...............................................................
·
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χ. Θεοχάρη (γ.1951) «Δίφορη μνήμη»
(εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2021)
Από τη ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ Ι (σελ. 32-36) [Ο
λόγος στη μάνα]
«…Με
τον πατέρα σου πέρασα καλά! Μου είπε απ’ την αρχήν τα χούγια του και πάει, αυτό
ήταν! Μου είπε: «Άμα με βλέπεις νευριασμένο, στεναχωρημένο, κουρασμένο, δεν θα
μου μιλάς!» Άμα ήταν έτσι και του μίλαγα μ’ άρχιζε στο βρισίδι. Σώπαινα,
καθόμουνα στην άκρη στην παραστιά και σε πέντε λεπτά του πέρναγε. Με τήραγε
λοξά και μισοχαμογέλαγε κι ήθελε παιχνίδια. Κάμποσες φορές
όμως εγώ είχα μαυρισμένη την ψυχή
απ’ το γινάτι του και δεν μπορούσα να γελάσω ούτε τα παιχνίδια του ήθελα… Πολύ
νευρικός ήταν! Το παρατσούκλι του το ξέρεις. «Φουρλέτσ’κας» Ότι δηλαδή από τα
πολλά νεύρα έφερνε φούρλες γύρω από τον εαυτό του. Τι να σου ειπώ; Πέρασε κι
αυτός πολλά, μπορεί και να μην έφταιγε… Ξέρεις τι βάρος είναι να έχεις το όνομα
του αδερφού σου που πέθανε; Να μην έχεις ένα όνομα που το διαλέξανε για σένα…
Χαράλαμπος… Του βάλανε το όνομα του πρώτου Μπάμπη που πέθανε εννιά χρονών. Ήταν
γιος της πρώτης γυναίκας του παππού σου του Γιώργη, της Σοφούλας, που πέθανε
νέα αφού είχε κηδέψει δυο κορίτσια της, την Ελένη έντεκα χρονών και την
Πολυξένη επτά μηνών… Μαύρη ζωή… τι να λέμε τώρα; Έτσι, λοιπόν, ο πατέρας σου.
Με βόηθαγε πάντως πολύ και μ’ αγάπαγε. Ήτανε πονεσάρης και νοικοκύρης. Δεν
χάλαγε, δεν ξόδευε. Ταβέρνες και μεθυσίες δεν ήξερε… Άμα νίκαγε στην πρέφα,
έφερνε το λουκούμι που κέρδιζε να το φας εσύ, το θυμάσαι; Μια φορά μονάχα τον
θυμάμαι να μέθυσε στη γιορτή του το 1953 αλλά το έβγαλε απ’ τα μάτια. Μία και
καλή. Στο τέλος κατέβασε το παντελόνι του και φώναζε ένα γάτο που είχαμε, Κύρκο
τονε λέγαμε, να τον ταΐσει τα νταραβέρια του. «Κύρκο, Κύρκο», φώναζε, «έλα να
σ’ τα δώσω να τα φας, γαμώ τον αντίθεό μου…» Μας πήρε με τη γιαγιά σου η
ντροπή, δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε… Δεν το ξανάβαλε στο στόμα του. Ούτε
τσιγάρο, ποτέ! Του ‘ρχότανε άσχημα που δεν έφερνε παράδες στο σπίτι. Και ποιος
άντρας έφερνε μεροκάματο τότες. Πού δουλειές… Ό,τι λεπτά έβγαζε ήταν από το ψαλτήρι
στην εκκλησία κι από κανέναν γάμο με την κομπανία. Είχε όμως φωνή! Τον θυμάσαι…
Το 1965 ο Περιστέρης που ήρθε και τον έγραψε στο μπομπινόφωνο τον ζήτησε να
κατεβεί κοντά του στην Αθήνα στη Μητρόπολη, αλλά πού ν’ αφήσουμε τους γέρους
και τα κουτσοχώραφα; Με βόηθαγε στον αργαλειό. Έβαζε με την ανέμη και το
μαγκάνι μασούρια για να υφαίνω τα καρπίτια. Απ’ αυτά τα υφαντά πήγες στο
Γυμνάσιο το 1963. Δεν περισσεύανε λεφτά να σε στείλουμε μοναχό σου στην
Άμφισσα. Με είδε ο Μαντάς, Θεός σχωρέσ’ τον, ο έμπορος από την Αράχωβα που μας
έδινε τη δουλειά, με είδε στεναχωρημένη, με ρώτησε και μου λέει: «Στείλε το
παιδί να σπουδάσει κι όσο να τελειώσει το Γυμνάσιο εγώ σου δίνω να υφαίνεις».
Να είναι καλά οι πρόγονοί του… Σ’ εκείνον χρωστάς που ανοίξανε τα μάτια σου. Δούλεψα
σκληρά στον αργαλειό. Πήρα λεφτά, αλλά έπαθα κιόλας. Ό,τι ακούμπαγε στο αντί
ταραζόταν δεκαετίες ολόκληρες. Τέσσερις εγχειρίσεις έκανα στην Άμφισσα για τα
μητρικά. Όταν έγινε το υψικάμινο στην Αντίκυρα κι έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο
ο πατέρας σου, πήρε κι αυτός ανάσα κι άλλαξε λίγο η ζωή μας… Πού να ‘ξερε ότι
δεν θα προλάβει να χαρεί τη σύνταξή του και τα γερατεία του… Άκου να φύγει από
εγκεφαλικό αυτός με τέτοιο μυαλό ξυράφι! Αλλά έκαψε βλέπεις τα καλώδιά του από
νέος με την αψάδα και με τα νεύρα του… Ευτυχώς δεν έζησε να δει τα κόπια του να
του τα κάνουν πριονίδι οι απατεώνες με τα μνημόνια. Πού να ‘ξερα κι εγώ ότι
θαρθούνε μαύρες μέρες και θα με τυραννάνε οι αντίχριστοι με το ΕΚΑΣ κάθε λίγο
και λιγάκι να το κόβουνε και να δραμείτε με τα χαρτιά στο ΙΚΑ… Να μη μπορώ να
πάρω ένα παιχνίδι στα εγγόνια μου, ένα πανωφόρι να βγω στην περιφορά του
Αϊ-Νικόλα κι εγώ στολισμένη. Και δε μου λες, γιατί πολέμησε στ’ αντάρτικο ο
πατέρας σου, Γιώργη, και βλάφτηκε τέτοια ωραία φωνή απ’ το χιόνι που έτρωγε
χειμώνα καιρό να ξεδιψάσει στον Παρνασσό; Γιατί σε είχαμε εσένα χαμένο από το
φως του ήλιου, 23 μέρες, το 1971 και σε δέρνανε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ τα καθάρματα; Για
τούτα που μας βρήκανε τώρα δα;…»
Από τη ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΙΙ (σελ. 40-45) [Ο
λόγος στον πατέρα]
«…Μπήκα
στο βυζαντινό εκκλησάκι το σκαρφαλωμένο στο βράχο. Ανησπάστηκα την εικόνα του
αγίου κι ακούγοντας το βουητό της μάχης αντίκρυ στη Μουργκάνα γονάτισα και
ψέλισσα τις φράσεις από τις προς Φιλιππησίους επιστολές: στήκετε εν ενί πνεύματι, μια ψυχή συναθλούντες… πληρώσατέ μου την
χαράν, ίνα το αυτό φρονήτε, την αυτήν
αγάπην έχοντες, σύμψυχοι, το έν φρονούντες… Αχ!
αναλογίστηκα, πώς να φρονήσει τούτος ο λαός το έν που δεν τον αφήνουνε ποτέ τα ξένα συμφέροντα;… Αντάρτης ακόμα το
1948 βρήκα σε μια γράνα μέσα στο παγωμένο χιόνι, στη Φτερόλακκα στον Παρνασσό,
εκεί που κάνουνε τώρα το σκι ανίδεοι σε τι κόκκαλα κακοχαλασμένα πατάνε, βρήκα
ένα διπλωμένο χαρτί μέσα σε μια σακούλα που μισογυάλιζε όπως έπεφτε ο
χειμωνιάτικος ήλιος. Ήτανε μια εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Αυτή που έχουμε
στο εικόνισμα από τότε. Ποιος ξέρει ποιο σκοτωμένο δε φύλαξε. Φορούσα μια
πλεχτή μάλλινη φανέλα με χωνευτά τσεπάκια στο στήθος μου που μου είχε πλέξει η
αδερφή μας η Ελένη. Έβαλα μέσα την εικόνα κι έκαμα το σταυρό μου να με φυλάξει
ο άγιος να γυρίσω ζωντανός. Αθλοφόρε
Άγιε, και ιαματικέ Παντελεήμον, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων
άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών, λέει το απολυτίκιό του. Ήχος γ’. Το ψέλνω
κάθε χρόνο που κάνουμε λειτουργία στη μνήμη του. Πες μου τώρα πώς σου φαίνεται
αυτό; Ψάλτης εγώ και να βρω απάνω στο χιόνι την εικόνα του αγίου που είναι και
ιαματικός, να καθαρίσει τα κρίματά μας και να μας συγχωρέσει… Μη και να
σκοτωνόμαστε Έλληνας με Έλληνα δεν ήταν κρίμα μέγα; Τι ήτανε; Μια φορά
κατεβήκαμε στη Δεσφίνα να κάψουμε τα σπίτια των χιτών του χωριού. Οι δικοί μας
χίτες ήταν παλιοί πεμπτοσαρανταδυότες. Όταν χαλάστηκε ο Ψαρρός, κάμανε δικό
τους καπετανάτο. Ήτανε λάθος από την αρχή που πήρανε και μας τους ντόπιους στην
αποστολή. Είχανε κάνει κι οι χίτες τα αίσχη. Έλα που ο Λιοντόγιαννος, ο αρχηγός
τους, ήτανε κουμπάρος μας. Δεν μου πήγαινε να δείξω τα σπίτια των συγχωριανών
μου ούτε του αρχηγού τους. Με περάσανε ανταρτοδικείο στο βουνό για χαλαρή
επαναστατική συνείδηση. Παρά τρίχα γλίτωσα… ανέβηκε οχτώ ώρες ποδαρόδρομο ο
αδερφός της γιαγιάς σου, ο Μήτσος ο Μπεμπραχάς, κι αυτουνού ο λόγος μ’ έσωσε,
γιατί ήταν λαϊκός δικαστής στο χωριό με το ΕΑΜ. Τέλος πάντων, απολύθηκα το
1950, ζωντανός. Με τη μάνα σου καλά ζήσαμε. Μέσα στην ένδεια αλλά με
νοικοκυροσύνη. Όλη μου τη ζωή στο χωράφι, στ’ αμπέλι, στα λιόδεντρα. Ίσα για να
‘χουμε ψωμί, κρασί και λάδι. Ένα διάστημα είχα και κάτι μελίσσια. Παράδες
δεν είχαμε. Ό,τι έπαιρνε η μάνα σου από
τον αργαλειό. Κι αν έστελνε κανένα τσεκ η θεια σου η Ελένη από την Αμερική. Της
τύλιγα τα νήματα για να υφαίνει, έφερνα κλαρί για να καίει το φούρνο, ξύλα για
το τζάκι, ό,τι κάνανε όλοι οι άντρες δηλαδή στο χωριό. Η ψαλτική στην εκκλησία
και το τραγούδι με την κιθάρα με ανακούφιζαν. Με έβαζαν σε άλλη κατηγορία,
ανώτερη. Με κάνανε παρέα ο δάσκαλος, ο δασικός, ο ειρηνοδίκης. Τον αστυνόμο και
να ήθελε τον απέφευγα… Όταν ανοίγανε το δρόμο από την Ιτέα στους Δελφούς πήγα με άλλους από το
χωριό και σπάζαμε πέτρες να κάνουμε χαλίκι. Δουλεύαμε ήλιο με ήλιο. Πέρασε μια
μέρα ο γερο-Γκελεστάθης, ο γιατρός, ο πατέρας των κατοπινών υπουργών του
Καραμανλή, των χωριανών μας. Διέταξε τον εργολάβο να μας σχολάσει. Ονομαστικά
όσους είχαμε βγει αντάρτες. Μας έδωσε κανονικά. Θα μολύναμε τα πόδια των
εθνικοφρόνων που θα περπατούσαν απάνω στο κομμουνιστικό χαλίκι. Κατάλαβες;
Διάβαζα. Μ’ άρεσε το διάβασμα. Εφημερίδα όχι τόσο, αφού ερχόταν μπαγιάτικο το
φύλλο της προηγούμενης μέρας με το λεωφορείο από την Άμφισσα. Διάβαζα
μυθιστορήματα, από κάτι φτηνές εκδόσεις Δαρεμά, και Μαρή. Τα έπαιρνα από τον
παπα-Κώστα που τότε σπούδαζε στην ιερατική σχολή. Το κάστρο του Κρόνιν, την αυτοβιογραφία του Κάρυλ Τσέσμαν, τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι.
Κλασικά εικονογραφημένα που σου έφερνε ο αδερφός μου ο Γιάννης από τον Πειραιά
και περιοδικά, Ρομάντζο, Θησαυρό,
Φαντάζιο, τέτοια… Με το που έγινε το εργοστάσιο αλουμινίου γύρισε φύλλο η
ζωή και για μένα και για σας. Έπιασα λεφτά στα χέρια μου. Αισθάνθηκα άντρας
μέσα στο σπίτι. Αλλά αφήνουν ο αντίχριστοι να ανασάνεις; Θυμάσαι στις 21
Απριλίου το 1967 με τη δικτατορία; Ήμουνα νυχτερινή βάρδια. Εσύ δεκάξι χρονών
παλληκαράκι. Τσακίστηκα μέσα μου εκείνο μεσημέρι που σου είπα ότι ως το βράδυ
μπορεί να είμαι στην εξορία και πια αναλαμβάνεις εσύ το σπίτι, την αδερφή και
τη μάνα σου. Τέλος πάντων δεν τους νοιάζαμε εμείς φαίνεται, δεν μας ενόχλησαν.
Κάθισα κι εγώ στ’ αυγά μου, δεν έκανα για ήρωας, τι να πούμε τώρα; Υπέμεινα.
Γλύκαινα τους χαφιέδες του χωριού που τα πήγαιναν και τα ‘φερναν στην
αστυνομία. Τα κάγκελα της μάντρας στο σπίτι τα ‘δωσα στο Θανάση το σιδερά, ταξί
άμα χρειαζόμασταν το Δεκαπενταύγουστο, να πάμε στη Δεσφίνα στο πανηγύρι,
έπαιρνα τον άλλο Θανάση, τον ταξιτζή. Από καλό μου νομίζεις; Ντρεπόμουνα και
σιχτίριζα τον εαυτό μου, αλλά σκεφτόμουνα τη φτώχεια και μ’ έπιανε άλλος
τρόμος… Μα το 1971, όταν ερχόμουν με το θείο σου στην πύλη του ΕΑΤ/ΕΣΑ που
ήσουν κρατούμενος, και μας έλεγαν ότι δεν ξέρουν κανέναν με το όνομά σου,
καλύτερα να με σφάζανε. Γύρναγα στη μάνα σου με άδεια χέρια, δίχως μιαν είδηση
να τη γλυκάνει που έκλαιγε για σένα μέρα νύχτα. Μανάδες δεν είχανε οι κερατάδες,
παιδιά δεν είχανε να τα πονάνε οι μαυρόψυχοι; Δόξα τον Μεγαλοδύναμο,
επιβιώσαμε… όπως τόσοι άλλοι κι εμείς. Μου έδωσε και μετάλλιο για την Εθνική
Αντίσταση το ΠΑΣΟΚ… Οι θεομπαίχτες… Ο γιος του Παπαντρέα που επίστευε και εις
την λαοκρατίαν, το 1944, όταν τον έφεραν οι Άγγλοι πρωθυπουργό να παίξει για τα
συμφέροντά τους το τραγικό θέατρο των Δεκεμβριανών. Τι τράβηξε τούτος ο τόπος
από τέσσερα-πέντε κωλόσογα. Τι τραβάει ακόμα… Κι απ’ το κακό μας το κεφάλι κι
απ’ τη δειλία μας… να το λέμε κι αυτό. Από τη μάνα σας δεν έχω παράπονο. Μου
έκανε κι εκείνο το πρώτης τάξεως δώρο, να γεννήσει την αδερφή σου τη Σοφία το
1959 στις 10 Φεβρουαρίου, ανήμερα στη γιορτή μου. Εκείνη το ταίριαξε έτσι; Εγώ
σημάδεψα τόσο καλά; Δεν ξέρω… τέτοιο κάλιασμα όμως! Το ξέρω, ήμουν αψύς.
Φέρθηκα σκληρά και σ’ εκείνη και σε σας τα παιδιά μου πολλές φορές από τα νεύρα
μου κι από έλλειψη ψυχραιμίας. Μια φορά κουβαλούσα κλαρί απ’ το Μεγάλο Πλάι, με
την Γκιόσα και τη Γρίβα για να κάψει η μάνα σου το φούρνο. Στον Μεσόκαμπο όπως
πήγαιναν τα ζα, φάνηκε ένα φορτηγό με κατεύθυνση στο χωριό. Μουλάρωσε η
γαϊδούρα και στύλωσε τα ποδάρια στη μέση του δρόμου. Οι αγκαλιές το κλαρί
κάλυπταν σχεδόν όλο το φάρδος του δρόμου. Ο οδηγός έκοψε κι εγώ παρακάλαγα τη
Γρίβα να κουνηθεί. Βρε με το καλό, βρε με το καπίστρι στα καπούλια. Τίποτα!
Άρχισα τα σταυροκάντηλα. Τίποτα! Ώσπου από τα νεύρα μου της έριχνα γροθιές στο
κεφάλι και, πάλι, να μην κουνιέται! Της δάγκωσα το μάγουλο και πάλι τίποτα! Έλα
τώρα εσύ, κι ο οδηγός που ήταν εκεί, να βλέπεις έναν άντρα να δαγκώνει το
γαϊδούρι! Κατέρρευσα. Πήγα παράμερα, έκατσα σε μια πέτρα και άρχισα να κλαίω.
Από τα νεύρα, από την ντροπή μου, από την απόγνωση. Ε, άμα θες να ξέρεις, η
Γρίβα ξεκόλλησε τα πόδια της όποτε ήθελε αυτή. Ο φορτηγατζής είχε ξεραθεί στα
γέλια! Τέτοιος ήμουνα. Αψύς μέχρι κωμωδίας. Η μάνα σας είχε μεγάλη υπομονή,
τεράστια… Άλλη μπορεί να με είχε χωρίσει από την πρώτη βδομάδα…
Η μνήμη ματώνει (σελ. 175-176)
«…Ξεδιαλέξαμε
με τη μάνα τα ρούχα του. Πήρα κάποια που μου χωρέσανε. «Δώσε τα άλλα», της είπα,
«σε κανέναν Αλβανό να σ’χωρέσει».
Φοράω, πότε-πότε, άμα βρέχει, ένα πανωφόρι
του.
Έβρεχε και τότε. Ιούνιος του 1957.
Απομεσήμερο μέσα στο συννεφόκαμα. Έπαιζα κάτω από την αχλαδιά μ’ ένα ντενεκάκι.
Πήρε να σκοτεινιάζει από τα δυτικά. «Το κέρατό μου» είπε, αψύς όπως ήταν,
«μαζέψτε τα. Θα πάει η μέρα στράφι!». Άφησαν τα δρεπάνια και ψευτοδεματιάσανε
τα χερόβολα. Σαμάρωσαν τα ζώα κι οι γυναίκες μαζέψανε τα πράγματα. Προτού
πατήσουμε τη δημοσιά άνοιξε ο ουρανός. Μας έδερνε ένα χοντρό χαλάζι στην αρχή που
γύρισε σε λίγο σε βροχή. Ξεντύθηκε μια μαύρη πατατούκα και την επέρασε
ανάρριχτα στις πλάτες μου. Τσάκισε η καρδιά μου από τον πανικό, από τον κρότο
που κάναν τ’ αστραπόβολα. «Αχά, αχά, Γιωργάκο», γύρισε και μου ‘πε, «ανάγκασε
να μπούμε στο χωριό προτού σαπίσουμε».
Προσπάθησα επιταχύνοντας το βήμα μου μα δεν
τους πρόφταινα, κι όπως το ρούχο τους σερνότανε στις λάσπες, πάτησα τα μανίκια
κι έπεσα. Με πήρανε τα αίματα, απ’ τη μύτη, και τα κλάματα. Εκείνος γύρισε, με
σήκωσε και μέσα στην απόγνωση με πλάκωσε στα κατακέφαλα.
Σε λίγο απαγκιάσαμε στο ξωκλήσι της Αγίας
Κυριακής. Ζάρωσα κλαίγοντας κρυφά σ’ ένα στασίδι. Ήρθε, με χάιδεψε. Έβγαλε απ’
την τσέπη ένα κομμάτι παστέλι. Με φίλεψε."
Foto
Lux
(σελ. 177-178)
Έμεινε
το διάφραγμα ανοιχτό στις αναμνήσεις.
Υπέρ
των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι
Μέσα
από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο.
Εδώ
με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με
τα κλαρίνα.
Στο
κέντρο «ΕΞΟΧΙΚΟΝ». Με τα μάτια ορθάνοιχτα
αντίκρυ
στη μαγεία του μεγάλου πιάτου με τη λάμπα
και
τις αστραπές. Λίγο μετά τον πόλεμο, σ’ ένα χωριό
που
‘μαθε τον ηλεκτρισμό μέσ’ απ’ το flash του φωτο-
γράφου.
Εκεί στη μονοήμερη
εκδρομή. Με μπλε ποδιές.
Με τις λευκές
κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που
ανέβαζαν στα μάτια
την Ψυχή τους και γίνονταν
ωραίες
κάθε φορά που
αναμετριόντουσαν στο κλικ της μηχανής.
Έμεινε το διάφραγμα
ανοιχτό στη θύμηση.
Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης,
το άσπρο και το μαύρο
της ζωής μας.
Εκεί λοιπόν επιβιώνει
η αλήθεια της ζωής.
Στου άσπρου και του
μαύρου τις διαβαθμίσεις.
Σ’ εκείνες τις μικρές
ασπρόμαυρες φωτογραφίες θα
υπάρξουμε.
Ίσως γιατί τα κατσαρά
δοντάκια τους στο περιθώριο
έχουν τη δύναμη να
ροκανίζουν τη φθορά.
Κι εδώ μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου από τη συγγραφέα Λίλυ Εξαρχοπούλου:
https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/13446-theocharis-ch-giorgos-polis-difori-mnimi-exarchopoulou