..............................................................
Ένα Γράμμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη από τον Βασίλη Βασιλικό
Ένα Γράμμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη από τον Βασίλη Βασιλικό
Δεκέμβριος 1960
ΑΓΑΠΗΤΕ μου Ἀλέξανδρε,
στὴν πόλη αὐτὴ ἀπ’ ὅπου σοῦ γράφω τώρα αὐτὸ τὸ γράμμα, καὶ δέξου το σὲ παρακαλῶ σὰν μιὰ ἀπειροελάχιστη ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ τὸ ἔργο σου πού, ἐδῶ στὴν ξενιτιά, εἶναι ἡ μόνη πατρίδα ποὺ ἔχω καὶ περνῶ ἀπὸ τὸ ἕνα διήγημα στὸ ἄλλο ὅπως ἐσὺ περνοῦσες ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο ἀκρογιάλι τοῦ νησιοῦ σου, λοιπὸν στὴν πόλη αὐτὴ ποὺ τὴ λὲν Καγιούγκα, ἕξι ὧρες μὲ τὸ αὐτοκίνητο ἀπὸ τὴ Νέα Ὑόρκη, ἔφτασα προχτές. Ταξιδεύαμε νύχτα καὶ σ’ ὅλο τὸ δρόμο ἐνῶ τὸ ραδιόφωνο τοῦ αὐτοκινήτου ἔπαιζε χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μερικοὺς τοὺς ἤξερα, κι ἔβλεπα ἔξω ἀπ’ τὸ παράθυρο τὰ μικρὰ σπίτια τῆς ἐξοχῆς, ὅλα φωτισμένα μὲ γιρλάντες ἀπὸ φῶτα, μὲ δέντρα χριστουγεννιάτικα στὰ κάδρα τῶν παραθυριῶν. Μερικὰ εἶχαν ὁλόκληρη τὴ σκηνὴ τῆς Γέννησης ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες τους. Εἶχε χιονίσει, μὲς στὸ πυκνὸ σκοτάδι τοῦ παγετώνα, μοιάζαν παραμυθένια. Μὰ περισσότερο ἀπ’ ὅλα ἐκείνη τὴ στιγμὴ νοσταλγοῦσα τὰ κάλαντά σου: «Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου, ἐβγᾶτε, ἀκοῦστε, μάθετε τώρα ὁ Χριστὸς γεννιέται».
Ἡ πόλη «εἶναι ἄσπρη σὰν τὸν Ἔλυμπο, σὰν τ’ ἄσπρο περιστέρι». Μικρή, σπιτίσια, ἴσως καὶ μικρόχαρη, εἶναι «ὁλόγυρα στὴ λίμνη» ποὺ ὅμως δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴ λίμνη ποὺ περιγράφεις ἐσὺ στὸ ὁμώνυμο διήγημά σου. Τούτη ἡ λίμνη ἡ Καγιούγκα, ἀπ’ ὅπου κι ἡ πόλη τράβηξε τ’ ὄνομά της, δὲν ἔχει δυὸ οὐρανοὺς οὔτε «καλαμώνας σειόμενους ὑπὸ τοῦ ἀνέμου», οὔτε καὶ «βρύα, λύγους καὶ ἀσφόδελους ποὺ ἀπέζουν ἐκ τοῦ ἕλους τῆς λίμνης καὶ ἐκ τοῦ λίπους τοῦ βάλτου κλίνοντα τὰς χθαμαλὰς κορυφάς των πρὸς τὸ ὕδωρ, ὡς ν’ ἀπέδιδον εἰς τὴν λίμνην τὴν ὀφειλομένην εὐγνώμονα ὑπόκλισιν». Τούτη ἡ λίμνη εἶναι ἕνα ἀδάμαστο θεριὸ καὶ τὰ λιγοστὰ σπίτια τῆς πόλης μιὰ χαψιὰ μπροστὰ στὸ ἀδηφάγο στόμα της. Εἶναι μιὰ προέκταση ἄλλων λιμνῶν ποὺ ἐπικοινωνοῦν ὅλες μεταξύ τους ὑπογείως κι αὐτὸ τὸ συμπεραίνουν ἀπὸ τὸ ὅτι δὲ βρίσκονται ποτὲ στὸν πυθμένα τους τὰ πτώματα τῶν πνιγμένων. Τὴν εἶδα γιὰ πρώτη φορὰ παγωμένη. Πάνω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ καθρέφτη της εἶχαν χαραχτεῖ γιὰ πάντα τὰ τελευταῖα ρεύματα τῶν νερῶν. Κι ὡστόσο ἡ ἀπάτη φάνηκε ὅταν πῆγα νὰ πατήσω ἐπάνω του, ἐμπιστευόμενος, εὐτυχῶς, πρῶτα τὸ ἕνα μου πόδι: ὁ πάγος τότε ὑποχώρησε ξαφνικὰ καὶ βρέθηκα μὲ τὴν ἁρπάγη ἑνὸς βάρβαρου θεριοῦ στὸν ἀστράγαλο ποὺ ζητοῦσε νὰ μὲ ρουφήξει ὅλον μέσα. Πιὸ πέρα, μὲς στοὺς βράχους τῶν βουνῶν καὶ τὰ πανύψηλα δέντρα τους, ἦταν οἱ καταρράχτες. Ὁ καταρράχτης ἀπὸ μακριὰ ἔχει τὴν ὀμορφιά του. Ἀλλὰ ἀπὸ κοντὰ δέχεσαι τὴ βουή του σὰν μιὰ μπουνιὰ στὸ στομάχι σου καὶ θέλεις νὰ τὸν κλοτσήσεις μὲ τὸ πόδι σου. Τὰ τύμπανά σου ὁλόκληρα δὲν τὸ χωρᾶν, ὅπως ἕνα ἐκκλησάκι, Ἀλέξανδρε, δὲ δέχεται ἕνα ὁλόκληρο χωριὸ κάτω ἀπ’ τὶς στενὲς καμάρες του. Ἔτσι δὲν εἶναι; Κι ἔνιωθα στεγνός, παρ’ ὅλο ποὺ βρεχόμουνα καὶ τὰ κόκαλά μου γίναν εὔθραυστα, σὰν ξερόκλαδα κι εἶδα τὸ κορμί μου λίπασμα γιὰ τὴν ἀνύπαρκτη γῆ. Ὡστόσο ἐκεῖνο ποὺ μὲ τρόμαξε περισσότερο ἦταν κάτι γιγάντιοι σταλακτίτες ποὺ κρεμόταν ἔξω ἀπ’ τὶς σπηλιές, μὲ φόντο τὸ μαῦρο. Μοῦ φάνηκαν ξαφνικὰ σὰν λαξευτικὰ σύνεργα κυκλώπων, σὰν μπράτσα σοῦπερ μίστερ ἀμέρικα ποὺ ἀτρόφησαν στὰ δάχτυλα ἀλλὰ ποὺ κράτησαν ὅλη τὴν ἀρχική τους δύναμη στὰ ποντίκια.
Ὅταν σήμερα τὸ πρωὶ μπαίνοντας τυχαῖα σ’ ἕνα ἑστιατόριο γιὰ νὰ φᾶμε, μαζὶ μὲ τὴν Πόπη, τὴν ἀρραβωνιαστικιά μου, γνώρισα Ἀλέξανδρε, ποιὸν νὰ φανταστεῖς, ναὶ τὸ Χριστοδουλή, αὐτὸ τὸ παράξενο παιδὶ ποὺ λὲς στὸ διήγημά σου «Ὁλόγυρα στὴ Λίμνη» ὅτι ἔπεσε δυὸ φορὲς στὸ νερό της, τὴ μιὰ γιὰ νὰ σκαλώσει σ’ ἕνα νιοβάφτιστο καράβι «δὶς καὶ τρὶς τὸν ἐμπόδισαν μετ’ αὐστηρότητος πότε ὁ πρωτομάστορης, πότε εἷς τῶν μαραγκῶν» ὁπότε «τί νὰ κάμῃ τότε καὶ αὐτός, ἀφοῦ δὲν ἠξιώθη ν’ ἀναβῇ ἐγκαίρως εἰς τὸ πλοῖον, ἀπαρηγόρητος ριφθεὶς εἰς τὴν θάλασσαν, ἀκολουθήσας τὸ σκάφος καὶ ἡ καρδία σου» λὲς σ’ αὐτὸν ποὺ ἀπευθύνεται τὸ διήγημά σου, «ἠσθάνθης πικρὸν νυγμὸν ζηλοτυπίας καὶ ἡ καρδία σου ἐπληγώθη ἀπὸ τὸ παιδαριῶδες τοῦτο κατόρθωμα τοῦ πτωχοῦ Χριστοδουλῆ» καθὼς τὴν ἄλλη φορὰ ποὺ ρίχτηκε πάλι στὸ νερὸ «χωρὶς νὰ διστάσει, μὲ τὸ ὑποκάμισον καὶ τὴν περισκελίδα, τὰ ὁποία ἀπετέλουν πάντοτε ὅλην τὴν ἐνδυμασίαν του, ἐκπηδήσας ἀπὸ τὸν καλαμῶνα ἀπροσδοκήτως, θαυμασίως γιὰ νὰ σώσει τὴ βάρκα τῆς ὡραίας Πολυμνίας». Καὶ τελειώνεις τὸ διήγημα μὲ αὐτὲς τὶς γραμμές. «Καὶ ὁ Χριστοδουλής; Ἔγινε ναυτικὸς περίφημος, ἀλλ’ ἀπὸ ἐτῶν δὲν ἤκουσες τί περὶ αὐτοῦ. Ἴσως νὰ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀμερικήν, καθὼς τόσοι ἄλλοι». Κι ἐδῶ ἀκριβῶς Ἀλέξανδρε, τὸν βρῆκα καὶ νὰ πῶς.
Τὸ γκαρσόνι τοῦ ἑστιατορίου ἀκούγοντάς μας νὰ μιλᾶμε μὲ τὴν Πόπη ἑλληνικά, μᾶς εἶπε ὅτι ὁ «μπόσης» ἦταν Ἕλληνας, ἀπὸ τὴ Σκιάθο. Καθόταν στὸ γκισέ, ἕνας κοτσονάτος γέρος, ἀχέπας, καὶ μοῦ μιλοῦσε χωρὶς νὰ σταματήσει νὰ χτυπᾶ στὸ μηχάνημα νούμερα φανταστικά. Τὸν ρώτησα πῶς λεγότανε καὶ μοῦ εἶπε Χριστοδουλὴς Παπαδόπουλος, ἀλλὰ ἐδῶ γιὰ λόγους συντομίας τὸ ἔκανε Κρὶς Πάπας. Στὴν ἀρχή, γιὰ νά ‘μαι εἰλικρινής, δὲ σὲ σκέφτηκα. Ἀλλὰ ἔπειτα φωτίστηκε τὸ μυαλό μου. Τὸν ρώτησα ἂν σὲ ἤξερε καὶ μοῦ ἀπάντησε πὼς βέβαια σὲ θυμόταν ἀχνὰ «καλὸς ψάλτης ὁ Ἄλεξ». Θυμόταν καὶ τὶς ἀδελφές σου ποὺ τοῦ δίνανε πάντοτε φρέσκα καρύδια μέσα ἀπ’ τὶς μεγάλες τσέπες τους. Τὸν ρώτησα γιὰ νὰ βεβαιωθῶ ἂν ἦταν ποτὲ ναυτικός. Ναί, μοῦ ἀπάντησε, ἀπὸ ναυτικὸς ξεκίνησε, ἀλλὰ μιὰ μέρα βαρέθηκε τὶς θάλασσες καὶ πήδηξε ἀπ’ τὸ καράβι. Σκαστὸς καὶ λαθραῖος γιὰ πολὺ καιρὸ κατάφερε νὰ κάνει ἕναν εἰκονικὸ γάμο γιὰ νὰ πάρει τὴν ὑπηκοότητα. Μετὰ κάλεσε τὴν κοπέλα ἀπ’ τὸ χωριό του καὶ παντρευτήκανε ἐδῶ. Δούλεψαν κι οἱ δυὸ σκληρά. «Στὰ χρόνια τοῦ ντιπρέσιο» μοῦ εἶπε «περάσαμε μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου». Πουλοῦσε σάντουιτς στὴν ἀρχὴ σὲ μιὰ ἄλλη πόλη καὶ μὲ τὰ σάντουιτς ἔπιασε λεφτὰ καὶ μ’ αὐτὰ τὰ λεφτὰ ἄνοιξε ἕνα μικρὸ μαγαζάκι κι ἀπὸ τὸ μαγαζάκι ἔφτασε τώρα νά ‘χει καὶ τὰ τρία ἑστιατόρια στὴν Καγιούγκα δικά του. Κι εἶναι πολὺ περήφανος γιὰ τὰ λεφτά του. Σ’ ἕναν τοῖχο τοῦ μαγαζιοῦ κρέμεται ἕνα μεγάλο ρολόι ποὺ οἱ δεῖχτες του δὲ δείχνουν ἀριθμοὺς ἀλλὰ τὸ δωδεκάθεο τῶν γραμμάτων τοῦ ἐκλατινισμένου ὀνόματός του: Chriss Pappas. Μοῦ παραπονέθηκε ἔπειτα ὅτι οἱ συγγενεῖς του ἀπ’ τὸ νησὶ δὲ μένουν ποτὲ εὐχαριστημένοι μὲ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ δέματα ποὺ τοὺς στέλνει κι ὅλο τοῦ ζητοῦν περισσότερα. «Νομίζουν ἐκεῖ κάτω», μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά, «ὅτι ἐδῶ τὰ ντόλαρς πέφτουν ἀπ’ τὸ σκάι. Δὲν ξέρουν ὅτι δουλεύουμε ὂλ ντέι λόγκ, ἐνῶ ἐκεῖνοι κάθονται στοὺς καφενέδες...». Τὸ νησί του τὸ φανταζόταν ἀκόμα χωρὶς ἠλεκτρισμό. Ἀπὸ τότε ποὺ μίσεψε δὲν ξαναπῆγε. «Θά ‘θελα νὰ ξαναπάω», πρόσθεσε «ἀλλὰ μονάχα γιὰ βίζιτ. Ἐδῶ ἡ δουλειὰ μᾶς χρειάζεται ὂλ ντέι λόγκ». Κι ὕστερα μᾶς προσκάλεσε νὰ πᾶμε στὸ σπίτι του τὴν ἄλλη μέρα. Πρὶν φύγουμε μὲ ρώτησε τί σπουδάζω ἐδῶ στὴν Ἀμερική. «Τηλεόραση», εἶπα κι ὅπως δὲν ἔδειξε ὅτι καταλάβαινε γιὰ τί πράγμα τοῦ μιλοῦσα, διόρθωσα: «Τελεβίζιον». «Ὢ γκούντ, γκούντ» ἀναφώνησε κι ἡ μηχανὴ σημάδεψε δεκαπέντε δολάρια. «Γκοὺντ νάιτ» εἶπα καὶ μὲ τὴν Πόπη βγήκαμε ἔξω στὴν παγερὴ νύχτα τῆς ἄγνωστης αὐτῆς πόλης, ἐνῶ θυμόμουνα τὸν ἄλλον Χριστοδουλή, αὐτὸ τὸ παράξενο παιδὶ ποὺ περιγράφεις στὸ διήγημά σου, μὴν μπορώντας νὰ πιστέψω ὅτι ἔγινε αὐτὸς ὁ γέρος, ἐκεῖνο τὸ παιδὶ «ἐκπηδήσαν ἀπὸ τὸν καλαμώνα ἀπροσδοκήτως, θαυμασίως, ὡς τελευταῖον ἀπομεινάριον ἀρχαίας θεότητος, λιμναίας καὶ ὑδροβίου ἄγνωστον καὶ νοθογενές, διαιτώμενον ἐκεῖ εἰς τοὺς καλαμώνας, διαφυγὸν τὴν προσοχὴν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ποὺ ἐρρίφθη κολυμβῶν εἰς τὴν λίμνην καὶ μὲ δέκα εἰρεσίας τῶν χειρῶν, μὲ ἄλλα τόσα λακτίσματα τῶν ποδῶν, μὲ τὴν κοιλίαν θίγουσαν κάποτε εἰς τοὺς βάλτους, ἔφθασεν εἰς τὸ μέρος ὅπου εἶχε ἐμπλακεῖ ἡ βάρκα τῆς Πολυμνίας».
Τὴν ἄλλη μέρα πήγαμε στὸ σπίτι του. Τὸ σπίτι εἶναι στὴν ἀνηφοριά, μὲ θέα πάνω στὴν παγωμένη λίμνη. Ἔχει ὅλα τὰ κομφόρ: πικὰπ καὶ ἔγχρωμη τηλεόραση καὶ ἕνα τρίπατο ψυγεῖο. Ἡ γυναίκα, ἀπὸ τὴ Σκιάθο κι αὐτή, εἶναι ἐγγονὴ τοῦ μπαρμπα-Λούκα, καὶ τρίτη ξαδέλφη τῆς Πολυμνίας. Θὰ τὴ θυμᾶσαι. Τώρα βέβαια εἶναι μιὰ συμπαθέστατη ἡλικιωμένη γυναίκα, μὲ μεγάλα λυπημένα μάτια καὶ μὲ γκρίζα μαλλιά. Καὶ ζεῖ ὁλομόναχη στὸ ἄδειο σπίτι καθὼς τὰ παιδιά της παντρεύτηκαν, δυὸ κόρες κι ἕνας γιὸς καὶ ζοῦν σὲ ἄλλες πολιτεῖες. Μονάχα ἡ μιὰ κόρη τους πῆρε ἕνα βέρο Ἀμερικάνο καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴ συγχώρεσε ἀκόμα ὁ Κρίς. Ἡ μάνα ὅμως ἔχει τὴ φωτογραφία της μὲς στὸ σαλόνι. Ἡ ἴδια περνάει τὶς περισσότερες ὧρες της βλέποντας τηλεόραση, καθὼς τὸ κρύο τῆς ἀπαγορεύει νὰ βγεῖ. «Ξέρετε» μᾶς λέει «χιονίζει πολὺ ἐδῶ στὴν Καγιούγκα». Τὴ ρώτησα ἂν ἤθελε νὰ γυρίσει πίσω στὸ νησί. Ἤθελε ναί, ἀλλὰ ὄχι γιὰ πάντα. Ἀκόμα κι ἡ Ἀθήνα δὲν τῆς ἄρεσε. Ἔχει ἄλλωστε ἀγαπήσει τὸ μέρος. «Κι ἔχει ὅλες τὶς ἀνέσεις». Μᾶς πρόσφερε κυδώνι γλυκὸ καὶ ρακὶ ἀπ’ τὴν πατρίδα.
Καὶ σύ, Ἀλέξανδρε, «φιλοσοφεῖς ὡς ἐγὼ καὶ οὐδὲν πράττεις».
*Πρώτη δημοσίευση: Ἀπό τη συλλογή διηγημάτων "Ἀναμνήσεις ἀπό τον Χείρωνα", Διηγήματα, Βιβλιοπωλεῖο τῆς «Ἑστίας», Ἰ.Δ. Κολλάρου, Ἀθήνα 1974. Μέσω του bonsai stories flash fiction, ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα, από το λογοτεχνικό περιοδικό Πλανόδιον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου