...............................................................
έγραψε ο Μιχάλης Μακρόπουλος*
("Εφημερίδα των Συντακτών", ΝΗΣΙΔΕΣ/ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ-Επιμέλεια:Μισέλ Φάις,18.04.25)
Μπαίνοντας στην αυλή, είχε ρίξει χάμω στις πλάκες το ποδήλατο αντικρίζοντάς τον, με την πετσέτα και τη μάσκα αφημένα στο καλάθι ακόμα, κι είχε ανέβει με φούρια δυο δυο τα ξεχαρβαλωμένα σκαλιά, κρατημένος απ’ τα σκουριασμένα κάγκελα. «Ενας άντρας… Ξένος… Εξω…» - οι λέξεις κουτρουβάλησαν η μια πάνω στην άλλη.
«Μάνα!»
Αυτή δεν είχε ούτε ένα μισάωρο που τέλειωσε με το καθάρισμα στα μπανγκαλόου, μια βουλωμένη λεκάνη την είχε ταλανίσει, και πίσω στο σπίτι, τώρα, μαγείρευε κι έπλενε πιάτα. Το Πάσχα τα πιο πολλά ήταν νοικιασμένα· το πάρκινγκ γεμάτο ακριβά αμάξια.
Από γύρω, ερχόταν η τσίκνα απ’ τ’ αρνιά.
«Μάνα!»
Τ’ αγόρι είχε μόλις γυρίσει με το ποδήλατο - γυμνόστηθο κι ηλιοκαμένο, με μαλλί και ματόκλαδα παστωμένα από τη θάλασσα, ξυπόλητο, με τις πατούσες του και τα δάχτυλά του, στ’ ανάμεσο, γεμάτα άμμο που με κάθε βήμα σκόρπαγε παντού, έκανε γλιστερό το πάτωμα κι έτριζε κάτω από τα πέδιλα και τις σαγιονάρες.
Μπαίνοντας στην αυλή, είχε ρίξει χάμω στις πλάκες το ποδήλατο αντικρίζοντάς τον, με την πετσέτα και τη μάσκα αφημένα στο καλάθι ακόμα, κι είχε ανέβει με φούρια δυο δυο τα ξεχαρβαλωμένα σκαλιά, κρατημένος απ’ τα σκουριασμένα κάγκελα.
«Είναι ένας άντρας!»
«Ποιος άντρας;»
«Ενας άντρας… Ξένος… Εξω…» - οι λέξεις κουτρουβάλησαν η μια πάνω στην άλλη.
Μιχάλης Μακρόπουλος
Σκούπισε από τα σαπουνόνερα τα χέρια της και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Ηταν ξαπλωμένος στη δροσιά της λεμονιάς, πιτσιλισμένος με φως εδώ κι εκεί στο κορμί του. Είχε τα μάτια ανοιχτά και κοίταγε. Το βλέμμα του, το 'δε ώς κι από μακριά στην κορφή της σκάλας, ήταν προσηλωμένο στο κενό. Είχε κακαδιασμένες πληγές στο λιανό του κορμί και μερικές που ήταν ανοιχτές ακόμα και ξεδιψούσαν και χόρταιναν σ’ αυτές οι μύγες. Στα πόδια, κάτι κουρελιασμένα παλιοπάπουτσα. Ενα γαριασμένο τζιν - και, σαν τ’ αγόρι κι αυτός, ήταν γυμνόστηθος. Είπε να μπει μέσα να τηλεφωνήσει, αλλά κατέβηκε κάτω στην αυλή και στάθηκε λίγο παρακεί από τον ξαπλωτό άνθρωπο. Επειτα ανέβηκε, έβαλε ένα ποτήρι νερό, σ’ ένα πιάτο ψωμί, τυρί, ελιές και γύρισε στον ξένο. Δεν της είχε μιλήσει, αλλά με τη σιωπή του ήταν θαρρείς και της έλεγε τι ήθελε. Ανακάθισε, και πάνω του οι σκιές από τα φύλλα της λεμονιάς αναδεύτηκαν και στάθηκαν σ’ άλλο σημείο, ξανά, στο κορμί του. Πήρε το ποτήρι, το πιάτο, χωρίς να την κοιτάξει. Ηπιε το μισό νερό, έφαγε· και τ’ άλλο μισό νερό ώς την τελευταία στάλα το 'πιε ύστερα. Σηκώθηκε- με κόπο, όπως είχε ανακαθίσει. Την ακολούθησε στη σκάλα και μπήκαν στη δροσιά της κουζίνας.
«Κάτσε», του 'πε και πήρε τ’ άδειο ποτήρι στον νεροχύτη, το γέμισε και τ’ άφησε στο τραπέζι μπροστά του.
Το ξύλο ήταν χαρακωμένο, σε μια γωνιά του τραπεζιού ήταν αφημένα μερικά λεμόνια πράσινα ακόμα, κάτι βάζα, ένα διπλωμένο τραπεζομάντιλο.
Ηταν ώρα, πια, να τηλεφωνήσει, αλλά του 'πε:
«Σήκωσ’ το ποτήρι να σου στρώσω, να φας σαν άνθρωπος».
Εβγαλε από τον φούρνο ένα ταψί.
«Κάτσε», είπε στ’ αγόρι. «Να δω τα χέρια σου. Πήγαινε πλύνε τα κι έλα ύστερα να κάτσεις».
Του 'βαλε φαΐ στο ίδιο πιάτο που 'χε βάλει τις ελιές και το τυρί· δίπλα μια χαρτοπετσέτα με μια φέτα ψωμί επάνω, και μετά έβαλε σε δυο πιάτα φαγητό γι’ αυτήν και για τ’ αγόρι.
«Θα θες να πλυθείς τώρα», του 'πε όταν είχαν αποφάει. «Ελα να σου δείξω».
Τον πήγε στο μπάνιο και του 'δωσε μια καθαρή πετσέτα.
«Βάλε το ρούχο σου στη λεκάνη εδώ πέρα και βγες με την πετσέτα. Εχει ζέστη - σε μια ώρα θα 'χει στεγνώσει».
Θα τηλεφωνούσε αργότερα, μα πρώτα θα τον άφηνε να ξεκουραστεί. Του 'στρωσε καθαρά σεντόνια, μαξιλαροθήκη. Πήρε έπειτα το ρούχο που της έδωσε, το εσώρουχο, τις κάλτσες και τ’ άπλωσε στο μπαλκόνι έξω. Οταν πλάγιασε ο ξένος, άφησε μιαν ιδέα ανοιχτή την πόρτα της παραπανίσιας κάμαρας· τον φανταζόταν ξαπλωμένο, το κορμί του να αναπαύεται στα ευωδιαστά σεντόνια, το μάγουλό του στη φρεσκοπλυμένη μαξιλαροθήκη, τα φύλλα από το δέντρο έξω να ραντίζουν με τη δροσιά του ίσκιου τους την κάμαρα, και τον φαντάστηκε λίγο λίγο ν’ αδειάζει από κάθε έγνοια και σκέψη, σαν δοχείο απ’ όπου εξατμίζεται το βρόμικο νερό· το γαλήνεμά του σαν ν’ απλώθηκε και στο δικό της το κορμί, όπως όταν σε πονάνε τα πόδια σου, τα βάζεις σε μια λεκάνη με χλιαρό νερό και σιγά σιγά φεύγει από μέσα τους η κούραση, από τους πόρους που με το νερό ανοίγουν· δεν φεύγει η κούραση μα αλλάζει, από βάρος σε κάτι γλυκό, μια γλυκιά κόπωση - κι ανέβαλε γι’ άλλη μία φορά το τηλεφώνημα που 'χε αποφασίσει να κάνει.
Ωρες πολλές μετά, που 'χε πια βραδιάσει, σαν έβαλε το κεφάλι από τ’ άνοιγμα της πόρτας, ο ξένος κοιμόταν. Τον άφησε και πήγε στην κουζίνα να περιμένει τ’ αγόρι, που 'χε βγει ξανά με τα ποδήλατό του.
Ποιος ξέρει, μπορεί να κοιμόταν ώς και μέχρι το επόμενο πρωί ακόμα. Τόσο κουρασμένος που 'ταν…
Πήρε ένα χαρτί κι έγραψε λέξεις στη γλώσσα της· για καθετί γύρω της τη λέξη του, μ’ όσο μπορούσε πιο καλά γράμματα.
Εγραψε ποτήρι-πιάτο-μπρίκι-πιρούνι-μαχαίρι-ψωμί-βάζο…
Τη γαλήνευε να γράφει έτσι λέξεις στη δική της γλώσσα. Ηταν θαρρείς και τα πράγματα γεννιόνταν ξανά όπως τα ήξερε, άμα τα ονομάτιζε στο χαρτί.
Υστερα σηκώθηκε, βγήκε και κάθισε στο κεφαλόσκαλο. Πιο μετά ήρθε το αγόρι. Μπήκαν μαζί μέσα και του 'βαλε να φάει.
«Ο ξένος είν’ ακόμα εδώ», του 'πε. «Κοιμάται επάνω. Μην κάνεις φασαρία».
Δώδεκα χρόνια μετά, που πέθανε ο ξένος κι ήταν να τον κηδέψουν, τα 'χασε όταν τη ρώτησαν ποιο ήταν το όνομά του. Δεν το 'ξερε· δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να το μάθει.
*Τελευταίο βιβλίο του είναι η νουβέλα «…άμμος» (Κίχλη, 2025)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου