..............................................................
ισμηνη γεωργιος λιοση
ΕΚΕΙΝΗ
3/12/22
******
αγαπούσε την θάλασσα
τις γέφυρες
τους φάρους
τους ανεμόμυλους
τον ακυβέρνητο νου
τα παλαιά τραίνα
τα χέρια των ανθρώπων απέναντι στον θάνατο
τις δίνες της βροχής
την ποίηση που ήταν ποίηση σπανίως
μα οι σκάλες ήταν η αδυναμία της
και ο άνεμος που μιλούσε στο αυτί της
και τα βρεγμένα δένδρα που, στην φωτιά
ήταν ανυπεράσπιστα
τις φούστες, που
υπερασπίζονταν τα μέρη τα κρυφά της΄
ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα
σε έναν ύπνο που, ήταν μία άλλη ζωή μέσα στην δική
της
-μην με ξυπνάτε, φώναζε
μόνο εκεί είμαι ευτυχισμένη
τότε, στα λουλούδια της βεράντας της
έρχονταν οι νεκροί και
κατοικούσαν και ζήταγαν νερό
δεν έκλαιγαν για την απουσία της ζωής τους
μύριζε στα ρούχα τους αγάπη περασμένη
το ποίημα μόνο την ένιωθε και, φώτιζε
στις παλάμες της τα αστέρια
τα χέρια, ω, τι πολύτιμο αγαθό
με την γραμμή ζωής της κάτι να λέει για την σάρκα
ένας δράκοντας καλός ήταν ο βίος της
βιαζότανε να πει ό,τι δεν έλεγε στους στίχους
η αγάπη παραμόνευε
στο τέλος κάθε λέξης
-αγάπη αγάπη πήγαινε πάρα κάτω
στο στήθος και στα γόνατα
αυτή η εξομολόγηση δεν τελειώνει
αγαπούσε την τέχνη με αμοιβαιότητα
κι η Τέχνη της πρόσφερε τα μαγικά παπούτσια
πήγαινε κι όλο πήγαινε και
πότιζε με δηλητήριο τον φόβο
καλούσε τα πουλιά για
να κρυφτούν στο στήθος της από του
κυνηγού το μένος
για τούτο και του μπούστου της τα τούλια και
οι δαντέλες
πάντα ήσαν ματωμένα
------
ΕΚΕΙΝΗ
ΙΙ
5/12/22
η ομορφιά
ζητά συγνώμη και
απέρχεται
δίχως άνθη μένει το δένδρο της
παραδομένο στην μοναξιά, του
ήλθε είδε και απήλθε
ο κήπος της ωστόσο, έχει ψυχή ανέπαφη
αγωνίζεται να σηκωθεί η τριανταφυλλιά της
χωρίς μιλιά η βροχή
κάτι της λέει με νοήματα
το επόμενο βήμα της θα είναι στο κενό
τα ξωτικά της στρώνουν
κλίνη από λινό τραπέζι από
βελούδο, όλα στην φαντασία
το ρούχο της μαλλομέταξο
το σπίτι εκούσιο κελί
οι κίτρινες κουρτίνες πόρτες
αποκλείουν την θέα προς την θάλασσα
έχει χρόνια να ερωτευθεί
ωστόσο ρωτάει τον καθρέφτη
τα χέρια της τι θα απογίνουν χωρίς
τον πόνο της αγάπης
οι βρύσες της
είναι στόματα κλειστά που
τραγουδούν στο εσωτερικό τους
στην χύτρα της μαγειρεύεται το φεγγάρι
γίνεται προς βρώση
ένας Θεός
καλεί την μάγισσα των καλών ευχών
την ζωγραφίζει με ώμπρα σιέννα και
μαντζέντα και
την ταίζει αζουρρέ γλυκό
να στέρξουν οι ευχές της
καθαρίζει μήλα της Ανατολής
ψήνει καραμελώνει
- έλα εσύ, φωνάζει
στρατιώτη της νυκτός και της ημέρας
στα μπράτσα μου να ακουμπήσεις και να φας
να πιείς κρασάκι από τις χούφτες μου, και
να πλυθείς στο βαλανείο της καρδιάς μου
ως το ταβάνι ανίπταται το σώμα της
τον ύπνο σου εποπτεύει
δεν ξεύρεις πως μαίνεται ο πόλεμος;
πως πόλεμο έχουμε γνώρισέ το.
****
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου