Σάββατο 19 Απριλίου 2025

"Ο μικρός αμνός" (διήγημα) έγραψε η Κωνσταντία Σωτηρίου* ("Εφημερίδα των Συντακτών" - ΝΗΣΙΔΕΣ/ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 19.04.25)

 ...............................................................


"Ο μικρός αμνός"


έγραψε η  Κωνσταντία Σωτηρίου* ("Εφημερίδα των Συντακτών" - ΝΗΣΙΔΕΣ/ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 19.04.25) 

Άσε μας, του είπα εγώ, με το κεφάλι, και θυμήθηκα τη δική μου μάνα, που τη νύχτα της Ανάστασης δεν μας έκανε μαγειρίτσα που τα σιχαινόταν όλα τα εντερικά και μας έψηνε πάντα το κεφάλι στον φούρνο να το φάμε όπως ερχόμασταν από την εκκλησιά.

Δύο μέρες πριν από το Πάσχα έγινε βίγκαν ο Γιαννάκης, είδε τα αρνιά να κρέμονται σταυρωμένα στα τσιγκέλια του Θανάση, περνούσαμε τυχαία από το κρεοπωλείο και τον είδε να τα παίρνει από το φορτηγό σφαγμένα, να τα βάζει στη βιτρίνα να τα ετοιμάσει. Και πώς είναι έτσι τα αρνιά, μου είπε με φρίκη ο Γιαννάκης, πώς είναι δίχως τρίχωμα και γυμνά και σκοτωμένα, με το κεφάλι γερμένο και τη γλώσσα τους έξω, περισσότερο από όλα τον πείραξε το κεφάλι τους τον Γιαννάκη και που ήτανε γυμνά τα αρνάκια και κρύωναν.

Αλλά το κεφάλι, και εκείνη η γλώσσα έξω, μαμά! Ασε μας, του είπα εγώ, με το κεφάλι, και θυμήθηκα τη δική μου μάνα, που τη νύχτα της Ανάστασης δεν μας έκανε μαγειρίτσα που τα σιχαινόταν όλα τα εντερικά και μας έψηνε πάντα το κεφάλι στον φούρνο να το φάμε όπως ερχόμασταν από την εκκλησιά. Το τσιγάριζε, του λέω του Γιαννάκη, πρώτα με λάδι καυτό να φύγουνε οι τρίχες από όλες τις πλευρές και το έπλενε καλά με ξίδι, μετά του έβαζε τα υλικά του, σκόρδα και λασμαρί που του πάει, αλάτι χοντρό, πιπέρι και ακόμα λίγο ξίδι, το τύλιγε σε χαρτί από αλουμίνιο και το άφηνε στον φούρνο τρεις ώρες να μας περιμένει.

\

Κωνσταντία Σωτηρίου

Και τρώγατε, μου λέει ο Γιαννάκης, το καημένο το κεφάλι; Τρώγαμε το κεφάλι όπως ερχόμασταν από την Ανάσταση, όπως οι άλλοι έτρωγαν σούπα, το έβαζε ο παππούς σε μεγάλη πιατέλα, του χτυπούσε το μέτωπο με το μαχαίρι και την έσπαζε με ένα τσουπ την κεφάλα. Κι όταν το χώριζε στα δύο έπιανε με τα χέρια του την κάθε πλευρά από το κρανίο να βγάλει από τα μάγουλα το κρέας, να τα σερβίρει τακτικά στην πιατέλα, να ξεπετσιάσει να φάμε τη γλώσσα με πολύ λεμόνι και αλάτι και για μένα, να δεις, έβγαζε με το κουτάλι το μυαλό και μου το έβαζε σε ξεχωριστό πιατάκι να το φάω όλο μόνη για να γίνω έξυπνη σαν μεγαλώσω.

Και σου άρεσε να τρως το μυαλό από το αρνάκι; Μου άρεσε και το έτρωγα να γίνω έξυπνη το μυαλό από το αρνάκι και τα μάγουλα τα έτρωγα και το κρέας που έχει το αρνί γύρω γύρω στο κεφάλι, μια νοστιμιά, του λέω του Γιαννάκη και πριν προλάβει να με ρωτήσει, του τονίζω πως το μόνο που δεν έτρωγα ήταν τα μάτια, τα μάτια -ναι- δεν μπορούσα να τα φάω κι όχι μόνον επειδή ο παππούς έβαζε τα χέρια στην κεφάλα και τα έβγαζε με τα χέρια να τα βάλει σε ξεχωριστό πιατάκι να τα φάει αυτός μόνος με τη μάνα, σπουδαίος έλεγε, ο καλύτερος μεζές, δεν ήταν μόνο για αυτό που δεν τα έτρωγα τα μάτια, ήτανε λίγο που μας κοίταζαν ακόμα και ψημένα, μέσα από το πιατάκι, παρά τα σκόρδα και το λάδι και το ξίδι και το λασμαρί, με κοίταζαν τα μάτια και δεν τα έτρωγα ποτέ αυτά από το αρνάκι, είναι αλήθεια, αλλά τα έτρωγα όλα τα άλλα από το κεφάλι, και την επόμενη μέρα, να δεις, έτρωγα και όλο το αρνάκι, λέω του Γιαννάκη, το τρώγαμε στη σούβλα, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, τι έχεις πάθει τώρα εσύ με το κεφάλι;

Είναι φρίκη, μου λέει ο Γιαννάκης, μια φρίκη το γυμνό το κορμί και το γερμένο κεφάλι και η γλώσσα, είσαι φρίκη, μου λέει, μητέρα, κι ας μην έφαγες ποτέ από το κεφάλι τα μάτια, αφού έτρωγες όλο το κρέας, έτσι ήρθε και μου είπε ο γιος μου εκείνο το Πάσχα και είναι κάπως έτσι που έγινε από τότε βίγκαν ο Γιαννάκης, καθόλου δεν τρώει αρνί για το Πάσχα, σουβλάκια χοιρινά ή και άλλο κρέας, ούτε και τις άλλες μέρες τα τρώει, τα έκοψε άλλο και έγινε βίγκαν από εκείνο το Πάσχα ο Γιαννάκης και με έχει τώρα να του μαγειρεύω πράγματα ξεχωριστά - χωρίς το κρέας τα μπιφτέκια, λαχανικά τα τρώει τώρα τα σουβλάκια, και δεν είναι έτσι καλύτερα τώρα, μου λέει, πλέον μητέρα, δεν είναι πιο καλά τώρα;

Αχ Γιαννάκη, Γιαννάκη, κρυφά το κόβω το αρνί και βάζω λίγο στα μπιφτέκια, ζεσταίνω τις κοκάλες από βόδι πριν βάλω λάχανα στη σούπα, σου ψιλοκόβω χοιρινό στο κριθαράκι και κάποτε αν βρω θα φτιάξω ένα κεφάλι στον φούρνο ψητό, θα του βάλω πιπέρια και αλάτι και λασμαρί και θα κρύψω κάπου τα μάτια να σ' τα ταΐσω, Γιαννάκη. Ετσι θα κάνω Γιαννάκη, θα κρύψω στα λάχανα να φας τα μάτια, Γιαννάκη, ήταν, έλεγε από τότε ο παππούς, ο καλύτερος, ο πιο καλός μεζές. Αλλά εγώ δεν θα τα φάω, όλα κι όλα. Εγώ από το αρνί δεν θα τα καταφέρω ποτέ να φάω τα μάτια, Γιαννάκη.

*Το υπό έκδοση μυθιστόρημά της ονομάζεται «Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ» (Πατάκης, 2025)

Δεν υπάρχουν σχόλια: