...............................................................
Το σημάδι
Στο υπνοδωμάτιο είχε ένα μεγάλο εικονοστάσι από ξύλο καρυδιάς, δώρο του πατέρα της. Ολους τους αγίους είχε εκεί μέσα. Πάνω στην αγκαλιά της Βρεφοκρατούσας τα στέφανα του γάμου και μια φωτογραφία του παιδιού, ξασπρισμένη
έγραψε η Σοφία Αυγερινού* ("Εφημερίδα των Συντακτών", ΝΗΣΙΔΕΣ/ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, 18.4.2025)
Κρατώντας σφιχτά στη μαύρη αγκαλιά της το ντενεκεδάκι με την μπογιά, στάθηκε εμπρός στην εκκλησία μια στιγμή. Θυμήθηκε μια Μεγάλη Παρασκευή, τότε που ο Πέτρος ήταν στο νηπιαγωγείο. «Είναι μέσα στον επιτάφιο ο Θεός;», ρώτησε ο Πέτρος. «Και στον επιτάφιο και παντού», του είπε. «Και στο σπίτι μας είναι;». «Και στο σπίτι μας βέβαια». «Εκεί μέσα με τις εικόνες, ε;». Εκείνη χαμογέλασε.
Στο υπνοδωμάτιο είχε ένα μεγάλο εικονοστάσι από ξύλο καρυδιάς, δώρο του πατέρα της. Ολους τους αγίους είχε εκεί μέσα. Πάνω στην αγκαλιά της Βρεφοκρατούσας τα στέφανα του γάμου και μια φωτογραφία του παιδιού, ξασπρισμένη, καπνισμένη, μυρωμένη. Στις γωνιές στοιβαγμένα επιταφιολούλουδα, βιολέτες και γαρίφαλα, δάφνες από κάθε Κυριακή των Βαΐων, μερικά αυγά πασχαλινά που θα ’χαν γίνει πλέον κεχριμπάρι και τις βέρες των πεθαμένων. Και ένα σακουλάκι τούλινο, βαρύ, με τα κεράκια που έσβηνε το παιδί κάθε χρόνο στα γενέθλιά του. Εκεί γονάτιζε τα βράδια και τους μιλούσε. Μιλούσε στους γονείς της, μιλούσε έπειτα στον άντρα της, μετά όμως ήταν το καλύτερο, έπιανε την κουβέντα με την Παναγία και τον Χριστό και τους αγίους όλους, την πιο γλυκιά της συντροφιά. Και πώς ζωγραφίζει ο μικρός όλο αγγέλους, έλεγε με καμάρι στη Βρεφοκρατούσα, πώς καβαλάει το ξύλινο αλογάκι του και παίζει πειρατές, έλεγε στους στρατιώτες μεγαλομάρτυρες, τι όμορφα μάτια γαλάζια που του έδωσες, αγία μου Παρασκευή, και τι κορμί γερό, εσείς Αγιοι Ανάργυροι, Κοσμά και Δαμιανέ, φυλάγετέ τον, δάσκαλοι και φίλοι του Χριστού. Μια μέρα μπήκε στο δωμάτιο να πάρει τη ζακέτα της κι έπιασε τον μικρό σκαρφαλωμένο στην καρέκλα, να πασπατεύει το εικονοστάσι, να μαδάει τα επιταφιολούλουδα και να κοιτάζει πίσω από τις εικόνες. «Τι κάνεις εκεί, Πέτρο;», πήγε να τον μαλώσει. «Ψάχνω να βρω πού κρύβεται ο Θεός», αποκρίθηκε ο Πέτρος κι εκείνη χαμογέλασε πλατιά.
Σοφία Αυγερινού
Στάθηκε αφηρημένη στη μέση της πλατείας κι ύψωσε τα μάτια στον σταυρό του καμπαναριού. Και ξάφνου, για πρώτη φορά, η εκκλησία τής φάνηκε όχι πια σαν κιβωτός της Σωτηρίας, αλλά σαν ένα μάτσο τούβλα και μάρμαρα, ένας σωρός από πέτρες, αγέρωχος πάνω στις πλάκες της πλατείας, ανάμεσα στα ωραία παρτέρια με τις πικροδάφνες, ρωμαλέος, αιώνιος, μια πέτρα σκληρή και κρύα που υψωνόταν μέσα στη γαλάζια μέρα, αδιάφορη για τους μικρούς ανθρώπους που περνούσαν από μπροστά της και χάνονταν, μια πέτρα λευκή χαραγμένη με τη βία πάνω στον ήλιο που όλα τα έλουζε στο φως, και μόνο το δικό της το παιδί δεν ήταν πια στο φως, αλλά μέσα στη μαύρη γη.
Εσφιξε στις χούφτες της το ντενεκεδάκι με την μπογιά, όπως θα έσφιγγε τα χέρια ενός φίλου. Οταν έφτασε στο σπίτι, ανατρίχιασε σύγκορμη. Ηταν παγωμένο το σπίτι. Στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι της, εκεί που βασίλευε πιο πριν το τεράστιο εικονοστάσι, είχε απομείνει τώρα ένα τεράστιο κενό, το χρώμα εκεί φαινόταν πιο φρέσκο. Το κοίταξε τώρα με την άκρη του ματιού της, έτσι ανεβασμένη στην καρέκλα όπως ήταν και αναμετριόταν με τον μεγάλο γαλάζιο τοίχο. Το εικονοστάσι, με όλες τις εικόνες του, αλλά χωρίς τις βέρες, τα στέφανα και τα κεράκια των γενεθλίων, έστεκε ακουμπισμένο σε μια γωνιά στο πάτωμα, τιμωρημένο, ανήμπορο να καταλάβει πώς είχε από τη μια μέρα στην άλλη εκθρονιστεί. Κι εκείνη χαμογέλασε με τα χείλη κλειστά.
Βούτηξε τη βούρτσα στο ντενεκεδάκι, άρχισε να βάφει το κενό μπροστά της. Με αποφασιστικότητα, με πείσμα, με βία άρχισε να σβήνει όλα τα σημάδια που έδειχναν πως έστεκε κάποτε καρφωμένο εκεί το εικονοστάσι. «Ετσι», έλεγε σφίγγοντας τη βούρτσα και τα δόντια, «έτσι, για να μάθετε, φίλοι να σου πετύχουν, έτσι, κι ούτε μια λέξη παρηγοριάς, ούτε σκέψη να τον σώσετε, προδότες, ε προδότες, ανάξιοι, καλά να πάθετε, και πού είσαι τώρα, Κύριε; Πού είσαι; Σε ψάχνει ο Πέτρος μου και δεν σε βρίσκει. Ορίστε και σε ξεκρεμάσαμε και μες στον επιτάφιό σου δεν ήσουν και μέσα στα λουλούδια σου δεν ήσουν, δεν ήσουν ούτε μέσα στα πασχαλινά αυγά, τα έσπασα και βρόμισε ο τόπος, δεν ήσουν κεχριμπάρι, Κύριε, άντε τώρα, κρύψου μέσα στη γαλάζια μπογιά, να σε ψάχνουμε εμείς, να κοιτάμε πίσω από τις εικόνες και να μη σε βρίσκουμε, από ντροπή κρύβεσαι, από ντροπή που σ’ αγαπήσαμε και συ ήσουν ένα κλούβιο αυγό, Κύριε».
Μέχρι το βράδυ είχε περάσει τον τοίχο τρία χέρια και δεν φαινόταν πια καθόλου το σημάδι από το εικονοστάσι. Το οποίο το έσυρε μέσα στη νύχτα, ασθμαίνοντας, ώς την πλατεία και, με φόβο μην τη δει κανείς, το άφησε στα σκαλιά της εκκλησίας, ανάμεσα στις μαδημένες βιολέτες.
*Τελευταίο βιβλίο της είναι η νουβέλα «Αγνωστες λέξεις» (Πόλις, 2024)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου