..............................................................
"Θαλασσινά Φεγγάρια"
..............................................................
"Θαλασσινά Φεγγάρια"
...............................................................
...............................................................
...............................................................
...............................................................
...............................................................
Ιβάν Γκολ (1891 - 1950)
·
«Ο
ΝΕΟΣ ΟΡΦΕΑΣ» ποίημα του Ιβάν Γκολ (1891-1950) . Από τη συλλογή «Έξι Ευρωπαίοι
ποιητές» (μτφ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Gutenberg, 2015)
Ο ΝΕΟΣ ΟΡΦΕΑΣ
στην Claire
Ορφέα
μουσικέ του
φθινοπώρου
μεθυσμένε από μούστο
αστρικό
ακούς σήμερα πιο
δυνατά
το τρίξιμο που κάνει
η γη καθώς γυρίζει;
Σκούριασε ο άξονάς
της
Κάθε πρωί και κάθε
βράδυ πετούν κορυδαλλοί ψηλά
στον ουρανό
μάταια ψάχνοντας να
βρουν το άπειρο
λιοντάρια πλήττουν
ρυάκια παρακμάζουν
και τα μη με λησμόνει
θέλουν ν’ αυτοκτονήσουν
Κουράστηκε η φύση η
καλή
αραίωσε το οξυγόνο
των αιώνιων δασών
παθαίνουμε ασφυξία
στο όζον των κορυφών
βρέχει το σύννεφο και
λαχταρά τη λάσπη
Ο άνθρωπος επιστρέφει
πάντα στους ανθρώπους
Παντοτινό μας
πεπρωμένο
η Ευρυδίκη:
η γυναίκα η
ακατανόητη ζωή
ο καθείς κι ένας
Ορφέας
Ορφέας: και ποιος δεν
τον γνωρίζει;
1 και 78 ψηλός
68 κιλά
μάτια καστανά
μέτωπο στενό
σκληρό καπέλο
πιστοποιητικό
γεννήσεως στην τσέπη του σακακιού
καθολικός
συναισθηματικός
δημοκρατικός
μουσικός το επάγγελμα
Έχει ξεχάσει την
Ελλάδα
το πρωινό άσμα της
αλκυόνας
το σκοτεινό πένθος
των κέδρων
το γάμο των ανθέων
και την απλόχερη
φιλία των ρυακιών
Τι να του κάνουν
σήμερα οι αίγαγροι και οι γεντιανές
οι άνθρωποι είναι μίζεροι
και δυστυχείς
έτσι που ζουν
φυλακισμένοι μες στον Άδη
σε τσιμεντένιες
πόλεις
από χαρτί και
λαμαρίνα
Αυτός πρέπει να τους
λευτερώσει
αυτούς τους άπορους
που δεν έχουνε
φεγγάρια ανέμους και
πουλιά
Κύριε μείνε ακίνητος
εσύ με το καλοραμμένο
σμόκιν
Στοπ: Δείξε μου την
καρδιά σου!
Κεντροευρωπαϊκός
πολιτισμός
με στέψεις
αυτοκρατόρων
οικοδομικούς
συνεταιρισμούς
αγώνες μποξ
Ω σύγχρονέ μου,
αξιότιμε κύριε!
Ο Ορφέας ήρθε σε σένα
από τους ελληνικούς
λοφίσκους
στο χωματόδρομο της
καθημερινής ζωής
είναι ο καινούργιος
ποιητής
Τον βρίσκεις όπου
υπάρχουνε χείλη διψασμένα
όπου χτυπούν καρδιές
πεινασμένες
σε σκεπάζει με τη
μουσική όπως μ’ έναν ζεστό μανδύα
πάνω στην παγκόσμια
οδύνη
Ο Ορφέας ψάλλει την
άνοιξη στους ανθρώπους
κάθε Τετάρτη ανάμεσα
μιάμιση και δυόμισι
σαν συνεσταλμένος
δάσκαλος της μουσικής
ελευθερώνει ένα
κορίτσι απ’ τη φιλαργυρία της μαμάς του
Το βράδυ στο βαριετέ
του κόσμου
ανάμεσα σε νεαρές
Αμερικάνες και τον Άνθρωπο-φίδι
το κουπλέ με θέμα την
αγάπη είναι το τρίτο νούμερο
Τα μεσάνυχτα ένας
κλόουν
στο απαστράπτον
τσίρκο
ξυπνά τους
κοιμισμένους με το μεγάλο του ταμπούρλο
Τις Κυριακές μπροστά
σ’ ενώσεις παλαιών πολεμιστών
στη δρύινη σάλα του
χορού
ο μαέστρος των
τραγουδιών που μιλούν για ελευθερία
αδύνατος
οργανοκρούστης
παίζει το όργανο
γλυκά για τα παιδιά του Ιησού
Σε όλα τα κοντσέρτα
των συνδρομητών
με μουσική του
Γκούσταφ Μάλερ
απάνθρωπα σαρώνει τις
καρδιές
Στον συνοικιακό
κινηματογράφο στο κλειδοκύμβαλο του πόνου
συνοδεύει τη χορωδία
των προσκυνητών
που θρηνεί τη
δολοφονία της Παρθένου –
Γραμμόφωνα
πιανόλες
εκκλησιαστικά όργανα
ατμού
παίζουν τη μουσική
του Ορφέα
Στον πύργο του Άιφελ
στις 11 Σεπτεμβρίου
δίνει μια ασύρματη
συναυλία
Ο Ορφέας
αναγνωρίζεται ως μεγαλοφυΐα:
ταξιδεύει από χώρα σε
χώρα
πάντα με βαγκόν λι
ζητάει χίλια μάρκα
για να βάλει την
υπογραφή του
σε ποιητικά λευκώματα
Απ’ την Αθήνα πάει
στο Βερολίνο
διασχίζει το
γερμανικό πρωινό
περιμένει στο σταθμό
της Σιλεσίας
Ευρυδίκη! Ευρυδίκη!
Να την η πολυπόθητη,
η πολυαγαπημένη
με την παλιά ομπρέλα
της
και τα κουρελιασμένα
γάντια
Τούλι σκεπάζει το
καπέλο της
Κι έχει βάλει πολύ
κραγιόν πάνω στα χείλη
όπως τότε
άμουση
δίχως ψυχή
Ευρυδίκη: η αλύτρωτη
ανθρωπότης!
Και ο Ορφέας κοιτάζει
γύρω του
κοιτάζει – και θέλει
να τη σφίξει στην αγκαλιά του
Να τη φέρει για
τελευταία φορά από τον Κάτω Κόσμο!
Απλώνει το χέρι
υψώνει τη φωνή
αλλά ματαίως! Τα
πλήθη δεν τον ακούνε πια
τρέχουν στον Άδη,
στην καθημερινή ζωή και στον πόνο!
Μονάχος ο Ορφέας στην
αίθουσα αναμονής
Κομματιάζει μ’ ένα
πιστόλι την καρδιά του!
Ο Γαλλοεβραίος ΙΒΑΝ ΓΚΟΛ γεννήθηκε στο Saint-Die της
Αλσατίας το 1891. Ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, σύζυγος της γνωστής
συγγραφέως Κλερ Γκολ. Ο πατέρας του ήταν υφασματέμπορος. Μετά το θάνατο του
πατέρα του, όταν ήταν έξι χρονών, εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στο Μετς. Αργότερα
πήγε στο Στρασβούργο, στο Φράιμπουργκ και στο Μόναχο, όπου σπούδασε νομική και
φιλοσοφία.
Θερμός φιλειρηνιστής, κατά τη φυγή του στην
Ελβετία τάχθηκε στο πλευρό του Ρομέν Ρολάν, συνδέθηκε με τον κύκλο των
ντανταϊστών και έγινε φίλο με τον Τζόις και τον Τσβάιχ. Εκεί γνώρισε τη
Γερμανίδα δημοσιογράφο Κλερ Άισμαν, την οποία παντρεύτηκε όταν εγκαταστάθηκε
στο Παρίσι μετά το τέλος του πολέμου. Σε σπίτι φίλων του στο Βερολίνο γνώρισε
την κατά εννέα χρόνια νεότερή του ποιήτρια Πάουλα Λούντβιχ, με την οποία είχε
μια θυελλώδη ερωτική σχέση.
Το 1939, όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος
Πόλεμος, εγκατέλειψε με τη γυναίκα του την Ευρώπη και μετανάστευσε στη Νέα
Υόρκη. Εκεί έγινε με τις μεταφράσεις του ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των ποιητών
που φιλοξένησε στο περιοδικό του «Ημισφαίρια» (1943-1945) κατά την
εξορία του στις ΗΠΑ. Έγινε ο συνεχιστής του Απολινέρ με τα θεατρικά του έργα,
με τα γεμάτα λυρισμό μυθιστορήματά του και με τη μελέτη του «Σουρρεαλισμός»
(1924). Ήταν ο Νέος Ορφέας του έργου με αυτόν τον τίτλο, όπως επιβεβαιώνεται με
τα «Ερωτικά
ποιήματα» (1925) και με τα «Μαλαισιανά τραγούδια» (1934).
Αυθεντικός Εβραίος ποιητής στις λύπες του
(Νοεμί) όπως και στις χαρές του (Νεϊλά), καθώς και στις μυστικιστικές
αναζητήσεις του, δημιούργησε με τον ημιτελή κύκλο μυθιστορημάτων υπό τον γενικό
τίτλο «Ιωάννης ο Ακτήμονας» (1930-1949) – όπου ο Ιωάννης εμφανίζεται ως αδελφός
του Περιπλανώμενου Ιουδαίου – μια αλληγορία των ανθρώπινων πραγμάτων και
καταστάσεων.
Μετά την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ, ο Γκολ
επέστρεψε με την γυναίκα του στη Γαλλία, όπου πέθανε σ’ ένα προάστιο του
Παρισού, στο Neilly-sur-Seine, σε ηλικία 58 ετών.
Κ υ ρ ι ό τ ε ρ α π ε ζ ο γ ρ α φ ι κ ά έ ρ γ α : «Σόδομα και Βερολίνο», «Ιωάννης ο
Ακτήμονας».
Θ ε α τ ρ ι κ ό έ ρ γ ο : «Μαθουσάλας».
Κ υ ρ ι ό τ ε ρ α π ο ι η τ ι κ ά έ ρ γ α : «Ο νέος Ορφέας», «Ερωτικά
ποιήματα», «Μαλαισιανά τραγούδια», «Νοεμί», «Νεϊλά».
...............................................................
..............................................................
Τζόζεφ Κόνραντ (1857 - 1924)
·
Από το αφήγημα του Τζόζεφ Κόνραντ (1857-1924) «Έιμι
Φόστερ» (μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Ποικίλη Στοά, 2017)
Σελ.
29-30
«…Αργά το βράδυ ο
Κένεντι, αποτινάσσοντας τη βαρυθυμία που τον είχε κυριέψει, ξανάπιασε την
ιστορία. Καπνίζοντας την πίπα του, βημάτιζε στο μακρύ δωμάτιο από τη μια άκρη
ως την άλλη. Μια λάμπα ανάγνωσης έριχνε όλο της το φως στα χαρτιά πάνω στο
γραφείο του· και, καθισμένος στο ανοιχτό παράθυρο, μετά την καυτή άπνοια της
μέρας, έβλεπα τη θαμπή θάλασσα ν’ απλώνεται με ψυχρή μεγαλοπρέπεια, ασάλευτη,
κάτω απ’ το φεγγάρι. Κανένας ψίθυρος, κανένα φλοίβισμα ή ανάδεμα των βότσαλων,
κανένα βήμα ή αναστεναγμός δεν ακουγόταν από τη γη από κάτω – ούτε ένα σημείο
ζωής, πέρα από τη μυρωδιά του γιασεμιού· και η φωνή του Κένεντι, που μίλαγε
πίσω μου, περνούσε μέσ’ απ’ το φαρδύ παράθυρο και χανόταν έξω, μέσα στην ψυχρή
θεσπέσια σιγαλιά.
«Οι συγγενείς ναυαγών τον παλιό καιρό μάς
λένε για μαρτύρια και βάσανα. Συχνά οι ναυαγοί γλίτωναν τον πνιγμό μόνο και
μόνο για να βρουν άθλιο θάνατο από την πείνα σε μια έρημη ακτή· άλλοι πέθαιναν
βίαια ή σκλαβώνονταν και ζούσαν χρόνια ολόκληρα μια επισφαλή ζωή με ανθρώπους
για τους οποίους η ξενότητά τους ήταν αντικείμενο καχυποψίας, αντιπάθειας ή
φόβου. Διαβάζουμε για τούτα τα πράγματα – κι είναι πολύ οικτρά. Πράγματι, είναι
σκληρό για έναν άνθρωπο να βρίσκεται κάπου που οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν,
σε μια άγνωστη γωνιά της γης, ξένος και χαμένος, αβοήθητος, με μυστηριώδη
καταγωγή. Ωστόσο, μεταξύ όσων αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη και βρέθηκαν
ναυαγισμένοι σ’ όλους τους αγριότοπους του κόσμου, δεν υπάρχει ούτε ένας, μου
φαίνεται, που να αναγκάστηκε ποτέ να υποφέρει μια μοίρα τόσο τραγική όσο αυτός
για τον οποίο μιλώ, ανάμεσα στους κυνηγούς της περιπέτειας ο πιο αθώος, που η
θάλασσα τον έριξε στην παγίδα αυτού του κόλπου, σ’ ένα σημείο που φαίνεται από
τούτο δω το παράθυρο…»
Σελ. 60-61
«…Η ξενότητά του είχε αφήσει πάνω του την
ιδιόμορφη κι ανεξίτηλη βούλα της. Τελικά οι άνθρωποι συνήθισαν να τον βλέπουν.
Όμως ποτέ δεν συνήθισαν τον ίδιο. Η γρήγορη πηδηχτή περπατησιά του· η σκούρα
επιδερμίδα του· το καπέλο του που ήταν γερτό στο αριστερό αφτί· το συνήθειό του
τις ζεστές βραδιές να φοράει το σακάκι στον έναν ώμο σαν ντουλαμά ουσάρου· ο
τρόπος που πηδούσε πάνω από τους φράχτες όχι ως επίδειξη σβελτάδας αλλά με
φυσικότητα όπως πορευόταν – όλες αυτές οι παραξενιές ήταν, όπως θα έλεγε ίσως
κάποιος, αιτίες περιφρόνησης και προσβολής για τους κατοίκους του χωριού. Εκείνοι την ώρα του φαγητού δεν θα
ξάπλωναν ανάσκελα στο γρασίδι και θα κοιτούσαν τον ουρανό. Ούτε γυρόφερναν
στους αγρούς σκούζοντας καταθλιπτικές μελωδίες. Πόσες φορές δεν είχα ακούσει τη
φωνή του, με τον ψηλό της τόνο, από πίσω από την κορυφή μιας πλαγιάς όπου
βοσκούσαν πρόβατα· μια φωνή που υψωνόταν ανάλαφρη σαν του κορυδαλλού μα με μια
μελαγχολική ανθρώπινη νότα, πάνω απ’ τους αγρούς μας που ακούν μονάχα το
τραγούδι των πουλιών. Και ξαφνιαζόμουν κι ο ίδιος. Αχ! Ήταν διαφορετικός: μ’
αθώα καρδιά και γεμάτος καλή θέληση που κανένας δεν την ήθελε, αυτός ο ναυαγός
που ήταν σαν άνθρωπος μεταφερμένος σ’ άλλον πλανήτη και τον χώριζε ένα απέραντο
διάστημα από το παρελθόν του και μια απέραντη άγνοια από το μέλλον του. Η
ευερέθιστη και παθιασμένη ομιλία του σκανδάλιζε τους πάντες. «Ευερέθιστο
διάβολο» τον αποκαλούσαν…»
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Απ’ όλες του τις ιστορίες είναι η πιο
θλιβερή», έγραψε ο Έντουαρντ Σαΐντ για την «Έιμι Φόστερ». Πράγματι, είναι μια
σπαραχτική ιστορία για την απόλυτη αθωότητα – τόσο απόλυτη, που μόνο με
απλότητα μπορεί να μιλήσει γι’ αυτήν. Ο Γιάνκο, ο ναυαγός που ως το τραγικό του
τέλος παραμένει πεντάξενος στον άξενο τόπο όπου τον έριξε η μοίρα, είναι αθώος
ως τα τρίσβαθά του, περισσότερο κι από παιδί – από τα παιδιά που τον παίρνουν
στο κατόπι και τον κοροϊδεύουν. Κάτω από τα ξενικά του ρούχα κι από το δέρμα
του, που ‘ναι φτιαγμένο για τον ήλιο ενός άλλου τόπου, φοράει κατάσαρκα τη
μοναξιά του – κι αυτή την ξεχωριστή αξιοπρέπεια που η μοναχικότητα χαρίζει στον
άνθρωπο.
..............................................................
...............................................................
Ηλίας Κεφάλας (γ. 1951)
·
Περί
ποιητικής… Δύο ποιήματα του ποιητή Ηλία Κεφάλα (από την ποιητική του συλλογή «γραφέας του φυσικού έπους», εκδ. «Θράκα», Ιούλιος 2021)
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Υπάρχουν ποιήματα
κατανοητά
Και ποιήματα
ακατανόητα
Υπάρχουν ποιήματα με
ερείσματα
Και σαφείς αναφορές
Και ποιήματα μετέωρα
και αόριστα
Που φλυαρούν μονάχα
την κενότητά τους
Υπάρχουν ποιήματα για
το κοινό
Και ποιήματα μόνο για
τον ποιητή
Υπάρχουν ποιήματα που
επεκτείνουν
Και άλλα που
συρρικνώνουν την ποίηση
Υπάρχουν ακόμα ποιήματα
για να τα προσπερνάς
Και ποιήματα για να
γέρνεις πάνω τους
Και ν’ ακουμπάς εκεί
Την κουρασμένη σου
ζωή.
21 Φεβρουαρίου 2017
ΚΑΘΕ ΠΟΙΗΜΑ
Κάθε ποίημα είναι ένα
πλοίο
Που ταξιδεύει στ’
ανοιχτά
Κι έχει μοναδικό του
προορισμό
Την αμφιβολία
Κάθε ποίημα είναι ένα
ποδήλατο
Μεθυσμένο από λύπη
Κι όπως κυλάει
Σταματάει κάποτε
μπροστά σε πόρτες
Που δεν φαντάστηκε
ποτέ ο ποιητής
Ή κάποτε σ’ άλλες πόρτες
Που θα του μείνουν
άγνωστες για πάντα
Κάθε ποίημα είναι ένα
λιτό τραπέζι
Στρωμένο διακριτικά
Για να καθίσουν οι
μοναχικοί
Και να τραφούν με
όνειρα
Κάθε ποίημα είναι ένα
καλάθι
Με λέξεις
ναυαγισμένες
Σε μια ζοφερή και
κρυφή τρικυμία
27 Μαΐου 2019