..............................................................
έγραψε ο Δημήτρης Σαρρής (tvxs.gr, 9.11.2023)
Ο Δαβίδ δεν είχε κήπο, η οικογένεια του ήταν σκορπισμένη και του είπαν οι μεγαλοτσιφλικάδες της περιοχής να πάει και να μείνει στον κήπο του Χασάν. Ο Χασάν στην αρχή είπε «όχι», λογικό ήταν, γιατί είχε κάνει τα κουμάντα του, είχε τα δέντρα του, τις ρίζες του, το νερό του, το πηγάδι, τα ζώα του. Είχε μια ολόκληρη ζωή εκεί.
Ο Δαβίδ όμως ήρθε για να μείνει.
«Εδώ μου είπαν να έρθω. Εδώ ζούσαν κάποτε κάποιοι πρόγονοί μου. Άρα θα πρέπει να μου δώσεις χώρο στον κήπο σου. Θα είσαι κι εσύ εδώ και θα τα βρούμε, έχει χώρο για όλους. Έχουμε περάσει πολλά. Λυπηθείτε μας. Είμαστε διωγμένοι, εγώ και όλοι οι δικοί μου. Μόνο λίγη γη θέλουμε…».
Ο Χασάν γκρίνιαζε και αντέδρασε αλλά τελικά έκανε πίσω ακούγοντας και κάποιους από τους συγγενείς του. Το μεγαλύτερο μέρος του χωραφιού άλλωστε θα παρέμενε δικό του. Κανένας δεν θα τον κουνούσε από εκεί. Το νερό επίσης ήταν ανέκαθεν δικό του.
Η συμβίωση όμως με τον νεοφερμένο ήταν εξ αρχής δύσκολη. Ο Δαβίδ ζητούσε ήδη πιο πολλά από αυτά που του είχαν δώσει. Στην αρχή ήταν λίγο πιο διαλλακτικός, γιατί η οικογένειά του ήταν μικρότερη και δεν είχε και τα εργαλεία που έπρεπε για να κάνει τις δουλειές που ήθελε. Αλλά άλλαξε με τα χρόνια. Προς το χειρότερο. Άρχιζε να κλαδεύει κρυφά και να καταστραφεί τις σοδειές του γείτονα. Ύστερα έριξε φάρμακο στο πηγάδι του.
«Ε! Αυτό πήγαινε πολύ!».
Κάποιοι άλλοι γείτονες του Χασάν αλλά και ο ίδιος, αντέδρασαν, γιατί ήταν από το ίδιο χωριό και τον ήξεραν πολλά χρόνια. Έβλεπαν την αδικία και θέλησαν να υπερασπιστούν το Χασάν.
Όμως ο Δαβίδ δεν σταμάτησε τις πρακτικές του και μπήκε και στα δικά τους χωράφια με την πρόφαση την «αντίδραση στην επιθετικότητα» που είχε ο ίδιος προκαλέσει. Τη μία χάλασε κάποιους μπαξέδες στο κοινό σύνορο, έχτισε δικές του καινούριες αγροικίες μέσα στην αρχική έκταση, ύστερα προχώρησε και πήρε και από αυτούς ένα κομμάτι γης. Έβαλε φυλάκια και αγροφύλακες, έβαλε συρματόπλεγμα γύρω από αυτά που είχε ήδη πάρει… Τους απειλούσε, έστελνε τα σκυλιά στα κοπάδια τους…
«Για να ασφάλεια» τους είπε. «Για να μην μπαίνουν τα ζώα σας και τρώνε από τα σπαρτά μου.».
«Μα εσύ ήρθες εδώ απρόσκλητος, ζητάς και τα ρέστα;» απάντησε ο Χασάν.
Ο Δαβίδ απτόητος. Έπαιρνε όλο και περισσότερη γη από τον Χασάν, μέχρι που του πήρε και την παλιά αγροικία που είχε φτιάξει ο πατέρας του Χασάν και τον περιόρισε σε μια μικρή καλύβα , σε μια άκρη του χωραφιού, ακαλλιέργητη, απομονωμένη, χωρίς νερό…
«Θα σου δίνω εγώ να φας και θα σου λέω πότε μπορείς να βγαίνεις από εκεί για να δεις τον παλιό σου κήπο. Εγώ θα κρατάω τα κλειδιά από εδώ και πέρα. Εμένα θα ρωτάς για ό,τι θέλεις.».
«Μα αυτό είναι άδικο!» είπε ο Χασάν. «Καλά, εσείς οι μεγαλοτσιφλικάδες που στείλατε αρχικά αυτόν το μουσαφίρη εδώ, δεν βλέπετε; Δεν ακούτε ; Δεν νιώθετε το άδικο; Δεν σας ενοχλεί αυτή η καταπίεση;».
Κανείς δεν ενδιαφερόταν. Έλεγαν όλοι στον Χασάν ότι είχε δίκιο αλλά δεν έκανε κανείς τους τίποτα. Ούτε ο δικαστής, ούτε η αστυνομία, ούτε οι αξιωματούχοι.
Και πάλι, όταν ήθελε, όποτε ήθελε, ο Δαβίδ χτυπούσε τους διπλανούς που κάθε τόσο διαμαρτύρονταν. Απειλούσε ακόμα και τους διπλανούς των διπλανών που φιλοξενούσαν προσωρινά, έτσι τους είπαν, τα παιδιά και τους συγγενείς του Χασάν. Ο Δαβίδ είχε κάνει και αυτός δικά του παιδιά κι εγγόνια και τα είχε εκπαιδεύσει στον να γίνουν όχι μόνο αγρότες αλλά και στρατιώτες. Να μάθουν να επιβάλλονται και να παίρνουν από τους άλλους. Να επιτίθενται, να χαλάνε το δρόμο του γείτονα, να ζητούν δικαιώματα, να απαιτούν. Λες και όλοι τους χρωστούσαν.
Η ζωή στην μικρή καλύβα είχε γίνει αφόρητη για το Χασάν. Όποτε ήθελε ο Δαβίδ του έδινε φαγητό. Δεν τον άφηνε να δει το φως. Του έχτισε ακόμα και τα παράθυρα. Κι έτσι ήρθε η σύγκρουση, η απόγνωση, η απελπισία. Ο Χασάν θέλησε να αποδράσει και να διεκδικήσει αυτά που κάποτε του ανήκαν και τότε ήρθε η εκδίκηση : πρώτα κόπηκε το φαγητό, ύστερα έριξε ο Δαβίδ αέρια ασφυξίας και κροτίδες μίσους, για να αναγκαστεί ο Χασάν να φύγει και στο τέλος ήρθε και η κατεδάφιση της καλύβας. Τελικά όλο το περιβόλι πέρασε στα χέρια του Δαβίδ, μαζί με τα ερείπια της καλύβας. Η επιμονή και το δίκαιο της βίας ανταμείφθηκαν.
«Προσπάθησε να φύγει από τη φυλακή του. Προσπάθησε να με χτυπήσει. Πρέπει να τιμωρηθεί και αυτός και όλη του η οικογένεια, αλλιώς κινδυνεύω», έλεγε συνέχεια σε όλους ο Δαβίδ.
Ο Χασάν αναγκάστηκε να πάει ως πρόσφυγας σε ένα από τα χωράφια των γειτόνων, Μισίρι το έλεγαν, όπου ζούσε ήδη η οικογένειά του εκεί, διωγμένη από το Δαβίδ, χρόνια πριν.
Ο Δαβίδ δεν έμεινε ήσυχος. Τον οδηγούσε η αδηφάγος πλεονεξία. Θα χτυπούσε πλέον και το Μισίρι, θα έπαιρνε κάτι και από εκεί, «προληπτικά», γιατί «φοβόταν το άδικο μίσος του Χασάν που ζούσε εκεί διωγμένος».
Έτσι έλεγε ο Δαβίδ στα παιδιά του. Και στο τέλος, κάθε βράδυ, αφού έκαναν την προσευχή στο μεγάλο και αγαθό Θεό τους, τους έλεγε και τα διδάγματα της ζωής και όχι των παραμυθιών:
«Στο τέλος, η βία, η πλεονεξία, η επιμονή και ο επεκτατισμός θα κερδίσουν… Να το θυμάστε αυτό παιδιά μου… Είναι όλα δικά μας.. Καληνύχτα!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου