...............................................................
ΚΙΡΚΗ
Εντός μου φέροντας και πάνω μου θεότητα ένσαρκη,
ανάμεσα στους λύκους μου, τους άντρες με την άγρια τρίχα,
μάλλον αυτομαγεύτηκα, μάλλον εγώ ονόμασα την έκπληξη έρωτα,
γιατί δεν ήταν απ’ αυτόν – αυτός θάλασσα μύριζε μονάχα.
Στοχάζομαι ξανά και λέω – είχε απάνω του καημό, παρότι χοίρος παρ' ολίγον,
σαν να μου έκαψε τα ενδύματά ο ουρανός, γυμνή να έμεινα,
παρατημένο καταγής το υφαντό, επέμενα να μου επιβάλλει,
Ετρούσκους να γεννάω με το σπέρμα του – η αγάπη άδειο τάσι ζητιανιάς.
Απ’ τα βοτάνια μου όλα, τη φύση σύμπασα, μονάχα το βυζί μου εμπιστεύθηκε,
αδέκαστος προς την αθανασία, καπνοί αναθρώσκοντες στα μάτια του,
να δει τη μάνα του στον Άδη ζήτησε, μ’ ένα αρνάκι σφάγιο στους ώμους.
Τον τάφο έσκαψε του Ελπήνορα, “να του ανάβεις το καντήλι”, διέταξε,
έσκυψε από νῆα μέλαινα, με φίλησε, μονάχα ένα “άχ, εσύ…” μπόρεσα,
αν δεν με θυμηθεί ένας ποιητής – ούτε σκόνη στη μνήμη του πιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου