάλωτα στρώματα) τόσο πιο ακράδαντη προκύπτει η επίγνωση: εγγύηση άλλη από την πρόσωπο προς πρόσωπο σχέση δεν έχουν. Μόνον αυτόν που γνωρίζεις ο ίδιος, ή έστω που τον γνωρίζουν εκείνοι που εσύ γνωρίζεις, μπορείς αύριο μεθαύριο να τον καλέσεις να σου δώσει εξηγήσεις αν δεν σου φερθεί σωστά. Άρα μόνον σ’ αυτόν μπορείς από μιας αρχής να απευθυνθείς. Ο Έλληνας λογοδοτεί στον γνώριμό του, μόνο ένας τέτοιος μπορεί να τον “πάρει στο φιλότιμο”, μόνο αυτόν ντρέπεται και λογαριάζει, και μόνο σ’ εκείνου την αρωγή μπορεί να ελπίσει όταν τα πράγματα γίνουν ζόρικα.

Ένας ξένος παρατηρητής θα μιλούσε εδώ για “διαφθορά”. Και πράγματι, για την ενδημική μας διαφθορά έκανε ομόφωνα λόγος ο ευρωπαϊκός τύπος στο απόγειο της κρίσης που έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ακόμη και ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός έτσι περιέγραψε την Ελλάδα: μια χώρα διεφθαρμένη. Όμως η τρέχουσα έννοια της διαφθοράς είναι πολύ ρηχή σε ουσία, πολύ ηθικολογική για να περιγράψει επαρκώς τα καθέκαστα. Το “γρηγορόσημο”, το “φακελάκι”, το “λάδωμα”, το “βύσμα”, λέξεις διαβόητες κάποιες και εκτός Ελλάδος, δεν είναι πράξεις τυπικής διαφθοράς όπως θα τις έλεγε ένας Γερμανός ή ένας Αμερικάνος. Είναι συμβολικοί μηχανισμοί εξοικείωσης που ως χειρονομία ξεπερνούν κατά πολύ τη σημασία της πράξης που ρυθμίζουν.


Ο ασθενής λ.χ. που δωροδοκεί αυτοθέλητα τον γιατρό του, δεν τον εξαγοράζει απλώς. Κάνει κάτι βαθύτερο: ιδρύει διά της συνενοχής μια προσωπική σχέση. Η επαγγελματική, ουδέτερη επαφή, που δεν την εμπιστεύεται, όπως δεν εμπιστεύεται εκ των προτέρων κανενός την ευσυνειδησία και την επάρκεια, εδώ προσωποποιείται. Με το “φακελάκι” ο γιατρός γίνεται κατά κάποιο τρόπο οικείος του, συνέταιρος σωστός, πράγμα που δίνει στον ασθενή ένα κάποιο εχέγγυο ότι θα κάνει σωστά τη δουλειά του – εχέγγυο που ειδάλλως κανένα προσοντολόγιο, κανείς θεσμικός έλεγχος δεν μπορεί να του παράσχει. Το ίδιο ισχύει και για τον υπάλληλο της τράπεζας. Η προσωπική γνωριμία, η σύσταση έστω από έναν κοινό γνωστό, είναι μια πρόσθετη εξασφάλιση, μια επιβεβαίωση εγγύτητας ικανή να κάμψει και την πιο σκληρή γραφειοκρατία. Ακόμη και σ’ ένα ιδιωτικό πιστωτικό ίδρυμα, ο πήχυς των αξιώσεων κατεβαίνει δραστικά όταν ο δεσμός προς τον πελάτη πάψει να είναι τυπικός και απρόσωπος. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται…

Οι γονείς που πληρώνουν μια μικρή περιουσία τον καθηγητή του παιδιού τους για να του κάνει εκτός σχολείου ιδιαίτερα· ο μαγαζάτορας που καμώνεται ότι φυλάει για τον πελάτη του ξεχωριστά την καλύτερη πραμάτεια του («Όχι από εκεί! Θα σου βάλω εγώ!»)· ο εκδότης που κολακεύει τον συγγραφέα του δηλώνοντάς του ότι θα του εκδώσει το βιβλίο προτού καν το διαβάσει, όλοι αυτοί προσωποποιούν, δίνουν δηλαδή στην επαγγελματική σχέση την όψη –ή απλώς την επίφαση– του προσωπικού δεσμού. Ξέρουν ότι άλλος τρόπος για να τους εμπιστευθούν δεν υπάρχει.

Και πράγματι, ελλείψει άλλου μηχανισμού διευθέτησης των συγκρούσεων, χωρίς πίστη στην δυνατότητα των νόμων και των θεσμών να βάλουν τάξη εκείνοι, ποια εξασφάλιση μπορεί να έχει κανείς πέρα από αυτήν, την άμεση προσωπική επαφή; Σ’ ένα περιβάλλον διαρκούς καχυποψίας, αλληλομαχίας αέναης, η εμπιστοσύνη για να γεννηθεί πρέπει να είναι παρούσα και βιωμένη: προσωπική. Μόνο τέτοιοι δεσμοί μπορούν να απαλύνουν τις εντάσεις και να γεφυρώσουν τα χάσματα. Μόνο αυτοί έχουν τη δύναμη να κομίσουν την κάθαρση στα μικροδράματα της σκόρπιας ζωής.





Σε μετάφραση της Elisabetta Garieri, το δοκίμιο αυτό πρωτοδημοσίευτηκε στα ιταλικά στον τόμο τον αφιερωμένο στην Ελλάδα της εκδοτικής σειράς Τhe Passenger: Per esploratori del mondo, Iperborea, Μιλάνο 2019. Επίσης, στην αγγλόφωνη έκδοση του τόμου (Europa Editions UK, 2020, μετάφραση Konstantine Matsoukas). Στα ελληνικά κυκλοφόρησε σε φυλλάδιο εκτός εμπορίου από «Τα Πτυχία των Θυρίδων» – Εκδόσεις Παρασκήνιο, 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια: