..............................................................
«Εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά...»
Όταν ο ρατσιστικός και γενικότερα ο ακροδεξιός λόγος δεν κανονικοποιούνται απλώς αλλά γίνονται κομμάτι μιας δυσοίωνης καθημερινότητας.
γράφει ο Θοδωρής Αντωνόπουλος (www.lifo.gr, 28.11.2023)
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: Μπαίνω να παραγγείλω φαγητό σε πακέτο στο εστιατόριο της γειτονιάς, τους ιδιοκτήτες του οποίου τους γνωρίζω από μικρά παιδιά (είναι ξαδέλφια) και αν κάποιος με ρωτούσε θα έλεγα γι' αυτούς τα καλύτερα λόγια – καλά παιδιά, δουλευταράδες, τίμιοι, «νοικοκύρηδες». Τα πολιτικά τους πιστεύω τα αγνοώ, είναι αλήθεια, θα μπορούσαν να είναι από εκείνους τους ΠΑΣΟΚογενείς κεντροαριστερούς που στην πορεία κατέληξαν κεντροδεξιοί, δύσκολα ωστόσο θα τους χαρακτήριζα «μαύρη αντίδραση».
Δεν θυμάμαι πώς η κουβέντα που πιάσαμε πήγε στους μετανάστες, αλλά σύντομα διαπιστώνω ότι έχουν θέμα με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες και ειδικά με τους «σκούρους» από Πακιστάν, Μπαγκλαντές κ.λπ. Γιατί; Γιατί δεν πληρώνουν φόρους, παίρνουν ένα σωρό επιδόματα, αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της χώρας, αυξάνουν την εγκληματικότητα. Το χειρότερο, είναι μουσουλμάνοι και δεν αφομοιώνονται, αντίθετα με τους Αλβανούς που, ναι, στο φτύσιμο τους είχαμε κι αυτούς (δεν το είπαν ακριβώς έτσι αλλά αυτό καταλάβαινες), όμως «είδες πώς πρόκοψαν».
Έχω ήδη αρχίσει να παίρνω ανάποδες, αλλά λέω απλά «και αν αύριο φύγουν όλοι αυτοί από τη χώρα, ποιος θα σου δουλεύει στο μαγαζί;». Και μάλιστα –συνέχισα από μέσα μου– με τις συνθήκες που εσύ θες, δηλαδή μισθό κάτω του βασικού για μίνιμουμ δώδεκα ώρες εργασία, έξι μέρες την εβδομάδα, με την γκρίνια σου αποπάνω; (το κατάστημα απασχολεί τουλάχιστον τέσσερις Πακιστανούς, από το μαγειρείο μέχρι τα ντελίβερι). Με κοίταζαν σαν χάνοι.
Έχω αρχίσει να παίρνω ανάποδες, αλλά λέω απλά «και αν αύριο φύγουν όλοι αυτοί από τη χώρα, ποιος θα σου δουλεύει στο μαγαζί;». Και μάλιστα –συνέχισα από μέσα μου– με τις συνθήκες που εσύ θες, δηλαδή μισθό κάτω του βασικού για μίνιμουμ δώδεκα ώρες εργασία, έξι μέρες τη βδομάδα, με την γκρίνια σου αποπάνω;
Σκηνή δεύτερη
Μπαίνω στο συνοικιακό μανάβικο για φρούτα. Μεγάλη, επιτυχημένη οικογενειακή επιχείρηση που «τρέχουν» δυο αδέλφια, χρόνια γείτονες κι αυτοί, που ιδέα δεν έχω τι ψηφίζουν, αλλά τον πατέρα τους, έναν λεβεντόγερο που οδηγεί τσοπεριά, τον έχω για «προχώ». Δούλεψαν όλοι τους σκληρά για να γίνουν όνομα και τα κατάφεραν. «Νοικιάστηκε το διπλανό σου σπίτι;» με ρωτούν. Ναι, απαντώ, θα μείνει μια οικογένεια με καταγωγή από Αλβανία.
«Α πα πα, να τους προσέχεις, δεν είναι άνθρωποι εμπιστοσύνης… Δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν Αλβανό σωστό», κάνει ο ένας. Αυτός δεν έχει ξεπεράσει καν τον ρατσισμό απέναντι στους Αλβανούς που τον θεωρούμε πια passé, που όσοι κατάφεραν να ριζώσουν εδώ έχουν πια γίνει «σαν τα μούτρα μας», δεν θέλω καν να ξέρω τι σκέφτεται για τους Ασιάτες υπαλλήλους που επίσης απασχολεί. «Οι σωστοί και οι λάθος άνθρωποι δεν έχουν συγκεκριμένη εθνικότητα», τολμώ να πω. Με κοιτάζει λίγο περίεργα και συνεχίζει το τροπάρι του – «ξέρω που σου λέω».
Γιατί μπορεί ο ίδιος θέμα βιοπορισμού να μην έχει –καθόλου μάλιστα, μια χαρά πάει το μαγαζί–, το πρόβλημά του όμως είναι μια Αλβανίδα που διατηρούσε ένα συμπαθητικό φαγάδικο στην περιοχή, ώσπου μετακόμισε προ ετών οικογενειακώς στο Λονδίνο, καθώς μου λέει, άνοιξε ένα εστιατόριο με ελληνική κουζίνα που έπιασε για τα καλά και τώρα έχει τρία. «Χέστηκε στο τάλιρο παριστάνοντας την Ελληνίδα, μέχρι ζωντανή ελληνική μουσική έβαλε μέσα, όλοι αυτό κάνουνε, αρμέγουν την Ελλάδα (φαντάζομαι ότι εννοούσε πως με απάτες κι επιδόματα τα κατάφερε όλα αυτά) και μετά πάνε να κάνουν το ίδιο αλλού, κοροϊδεύοντας τον κόσμο».
Θα μπορούσα να του πω ότι λέει «πίπες», ότι η ξένη γυναίκα δεν πρόκοψε στην καμπούρα του, ότι για να διαπιστώσει πόσο καλοδεχούμενοι είναι οι ξένοι στη χώρα αυτή, ακόμα και εκείνοι που έχουν ίδιο χρώμα, ίδιες γεύσεις, ίδια θρησκεία αρκετοί από αυτούς και ίδια πάνω-κάτω κουλτούρα με μας, ας ρωτήσει την εν λόγω οικογένεια γιατί ο γιος, παρότι γεννήθηκε εδώ, έβγαλε το ελληνικό σχολείο και φέτος, που κλείνει τα 18, εξακολουθεί να στερείται την ελληνική υπηκοότητα.
Την οποία άλλωστε ούτε οι γονείς του έχουν αξιωθεί ακόμα και όχι επειδή δεν θέλουν ή δεν το κυνηγάνε. Ότι στις εξετάσεις που απαιτούνται για την απόκτησή της και στις λοιπές απίθανες προϋποθέσεις που εμπνεύστηκε ο Βορίδης θα κοβόταν πιθανότατα και ο ίδιος, όσο «Ελληνάρας» κι αν είναι, αλλά μάλλον θα ήταν μάταιος κόπος. Ή απλώς δεν διαθέτω –κακώς;– τις αντοχές.
Σκηνή τρίτη
Στα αποδυτήρια του γυμναστηρίου ιδιωτικός υπάλληλος γύρω στα 45, «απολιτίκ» οικογενειάρχης, λέει για τον Κασσελάκη «που βγήκε στον Χατζηνικολάου με τον σύζυγό του». Και μέμφεται τους γκέι επειδή δεν τους φτάνει να «κάνουν τη φάση τους χωρίς να τους ενοχλεί κανείς» (αυτό τουλάχιστον φαίνεται να το έχει εμπεδώσει ή έτσι προφασίζεται) αλλά θέλουν «γάμους και παιδιά», με τη δική του καούρα να είναι πώς θα μεγαλώσει «φυσιολογικά» ένα παιδί χωρίς το πατρικό και το μητρικό πρότυπο.
«Το παρακάνανε με τα αιτήματά τους, τι θέλουν δηλαδή, να γίνουμε όλοι ένα μπέρδεμα, φυσιολογικοί και μη;» «Κάθε άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να αναζητήσει τη δική του ευτυχία», με προλαβαίνει ένας 16χρονος πιτσιρικάς, κάθε άλλο παρά ΛΟΑΤΚΙ+ κιόλας, από όσο γνωρίζω. «Κι εγώ εξάλλου με τη μάνα μου μεγάλωσα», συμπληρώνει. Ο τύπος μαζεύεται, αλλά ανάθεμα κι αν άλλαξε γνώμη.
Οι τρεις παραπάνω σκηνές αφορούν τρία απανωτά περιστατικά εκφοράς ρατσιστικού λόγου από ανθρώπους που δεν θα τους έλεγες «βαμμένους» ακροδεξιούς σε ένα μόλις τριήμερο σε μια «καλή» αθηναϊκή γειτονιά με μεγάλο αριθμό μεταναστών εδώ και πολλά χρόνια. Από ανθρώπους που αν τους αποκαλούσες ρατσιστές θα το αρνούνταν κατηγορηματικά και θα παρεξηγούνταν.
Δεν είναι μετά να απορείς ποιοι είναι όλοι αυτοί που ψηφίζουν ακροδεξιά κόμματα ή πιέζουν με τον τρόπο τους τα μη ακροδεξιά κόμματα που ψηφίζουν να υιοθετήσουν τις θέσεις της ακροδεξιάς σε μια σειρά ζητήματα που ξεκινάνε από το μεταναστευτικό-προσφυγικό και φτάνουν μέχρι τον γάμο και την παιδοθεσία για όλους/-ες/-α.
Τέτοιοι «συνηθισμένοι» άνθρωποι σαν εκείνους που δέκα χρόνια πριν πριμοδοτούσαν τη Χρυσή Αυγή είναι πάνω-κάτω εκείνοι που έδωσαν την πρωτιά στον ακροδεξιό Βίλντερς στις πρόσφατες ολλανδικές κοινοβουλευτικές εκλογές –υπόψη κιόλας ότι μιλάμε για μια χώρα που θεωρείται ακόμα συνώνυμο της ανοιχτοσύνης, της ελευθεριότητας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων–, εκείνοι που εξέλεξαν τον ακόμα ακροδεξιότερο Μιλέι στην προεδρία της Αργεντινής, που θα ξαναψηφίσουν αύριο τη Λεπέν, τον Τραμπ, τον Όρμπαν, το AFD και τον «δικό μας» Βορίδη, ο οποίος, μαζί με τον Σαμαρά, προανήγγειλε «αντάρτικο» σε περίπτωση που η δική τους, η κατά βάση πούρα δεξιά, παρά τους φιλελεύθερους μπλε και πράσινους κόκκους, κυβέρνηση καταθέσει νομοσχέδιο για τον ομόφυλο γάμο.
Και το αν η κρίσιμη αυτή μάζα θα παγιωθεί στη φαιόχρωμη αυτή κατεύθυνση ή θα αλλάξει ρότα είναι ίσως το μεγαλύτερο σύγχρονο πολιτικό αλλά και πολιτισμικό στοίχημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου