...............................................................
Τηλέμαχος Κώτσιας (γ. 1951, Βόρεια Ήπειρος)
·
Τρία μικρά διηγήματα του Τηλέμαχου Κώτσια (γ. 1951,
Βόρεια Ήπειρος) από τη συλλογή διηγημάτων
«Περιστατικό τα μεσάνυχτα» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ,
1991)
·
«ΚΑΤΩ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΟ ΟΥΡΑΝΟ»
Η
ΒΡΟΧΗ ΕΠΕΦΤΕ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΑ ψιλοκοσκινισμένη και κανείς δεν θυμόταν από πότε είχε που
έβρεχε. Έτσι το ‘χει ο Νοέμβρης, τι να του κάνεις. Όλοι είχαν συνηθίσει με το
βουρκωμένο ουρανό, λες και τον θυμόνταν πάντα να ‘βρεχε. Άνθρωποι σκεπασμένοι
με κάπες, με ομπρέλες, με αδιάβροχα, ή απλώς μ’ ένα σακί στο κεφάλι
κυκλοφορούσαν καταβρεγμένοι στους λασπωμένους δρόμους και προσπαθούσαν να βρουν
προστασία για λίγες στιγμές κάτω από τις στέγες.
Κάτι νέοι είχαν χωθεί
σ’ ένα υπόστεγο κοντά στο φούρνο του χωριού και πυρώνονταν στη φωτιά. Έψεναν
κάστανα στη στάχτη και κοίταζαν τους περαστικούς στη βροχή. Δυο κορίτσια είχαν
ξυποληθεί, είχαν πάρει τα παπούτσια τους στα χέρια και βάδιζαν στις λάσπες με
τα φουστάνια τους ανασηκωμένα με το ένα χέρι για να μη λασπωθούν. Οι νέοι τις
κοίταζαν στα πόδια που είχαν πάρει ένα χρώμα τριανταφυλλί.
-Βρε, ποδαράκια που λασπώνονται! παρατήρησε
ένας νεαρός ακουμπισμένος στον τοίχο. Κοιτάξτε! Κοίτα και συ, μπάρμπα-Στέφο!
- Άσ’ τον μπάρμπα-Στέφο, Γιάννη, του
αποκρίθηκε ο διπλανός. Είναι ηλικία μεγαλύτερη, κατόπι ο μπάρμπα-Στέφος είναι
κομμουνιστής, δεν τον μαθαίνει το Κόμμα να κρυφοκοιτάζει.
- Τι μας είπες και συ! Να ‘ξερες πόσα του
σταλίζουν του μπάρμπα! Ας κάνει το φρόνιμο τώρα που γέρασε. Στα νιάτα του ήξερε
αυτός τι έκανε. Ή όχι, μπάρμπα-Στέφο;
- Έχετε όρεξη γι’ αστεία, βρε παιδιά, τους
απάντησε ο μπάρμπα-Στέφος.
- Και τι να κάνομε άλλο;
- Αφού βρέχει, δε λέω. Φωτιά έχομε, κάστανα
έχομε, μια χαρά είμαστε.
Τα παιδιά τον αγαπούσαν τον μπάρμπα-Στέφο.
Ήταν ένας γλυκομίλητος γεροντάκος και πάντα έκανε αστεία μαζί τους.
-Πες μας κάτι να περνάει η ώρα! του είπε ο
Θωμάς, ένα λιανόψηλο αγόρι με αραιά ξανθά μαλλιά.
- Τι να σας πω; τους λέει ο ηλικιωμένος,
εσείς έχετε αλλού τη γνώμη, εμείς αλλού. Γεράσαμε πια.
Το μικρό ακροατήριο από πέντε έξι άτομα ήταν
εύθυμο. Διηγόνταν τις καθημερινές τους περιπέτειες, τις πονηριές τους, τις
διαβολές που έκαναν στη δουλειά, τις κοροϊδίες και όλα τα ασήμαντα
μικροπράγματα.
-Μια φορά το ’48, άρχισε να διηγείται ο
μπάρμπα-Στέφος, δούλευα στην Κρατική Ασφάλεια, στα χωριά του Πωγωνιού.
Όλοι σώπασαν και περίμεναν να αφουγκραστούν
τις ιστορίες του με ενδιαφέρον.
-Πες μας καμιά πούστικη, μπάρμπα-Στέφο, τον
διέκοψε ο Θωμάς. Άσ’ την Ασφάλεια και τις δουλειές του κράτους στη δουλειά της.
- Σώπα! του είπαν οι άλλοι.
- Και τι θα πούμε άλλο, βρε Θωμά; απάντησε
χαμογελώντας ο γέρος. Είχε κάτι κοπελάρες εκείνο το χωριό, σαν τα στοιχειά. Εδώ
κι απάνω.
- Ντροπαλές ήταν ή ξεβγαλμένες;
- Ας πούμε ντροπαλές. Έκαναν και κάνα κρυφό.
- Και συ τις παρακολουθούσες
Ο γέρος πιάστηκε λιγάκι στενά.
-Έλα, έλα! Πες μας! Τις παρακολουθούσες.
Σάμπως παρακολουθούσες μόνον τους εχθρούς εσύ; Πες τα μας, γερο-μπαγάσα, του
είπε γελώντας ο Γιάννης.
Όλοι γέλασαν.
-Σου μιλούσαν καμιά στάλα ή όχι;
- Καθόλου. Με φοβόνταν. Ήταν το ρούχο μου
που τις ξεμάκραινε. Θυμάμαι μια που την έλεγαν Φωτεινή. Σαν να την έχω τώρα
μπροστά μου. Είχε ένα σώμα που δεν έχω δει άλλο. Μια κορμοστασιά λεβέντικη.
Ήταν πολύ σοβαρή. Ούτε καλημέρα δε μου ‘λεγε, μολονότι κατοικούσε κάτι μέτρα
πιο κάτω απ’ το δωμάτιο που έμενα εγώ. Εκείνον τον καιρό δεν ήταν τα σπίτια σαν
σήμερα. Ούτε ηλεκτρικά είχαν, ούτε μπάνια είχαν, ούτε κουρτίνες, ούτε τίποτα.
Γι’ αυτό αυτή τα καλοκαίρια λούζονταν έξω στην αυλή το βράδυ, όταν οι άλλοι
πήγαιναν να κοιμηθούν. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε κανείς τότε τη νύχτα
χωρίς φανάρι. Ήταν απαγορευμένο γιατί ήταν μεθοριακό χωριό. Μπορούσες να
‘τρωγες μια σφαίρα τη νύχτα αν ήσουν χωρίς φως, που να πήγαινες σαν το σκυλί
στ’ αμπέλι. Γι’ αυτό σ’ αυτά τα χωριά δεν είχε τη νύχτα ούτε κλεψιές, ούτε
ανηθικότητες. Οι άνθρωποι κοιμόνταν μόλις νύχτωνε, νωρίς. Με τις κότες, που
λέμε. Υπήρχε ησυχία. Αυτή ήταν η αιτία που η κοπέλα δεν υποψιάζονταν ότι την
παρακολουθούσε κανείς όταν λούζονταν. Τι να ‘βλεπες, βρε παιδιά! Να σου ‘ρθει
ζάλη από την ομορφιά.
-Την έβλεπες εντελώς; τον ρώτησε κάποιος.
- Όχι. Αυτό ήταν το κακό, γιατί αυτή άφηνε
το φανάρι στη σκάλα και λούζονταν κάτω από τη συκιά. Αυτό μ’ έκανε κι έσκαγα.
Έβλεπα σκιές από το κορμί της που φεγγίριζε πότε-πότε απ’ τη φέξη του φαναριού.
Τι τον ήθελες τον κινηματογράφο, δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό το θέαμα! Την
είδα για μια στιγμή μόνον ολόκληρη από πίσω, όταν έμπαινε γυμνή με τα ρούχα
παραμάσχαλα. Έλπιζα άλλη φορά να τη δω καλύτερα.
- Τέτοια παρακολουθούσες, βρε πουστόγερε!
φώναξε γελώντας με την αγριοφωνάρα του ο Γιάννης.
- Αυτή ήταν η δουλειά μου. Έπρεπε να
επαγρυπνώ στο χωριό μήπως σηκωθεί κανείς και φύγει από το σύνορο. Τότε ήμουν
νέος σαν εσάς, όλος δύναμη και τρέλα. Παρακολουθούσα όπου είχα υποψία και όπου
μισούσα.
- Αυτούς που μισούσες εσύ ήταν οι εχθροί;
τον ρώτησε ο Θωμάς.
- Εγώ μισούσα αυτούς που με μισούσαν. Αυτοί
που μισούσαν εμένα μισούσαν όλο το καθεστώς. Έχω κρυφακούσει, που λέτε εσείς,
συζητήσεις στις οικογένειες την ώρα του δείπνου, μαλωμούς στ’ αντρόγυνα στο
κρεβάτι και πού να ξέρετε τι μυστικά ήξερα του ενός ή του άλλου. Μια μέρα όμως
με ειδοποιούν να παρουσιαστώ στο Τμήμα την άλλη μέρα το δειλινό για κάποια
σοβαρή υπόθεση. Θα ‘ταν μαζεμένοι όλοι οι συνάδελφοί μου από την επαρχία.
Περίμεναν κάποιον επιθεωρητή από το υπουργείο. Και δεν ήταν λίγο τότε αυτό.
Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και έπρεπε να κάνω πέντε ώρες δρόμο με τα πόδια.
Όλο το πρωί σκεφτόμουν το δρόμο που έπρεπε να κάνω, όταν άκουσα τη Φωτεινή με
μια άλλη ξαδέρφη της από το διπλανό χωριό που της έλεγε: «Μείνε εδώ απόψε και
αύριο φεύγεις μαζί μας!» «Τι λες; της λέει η άλλη. Θέλω να λουστώ και ν’
αλλάξω. Θα φύγω». «Λούσου εδώ! την παρακάλεσε η Φωτεινή. Έχω εγώ ν’ αλλάξεις
από τα δικά μου ρούχα! Κάτσε απόψε να τα πούμε!» «Ουφ, και συ, Φωτεινή! Πώς να
κάτσω!» «Κάτσε καημένη! Έλα! Εντάξει;» «Καλά, της είπε η άλλη»
»Σκεφτόμουν ότι ποιος ξέρει πού ήθελαν να
πάνε. Ίσως κάπου μουσαφίρισσες. Για να δραπετεύσουν αποκλείονταν.
»Λοιπόν εκείνο το δειλινό δεν πήγα στο
Τμήμα. Στάθηκα και παρακολουθούσα τα κορίτσια. Κι εγώ δεν ξέρω τι μ’ έσπρωχνε
προς αυτές. Όταν λούζονταν το βράδυ ήταν
ωραίο θέαμα. Είχαν ξεγυμνωθεί από τη μέση και πάνω και έριχναν νερό η μια στην
άλλη. Τα στήθια τους σφιχτά σαν ροδάκινα γυάλιζαν πότε-πότε απ’ το φως του
φαναριού σαν φεγγαράκια. Άλλο πράμα!...» – και πήρε ένα αθράκι από τη φωτιά ν’
ανάψει το τσιγάρο που μόλις είχε στρίψει.
-Συνέχα, μπάρμπα-Στέφο, μας άνοιξες καλές
ιστορίες! του είπε ο Γιάννης.
- Τι να συνεχίσω! Αυτές συνέχιζαν να
λούζονται, εγώ έβλεπα. Ξεγυμνώθηκαν εντελώς και λούζονταν η καθεμιά χώρια. Μου
‘ρχονταν να πάρω ένα τσεκούρι και να κόψω τη συκιά που δε μ’ άφηνε να δω καλά
μες στη νύχτα. Είχαν γυρίσει τις πλάτες η μια της άλλης και μετά μπήκαν εντελώς
γυμνές στο σπίτι για να ντυθούν. Αυτή ήταν όλη η ταινία.
Τα παιδιά χαχάνιζαν διεγερμένα από τη
σαγηνευτική ιστορία του γέρου. Φαίνονταν χαρούμενα γύρω από τη φωτιά· τα μάτια
τους έλαμπαν. Όλοι οι μύες του προσώπου που μπορούσαν να εκφράσουν ξενοιασιά
και χαρά ήταν επιστρατευμένοι. Η φαντασία των νέων δημιουργούσε φανταστικές
σκηνές. Συγχρόνως κάπου στο βάθος ήταν και λίγο ενοχλημένοι για τον τρόπο που
τους τα παρουσίαζε ο μπάρμπας εκμεταλλευόμενος αυτό το όχι τόσο τίμιο μέσο, την
παρακολούθηση, που σου δίνει τέτοια ευχαρίστηση στο κάτω-κάτω.
-Και μετά; τον ρώτησε κάποιος. Με το καθήκον
τι έγινε; Το παράτησες δηλαδή;
- Αστειεύεσαι; Να παρατήσει κανείς αυτό το
καθήκον έτσι στα καλά καθούμενα έχεις συνέπειες. Είναι ίσια με προδοσία. Δεν
είναι σκάλο (σημ.: σκάλισμα φυτών)
καλαμπόκι που αν δεν πας σήμερα χάνεις το μεροκάματό σου μόνο. Έχει επακόλουθα.
Τέλος πάντων, πήγα την άλλη μέρα στο Τμήμα και με περίμεναν με ανυπομονησία
γιατί δεν παρουσιάστηκα. Αφτού πρέπει να σκαρώσεις και κάνα ψέμα, αλλιώς δεν
γίνεται. «Πού ήσουν, σύντροφε Στέφανε; με ρώτησε ο υπεύθυνος. Τι έχουμε από τον
τομέα σου; Γιατί δεν ήρθες στη συγκέντρωση;» «Δεν μπορούσα να παρουσιαστώ,
σύντροφε υπεύθυνε, μου παρουσιάστηκε κάτι το έκτακτο.» «Λέγε.» «Τέσσερις
οικογένειες από το χωριό είχαν σκοπό να φύγουνε χθες, και έμεινα φυλάγοντας.
Δεν είχα ούτε ποιον ν’ αφήσω, ούτε πώς να σας ειδοποιήσω. Χρειάστηκε να μείνω
εκεί.» «Τι λες; Αυτό είναι πολύ σοβαρό.
Περίμενε.» Και φώναξε τον υπεύθυνο που ήταν ειδικά γι’ αυτή τη δουλειά. Εκείνος
με πήρε σ’ ένα γραφείο ξεχωριστό και με ανάκρινε από την αρχή βαστώντας τις σημειώσεις.
Με ρωτούσε κάπως λεπτομερειακώς. «Πού το άκουσες;» μου είπε. Κι εγώ κατασκεύασα
μια ιστορία. Έπρεπε το ψέμα να πήγαινε ως το τέλος.
»«Τυχαίως, στη βρύση του χωριού. Άκουσα δυο
κορίτσια που μιλούσαν κρυφά στο δρόμο και η μια έλεγε στην άλλη να καθήσει εκεί
για να ‘ναι πιο κοντά. Θα περίμεναν και τους υπόλοιπους, φαίνεται. Δεν ξέρω
γιατί εμποδίστηκαν. Ίσως δραπετεύσουν αύριο ή σήμερα.» «Ποιες οικογένειες
είναι;» Εγώ του είπα τις οικγένειες.
Τα παιδιά είχαν σοβαρευτεί και βρίσκονταν σε
αμηχανία γι’ αυτά που άκουγαν. Όλων τα πρόσωπα ήταν μαργωμένα. Ήθελαν να μάθουν
για την τύχη των αθώων οικογενειών».
Ο μπάρμπα-Στέφος συνέχισε:
-Σε δυο μέρες και τις τέσσερις οικογένειες
τις σήκωσαν εξορία στα χωριά της Λιούσνιας. Μια απλή κατάθεση δική μου ήταν
αρκετή. Αιτία ήθελαν να τις εξορίσουν γιατί ήταν οικογένειες κουλάκων που δεν
το ήθελαν το καθεστώς. Κι εγώ επίτηδες ανάφερα αυτές τις οικογένειες για να
γίνω πιο εμπιστευτικός. Ούτε που με ξαναρώτησαν πάλι, ούτε με πήραν μάρτυρα σε
δικαστήριο. Ακόμα σήμερα εκεί βρίσκονται, στην εξορία. Έχουν φτιάξει
οικογένειες τα παιδιά τους, έχουν πληθύνει – και γέλασε δυνατά με ικανοποίηση.
Κανείς όμως δεν τον ακολούθησε. Στα πρόσωπά τους το γέλιο
φαίνονταν απολιθωμένο. Δε φαντάζονταν ότι κάτω από το συμπαθητικό αυτό πρόσωπο
κρύβονταν μια τέτοια ψυχή.
-Εχ, βρε παιδιά, συνέχισε ο μπάρμπα-Στέφος,
τι έχομε τραβήξει εμείς για τούτες τις μέρες! Πού να το ξέρετε εσείς!
Δεν απάντησε κανένας. Όλοι τους
συγκαθίζονταν . Κάποιου του ‘φταιγε η πέτρα που κάθονταν, ο άλλος δεν ήξερε τι να
κάνει τα χέρια του.
-Εγώ να φεύγω, είπε ο μπάρμπα-Στέφος σε λίγο, αφού
κατάλαβε ότι η γλυκιά κουβέντα στέρεψε. Έχω συγκέντρωση του Κόμματος σε μισή ώρα.
Να μην αργήσω σαν τότε και δε βρίσκω δικαιολογία – και χαμογέλασε μ’ ένα τεχνητό
χαμόγελο. Άντε, καλό σας βράδυ.
Δεν του απάντησε κανένας. Τα γέλια τρίφτηκαν σαν
το χώμα στην παγωνιά. Όλοι σκέφτονταν χωρίς να ξέρουν τι και κοίταζαν την άδεια
πέτρα που άφησε ο γέρος σα σηκώθηκε δίπλα από τη φωτιά. Μόλις είχε σηκωθεί από κει
ένα κάτι περισσότερο από αγρίμι. Κανένας τους δεν ήθελε να μιλήσει γιατί δεν είχε
τίποτα να πει, ή είχε πάρα πολλά, και να μη λερώσει το στόμα του και… άι σιχτίρ!
Άχρηστα λόγια!
Τα κάστανα κάηκαν χωρίς να θυμηθεί κανείς να τα
βγάλει και σκορπούσαν μια μυρουδιά από καμένο. Η βροχή συνέχιζε αδιάκοπα κάτω απ’
το βουρκωμένο ουρανό και κανένας δεν ήξερε πότε θα σταματήσει.
·
«Ο
ΝΕΟΣ ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ»
ΟΛΟΙ
ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ είχαν μαζευτεί στο μεσοχώρι και συζητούσαν υψηλόφωνα. Ο
συνεταιρισμός είχε μοιράσει πρόβατα στο
χωριό και τα είχαν κάνει κοπάδι ξεχωριστό, αλλά δεν τους παραχωρούσε και το
χωριανικό λιβάδι (Σημ. λιβάδι κοινοτικό).
Κάποιος εκπρόσωπος μίλησε με τον πρόεδρο του συνεταιρισμού και συμφώνησαν να
φύγει το κοπάδι, αλλά το πρόβλημα σκάλωνε στον τσομπάνο. Αυτός ήταν ξενοχωρίτης
και την καλύβα την είχε στέκι. Κάνοντας αυτός αντίσταση να φύγει, εξυπηρετούσε
τα συμφέροντα του συνεταιρισμού.
Τότε οι χωρικοί σηκώθηκαν όλοι και πήγαν να
του γκρεμίσουν την καλύβα. Πολλοί ήταν εκείνοι που τη μισούσαν την καλύβα αυτή.
Σ’ αυτήν ο πιστικός έκρυβε ό,τι έκλεβε από το χωριό και έμπασε και κάποια
αγαπητικιά συγχωριανή τους.
-Και τι θα κάνουμε, θα παρακαλούμε τον
Καρακίτσιο τώρα; φώναζαν οι νέοι.
- Αφού ο πρόεδρος δεν μπορεί να διατάξει, το
κάνουμε μόνοι μας. Ή όχι, μπάρμπα-Φώτη;
- Τι να κάνουμε; ρώτησε κάποιος.
- Να του γκρεμίσουμε την καλύβα, αυτό να
κάνουμε. Να βρει τόπο να σταθεί. Άμα είναι η καλύβα εκεί, εκεί θα μείνουν και
τα πρόβατα.
- Εμπρός, παιδιά!
- Θα ‘χουμε μπλεξίματα, είπε κάποιος.
- Πάνε τα μπλεξίματα πια. Ο λαός κάνει ό,τι
θέλει. Ας φύγει με το καλό, αν θέλει να μη γίνει καβγάς. Να κάνει ό,τι θέλει
ένας ψωρο-Καρακίτσιος.
- Μπάρμπα-Φώτη, μη φοβάσαι, δεν έχουν τι να
σου κάνουν άλλο.
- Πάμε, είπε ο μπάρμπα-Φώτης. Έχω πληρωμένα
εγώ με τα δέκα μου χρόνια φυλακή εκατό καλύβες σαν κι αυτή.
Τόσο ήθελαν τα παιδιά. Έτρεξαν για να πάνε
στη ράχη πάνω. Πίσω τους πήγαιναν οι πιο γέροι. Όσο να πάρει την ανηφοριά ο
μπάρμπα-Φώτης, τα παιδιά πήγαν, έδειραν το βοσκό, τον έδιωξαν και του γκρέμισαν
την αχυροκαλύβα. Ο μπάρμπα-Φώτης δεν είχε παρά να βάλει φωτιά στο άχυρο και να
μη μείνει τίποτα.
Γύρισαν στα σπίτια τους και ο βοσκός πήγε και
διαμαρτυρήθηκε ότι τον έδειραν και του έκαψαν την καλύβα, όπου εκτός των άλλων,
μέσα είχε κι ένα κουστούμι και δεκαπέντε χιλιάδες λεκ. Ο αστυνόμος φώναξε τους
χωριανούς έναν-έναν, αλλά δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα. Όταν σε δέρνουν όλοι,
πες πως δε σ’ έδειρε κανένας, ενώ για την καλύβα έπρεπε να ανακαλύψει ποιος
έβαλε το σπίρτο.
Κανένας δεν είχε δει τον μπάρμπα-Φώτη, αλλά
όλοι ήταν σίγουρο ότι μαγείρεμα δικό του ήταν αυτή η δουλειά. Και ο αστυνόμος
το ‘ξερε, παρ’ όλο που πολλοί χωριανοί είπαν πως πρέπει ν’ απαλλαχτεί ο
μπάρμπα-Φώτης από μια τέτοια κατηγορία, γιατί θα τον βάραινε εξαιρετικά. Ένας
άνθρωπος που ήταν δέκα χρόνια φυλακή είναι πιθανό να κατηγορείται περισσότερο
από τους άλλους και να πέφτουν πάνω του όλες οι υποψίες κι ας είναι αθώος.
Μια μέρα τον φώναξαν στον ανακριτή. Η λέξη
ανακριτής για τον μπάρμπα-Φώτη σημαίνει θεριό ανήμερο, σημαίνει βούρδουλα στο
ανακριτήριο, πάτημα στα νύχια, σφίξιμο των χειροπέδων κι αμέτρητα ψυχολογικά
βασανιστήρια. Όλα αυτά του πέρασαν σαν ταινία από τη μνήμη κι ένιωσε
ανατριχίλα. Του ‘πεσε ένα βάρος στο στομάχι και παρολίγο να κάνει εμετό.
Αποφάσισε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα
ψύχραιμα και σωστά και να ξεμπλέξει. Υπολόγισε ότι οι καιροί είχαν αλλάξει και
ίσως να έδειχναν περισσότερο κατανόηση αυτοί οι άνθρωποι του νόμου.
Αντάμωσε με τον ανακριτή στο γραφείο του,
κάθησε κι άρχισε να του διηγείται το συμβάν.
-Ως εδώ εντάξει, του λέει ο ανακριτής, αλλά
τη φωτιά γιατί την έβαλες;
- Δεν έβαλα φωτιά.
- Και ποιος την έβαλε τότε;
- Κανένας δεν την έβαλε. Η καλύβα κάηκε μόνη
της. Πέφτοντας μέσα τα άχυρα, στη γωνιά υπήρχαν αθράκια κι άναψαν.
- Να το πιστέψω;
- Όπως θέλεις. Μπορείς και να το
διαπιστώσεις ότι υπήρχε γωνιά με κάρβουνα στη μέση της καλύβας.
- Αυτός ισχυρίζεται ότι είχε κουστούμι και
δεκαπέντε χιλιάδες λεκ μέσα.
- Αυτός κουστούμι δεν είχε όταν παντρεύτηκε,
όχι να το ‘χε μέσα στην καλύβα. Μια κάπα που είχε την πήρε.
- Αν είχε κουστούμι;
- Αν είχε, θα το έπαιρνε, δε θα το άφηνε να
καεί
- Τα λεκ;
- Κι αυτά θα τα
έπαιρνε. Η καλύβα αυτή δεν είχε ούτε κλειδωνιά, και ο βοσκός θα σου άφηνε
χρήματα μέσα! Αυτό δε θα το πίστευαν ούτε τα μωρά. Ας τα έπαιρνε όταν έφυγε.
- Λογικά συμφωνώ μαζί σου, αλλά νομικά όχι.
Θα χρειαστεί να στείλουμε ειδικό για τη φωτιά επί τόπου. Κατόπι θα χρειαστεί να
ξανάρθεις πάλι εδώ.
- Εσύ ξέρεις ότι το χωριό μου είναι μακρινό
κι εγώ δεν έρχομαι εύκολα. Πρέπει να μείνω στο ξενοδοχείο.
- Αυτό λέω κι εγώ, θα παιδευτείς πάνω κάτω.
- Και τι να κάνουμε; Για μια αχυροκαλύβα.
Πάνει σαρανταπέντε τ’ άλογο κι εξήντα το σαμάρι.
- Λοιπόν, εγώ το ‘χω στο χέρι να την
κλείσομε την υπόθεση. Δεν είναι και καμιά μεγάλη δουλειά.
- Τότε, αφού δεν είναι τίποτε το σοβαρό,
κλείσ’ τη.
- Το ‘χεις και συ στο χέρι, του είπε ο
ανακριτής.
- Και τι θέλεις να κάνω εγώ;
- Ό,τι καταλαβαίνεις κάνε.
Ο γέρος το μυρίστηκε αμέσως.
-Εντάξει, του λέει, θα ‘ρθω πάλι αύριο.
Την άλλη μέρα πήρε ένα σακούλι, έβαλε μέσα
τρία μπουκάλια ρακή τσίπουρο, μια πλάκα τυρί και τα πήγε στον ανακριτή.
-Πάρε τούτα εδώ, παιδί μου, του είπε, και μη
με ταλαιπωρείς. Είμαι και γέρος άνθρωπος, βλέπεις.
- Ευχαριστώ, μπάρμπα. Δεν υπάρχει πια αυτή η
υπόθεση. Έκλεισε.
Ο μπάρμπα-Φώτης γύρισε. Δεν το φανταζόταν
ότι η υπόθεσή του θα ήταν τόσο σύντομη και εύκολη. Απορούσε κι ο ίδιος πώς τα
κατάφεραν έτσι.
«Πώς καταντήσαμε», σκέφτηκε. «Να ζητιανεύει
και ο ανακριτής. Πάει το κράτος». Μέσα του τον έτρωγε και η υποψία πως δεν
υπήρχε καθόλου υπόθεση, και για να τον εκβιάσουν και μόνο τον φώναξαν. Όλα
γίνονται.
-Παιδιά, βοσκάτε τα πρόβατα ήσυχοι, τους
λέει σα γύρισε στο χωριό. Όσο για τα αγρίμια, τα ημερεύω εγώ. Τώρα έμαθα τέχνη.
- Μπάρμπα-Φώτη, του λένε, είναι τέχνη του
καιρού, δεν είναι δική σου.
·
«Ο
ΦΙΛΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ»
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΔΙΑΔΟΘΗΚΕ ότι και ο Θύμιος
Κωσταράς πήρε βίζα για την Ελλάδα.
-Δηλαδή και οι κομμουνιστές πηγαίνουν, δεν
υπάρχουν πια περιορισμοί, έλεγε κάποιος.
- Θα ‘ρθει η ώρα που θα πάνε όλοι σιγά-σιγά,
απάντησε ο άλλος.
- Ποιος ξέρει πώς τα κατάφερε, ψιθύριζαν
άλλοι. Μ’ αυτούς (δηλαδή με το Τμήμα Εσωτερικών) ένα είναι αυτός.
Και πραγματικά. Ο
Θύμιος είχε μια ιδιότητα να πιάνει φίλους αστυνομικούς, τους ασφαλίτες και
διάφορους κρατικούς υπαλλήλους. Ήταν η κλίση του. Παρ’ όλο που αυτό του κόστιζε
γιατί έπρεπε πάντα να τους καλεί στο σπίτι και όταν στρώνονταν στο τραπέζι
αυτοί δεν αστειεύονταν, ο Θύμιος πάλι καλό είχε. Τον είχαν κάνει και οπλίτη,
του είχαν βρει και δουλειά και τα βόλευε μια χαρά. Στο χωριό κατείχε πάντα κάτι
το διακριτικό, θα ‘ταν γραμματέας του Κόμματος, πρόεδρος της εξουσίας, του Μετώπου
και πάντα το σπαθί του θα ‘κοβε. Αλίμονο αν έπεφτε κανείς στα χέρια του
την περίοδο που αυτός ήταν δικαστής. Ήταν
αδίστακτος. Πάντα αυστηρός. Η στάση του ήταν πάντοτε άκρως σκληρή στην πάλη των
τάξεων, στην επαγρύπνηση έναντι των πιθανών εχθρών και στο καθετί που απαιτούσε
μαχητικότητα.
Όταν έβλεπε ότι πήγαιναν άνθρωποι στο
εξωτερικό και έφερναν πράγματα, στην αρχή τους κατηγορούσε που καταντούσαν
ζητιάνοι στον καπιταλισμό και παινεύονταν που δεν είχε κανέναν στο εξωτερικό.
Είχε πεντακάθαρη βιογραφία. Μα οι καιροί αλλάζουν, με την πολιτική πρέπει να
‘σαι έξυπνος και να μπορείς να καταλάβεις τι θα γίνει αύριο.
Λοιπόν το βγάλσιμο του διαβατήριου και της
βίζας σχολιάστηκαν πολύ από τους χωριανούς, αλλά περισσότερο η μυστικότητα με
την οποία έπραξε. Βρήκε κι αυτός κάτι ξαδέρφια της γυναίκας, επικοινώνησε μ’
αυτούς, τους ζήτησε να τους δει, του έκαμαν πρόσκληση, έβγαλε διαβατήριο μετά
βιάς, γιατί στους κομμουνιστές υπήρχαν περιορισμοί. Μα οι περιορισμοί χάριν
φιλίας ξεπεράστηκαν και ο Θύμιος ετοίμασε τις βαλίτσες χωρίς καθυστέρηση.
-Αφού η Ελληνική Πρεσβεία δίνει βίζες
αδιακρίτως σ’ όλους, έλεγαν καμπόσοι, τι τις θέλει που τις βγάζει, ας τους
αφήσει όλους να πάνε! Αν πρόκειται να εμποδιστεί κάποιος, είναι ο Θύμιος, γιατί
αυτός ως χθες, να μην πούμε και σήμερα, έμεινε βρίζοντας τους μοναρχοφασίστες
και όσους ήθελαν να περάσουν με το μέρος τους. Είχε βοηθήσει να πιαστούν πολλά
παιδιά που θέλησαν να δραπετεύσουν.
Και όμως, ο Θύμιος ξεκίνησε, και να του
πάρουν το κακό οι εχθροί του!
-Να δούμε, έλεγαν κάμποσοι. Να δούμε, θα
ζητιανεύει τώρα από τους φασίστες ή θα κάνει τον νταή;
Μετά από κάνα μήνα ο Θύμιος έστειλε μήνυμα
στην οικογένειά του να τον περιμένουν στο τελωνείο γιατί είχε πολλά πράγματα.
Και τι δεν ξεφόρτωσε όταν ήρθε. Ψυγεία, τηλεοράσεις, φορέματα και ό,τι του ήταν
χρήσιμο. Το σπίτι δεν του τα έπαιρνε και άρχισε να τα πουλάει. Ήταν πολύ
ευτυχισμένος. Είχε αλλάξει. Στους χωριανούς μιλούσε από μακριά και τους
χαιρετούσε όλο χαρά. Είχε αλλάξει τον τρόπο ομιλίας λες και ήταν κουναρημένος
στην Ελλάδα. Διηγόνταν σε πολλούς
διάφορα περιστατικά από την Ελλάδα και για τους νέους φίλους που είχε
αποκτήσει.
Πολλοί φίλοι τού είχαν κάμει διάφορα δώρα
επειδή τον είχαν συμπαθήσει, μα περισσότερο ένας. Ήταν αστυνομικός και του είχε
κάμει και πολλά δώρα. Κι ένας άλλος τον είχε βοηθήσει και τον είχε υποστηρίξει
πολύ. Κι αυτός αστυνομικός ήταν. Ο Θύμιος είχε το αίμα του τέτοιο. Ρέζους
αστυνομικό.
Οι χωριανοί έμειναν κατάπληκτοι.
Την άλλη χρονιά, όταν βρήκε ευκαιρία, ο
Θύμιος έφυγε και βρήκε δουλειά στην Αθήνα, με τη βοήθεια των φίλων του, και
αργότερα πήρε και την οικογένεια μαζί. Όπως φαίνεται, οι χωριανοί του άρχισαν
να του γίνονται πολύ ενοχλητικοί.