Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Απόσπασμα από το «Δοκιμιακό σχεδίασμα» του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 – 2005) «Ό ποιητής Μανούσος Φάσσης – Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ» (εκδ. στιγμή, 1996)

 ...............................................................



·       Απόσπασμα από το «Δοκιμιακό σχεδίασμα» του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 – 2005) «Ό ποιητής Μανούσος Φάσσης – Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ» (εκδ. στιγμή, 1996)

 

«…ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΡΚΕΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, χρόνια προσωπικών μου περιπετειών και αναστατώσεων – που διόλου δεν ενδιαφέρουν τον αναγνώστη, μιας και το αντικείμενο του παρόντος πονήματος είναι άλλο – και μόλις στα 1952 ξαναβρήκα τον Μανούσο στην Αθήνα (όπου άρχισα να κατεβαίνω πού και πού για να βάλω σε μια τάξη τις δουλειές μου), ταχτικό θαμώνα των γνωστών τότε κέντρων και στεκιών των λογοτεχνιζόντων νεαρών ή περίπου νεαρών : το πατάρι του Λουμίδη, το Πικαντίλλι και το Πέτρογραδ της οδού Σταδίου.

   Φαίνεται πως ταχτικότερη παρέα έκανε τότε με τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, τον καθηγητή της Αγγλικής Γεράσιμο Μουζάκη και τον Αλέξανδρο Κουμπή, και σύχναζε αριά και πού τα βράδια σ’ ένα, κατεδαφισμένο πια, εστιατόριο ονόματι «Καλάμια», δίπλα στου Απότσου, όπου επί χρόνια η αενάως εκκολαπτόμενη «γενιά του Σαράντα» παρέτεινε τη νεότητά της, φλυαρώντας με τις ώρες και σχεδιάζοντας – τι άλλο; - την έκδοση ενός περιοδικού που θα τίναζε στον αέρα το κατεστημένο.

   Φαίνεται πως σ’ αυτό το εστιατόριο-στέκι γίνονταν οι ανταλλαγές και τα χαρίσματα των βιβλίων, που κυκλοφορούσε  μεταξύ της η γενιά, και εκεί ακούγονταν τα κολακευτικά λόγια (σπανίως) και τα εκατέρωθεν θαψίματα (συνήθως).

   Ο Μανούσος δεν δίσταζε να λέει τη γνώμη του φανερά, να επαινεί ή να  θάβει, αλλά συνηθέστατα απαντούσε με τον γνωστό του εύσχημο τρόπο: αντί επιστολής ένα στιχούργημα. Στα κατάλοιπά του περισώθηκαν μερικά δείγματα γραφής, υποθέτω όσων είχε φροντίσει να κρατήσει αντίγραφο, αλλά τα περισσότερα είναι ανάξια λόγου και δεν θα ήθελα να υποβάλω τον αναγνώστη σε μια επιπρόσθετη δοικιμασία. Ανθολογώ μόνον ένα δείγμα, σταλμένο στο νεαρό τότε και παραδειγματικά σεμνό ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου, σαν απάντηση στη συλλογή του Αιχμές.

                                                        ΕΠΙΣΤΟΛΗ

                                         ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΙΧΜΕΣ ΤΟΥ Δ.Χ.

 

                                 Ω Ποιητή και ω Εραστή, σε κράζω

                                 ως κράζει η λέαινα τον άγριο σκύμνο.

                                 Στο στίχο το γρανίτινο υψώνω ύμνο,

                                 στην Παναγιά της Λούρδης κεριά τάζω.

 

                                  Λόχμες, αιχμές, αχμάκηδες, χαχόλοι,

                                 σ’ αχαμνά χαχάμηδων χαμψίνια,

                                 αχρείοι χάνοι και χολερικά χαμίνια.

              Μες στα χαμάμ των χανούμ χάσκουν οι κώλοι.

 

                                  Άσε τους κίναιδους και τον πολλά χεσμένο

                                 λαό σου, βάρδε της δόλιας ρωμιοσύνης.

                                 Τσάρε του στίχου, λιοντάρι της Ασίνης,

                                  δωρικό μπουζούκι σπέρμα βαφτισμένο.

                                Όρθια ΑΙΧΜΗ στη μήτρα κάθε δούλου

                                περνά και βόγκει ο Μέγας Τηλεβόας:

                                Άρατε πύλας τσόγλανοι! Κράζει ο βόας,

                   Ο κροταλίας, ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ.

 

   Εκείνο που δυστυχώς δεν βρήκα στους φακέλους του, για τους οποίους θα μιλήσω παρακάτω, στο κεφάλαιο «Το Έργο», ήταν επίσης ένα απαντητικό στιχούργημα, που είχε σταλεί πολύ αργότερα (στα 1963), όπως προκύπτει από τη χρονολογία, στον Δημήτρη Παπαδίτσα, και που αξίζει να το παραθέσω σχεδόν ολόκληρο (λέω σχεδόν γιατί το παραθέτω από μνήμης) για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί είναι σπάνιο, από τα δύο ή τρία, καθόσον έχω υπόψη μου, δείγματα ποιήματος σε νεοτερικό στίχο (κάτι που θα πρέπει ίσως να λάβει υπόψη του ο Αλέξανδρος Αργυρίου στη Β’ έκδοση της Ανθολογίας του – εκδ. Σοκόλη 1980), και δεύτερον, γιατί είναι αποδεικτικό της μεγάλης εκτίμησης και του θαυμασμού που έτρεφε ανέκαθεν ο Μανούσος για τον ποιητή του Φρέατος με τις Φόρμιγγες, και της παντελούς έλλειψης δισταγμού να λέει ντεκλαρέ τη γνώμη του, χωρίς ενδοιασμούς και ψιμύθια (ιδού κάτι που δεν μπορούσα να μην του το καταλογίζω στα υπέρ, ανέκαθεν).

   Αλλά παραθέτω το ποίημα (επαναλαμβάνω από μνήμης) :

                                                  ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ

                                                                                              3.3.1963

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Όλο τρία

και το διπλάσιο του τρία,

μα τα ποιητικά βιβλία δεν είναι τρια,

εγώ δεν ξέρω παρά μόνο ΕΝΑ

(αυτό το «Έν το Παν», τα κεφαλαία γράμματα)

και που το λένε ΠΟΙΗΣΗ, Ι

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Παπαδίτσα σε χαιρετώ.

Σε χαιρέτησα πρώτος ανάμεσα στους πρώτους

είκοσι χρόνια πριν

από την ομιχλώδη Πολιτεία του Βόρειου Σέλαος.

Εσύ ήσουνα το Φρέαρ

κι εγώ στο βάθος, το στεκάμενο νερό (τι λέω; το τέλμα)

μες στου πυθμένα τα σκοτάδια παραδέρνοντας.

Κι όμως

το φώναξα στους Ανίδεους Αντιοχείς

το διαλάλησα στους εσχατόγηρους νέους

χτύπησα την καμπάνα στους αποστεγνωμένους κρονόληρους:

Ιδού Αυτός

ιδού ο Ποιητής σας.

Και θα τον φτύσουν και θα τον λοιδορήσουν

και θα του φορέσουν στέφανο εξ ακανθών

και θα περάσουν χρόνια τέσσερα κι άλλα τέσσερα

και θα περάσουν Ολυμπιάδες τρεις κι άλλες τρεις

και θα τρέχουν στους στίβους οι γελοίοι

και θα στεφανώνονται οι παστελατζήδες

και θ’ ανεβαίνουν στο βάθρο οι κόλουροι πίθηκοι.

Όμως όλα αυτά θα περάσουν – ακούστε με –

θα περάσουν οι αρσενοκοίτες και οι παμπόνηροι

τα χαμερπή κοράκια κι οι αιδοιολειξίες.

Θα γυρίσει αργά ο ματωμένος τροχός

αργά-αργά σβαρνίζοντας τα κορμιά σας

και ξάφνου ιδού Αυτός.

Τότε θα λάμψει

και οι προφήτες του θα ‘μαστε εμείς

που μας δαχτυλοδείχνατε και μας περιγελούσατε

και θα σκίσετε τα βιβλία σας

θα κάψετε τους στίχους σας

θα θάψτε τα μαραμένα αχαμνά σας  μες στα σκέλια σας

και θα σκύψετε να προσκυνήσετε κι εσείς –

μωρές παρθένες.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Γεια σου Δημήτρη.

Εσύ της πόρνης ποίησης στίψε το σάπιο χυμό

Και σπάσε τα διάφανα κρύσταλλα

Με το γρανίτη της φωνής σου!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σχετικά αραιότερα σύχναζε στο «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου, και όπως κάποτε μού εξομολογήθηκε σε μια από τις σπάνιες εξομολογητικές του στιγμές, το μόνο πρόσωπο που τον τραβούσε εκεί ήταν η Ελένη Βακαλό, όντως εκτάκτως ωραία ακόμη τότε, που την ξεχώριζε κιόλας από τις άλλες ποιήτριες, μολονότι ανέκαθεν είχε μετριότατη γνώμη για όλες εν γένει τις γράφουσες (τότε δεν ήταν ακόμη της μόδας το λεγόμενο φαλλοκρατικό σύνδρομο κι έτσι γλίτωσε από τέτοιου είδους ρετσινιές). Για τη Βακαλό μάλιστα βρήκα γραμμένη και μια ελεγεία στους φακέλους του (για τους οποίους θα μιλήσω αργότερα), αλλά για πολλούς λόγους δεν την κρίνω εδώ παραθέσιμη κι έτσι θα περιοριοστώ, σαν μια πρόγευση του αναγνώστη , στους εξής (τουλάχιστον ανώδυνους ακροτελεύτιους στίχους:

                                               ποιος μίλησε για Βακαλό

                                               εάν εγώ ανακαλώ

                                               (κι όλοι πια λεν : καλό, καλό…).

Ακόμη της ίδιας εποχής είναι κι ένα του ποίημα αφιερωμένο σε μένα, που κι αυτό  βέβαια δεν το κρίνω ανθολογήσιμο, αλλά για ορισμένους λόγους δεν μπορώ να μη μεταφέρω εδώ μερικούς του στίχους :


                                                 Μανόλαρε Μανόλαρε

                                                τ’ άγριό σου λάσο αμόλαρε.

                                                Αν είσαι εσύ Κρητίκαρος

                                                κι εγώ μικρή πεταλουδίτσα,

                                                 αχ τόση δα, αχ τόση δα,

                                                 με μαδημένα τα φτερά

                                               από τον Παπαδίτσα,

                        υπήρξα κάποτε κι εγώ του στίχου Ίκαρος.

 

   Οι λόγοι είναι οι εξής (και νομίζω ότι εδώ τον  πρώτο λόγο έχουν οι ψυχαναλυτές και οι κοινωνιολόγοι): Πρωτοαποκαλύπτει πανηγυρικά και χωρίς πια αμφισβήτηση το κόμπλεξ που είχε απέναντί μου (ούτε μια φορά δεν μου είπε έναν παρήγορο λόγο για τα ποιήματά μου, ούτε μια φορά, κατά την διάρκεια της μακρόχρονης φιλίας μας,δεν έκλαψε για ένα μου στίχο. Δεύτερον, επιβεβαιώνεται ακόμη μια φορά η λατρεία του για τον ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα. Και τρίτον, αλλά όχι έσχατον, εκδηλώνει ανάγλυφα πλέον και άκρως δραματικά το πόσο του κόστιζε και τον πονούσε το ότι θεληματικά έθαψε τα πονήματά του και ποτέ δεν τόλμησε να αντιμετρηθεί στο ποιητικό ρινγκ των ανοιχτών εκδοτικών αντιπαραθέσεων.

   «Έχασες το τραίνο, Μανούσο, αυτό είναι όλο», του είπα μια μέρα με, εξ προθέσεως, κακία…"

Δεν υπάρχουν σχόλια: