.............................................................
Κώστας Κουτσουρέλης (γ.1967)
Με κόπο στέκομαι όρθιος τα πρωινά,
όπως του Ιρλανδού οι γεροσχολάριοι
σέρνω τα βήματά μου όλη τη μέρα,
ανάποδα μετράω τις ώρες με τον βήχα.
Εκείνη είναι απόκρημνη κορφή, εγώ είμαι ψόφια ευθεία,
εκείνη μαίνεται, εγώ έχω ζαρώσει,
εκείνη έχει της ντόπας τα φτερά,
εγώ υποφέρω από τον ίλιγγο της πτώσης.
Δεν έχει αυτή αμφιβολία καμιά,
όλα της μοιάζουν πάμφωτα, εφικτά,
κρατάει το λυχνάρι του Αλαντίν,
την πέτρα του αλχημιστή,
το δόρυ του Κιχώτη.
Εγώ στις πλάτες μου έναν Σάντσο, έναν Θωμά
και τον παλιό τον Πύρρωνα έχω φορτωθεί.
Κορίτσι έχεις τον ήλιο ερωτευθεί κι εγώ τη σκοτοδίνη,
εσύ μπορείς να λες ό,τι ποθείς,
τη γλώσσα μου όμως βόδι την πατά,
μέσα στην τρέλα σου εσύ ’σαι ποθητή
κι εγώ έχω πια σκεβρώσει.
Οὐδὲν τὸν θάνατον διαφέρει νῦν τοῦ ζῆν –
α πόσο σε πεθύμησα ρουτίνα,
χλιαρή ροή του αίματος στις φλέβες
που τις εξάψεις όλες ιαίνεις,
χρονοτριβή χαυνωτική,
του μέσου όρου ασήμαντη γαλήνη!
Μες στον Λαβύρινθο γονατιστός
ζητώ Μινώταυρο ν’ απαλλαγώ –
κι αυτός με φτύνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου