...............................................................
Ακραίες προκλήσεις, χλωμές αποκρίσεις
Πρόσωπα και καταστάσεις που στάθηκαν απλώς παράμερα και σε κάποια διακριτική απόσταση από τους επίσημους απολογισμούς.
γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης (www.lifo.gr, 27.12.2023)
ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ μιλάμε για μια χρονιά που τελειώνει μάς αιχμαλωτίζουν τα εκατοντάδες αφιερώματα με τη σάρωση των πλέον σημαντικών γεγονότων. Κι ας ξέρουμε πια καλά πως υπάρχει μια ρευστή ζώνη μεταξύ των συμβάντων, πρόσωπα και καταστάσεις που στάθηκαν απλώς παράμερα και σε κάποια διακριτική απόσταση από τους επίσημους απολογισμούς.
Αν, πάντως, χρειαζόμασταν έναν τίτλο για τη χρονιά, αυτός νομίζω πως θα ταίριαζε στην όλη ιστορική συγκυρία και όχι μόνο στους δώδεκα μήνες του ’23. Μάθαμε, για παράδειγμα, ότι αυτός ο χρόνος ήταν ο πιο θερμός των τελευταίων χιλιάδων ετών και πως συντελέστηκε μια τόσο γρήγορη τήξη των πάγων ώστε αιφνιδιάστηκαν ακόμα και οι πιο υποψιασμένοι από τους επιστήμονες. Να, λοιπόν, το ακραίο ή εκτός ορίων γεγονός που διαπιστώθηκε και καταγράφηκε, δίχως, παρ’ όλα αυτά, να προκαλέσει στοιχειωδώς ανάλογη αντίδραση.
Ας πούμε, η Διάσκεψη για το Κλίμα στο Ντουμπάι (COP 28) έβγαλε μια έκκληση για τη μελλοντική υπέρβαση των ορυκτών καυσίμων, προτρέποντας απλώς τις χώρες να «συμβάλουν στη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα». Δεν ξεφεύγουμε έτσι από τη συνηθισμένη δόση ασάφειας, μπακαλίστικης λογιστικής και πονηρών υποχωρήσεων που ακολουθούν, με παραβιάσεις των υπεσχημένων.
Όσο και αν δοκιμάζω να αντισταθμίσω τις οδυνηρές εικόνες στην οθόνη και τα λόγια των ανθρώπων, να τα μετριάσω με τα μικρά αντίδοτα της τέχνης ή τις χαρές του επαγγέλματος, όσο και αν ευγνωμονώ την παρουσία των αγαπημένων μου, το ’23 είχε εν τέλει τη γεύση όλων των κινδύνων.
«Ακραίες προκλήσεις και από την άλλη μέτριες ή άστοχες αποκρίσεις», αυτός θα ήταν λοιπόν ο γενικός τίτλος. H υπόθεση του κλίματος είναι μια τέτοια πρόκληση και, χωρίς αμφιβολία, καθοριστική για τους πάντες. Σε αντίθεση όμως με τον ΟΗΕ ή τους άλλους διεθνείς οργανισμούς και τις πολυήμερες διασκέψεις τους, βλέπουμε πως επιμέρους κράτη και κυβερνήσεις μπορούν να απαντούν «σθεναρά» στους εχθρούς τους. Πιθανότατα αυτό το «σθένος» να κρύβει μια άλλη αδυναμία, αλλά αυτό σκεπάζεται από το μπαράζ των βομβών ή τις αποφασιστικές ανακοινώσεις των στρατιωτικών επιτελείων.
Παράδειγμα ο πόλεμος στη Γάζα μετά την επίθεση-σφαγή από μέλη της στρατιωτικής πτέρυγας της Χαμάς στις 7 Νοεμβρίου. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι ότι το ισραηλινό κράτος απάντησε με σφοδρότητα. Η απόκριση, δηλαδή, δεν ήταν καθόλου αναιμική και χλωμή, αλλά πήγε στο άλλο άκρο: μετατράπηκε σε δυσανάλογη και εμφανώς αδιέξοδη εκστρατεία. Ταυτίζοντας μια εδαφική επικράτεια και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους με μια συγκεκριμένη οργάνωση και τις βάναυσες και τρομοκρατικές πρακτικές της, η ισραηλινή ηγεσία έπεσε στην «παγίδα της ασυμμετρίας», όπως είπε ο σοφός φιλόσοφος Μάικλ Γουόλτσερ.
Μένει έτσι κανείς με την εντύπωση ότι όποια «επιχειρησιακή» κατάληξη και αν έχει αυτή η πολεμική εκστρατεία, πολιτικά και ιδεολογικά ώθησε τον απλό Παλαιστίνιο πιο κοντά στην ισλαμική Χαμάς, φούντωσε έναν ιδεολογικά μονοκόμματο αντισιωνισμό σε μεγάλα τμήματα φιλελεύθερων και αριστερών της Δύσης, ενώ έδωσε και ευκαιρίες στον Νετανιάχου να βαθαίνει τη συμμαχία του με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις στον πολιτικό χάρτη της χώρας του. Άλλωστε, ένα συμπέρασμα θα μπορούσε να εξαχθεί από πολλές άλλες εμπειρίες του προηγούμενου αιώνα: ο μεγαλόστομος πατριωτισμός που μιλά για εκδίκηση και υπόσχεται τη λυτρωτική αντίδραση φέρνει συνήθως εθνικές ήττες. Η ρητορική περί εξόντωσης των εχθρών (όπως αυτή τώρα στο στόμα του Νετανιάχου) γεννά τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που υπόσχεται.
Το ’23 γίναμε επίσης μάρτυρες και μιας μεγάλης τεχνολογικής επιτάχυνσης. Όποιος ασχολείται με ζητήματα αξιών και διάγνωσης των τάσεων του παρόντος είναι αδύνατο να προσπεράσει την αστραπιαία διασπορά των εφαρμογών της generative A.I., της δημιουργικής (ή παραγωγικής) τεχνητής νοημοσύνης. Δεν μιλάμε μόνο για το πρώτο και πολυσυζητημένο ChatGPT αλλά και για τα κατοπινά μοντέλα και τους ανταγωνιστές του. Γιγαντώθηκε το πεδίο όπου αγγίζουμε πια νοήμονα (sentier) chatbots, δεκάδες υπηρεσίες για δημιουργία εικόνων από περιγραφές και προσαρμογή μεγάλων γλωσσικών μοντέλων σε ένα πλήθος επιχειρηματικές και λειτουργικές δραστηριότητες.
Και μαζί με αυτά κάποιες ανακαλύψεις που προκαλούν οίστρο στις ποπ συζητήσεις, όπως αυτό το «πρόγραμμα που μπορείς, λέει, να συνομιλήσεις με το άβαταρ των αγαπημένων σου νεκρών» και άλλες πικάντικες σος μέλλοντος. Θα πω μόνο ότι οι δικές μου αγωνίες δεν συναντήθηκαν καθόλου με τις ενθουσιαστικές και έκθαμβες αφηγήσεις πολλών δημοσιογράφων ή κάποιων συναδέλφων από τις άλλες επιστήμες. Φοβάμαι ότι ξαναζούμε την παλιά, αφελή αντίληψη για την τεχνολογία, που της αναθέτουμε τώρα να λύσει το κοινωνικό, το περιβαλλοντικό ή ακόμα και το βιολογικό ζήτημα των ανθρώπων.
Κάποιες στιγμές, μάλιστα, διαβάζοντας άρθρα ή ακούγοντας podcasts εκλαϊκευτών και επιχειρηματιών, είχα την εντύπωση πως άκουγα κάτι παλιούς μαρξιστές λενινιστές που προέβλεπαν την αταξική κοινωνία της αφθονίας και την υπερνίκηση της σπάνης και των ελλείψεων ή, έστω, κάποιους διαφημιστές της δεκαετίας του ’50 με μια φιλοσοφία της ευτυχίας πίσω από τα ψυγεία και τις ηλεκτρικές σκούπες της εποχής (τα οποία, για να λέμε την αλήθεια, έβγαζαν τον κόσμο από τα ζόρια μιας στερημένης και δύσκολης μεταπολεμικής ζωής).
Προφανώς, η στάση μου επηρεάζεται από τις πηγές της πολιτικής σκέψης: δεν μπορώ δηλαδή να παραβλέψω το γεγονός ότι η επέκταση και γιγάντωση της εξουσίας των αλγορίθμων πάει μαζί με την απογείωση του πλούτου και της ολικής ισχύος κάποιων δεκάδων διευθυντικών στελεχών και ενός παγκόσμιου «χωριού» λίγων χιλιάδων μηχανικών και τεχνικών.
Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι το ’23 ήταν μια καλή χρονιά για όλους αυτούς; Δείχνουν, μάλιστα, να πετυχαίνουν και άλλες σημαντικές νίκες, όπως, ας πούμε, η απόρριψη των δικαστικών προσφυγών για θέματα πνευματικών δικαιωμάτων εναντίον της OpenAI, ηγετικής εταιρείας του χώρου. Παρ’ όλα αυτά, στέκομαι και στις θετικές ειδήσεις για το θέμα, ας πούμε στα όσα πέτυχαν με τον αγώνα τους οι συγγραφείς και σεναριογράφοι στο Χόλιγουντ απέναντι στις αθέμιτες χρήσεις της τεχνητής νοημοσύνης από τα μεγάλα στούντιο. Ή στην Πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη που συμφώνησαν Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 8 Δεκεμβρίου.
Ακόμα και αν κάποιες χώρες (και η Γαλλία του Μακρόν μάλιστα) αντιδρούν στην «υπερρύθμιση» στο όνομα του ανταγωνισμού, είναι κάπως ανακουφιστικό που αυτή η Ευρώπη μπορεί να βάζει κάποιους όρους στους αποτρελαμένους μεσσίες της Σίλικον Βάλεϊ και να μην παραλύει από φόβο για την κινέζικη τεχνολογική μυστικοπάθεια.
Αναρωτιέμαι, όμως, μήπως, μιλώντας γι’ αυτά τα κάπως υψηλά και πλανητικά θέματα, προσπερνάμε τις δικές μας μικρές ανθρώπινες κλίμακες και τα ελληνικά πάθη. Πώς να ξεχάσει κανείς τα Τέμπη και όσα το τρομερό σιδηροδρομικό δυστύχημα υπενθύμισε; Ήταν το πιο πικρό σήμα της χρονιάς, το τραύμα που έφερε ξανά τον θυμό στη χώρα, όχι όμως για πολύ, όπως αποδείχτηκε. Είναι, πάντως, μια παρηγοριά ότι μετά τα Τέμπη και τις πλημμύρες στη Θεσσαλία αρχίσαμε να μιλάμε περισσότερο για τις βασικές υποδομές και την αντοχή τους, για το φοβερό κόστος της διαφθοράς και των τρύπιων συμβάσεων και για το ευάλωτο του βίου, για τους τυχαίους θανάτους που δεν είναι πάντοτε «φυσικοί» παρά βαθύτερα και ανεξάλειπτα κοινωνικοί.
Φέρνω τώρα στον νου μου τον Αύγουστο, λίγο καιρό προτού ανοίξουν οι ουρανοί στη Θεσσαλία, όταν βγάζαμε οικογενειακές φωτογραφίες στη Μηλίνα στο νότιο Πήλιο. Κατηφορίζοντας στο παραλιακό χωριό από τον τόπο του παραθερισμού μας, τον πέτρινο άρχοντα Λαύκο, νιώσαμε, όπως πάντα, τον πειρασμό να απαθανατίσουμε ξανά το λαμπρό ηλιοβασίλεμα, κοροϊδεύοντας κι από πάνω τον εαυτό μας για την έλξη αυτής της καρτ-ποσταλικής ομορφιάς του δύοντος ηλίου στον Παγασητικό. Πού να φανταστούμε πως αυτά τα ίδια μέρη θα γίνονταν κομμάτια κάτω από το νερό και τις λάσπες, πως το ειδυλλιακό θα έσπαγε με τέτοιο τρόπο;
Όσο και αν δοκιμάζω να αντισταθμίσω τις οδυνηρές εικόνες στην οθόνη και τα λόγια των ανθρώπων, να τα μετριάσω με τα μικρά αντίδοτα της τέχνης ή τις χαρές του επαγγέλματος, όσο και αν ευγνωμονώ την παρουσία των αγαπημένων μου, το ’23 είχε εν τέλει τη γεύση όλων των κινδύνων: ο πόλεμος, η κακοποιημένη φύση, οι απώλειες για «λάθη και παραλείψεις», όπως τις αποκαλεί συνήθως η γλώσσα των εμπειρογνωμόνων.
Θα μπορούσε να ήταν καλύτερα. Για όσο, τουλάχιστον, περνάει από το χέρι μας, από τις συλλογικές μας αποφάσεις και τις προσωπικές μας επιλογές. Πλησιάζοντας στο τέλος της χρονιάς, οι ευχές γίνονται εξ ανάγκης η μοναδική μας βεβαιότητα. Μαζί με την ελπίδα και κάποια αναπόφευκτα σχέδια για τους επόμενους μήνες (σπανίως για περισσότερο). Χωρίς αυτά τα σχέδια, σπορές της λογικής και της ουτοπίας, μικρών και μεγαλύτερων ονείρων, γινόμαστε απλώς ναυαγοί του καιρού μας. Ας μην το δεχτούμε.