...............................................................
Δημοσθένης Βουτυράς (1872 - 1958)
·
«Αυτό
που δεν είπαν» διήγημα του Δημοσθένη
Βουτυρά (1872 – 1958) (από τα
«Άπαντα», δ’ τόμος, εκδ. «Δελφίνι», Αθήνα
1999)
Πάλι
άρχισε αυτός, αφού κοίταξε για λίγο την πεταλουδίτσα που γύριζε στη λάμπα:
-Τρία ή τέσσερα χρόνια θα περάσουν, περνούν!
Πώς πέρασαν από την ημέρα που ‘ρθαμε δω!... Δε σου φαίνεται πως ήρθαμε χτες;
- Ναι, ναι!... είπε αυτή. Πώς περνούν τα
χρόνια!... Σα νερό!...
- Ναι, σα νερό που
φεύγει, που τρέχει!... Τίποτα δεν είναι η ζωή!... Ας αφήσουμε όμως τις
φιλοσοφίες!... Το σπουδαιότερο είναι αυτό, ότι…
- Για κοίτα! Κάηκε!... έκανε η γυναίκα του
διακόπτοντάς τον και δείχνοντας την πεταλουδίτσα κάτω πεσμένη, στο τραπέζι.
- Ζητούσε να πλησιάσει πολύ κοντά στο φως!
Έτσι είναι! Λοιπόν, είπε αποσύροντας το βλέμμα απ’ την καμένη πεταλουδίτσα, που
έμενε ακίνητη, χωρίς ζωή, πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο. Τα χρόνια θα περάσουν
γρήγορα, όπως περνούνε… Εγώ, καθώς είπα, θα στέλνω τόσο για να περνάτε. Και
όταν με το καλό έρθω…
- Α, το πρώτο είναι το σπιτάκι να χτίσουμε,
ένα σπιτάκι ωραίο!
- Ν’ ακούγεται! Αυτό θα ‘ναι το πρώτο! Το
‘παμε και το ξανάπαμε!...
- Να ‘χει κήπο!... Α, το ξέρεις, το ‘χω
καημό να ‘χω σπίτι με κήπο! Τριανταφυλλιές, λεμονιές!...
- Όλα θα γίνουν, όλα! Λίγη υπομονή μόνο
χρειάζεται. Έτσι είναι!... έκανε αυτός σα να το ‘λεγε και στον εαυτό του. Δε
βλέπεις τον διπλανό μας; Δυο χρόνια μόνο έμεινε κι έφερε αρκετά λεπ(φ)τά.
Έχτισε το σπίτι, κάνει εμπόριο!... Όχι γω, που θα ‘χω και κάποια θέση εκεί!...
- Τι ωραία!... Ε, θα στενοχωρηθούμε στην
αρχή, έπειτα θα το πάρουμε απόφαση… Οι μέρες περνούν…
- Περνούν και περνούν!
Κάτι πάλι φάνηκε στο νου του κάτι σκοτεινό
σα συννεφάκι ή σα λεκές μικρός, μαύρος, όχι δυνατός, πάνω σε ύφασμα ή σε πίνακα
καθαρό. Είπε όμως:
-Απόφαση, όλα τ’ άλλα δεν είναι τίποτα!...
Όποιος έχει μέρες δεν τις χάνει!
Αυτή, που κάτι ήθελε να πει, σταμάτησε και
σα να το κατάπιε.
-Ναι, ναι, έτσι είναι! έκανε.
Σώπασαν. Αυτή γύρισε και κοίταξε τα παιδιά,
που στην άλλη άκρη του ευρύχωρου δωματίου γράφανε σκυμμένα στα τετράδιά τους.
Και ήσυχα μέσα, έξω. Μόνο ο κρότος ο ρυθμικός του ρολογιού ακούστηκε σα να
περπατούσε μες στη σιωπή.
Φωνή αγελάδας απ’ έξω ήρθε και μετά ένα
γάβγισμα βραχνό σκύλου.
Αυτουνού η ματιά του πήγε πάλι στην πεταλουδίτσα,
που κάτω βρισκόταν ακίνητη. Την κοίταξε κι ένα μικρό ρυτίδωμα έγινε στο μέτωπό
του.
Το ρολόγι κείνη τη στιγμή χτύπησε.
-Μπα! έκανε η γυναίκα του. Τι ώρα χτυπά;…
Τώρα, τώρα το ‘δα και ήταν εννιά παρά είκοσι! Έπρεπε να χτυπήσει εννιά!...
Και σηκώθηκε και πήγε στη γωνιά σ’ ένα μικρό
τραπεζάκι όπου ήταν βαλμένο το ρολόγι και το πήρε.
-Βλέπετε, είπε στα παιδιά, κάποιος που το
κούρντισε το ‘κανε άνω κάτω.
- Και τώρα τι θα γίνει; ρώτησαν τα μικρά,
που είχανε σηκωθεί.
- Θα το σιάξω!
Έβαλε το ρολόγι στο τραπέζι και άρχισε να
προσπαθεί να το διορθώσει. Τα παιδιά όρθια κοντά της κοίταζαν.
-Τώρα είμαστε στο κρεβάτι! είπαν τα μικρά.
Ο λεπτοδείχτης έφθασε στη μισή και το ρολόγι
χτύπησε…
-Τώρα πλησιάζουμε να κοιμηθούμε!
Το ρολόγι χτύπησε δώδεκα.
-Κοιμόμαστε!...
Το ρολόγι χτύπησε μια.
-Βλέπουμε όνειρα…
Χτύπησε δυο.
-Όνειρο!
Τρεις.
-Ω! έκαναν τα μικρά.
Το ρολόγι χτύπησε τέσσερις.
-Πλησιάζουμε!
Πέντε χτύπησε το ρολόγι.
-Να το…
Έξι.
-Μέρα!
Επτά.
Η μητέρα μίλησε τώρα:
-Σηκωθείτε, παιδιά, ώρα του σχολείου!
Το ρολόγι χτύπησε οκτώ.
-Ω, εμπρός για το σχολείο!
Η μητέρα πάλι είπε, κάνοντας τώρα τη φωνή
των παιδιών της:
-Αντίο, μπαμπά, αντίο, μαμά! Κι ύστερα με τη
φωνή της: Πήρατε καμιά δεκάρα; Προσέχετε!
Ο λεπτοδείχτης πήγε στις οκτώμισι.
-Τώρα φτάνουμε στο σχολειό!
Το ρολόγι χτύπησε εννιά.
-Μάθημα!
- Τώρα πηγαίνετε να τελειώσετε το γράψιμό
σας! τους είπε η μητέρα τους.
Αυτός κοίταζε όλη αυτή τη σκηνή, άκουγε τα
λόγια των παιδιών του και όσο πήγαινε σκυθρώπιαζε, γινότανε σκοτεινός. Αλλ’
όταν τελείωσαν, παρουσίασε πρόσωπο χαρωπό.
-Αύριο, είπε, θα πάω να πάρω το εισιτήριο
και ο Θεός βοηθός!
Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, ώρες βασανίστηκε
από διάφορες σκέψεις. Άκουγε έξω γάτες να φωνάζουν, το βραχνό γάβγισμα σκυλιού.
Για μια στιγμή του φάνηκε πώς ούρλιαζε, και φοβήθηκε. Δεν ήταν όμως αυτό, το
σκυλί γάβγιζε.
Επιτέλους ο ύπνος τον πήρε και, αφού τον
βασάνισε με πολλά κακά όνειρα, τον άφησε. Είχε ξημερώσει. Άκουσε το ρολόγι να
χτυπά και μέτρησε έξι.
Η γυναίκα του κοιμόταν. Αλλά τη νύχτα, τις
ώρες που ‘μενε χωρίς ύπνο, του είχε φανεί πως κι αυτή δεν κοιμόταν…
Το ρολόγι χτύπησε επτά. Άκουσε τη γυναίκα
του, που νόμιζε πως κοιμόταν να φωνάζει:
-Παιδιά, σηκωθείτε! Ώρα του σχολείου!
Έκανε τον κοιμισμένο. Τα παιδιά τ’ άκουσε
στ’ άλλο δωμάτιο να ‘χουνε σηκωθεί και να ντύνονται…
Πέρασε λίγη ώρα.
-Αντίο, μπαμπά, αντίο, μαμά! φωνάξανε αυτά
χωρίς να φανούνε.
- Πήρατε καμιά δεκάρα; τα ρώτησε η μητέρα
τους.
- Α, ναι!
Ένα απ’ αυτά μπήκε μέσα στο δωμάτιο των
γονέων του και τ’ άκουσε να ψάχνει την τσέπη του γελέκου του, όπως έκαναν πάντα
για να βρει δεκάρα.
-Πήρα!
Και πάλι ο ίδιος χαιρετισμός. Απάντησε τώρα
κι αυτός.
Έκανε πάλι πως τον πήρε ο ύπνος. Η γυναίκα
του σηκώθηκε σιγά και ντύθηκε κι έπειτα βγήκε έξω. Στάθηκε κι αυτός και
ντύθηκε. Άνοιξε το παράθυρο.
Η μέρα και σήμερα ήταν καλή, ήσυχη, γλυκιά.
Ένα συννεφάκι μόνο, πέρα, μακριά, του φάνηκε να ταξίδευε κι αυτό.
Η γυναίκα του μπήκε χωρίς ν’ ακουστεί.
-Μπα, σηκώθηκες; του είπε. Κι εγώ νόμιζα πως
θα ‘σουνα στο κρεβάτι ακόμα!... Θα πάω να κάνω τον καφέ!
- Όχι, για σένα μόνο, γιατί όπου να ‘ναι θα
‘ρθει ο Χαρίλαος… Και νομίζω να τος!... Αυτός είναι!...
Ακούστηκε κρότος αμάξης να ‘ρχεται.
-Πάω…
- Άκουσε δω, του είπε η γυναίκα του και
στάθηκε μπροστά του, δε θα πάρεις εισιτήριο! Δε θέλω!...
- Τι λες!
- Εκείνο που σου λέω!... Δε θα φύγεις!... Το
σκέφτηκα!... Όλα τα είπαμε, όλα, μα ένα πράγμα, το μεγαλύτερο, αφήσαμε και δεν
το είπαμε!...
- Ποιο;
- Και αν δεν ξαναειδωθούμε; Αν…