...............................................................
Νάσος Βαγενάς: «Ένας ποιητής πρέπει να ξέρει πότε να σταματά»
Υπήρξε ποδοσφαιριστής στην Α΄ Εθνική, έγινε ποιητής, μεταφραστής και καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στη Δράμα. Ζει στα Εξάρχεια. Δηλώνει «πρώτα απ’ όλα φιλόλογος».
έγραψε ο Θοδωρής Αντωνόπουλος (www.lifo.gr, 2.7.2020)
Αν και ζω στην Αθήνα επί μακρόν, δηλώνω καταρχήν Δραμινός, παρότι στη Δράμα έζησα μόνο τα πρώτα δεκαπέντε μου χρόνια, δηλαδή μόνο το ένα πέμπτο της ζωής μου. Έζησα, επίσης, αρκετά χρόνια στο εξωτερικό, μπορώ έτσι να βλέπω την εικόνα της Αθήνας από μια απόσταση. Από την άλλη, η σύγκρισή της με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν αποτελεί κριτήριο. Αρκεί να σκεφτούμε πώς ήταν η Αθήνα όταν έγινε πρωτεύουσα και πώς ήταν τότε αυτές. Βέβαια, θα μπορούσε να είναι λιγότερο άσχημη αν η οικοδομική ανάπτυξή της από τη δεκαετία του '60 και μετά ήταν λιγότερο άναρχη. Υπάρχουν ακόμη ωραία σημεία σε αυτή την πόλη, περιβαλλόμενα από ανυπόφορα, αν και τις τελευταίες δεκαετίες τα πράγματα δείχνουν να βελτιώνονται. Θα αισιοδοξούσα περισσότερο για το μέλλον της, αν το ανενεργό κτίριο του Πολυτεχνείου και το Αρχαιολογικό Μουσείο ενώνονταν τελικά σε ένα σύνολο.
• Ως προς την Αθήνα, δηλώνω Εξαρχειώτης. Έχοντας ζήσει εκ των έσω την ατμόσφαιρα της γειτονιάς αυτής τη δεκαετία του '60, μπορώ να πω ότι η τωρινή της κατάσταση –σήμερα δεν θα τη χαρακτήριζα γειτονιά–, παρά την υποτιθέμενη γραφικότητα και πολιτική και καλλιτεχνική επαναστατικότητά της, είναι άθλια. Είμαι τυχερός που κατοικώ σε έναν πεζόδρομό της με δέντρα. Αλλά όταν βγαίνω από αυτόν, προσέχω πού θα πατήσω. Αν είχα τη δυνατότητα να μετακομίσω, θα διάλεγα κάποιο ρετιρέ σε μιαν υπώρεια του Λυκαβηττού με θέα την Ακρόπολη.
• Το ποδόσφαιρο ήταν για μένα (και είναι ακόμη, τηλεοπτικά) τρόπος ζωής. Στη Δράμα έζησα την εποχή της μεγάλης ακμής της Δόξας, της θρυλικής της ομάδας. Παίζαμε όλη μέρα ποδόσφαιρο, στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Η εμπειρία μου ως ποδοσφαιριστή του Εθνικού Πειραιώς σε μια εποχή που η ομάδα αυτή ήταν ανάμεσα στις πρώτες θέσεις της Α' Εθνικής μού δίδαξε πολλά, ακόμη και ποιητικά. Στο δοκίμιό μου με τίτλο «Μέσσι, για πάντα» προσπάθησα να δείξω γιατί το ποδόσφαιρο, στις υψηλότερες στιγμές ενός αγώνα, είναι τέχνη ανάλογη με εκείνη του χορού και γιατί οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές είναι στην πραγματικότητα καλλιτέχνες.
Η επαναλαμβανόμενη ρήση «κινδυνεύει η γλώσσα μας» δεν έχει καμία ισχυρή βάση. Απεναντίας, η βάση στην οποία στηρίζεται η σημερινή νεοελληνική είναι ισχυρή και θα έπρεπε να μας κάνει να μην ανησυχούμε, αρκεί μόνο να τη στηρίζουμε, γιατί μπορούμε να αντλούμε αποθέματα από αυτήν.
• Η καραντίνα πιστεύω ότι υπήρξε –και, απ' ό,τι βλέπω, φοβάμαι ότι θα ξανασυμβεί– πηγή περισσότερο δοκιμασίας και λιγότερο έμπνευσης και αναστοχασμού, αν κρίνω από τα καλλιτεχνικά και στοχαστικά που ενέπνευσε. Για μένα υπήρξε δοκιμασία σωματική, με την ακινησία που επέβαλε, και δοκιμασία συναισθηματική, με την απομάκρυνση από τα αγαπημένα μου πρόσωπα, αλλά είχε μια θετική παρενέργεια (όπως, πιστεύω, και για άλλους ανθρώπους του είδους μου), ότι μου έδωσε περισσότερο χρόνο για εργασία φιλολογική, μεγαλύτερο από αυτόν που διέθετα.
• Οι καλοί ποιητές ωριμάζουν με τα χρόνια (έσχατο παράδειγμα ο Καβάφης, που ως τα τριάντα πέντε του έγραφε άθλια ποιήματα), ωστόσο υπάρχουν και ελάχιστοι, νέοι, που εμφανίζονται με ωριμότητα απίστευτη για την ηλικία τους και που αμέσως σωπαίνουν, γιατί αισθάνονται ότι είπαν ό,τι είχαν να πουν (τα παραδείγματα είναι γνωστά). Πιστεύω ότι το κρισιμότερο για έναν ποιητή της συνήθους ωρίμανσης δεν είναι η πρώτη του εμφάνιση αλλά η τελευταία. Πρέπει να ξέρει κανείς πότε να σταματά. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξακολουθούν να γράφουν και να δημοσιεύουν, επαναλαμβάνοντας ξεθυμασμένο τον εαυτό τους.
• Το σημαντικότερο σε ένα ποίημα είναι το συνολικό νόημά του, δηλαδή το αρμονικό κράμα της μορφής του και εκείνου που στην καθημερινή γλώσσα ονομάζεται περιεχόμενο – απλούστερα: η συγχώνευση της έννοιας των λέξεών του με τον ήχο τους. Κι αυτό γιατί στην ποίηση η μορφή διαμορφώνει καθοριστικά το νόημα και το περιεχόμενο διαμορφώνει καθοριστικά τη μορφή. Οι λέξεις έξω από το ποίημα δεν έχουν το ίδιο ακριβώς νόημα με εκείνο που έχουν μέσα στο ποίημα, γιατί εκφέρονται με ρυθμό διαφορετικό από τον ποιητικό. Το κράμα αυτό πρέπει, βέβαια, να επιτυγχάνεται για να μπορέσει να το γευτεί και να το αξιολογήσει ο αναγνώστης, ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να έχει επαρκείς γευσιγνωστικές ικανότητες. Η αξιολόγηση ενός ποιήματος από τον αναγνώστη (αλλά και από τον ίδιο τον δημιουργό του) δεν είναι αναγκαστικά πάντοτε η ίδια, γιατί εξαρτάται από την ψυχική διάθεση στην οποία βρίσκεται κανείς κάθε φορά που πάει να το ξαναδιαβάσει. Τα δημοφιλέστερα ποιήματα δεν είναι αναγκαστικά τα πιο καλά. Όχι, ούτε στην «οργισμένη ποίηση» πιστεύω. Η ποίηση δεν είναι εξόφληση λογαριασμών που έχει κανείς με τους άλλους, γιατί τότε είναι λιγότερο ποίηση και περισσότερο διαμαρτυρία.
• Ολοκληρωμένο είναι ένα ποίημα όταν αυτός που το έγραψε –μιλάμε πάντα για πραγματικούς ποιητές– αισθάνεται ότι είναι ένα οργανικό, δηλαδή αρμονικό σύνολο, στο οποίο τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί και από το οποίο τίποτα δεν μπορεί να αφαιρεθεί, χωρίς να το βλάψει. Ο τίτλος του άξιου ποιητή απονέμεται σε κάποιον από εκείνους που έχουν επαρκή αίσθηση του ποιητικού λόγου. Είναι, πιστεύω, αντιαισθητικό για έναν που εκδίδει ποιητικές συλλογές να δηλώνει ότι είναι ποιητής. Προσωπικά, πάντως, δηλώνω καταρχήν φιλόλογος.
• Το άσπρο χαρτί δεν είναι αντίπαλος, ούτε και σύμμαχος. Κατά τη γνώμη μου, ο ποιητής, όσο και να θέλει, δεν μπορεί να περιμένει την έμπνευση, γιατί αυτή τον επισκέπτεται όποτε θελήσει. Αυτό που κοινώς λέγεται, ότι «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» (ο Παλαμάς το λέει: «γράφοντας έρχεται η έμπνευση»), στον ποιητικό λόγο επαληθεύεται –και πιστεύω ότι αυτό εννοεί ο Παλαμάς– μόνο όταν η Μούσα τού σερβίρει το ορντέβρ – το οποίο είναι μια αίσθηση ρυθμού που βγάζει στην επιφάνεια κάποιες λέξεις ή μια αίσθηση κάποιων λέξεων που βγάζει στην επιφάνεια έναν ρυθμό. Έπειτα, αυτά τα δύο προχωρούν συγχωνευμένα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα σερβιριστεί οπωσδήποτε και το δεύτερο πιάτο. Αναφορικά μ' εμένα, προς το παρόν, όχι, δεν ετοιμάζω τίποτα ποιητικό. Αισθάνομαι ότι η Μούσα με έχει ξεχάσει.
• Δεν θα έλεγα ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω αν δεν έγραφα ποιήματα, όπως βλέπω να επαναλαμβάνεται από πολλούς που δηλώνουν ποιητές. Βέβαια, η ποίηση είναι κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή μου, καταλαμβάνει πολύ χώρο, γιατί τυχαίνει να είμαι και μελετητής της. Αποκαλώντας την ποίηση «απροσδόκητο προσδοκώμενο», εννοούσα ότι η προσδοκία δεν είναι συνειδητή. Για έναν που γράφει ποιήματα και δεν πιστεύει ότι η έμπνευση μπορεί να έρθει κατά βούλησιν, η προσδοκία της δεν απαιτεί χρόνο. Είναι ό,τι υποδηλώνει η λέξη «απροσδόκητο»: υποσυνείδητη.
• Ούτε «ειρωνικός», ούτε «ερωτικός» ποιητής είμαι, όπως με έχουν κατά καιρούς χαρακτηρίσει. Μάλλον ένα μείγμα αυτών των δύο. Καθώς δεν μου αρέσει η διάχυση του συναισθήματος –αποστρέφομαι τη μελοδραματικότητα– και ως πραγματιστής κοιτάζω τη ζωή, όσο μπορώ, από μια απόσταση, πράγμα που σε πολλές περιπτώσεις γεννά ειρωνικά αισθήματα, είναι αναπόφευκτο να κοιτάζω τον έρωτα, αλλά και πολλά άλλα πράγματα, από μια ειρωνική σκοπιά.
• Το χιούμορ είναι η άλλη όψη της ειρωνείας και ο σαρκασμός, ο απαλλαγμένος από την κακοήθεια, είναι η ειρωνεία στον έσχατο βαθμό της. Δύο βήματα πριν από τον σαρκασμό είναι το συμπονετικό σκώμμα. Την ποίηση πρέπει να την παίρνουμε στα σοβαρά, όχι όμως τόσο ώστε να μη μας παίρνουν στα σοβαρά όσοι γνωρίζουν από ποίηση. Μια ποιητική συλλογή μου με τίτλο Στέφανος ασχολείται με αυτό το θέμα (ο τίτλος με δίσημη έννοια: στεφάνι στο μέτωπο άξιων ποιητών και στεφάνι στον τάφο ποιητών υποτιθέμενων). Η συλλογή αποτελείται από επιτύμβια επιγράμματα σε τάφους φανταστικών ποιητών που έπαιρναν (και παίρνουν) πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους. Ένα από τα επιγράμματα βρίσκεται στον τάφο του Πάτροκλου Γιατρά, ποιητή, το όνομα του οποίου είναι γνωστό σε όσους γνωρίζουν τα ποιητικά μας πράγματα ότι αποτελεί ποιητικό μου προσωπείο.
• Θα ίσχυε η βεβαιότητα ότι οι Έλληνες «είμαστε λαός ποιητών» αν οι πραγματικοί ποιητές δεν ήταν στον τόπο μας πολύ λιγότεροι από αυτούς που εννοεί η φράση, και αν το ίδιο δεν ίσχυε και για πολλούς άλλους λαούς που καυχώνται επειδή τα κείμενα με μορφή και φιλοδοξία ποιητική που κυκλοφορούν στη χώρα τους είναι πολλά. Το ακριβές είναι, αν σκεφτούμε αναλογικά, ότι είμαστε λαός μεγάλων ποιητών (μιλώ για τη νεοελληνική ποίηση). Με τη λέξη «αναλογικά» εννοώ πληθυσμιακά και σε σύγκριση με τις ιστορικές συνθήκες άλλων ευρωπαϊκών λαών. Έχουμε δέκα μεγάλους, ευρωπαϊκών διαστάσεων, ποιητές (Χορτάτσης, Κορνάρος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος), που πιστεύω ότι δικαιολογούν την άποψή μου. Και, ναι, υπάρχει και σήμερα καλή ποίηση στην Ελλάδα.
• Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που το επάγγελμά μου (καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας) συμπίπτει με αυτό που επιθυμεί να κάνει τις ελεύθερές του ώρες ένας που γράφει ποιήματα: να μελετά τη λογοτεχνία. Η διδασκαλία της λογοτεχνίας σε πανεπιστημιακό επίπεδο απαιτεί γνώση όχι μόνο του λογοτεχνικού φαινομένου αλλά και της ζωής. Το φοιτητικό ακροατήριο θέλει από τον διδάσκοντα να έχει ξεκάθαρες απόψεις γι' αυτό που διδάσκει και οι απόψεις αυτές βελτιώνουν τον τρόπο γραφής για έναν που γράφει ποιήματα. Δεν αισθάνομαι ότι ισχύει –τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση– αυτό που λέγεται, ότι ένα επάγγελμα διαφορετικό από εκείνο των γραμμάτων θα πρόσφερε πλουσιότερες εμπειρίες ζωής ως υλικό για ποιητική έκφραση.
• Όσον αφορά τις ποιητικές μεταφράσεις, η άποψή μου διαφέρει από εκείνη που επικρατεί σήμερα στον τόπο μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι πρωτότυπη. Απεναντίας, είναι η παραδοσιακή: είναι ο τρόπος με τον οποίο μετέφραζαν τα ποιήματα οι ποιητές των εποχών (μιλάμε για αιώνες) του έμμετρου στίχου. Η ποίηση πρέπει να μεταφράζεται σε ποίηση, και όχι κατά λέξη. Την αλλαγή επέφερε η απόλυτη σχεδόν επικράτηση του ελεύθερου στίχου, ο οποίος θεωρήθηκε από τους νεότερους μεταφραστές ότι δεν έχει προσωδιακούς καταναγκασμούς και ότι γι' αυτό μεταφράζεται ευκολότερα. Σήμερα μεταφράζουν ακόμα και τα ποιήματα των εποχών του έμμετρου στίχου σε ελεύθερο στίχο και χωρίς ομοιοκαταληξία, δηλαδή σε πεζό λόγο. Η πραγματική μετάφραση της ποίησης είναι ποιητική δημιουργία. Ανήκει στο ποιητικό έργο του ποιητή-μεταφραστή. Όσο για τις δικές μου μεταφράσεις, τις περιλαμβάνω, όπως και οι παλαιότεροι ποιητές, στις ποιητικές συλλογές μου ως αναπόσπαστο μέρος τους. Με ικανοποιούν περισσότερο δύο: ένα τρυφερό σονέτο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες («Ο ερωτευμένος») και ένα χιουμοριστικό ποίημα του Άγγλου ποιητή Γκάβιν Γιούαρτ («Η δεξίωση»), ερωτικό κι αυτό, αλλά ακριβώς αντίθετο από του τύπου της Ουρανίας Αφροδίτης, στην οποία θύει ο Μπόρχες. Μόλις τελείωσα τη μετάφραση του Ιππία, της ιταλικής τραγωδίας του Κάλβου, που σώθηκε ημιτελής, κι έχω αρχίσει να γράφω την εισαγωγική μελέτη του έργου. Θα περιληφθούν στον επόμενο τόμο των Απάντων του Κάλβου (στον τόμο των αδημοσίευτων ποιητικών έργων του) που εκδίδονται από τις εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη.
• Η επαναλαμβανόμενη κατά καιρούς ρήση «κινδυνεύει η γλώσσα μας» δεν έχει καμία ισχυρή βάση. Απεναντίας, η βάση στην οποία στηρίζεται η σημερινή νεοελληνική είναι ισχυρή και θα έπρεπε να μας κάνει να μην ανησυχούμε, αρκεί μόνο να τη στηρίζουμε, γιατί μπορούμε να αντλούμε αποθέματα από αυτήν. Εννοώ την πολυαίωνη γλωσσική μας διαχρονία. Διάβασα πρόσφατα μια πρόταση για τη θεραπεία της γλωσσικής αδυναμίας των νέων, τη διδασκαλία της καθαρεύουσας. Αλήθεια, ποιας καθαρεύουσας; Υπάρχουν πολλές μορφές καθαρεύουσας από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τα μέσα του 20ού. Όλες απορρέουν από την εισαγωγή, κατά τη δεκαετία του 1830, της διδασκαλίας της αττικής διαλέκτου. Αυτή μπορούμε να την έχουμε ως υπόβαθρο για τη στήριξη της βάσης. Διάβασα πρόσφατα ότι αποφασίστηκε η διδασκαλία της αγγλικής στο... νηπιαγωγείο. Πιστεύω ότι η σωστή διδασκαλία της αττικής, σε όλες τις τάξεις της μέσης εκπαίδευσης, θα κρατήσει σταθερή τη βάση της γλώσσας μας, βοηθώντας τη να προστατευτεί από τυχόν εσωτερικές και εξωτερικές απειλές.
• Δεν θα έλεγα ότι νιώθω υπερήφανος για κάτι απ' όσα έγραψα ή έκανα. Η λέξη «υπερήφανος» είναι επικίνδυνη και θα πρέπει κάποιος που τη χρησιμοποιεί για τον εαυτό του να προσέχει μήπως θεωρηθεί υπερφίαλος ή εκτός πραγματικότητος. Ούτε και αισθάνομαι ευτυχής – θα προτιμούσα το ευχαριστημένος. Είμαι ευχαριστημένος για τα ποιητικά και κριτικά μου βιβλία και δεν θλίβομαι αν κάποια από αυτά με ικανοποιούν λιγότερο από τα βιβλία μου που θεωρώ περισσότερο επιτυχημένα. Ναι, υπάρχουν και πράξεις μου για τις οποίες μετάνιωσα (σε ποιον δεν υπάρχουν;), αλλά δεν λυπάμαι για πράγματα που δεν κατόρθωσα, γιατί καλό είναι να γνωρίζει κανείς τις δυνατότητές του.
Το βιβλίο του Νάσου Βαγενά «Η λογοτεχνία στο τετράγωνο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου